Πέθανε η ποιήτρια και ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων Νατάσα Χατζιδάκι. Η Νατάσα Χατζιδάκη ήταν μια ιδιαίτερη λογοτεχνική φωνή. Ανήκει στη γενιά του ΄70 και εκπροσωπεί μια ολιγομελή μοντέρνα και επηρεασμένη από τους beat ποιητική γενιά (Β. Στεριάδης, Λ.Πούλιος, Γ.Πατίλης). Ο Κ. Γ. Παπαγεωργίου αναφέρει ότι “η Ν. Χατζιδάκι διαφοροποιείται από αυτή την ομάδα από τη στιγμή που οι εικόνες της αρχίζουν και μαρτυρούν μια στάση εσωστρεφή, από τη στιγμή που αρχίζει να εντοπίζει το αντικείμενο της σάτιρας και του σαρκασμού στο δικό της πρόσωπο και πιο συγκεκριμένα στο φύλο της”.
Η Νατάσα Χατζιδάκι είχε τα τελευταία χρόνια προβλήματα με την υγεία της μπήκε με πνευμονία στο νοσοκομείο Σωτηρία και αργά χθες το βράδυ κατέληξε μετά από ανακοπή καρδιάς.
Η Νατάσα Χταιζδάκι σπούδασε δημοσιογραφία στην Αθήνα και Αγγλική λογοτεχνία στο Λονδίνο. Στην Αγγλία έζησε συνολικά πέντε χρόνια. Συνεργάστηκε στη σύνταξη των λογοτεχνικών περιοδικών Πρόσωπα, Σήμα και Ρεύματα. Επίσης συνεργάστηκε ως παραγωγός εκπομπών λόγου στην Ελληνική Ραδιοφωνία (Τρίτο και Πρώτο Πρόγραμμα) και στην ΕΤ1. Έχει παρουσιάσει “οπτικά ποιήματά” της σε ομαδικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε διεθνή Φεστιβάλ Ποίησης στην Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία και Ισπανία. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και στα γαλλικά.
Η κηδεία της ποιήτριας θα γίνει στον τόπο καταγωγής της, στο Ρέθυμνο της Κρήτης. Η Εταιρεία Συγγραφέων εκφράζει στους οικείους της θερμά συλλυπητήρια.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Ποίηση
Στις εξόδους των πόλεων, Περγαμηνή 1971
Ακρυλικά, Πολυπλάνο 1976
Δυσαρέσκεια, Πλέθρον 1984
Aλλοι, Κέδρος 1990
Βαθυέρυθρο, Νέο Επίπεδο 2005
Aδηλος αναπνοή, Ύψιλον 2008
The Others, Dionysia Press, Εδιμβούργο, 2007
Πεζογραφία
Συνάντησέ την, το βράδυ (Νουβέλα), Μικρή Εγνατία, Θεσσαλονίκη 1979
Ιβίσκοι, νάρκισσοι (Νουβέλα), Κέδρος 1985
Ξένοι στην πόλη (Διηγήματα), Κέδρος 1993
Μεταφράσεις
Ελεωνόρα Κάρριγκτον, Η πέτρινη πόρτα, Αιγόκερως 1982
Περισσότερα στον ιστότοπο της Εταιρείας Συγγραφέων, στο http://www.authors.gr/members/view/author_217
ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ
ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΙΑ
Στο βάθος ξαπλωμένος σε φορείο ο κόκκινος πολυεστέρας
αμέσως μετά η θάλασσα καρφωμένη πάνω στο τσιμέντο
έτσι μπορούν να πατούν μέσα στα πλαστικά κύματα
είναι ωραίοι
σαν δυο επιπλοποιοί που μόλις περπάτησαν στην θάλασσα της
Γαλιλαίας
κι εδώ μπροστά
έχω ένα πυρίμαχο σπιτφάιαρ της τράιομφ
κι όλα λάμπουν σαν κατσαρόλες
μέσα στην αργή βράση των προβολέων.
