Του Φώτη Τερζάκη.
H Μάχη του Αλγερίου, γυρισμένη το 1966 από τον Gillo Pontecorvo, είναι ένα αριστούργημα του πολιτικού κινηματογράφου – και μία από τις λίγες ταινίες για τις οποίες μπορεί αυτό να ειπωθεί με την πλήρη σημασία της λέξης και χωρίς καμία επιφύλαξη. O Edward Said έγραψε κάποτε ότι «οι ταινίες του Pontecorvo La Battaglia di Algeri και Qeimada! είναι οι δύο σπουδαιότερες πολιτικές ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ»1 – και αφήνω στην κρίση του θεατή την επιβεβαίωση αυτού του αφορισμού.
Ο Gillo Pontecorvo, γόνος εύπορης ιταλοεβραϊκής οικογένειας, γεννήθηκε το 1919 στην Πίζα. Ξεκίνησε σπουδές χημείας αλλά η πρώιμη πολιτική του στράτευση σε οργανώσεις της αριστεράς τον απέσπασε οριστικά από τα επιστημονικά ενδιαφέροντα. Το 1938, ενόψει των αντισημιτών εκτοπίσεων εκ μέρους του φασιστικού καθεστώτος, μετανάστευσε μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Μπρούνο στη Γαλλία όπου άρχισε να εργάζεται σαν δημοσιογράφος. Εκεί ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον κόσμο του κινηματογράφου όταν ανέλαβε να γυρίσει κάποια μικρού μήκους ντοκυμανταίρ. Εργάστηκε σαν βοηθός του Joris Ivens, του μεγάλου μαρξιστή ντοκυμανταιρίστα από την Ολλανδία, και ανέπτυξε προσωπικές σχέσεις με τον Πάμπλο Πικάσσο, τον Ίγκορ Στραβίνσκι και τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Πολλοί από τους φίλους του εκείνης της εποχής εγκατέλειψαν τα πάντα για να πολεμήσουν στον Ισπανικό Εμφύλιο ––ο ίδιος ο Joris Ivens γύρισε το σημαντικότερο ίσως ντοκυμανταίρ από το ισπανικό μέτωπο, την Ισπανική γη, με τη συνεργασία του Ερνστ Χέμινγουέη· ταινία που στάθηκε πιθανότατα, μεταξύ άλλων, κινητήρια έμπνευση για το Γη και ελευθερία του Ken Loach–– και η εμπειρία αυτή σφράγισε τις μελλοντικές του επιλογές. Το 1941 έγινε μέλος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και μπήκε ενεργά στην αντίσταση. Με το ψευδώνυμο «Βαρνάβας» ανέλαβε να οργανώσει αντιστασιακά δίκτυα στην περιοχή του Μιλάνου όπου και αναδείχθηκε σε ηγετικό στέλεχος. Παραιτήθηκε από το Κόμμα το 1956, μετά τη Σοβιετική εισβολή στην Ουγγαρία.
Μετά το τέλος του πολέμου και την επιστροφή του στην Ιταλία, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία και να αφιερωθεί στη σκηνοθεσία, αφότου είδε την Παεζά του Roberto Rossellini. Πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του ήταν το La grande strada azzura (O μεγάλος γαλάζιος δρόμος) το 1957, η ιστορία ενός ψαρά από ένα μικρό νησί των Δαλματικών ακτών· το 1960 γύρισε το Kapó, ένα δράμα με σκηνικό τα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου. Ο Pontecorvo ξόδευε μήνες, καμιά φορά και χρόνια, ερευνώντας το υλικό των ταινιών του προκειμένου να αναπαριστά με ακρίβεια τις πραγματικές ιστορικές συνθήκες. Και οι δύο ταινίες απέσπασαν τιμητικές διακρίσεις, αλλά το πραγματικό του opus magnum επρόκειτο μόλις τώρα να γυριστεί: η ταινία που θα του έδινε μια εξέχουσα θέση στην ιστορία του πολιτικού φιλμ και θα έκανε είδωλο για τον νεοδημιουργούμενο κινηματογράφο του Τρίτου Κόσμου.
