Πέρα από τη θρησκευτική ποίηση (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)

0
882

                                

 

Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου

Διαβάζω το καινούργιο ποιητικό βιβλίο του Δημήτρη Κοσμόπουλου και σκέφτομαι κάτι που με έχει απασχολήσει κατ’ επανάληψη όλα τα χρόνια που τον παρακολουθώ. Είναι όντως θρησκευτική η ποίησή του ή (για να χρησιμοποιήσω πιο μετριοπαθή διατύπωση) είναι μόνο θρησκευτική; Ας δούμε το νεόκοπο Θέριστρον, που κυκλοφορεί σε μιαν ιδιαιτέρως επιμελημένη έκδοση από τον Κέδρο. Τα θρησκευτικά σύμβολα και τα θρησκευτικά πρόσωπα (εν προκειμένω ο Ιωάννης ο Βαπτιστής), η ορθόδοξη γραμματεία και θεολογία, αλλά και ολόκληρη η χριστιανική μυθολογία, με την υπερβατική της πρόσβλεψη στην ύστατη λύτρωση και σωτηρία, δίνουν γενναία το παρών στον λόγο του Κοσμόπουλου, που αποτελεί σίγουρα το ωριμότερο και το πιο κατασταλαγμένο προϊόν της μέχρι τώρα παραγωγής του. Αρκούν, όμως, αυτά για να περιστείλουμε την ποίησή του στον θρησκευτικό κύκλο;

Η απάντηση που δίνω είναι ένα κατηγορηματικό όχι. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, που είναι και ο μοναδικός ήρωας των ποιημάτων του Κοσμόπουλου, ακόμα κι αν στους στίχους του εμπλέκονται πλήθος ονομάτων της παλαιότερης ή της νεώτερης ελληνικής κα ξένης λογοτεχνίας (σε ένιες περιπτώσεις και μέσω μεταφρασμάτων), αποδεικνύεται ελαφρώς απρόσμενος: κινείται στον πραγματικό κόσμο όχι ως εκπεπτωκώς ο οποίος προσμένει καρτερικά τη βασιλεία των ουρανών, αλλά  σαν ένας πλάνης, σαν ένας απορριγμένος, που έρχεται σε κάθε του βήμα αντιμέτωπος με τη μοναξιά, το λειψό νόημα, το κενό της καθημερινότητας και τον απύθμενο φόβο του θανάτου. Η μπάντα δεν είναι βεβαίως μονόδρομη και η αντίπραξη προκύπτει αμέσως με τον λυρικό ύμνο στη δύναμη της ζωής: κάτι που εκφράζεται είτε με την αντιβολή ανάμεσα στην ανεξάντλητη γονιμότητα της φύσης και τον μηχανικό (διάβαζε, μεταξύ άλλων, και ψηφιακό) πολιτισμό του αστικού βίου, είτε με την αποθέωση της πρωτογενούς δυνατότητας του ζωικού φαινομένου για επανεκκίνηση και αναγέννηση. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως σε ένα πλέγμα σαν κι αυτό υπόκειται και ένα θρησκευτικό πρόσημο, μα εκείνο που πρωτίστως κυριαρχεί είναι η  καθαρή δόνηση της ύπαρξης, αγκιστρωμένη στην υλικότητα των ανθρώπων – ένα πανηγύρι των αισθήσεων και των λέξεων, που γρήγορα θα βάλει στο παιχνίδι και ένα ακόμα (επίσης υλικό και κοσμικό) δεδομένο: την ανάγκη της τέχνης, την προσήλωση στις παροχές της καλλιτεχνικής έκφρασης, που πηγάζει όχι τόσο από την περιήγηση στα τοπία των νεκρών ποιητών όσο από τις γλωσσικές συνάψεις που επιστρατεύει και ενεργοποιεί ένα ομόλογο ταξίδι.

Και μια κι έχουμε περάσει ήδη σε ένα πιο τεχνικό επίπεδο, να σημειώσω πως η εγνωσμένη πολυτροπία του Κοσμόπουλου -ένα κράμα έμμετρου και ελεύθερου ή ελευθερωμένου στίχου- συνομιλεί στο Θέριστρον και με το δημοτικό τραγούδι, αφήνοντας να παρεισδύσουν στο σώμα της το σπασμένο σονέτο, ο διαταραγμένος δεκαπεντασύλλαβος, όπως και οι συνεχείς στροφικές παραλλαγές ή οι αμέτρητες ομοιοκαταληκτικές ποικιλίες. Κι αν ξεχωρίζω ένα στοιχείο εδώ, αυτό δεν είναι η ένταση ανάμεσα στο παλαιό και το καινούργιο, αλλά ο εναγκαλισμός παράδοσης και νεωτερικότητας. Θα κλείσω επανερχόμενος στο ζήτημα που έθιξα προεισαγωγικά. Η θρησκευτική ποίηση έχει να επιδείξει, διεθνώς και στα καθ’ ημάς, επιδόσεις που μοιάζουν υπεραρκετές για να υπερασπιστούν την πληρότητα και την επάρκειά της. Είναι, όμως, πολύ καλύτερα (τουλάχιστον για τον υποφαινόμενο) όταν το θρησκευτικό δεν καταλήγει να γίνει ούτε το κουκούλι ούτε ο πυρήνας της, αλλά ενεργεί ως δραστικό κίνητρο για την περίτρανη ανανέωσή της.

Προηγούμενο άρθροΓιάννης Πατσώνης (Λιπιμένες κούνιες, Σαρλώ)
Επόμενο άρθροΕλλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα (του Αντώνη Ψάλτη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