ΚΗΡΟΠΗΓΙΑ
Ένας περαστικός
ζητιανεύει σπίρτα ν’ ανάψει τσιγάρο
από τους άδειους εξώστες
φορεί ρεπούμπλικα
και το κεφάλι του είναι δυο χέρια με ματωμένα γάντια του μποξ.
Όμως δεν υπάρχουν εξώστες.
Όποιος επιθυμεί ως τον θάνατο να καπνίσει
πρέπει να κόψει με τα δόντια την μετακάρπια άρθρωση
και τότε εκεί φυτρώνει μια σύντομη φλόγα.
ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟ
Η ευκαιρία για το αναποδογύρισμα των τιμών
πρόβλημα σκοτεινού κιβωτίου λες κι επιμένεις
κι έχω τις γόβες μου στο συρτάρι του διαδρόμου
γιατί έρχομαι πάντα στο κρεβάτι σου νύχτα
στις κορυφές των νυχιών μου
του άρπαξα το περίστροφο και βύθισα την κάνη στο στόμα κι
ήμουν βέβαια
τώρα νεκρή κι ήμουν βέβαια τώρα βαθυέρυθρο φύλλο στο
πεζοδρόμιο.
Μη με ρωτάτε, είναι καλός ο καιρός
είναι ή μέρα ζεστή
η θάλασσα το υπέροχο γκρίζο. Θα μπορούσε να πει: δεν άλλαξε
τίποτα, γιατί
του αρέσω ακόμη και τώρα
μέσα σ’ αυτό το άσπρο και λιωμένο πειραματικό μεσοφόρι
μέσα σ’ αύτη τη βύθια
συνεχώς απονευρούμενη άνοιξη
μέσα σ’ αυτό το έκζεμα πάθος πού διαλύομαι.
ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΕΣ ΑΕΝΑΕΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ
Κατέβασε γρήγορα το πουκάμισο
και μου έδειξε μια βρωμερή πληγή στην μασχάλη
Μην περιμένεις τίποτα από μένα μου είπε
θα σαπίσω απάνω σου όπως αυτό το έκζεμα με κατατρώει
Όταν όμως του έδειξα εκείνους που φωτογράφισαν
τα ιπποδρόμια
τα στάδια
τους παρθενώνες
άλλαξε γνώμη
έσκυψε αργά το κεφάλι
και βύθισε τα δόντια του στον μαστό μου.
Καθώς έτρεχε το αίμα γράφοντας πολύ ωραία έντονα
σχέδια στον αέρα
σταθήκαμε στις βιτρίνες πιασμένοι από το χέρι
και θαυμάζαμε κάτι γεωργικά μηχανήματα ως το πρωί.
ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΕΡΘΕΙ Η ΑΝΟΙΞΗ
Ή τραχειοτομή του απογεύματος
εκτείνεται και συσπειρούται
στην κατολίσθηση του Ιουνίου
με ρυθμό μηχανικής γάγγραινας
στις κοίτες αυτού του τεταρταίου ήχου που
μου ξηραίνει την νόηση
μου αποσπά ρυθμικά την δυνατότητα
μετάμειψης ύλης
Λωρίδες το απόγευμα κείται
σε κλίμα θαλάμου επιδέσεων
στα τζάμια των ανωνύμων εταιριών
και των οργανισμών περιορισμένη ευθύνης
λωρίδες
νεκρό αναδιπλούται στον άνεμο
κρέπι στις πενθούσες εισόδους της πόλεως
με τα κατεβασμένα ρολά
και τους μαστιγοφόρους επενδύτες των συναισθημάτων.
Ώ! οι τραυματιοφορείς των ερώτων μου
μέσα στα ελιξήρια των καθαρών αναστηλώσεων
υποκύπτουν σ’ έναν εκγυμναστή των λοκ
ένα βουρβώνο.
(Από τη συλλογή “Ακρυλικά”, Πολυπλάνο 1976)
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΝΥΧΤΕΣ
Όχι ορχιδέες για την δεσποινίδα πού είναι Μπλά-
ντις
αν και σε σχέση
αμέσως μετά πλεονάζει. Χλόη χλοάζει
Την περονιάζει ή φυγή
ύπνος την τέρπει.