Τον Ιούλιο του 1962 η Αλγερία κέρδισε την πολυπόθητη ανεξαρτησία της ύστερα από 130 χρόνια ωμής γαλλικής αποικιοκρατίας και μετά από μια δεκαετία ηρωικών αγώνων που πληρώθηκαν με πολύ αίμα και πόνο από τον μαρτυρικό πληθυσμό της. Ο αλγερινός αγώνας της ανεξαρτησίας, με τα συνεχόμενα ρεπορτάζ που έφθαναν για σφαγιασμούς αμάχων και κτηνώδη βασανιστήρια, προκάλεσε ισχυρούς κλονισμούς στη γαλλική κοινή γνώμη και δίχασε τον λεγόμενο πνευματικό της κόσμο. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης και το περιοδικό Socialisme ou Barbarie, λίγες μικρές τροτσκιστικές ομάδες και ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ και ο κύκλος του ήταν από τους ελάχιστους διανοούμενους που υποστήριξαν ένθερμα τον αλγερινό αγώνα της ανεξαρτησίας, τη στιγμή που το Κομμουνιστικό Κόμμα και τα φερέφωνά του, διανοούμενοι τύπου Αλτουσέρ, κήρυσσαν την επίσημη γραμμή ότι η Αλγερία έπρεπε να παραμείνει υπό γαλλική κυριαρχία (με το επιχείρημα ότι έτσι θα ακολουθούσε μια κανονική καπιταλιστική ανάπτυξη, ενώ σε άλλη περίπτωση θα οπισθοδρομούσε στον φεουδαρχισμό και τη θεοκρατία). Υπό την επίδραση των ιδεών του Φραντζ Φανόν, τον οποίον διάβαζε εντατικά εκείνη την περίοδο, ο Pontecorvo αποφάσισε να γυρίσει επιτόπου μια ταινία που θα απαθανατίζει το έπος της αλγερινής αντίστασης, σε συμβολική συμπαραγωγή με μιαν αλγερινή κινηματογραφική εταιρεία. Πατώντας στα αχνάρια των πρωτεργατών του νεορεαλισμού, του De Santis και του Rossellini, θα υιοθετήσει ένα ύφος κινηματογραφικών επικαίρων με μη επαγγελματίες ηθοποιούς επιδιώκοντας να δώσει τον πραγματικό πρωταγωνιστικό ρόλο στην ίδια τη λαϊκή συλλογικότητα: ένας μόνο επαγγελματίας ηθοποιός (του θεάτρου, ελάχιστα γνωστός τότε) εμφανίζεται στο φιλμ: ο Jean Martin, στον ρόλο του συνταγματάρχη Ματιέ. Το σενάριο γράφτηκε σε συνεργασία με ηγέτες του πραγματικού FLN, του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ένας από τους οποίους, ο Γιασέφ Σααντί, ενσαρκώνει τη φιγούρα του Τζαφάρ στην ταινία). Η εξιστόρηση επικεντρώνεται στην πλέον δραματική κορύφωση του αντάρτικού, μεταξύ 1954-57, όταν οι μυστικοί μαχητές οργανώνονταν και επέκτειναν τα δίκτυά τους στην Κάσμπα, αντιμετωπίζοντας άγρια καταστολή, μαζικά αντίποινα και σκληρά βασανιστήρια από τους Γάλλους παραστρατιωτικούς. Με έναν ρυθμό που κορυφώνει αριστοτεχνικά την ένταση, με χαρακτήρες αφοπλιστικά πειστικούς οι οποίοι εκθέτουν ολοκληρωμένες οπτικές γωνίες μέσ’ από βαρυσήμαντους διαλόγους, και προπαντός χωρίς την παραμικρή υπόνοια μελοδραματισμού ––αυτό είναι ίσως το μόνο σημείο, πέρ’ από το γρήγορο μοντάζ, που τον διαχωρίζει από την παράδοση του νεορεαλισμού–– πετυχαίνει ένα συγκλονιστικά ρεαλιστικό αποτέλεσμα που αιχμαλωτίζει συγκινησιακά και νοητικά τον θεατή από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό. Η σκηνή του τέλους, που απεικονίζει τον απρόοπτο λαϊκό ξεσηκωμό του 1960 ο οποίος έκρινε και την τελική νίκη, είναι μία από τις συγκλονιστικότερες σκηνές πλήθους στον κινηματογράφο από την εποχή του Αϊζενστάιν.
Η ταινία προβλήθηκε πολύ στις Ηνωμένες πολιτείες της Αμερικής, υμνήθηκε από την κριτική και κέρδισε πολλές τιμητικές διακρίσεις (μεταξύ των οποίων το Χρυσό Λιοντάρι της Βενετίας την ίδια χρονιά). Κατά καιρούς έφτασε να χρησιμοποιηθεί σαν εκπαιδευτικό υλικό, τόσο από κυβερνητικές υπηρεσίες όσο και από επαναστατικές ομάδες παντού στον κόσμο. Υπήρξε, και παραμένει ακόμα, εξόχως δημοφιλής στην Αλγερία ως διαρκής υπόμνηση του αγώνα της απελευθέρωσης από τον αποικιοκρατικό ζυγό. Στην ίδια τη Γαλλία, παρ’ όλ’ αυτά, η ταινία ήταν απαγορευμένη μέχρι το 1974. Παρεμπιπτόντως να πω ότι, το 1975, στη Γαλλία επίσης, ο Νίκος Παπατάκης γύρισε ένα άλλο συγκλονιστικό φιλμ ειδικώς για τα βασανιστήρια στην Αλγερία: το Gloria Mundi.(με την Όλγα Καρλάτου).
Η επόμενη μεγάλου μήκους ταινία του Pontecorvo, το Queimada! του 1969 με πρωταγωνιστή τον Μάρλον Μπράντο, ήταν ένα ακόμη αντιαποικιακό φιλμ βασισμένο, αυτή τη φορά, στην εξέγερση των μαύρων σκλάβων της Γουαδελούπης. Συνέχισε με την ταινία Ogro (1959) που αφορούσε τη δράση τρομοκρατικών ομάδων στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της δικτατορίας του Φράνκο στην Ισπανία. Συνέχισε γυρίζοντας αποκλειστικά μικρού μήκους ταινίες μέχρι το 2003. Το 1991 ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής του 41ου Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ του Βερολίνου και την περίοδο 1992-94 χρημάτισε διευθυντής του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Βενετίας. Πέθανε το 2006, σε ηλικία 86 χρονών, στη Ρώμη. Σε μία συνέντευξη που έδωσε το 1991, όταν ρωτήθηκε γιατί έκανε τόσο λίγες ταινίες, απάντησε: «Για να κάνω μια ταινία πρέπει να είμαι απολύτως ερωτευμένος με το θέμα μου. Έχω απορρίψει πολλά σχέδια· όταν αποφασίζω να γυρίσω θέλω να είμαι σε θέση να δώσω τα πάντα».
Θα ήθελα, κλείνοντας, να παραθέσω δύο χαρακτηριστικά δείγματα λόγων εκ μέρους των χαρακτήρων που ενσαρκώνουν τους κύριους αντιπάλους στην ταινία, του Συνταγματάρχη Ματιέ και του αρχηγού τού FLN Μπιν μ’Χίντι· λόγων οι οποίοι εκθέτουν, ιδεοτυπικά θα έλεγε κάποιος, τις αντιτιθέμενες οπτικές γωνίες που είναι το πραγματικό θέμα της ταινίας. Ο Φιλίπ Ματιέ, Συνταγματάρχης των Πεζοναυτών, με αντιστασιακές δάφνες κατά των ναζί στο β΄ παγκόσμιο πόλεμο και συμμετοχή στις γαλλικές αποικιακές επιχειρήσεις σε Μαδαγασκάρη, Σουέζ και Ινδοκίνα, απευθύνεται στους δημοσιογράφους που τον πολιορκούν ανταλλάσσοντας μαζί τους τον εξής σύντομο διάλογο:
– Τί είπε το Παρίσι χθες;
– Τίποτα. Ακόμα ένα άρθρο του Σαρτρ.