Την νύχτα αυτή με ανίσχυρα τακούνια διασχίζω
τραβώντας είναι αδίστακτοι
φτιαγμένες από σαύρες πού κοάζουν
Στα στεγανά υπόγεια τους
σκάζουν ακυρωμένα ραντεβού
εντόσθια προάγουν σε εξόδους
γλυκείες χεριές
ανάψαυση με κάτοπτρα, βαμβάκι ρυακιού κυλάει
Ήρθες αργά
τώρα σ’ αφήνω
Μένω.
Μείνε. Στο αββαείο.
Με την στερητική του βλάστηση
τριγύρω.
ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΜΑΥΡΑ ΜΑΛΛΙΑ
Ήταν μια εποχή για την αόρατη
μέσα στην σαρκοφάγο του παλτού της:
Ανασηκώνει το καπώ και κουλουριάζεται
ζελέδες κόκκινους πού φτύνει
νυφικό πύθωνα στολίζει
έρπει
στην νάρκη.
Ήταν μια εποχή για την αόρατη την
στέγασαν τα μάλλινα μαλλιά της
σαν μήκος κύματος περιπλανήθηκε
χάιδεψε γέλια πού στην αιγιαλίτιδα της έσπαζαν
η ασταθής φυγόκεντρος τους κομματιάζει.
Σε διακεκαυμένη ζώνη μαύρη ήταν
με κρίκους χάλκινους να λάμπουν
στους καρπούς της
κι ό,τι της έμεινε, ράχη Ψαρρών
επίστρωση ισχνή πού θα ξεφτίσει
τα άλλα τα παληά ν’ αποκαλύψει
να μείνουν έτσι ξαφνικά
ανακλητά.
Πλαγιές γκρεμίζουν την Μεσόγειο αναστρέφουν.
Ιμάντες λάμψεων αμμόλοφους κλονίζουν.
Παράκτιες νεφώσεις κατακλύζουν
ΑΣΤΥΦΙΛΙΑ
Ήρθε ή νύχτα ως νύχτα μόνον
Φώτα της πέφτουν διαλάμπουν.
Αναδιπλώνεται ο σε υποκάμισα
κλαμμένος. Τρέφει
νυχτερινού καφέ τρέφει ελπίδες.
Πλατάγισμα οσμών απομυζά
Ζυγίζονται οι γύπες αρωμάτων
Αλφόνσοι, αρπακτικά πουλιά
Της άπωσης ο γλάρος.
Τι προφανώς τον τιμωρεί
μικρόσωμο πτερνίζει.
Του ρίχνονται υγρά απορριπτέα
Βγαίνει η κηλίδα πού χτυπά
ως πρακτική παλαιά της ευεξίας. Επιχαίρει.
Το στερεό γρασίδι τους τον τρέφει
η ανδρική κολώνια
το πέταγμα
η γη να τρέμει.
Θα καταυγάσει ή αυγή όσα στο άχαρο προστρέξουν.
Θέση δεν παίρνει ο πρηνής.
Εκδίκηση. Πέντε θα ορκιστούν και θα τα πουν.
Για όλα τα ακραία θα πληρώσουν.
Μεγάλη πόρτα. Δάση ελάτων. Χαίρει.
Χαιρέκακος ο δρυς. Θα πάρει.
(Από τη συλλογή “Δυσαρέσκεια”, Πλέθρον 1984)
ΕΝΑ ΖΕΥΓΑΡΙ ΣΕ ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΤΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ
Μέσα από χαίτες Ασσυριακών Αλόγων
κεφάλια Ημιθέων και Επιτύμβια.
Οι Θεοί
εις τις σκιές της Αμφιβολίας Θάλλειοι
Εαυτούς ‘Έθυσαν. Ήσαν Εκείνοι.
Αάζοντες, με θηλυπρέπεια εξάπλωναν.
Εκοίταζαν και Φεύγοντας Έμεναν. Έγειραν.
Εκείνοι Όσοι. Σε δέσμευση δενδύλλει υποκύψει είχαν.
Σε αφάνεια όψεως εγκρέμιζαν.
’τονα χείλη -χείλη πού εσπάραζαν να θέλουν χωρίς.
Τότε,
μια Δεσποτεία ’νοιξης ανέτειλε.
Μιας ’νοιξης Λαμπρής ’νοιξης Αίσχη.
Και οι Πορφύρες των Συγκρούσεων
τους θόλους των Ουρανίων εκάλυψαν.
Δαδούχοι ανέτειλαν εις τις Ακτές του Σύμπαντος
και με τις Ολιγαρχίες των Πόνων
τους Ζώντες κατέκαυσαν.
Αφάνεια. Εμφάνεια.
Οκνή Δεντροστοιχία Αιωνιότητα
Απόλυτη. ’ρχουσα. Εγγύς.
Σε δισεκατομμύρια έτη φωτός.
ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΜΙΑ ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
Ορχεοειδή μιας άγνωστης ήβικής χώρας
εις τον βυθό καταλήγουν.
Γοργές ματιές ανταλλάσσουν όσα εσιώπησαν οριστικά
στους Βόρειους Πόλους των Ψεμάτων.
Όσα στις στέπες εσιώπησαν
οι Αλταμίρας των Αισθήσεων.
Κοάζει ή Χηρεία όσων επρόκειτο να λάβουν χώρα,
να χρηματιστούν,
Ο διαρρηκτός χυμός της απουσίας τα αρπάζει.
Χάσματα τα κλονίζουν και κυμαίνονται.
Μια ’δηλος Αναπνοή τα κατατρύχει.
Καθώς το ήλιον της ομιλίας σου,
ό Ημιέλλην αυτός Βάρβαρος
της Συνουσίας, παρεκτρέπεται.
Διεκδικεί.
ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΠΙΝΑΚΕΣ ΖΩΓΡΑΦΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ
Το πιο μεσαιωνικό τοπίο
μέσα στο έκθαμβο της Αναγέννησης υπάρχει
γεμάτο τροχιές και κουρελιασμένες μαύρες σημαίες
καταφύγια πτωμάτων με τη νίκη της πανούκλας χαραγμένη.
Λεπρούς με δεμένα στουπιά
στα άκρα και στο βδελυρό τους κεφάλι, άωρο.
Συστάδες ανθρώπων πού μεταναστεύουν
με ημιθανή μωρά
ραμμένα στα ράκη τους.
Φωτιές οπού πανέμορφες μάγισσες αλαλάζοντας
μεταναστεύουν, αγνοώντας το τοπίο.
Και το τοπίο πού έρχεται μπροστά τους
εγκαταλείπει στα διάτρητα πόδια τους
τα θλιβερά σφάγια
των τελευταίων επεξεργαστών δέρματος.
Σύροντας και παρατείνοντας την αχρηστία τους,
στις αναπαραγωγικές φωλεές
των υφαντουργών μετάξης
λίγο μετά την αποκοπή των αντιχείρων.
Το πιο μεσαιωνικό τοπίο τέλος δεν έχει.
Ακόμη κι αν ψευδαισθησιακά
σ’ ένα άκρο υφάσματος
γυαλιστερό σηκώνει το κεφάλι του
ένα δεντράκι της Αναγέννησης.
Στη θάλασσα της Αναγέννησης μάλλον θα πέσει
στο ποτάμι πού διασχίζει ήρεμο
μια Πόλη του Εικοστού Αιώνα.
Μια Πόλη Αράχνη.
(Από τη συλλογή “’λλοι”, Κέδρος 1990)
Ιβίσκοι, Νάρκισσοι
(απόσπασμα)
Το τετράδιο ψηλάφισα με τα δάκτυλα και την καρδιά γεμάτη προσδοκίες απογοήτευσης. Με καθαρά μεγάλα γράμματα, τα γράμματα ενός παιδιού ή μιας πρωτοεφήβου, ήταν γραμμένο στην πρώτη σελίδα