– Γιατί είναι οι Σαρτρ πάντα γεννημένοι στην άλλη πλευρά;
– Ώστε σας αρέσει ο Σαρτρ;
– Όχι. Αλλά σαν αντίπαλος μου αρέσει ακόμα λιγότερο.
Σε άλλο σημείο, δίνοντας συνέντευξη τύπου, δέχεται τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων και απαντά:
– Συνταγματάρχα Ματιέ, έχει γίνει πολύς λόγος όχι μόνο για τις επιτυχίες των πεζοναυτών αλλά και για τις μεθόδους που χρησιμοποίησαν. Μπορείτε να το σχολιάσετε;
– Η επιτυχία τους είναι αποτέλεσμα αυτών των μεθόδων.
– Θα ήταν καλύτερα να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Ας μιλήσουμε λοιπόν για βασανισμούς.
– Βασανισμοί δεν είναι μια λέξη που χρησιμοποιούμε […] Θα μπορούσαμε να μιλάμε για ώρες χωρίς κανένα αποτέλεσμα, μιας και δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι: το FLN θέλει να μας πετάξει έξω από την Αλγερία κι εμείς θέλουμε να μείνουμε. Ακόμα και με ασήμαντες διαφοροποιήσεις απόψεων, όλοι συμφωνούμε πως πρέπει να μείνουμε. Όταν άρχισε το αντάρτικό του FLN δεν υπήρχαν καθόλου διαφοροποιήσεις. Κάθε εφημερίδα, του κομμουνιστικού τύπου περιλαμβανομένου, ήθελε να συντριβεί. Είμαστε εδώ γι’ αυτό τον λόγο μόνο. Δεν είμαστε ούτε ανισόρροποι ούτε σαδιστές. Αυτοί που μας αποκαλούν φασίστες ξεχνούν τον ρόλο που έπαιξαν πολλοί από εμάς στην Αντίσταση. Αυτοί που μας αποκαλούν ναζιστές δεν ξέρουν πως πολλοί από εμάς επιζήσαμε του Νταχάου και του Μπούχενβαλντ. Είμαστε στρατιώτες. Καθήκον μας είναι να νικήσουμε. Γι αυτό, για να είμαι ακριβής, είναι δική μου σειρά να κάνω μια ερώτηση: πρέπει η Γαλλία να μείνει στην Αλγερία; Αν η απάντησή σας είναι ακόμα «ναι», τότε θα πρέπει ν’ αποδεχθείτε και όλες τις άλλες συνέπειες.
Ο αρχηγός Μπιν μ’Χίντ, από την πλευρά του, μιλώντας με συναγωνιστές του, συνοψίζει με τον εξής τρόπο τη φιλοσοφία του επαναστατικού αγώνα:
Οι πράξεις βίας δεν κερδίζουν τους πολέμους. Ούτε τους πολέμους ούτε τις επαναστάσεις. Οι πράξεις βίας είναι χρήσιμες μόνο στην αρχή. Εν συνεχεία όμως πρέπει να δράσουν οι ίδιοι οι άνθρωποι.
Και αλλού:
Είναι δύσκολο να ξεκινήσεις μια επανάσταση· ακόμα πιο δύσκολο είναι όμως να τη συντηρήσεις. Αλλά το δυσκολότερο όλων είναι την κερδίσεις. Αν ωστόσο την κερδίσεις, τότε αρχίζουν οι πραγματικές δυσκολίες!
Τέλος, όταν με τη σειρά του μιλάει στους δημοσιογράφους, μετά τη σύλληψή του και λίγο πριν δολοφονηθεί μέσα στο κελί του, λέει με πικρή ειρωνεία:
– Κε Μπιν μ’Χίντι, δεν είναι άνανδρο να χρησιμοποιείτε τα καλάθια των γυναικών σας για να μεταφέρετε βόμβες που έχουν στερήσει τόσες αθώες ζωές;
– Δεν είναι άνανδρο να επιτίθεσθε σε ανυπεράσπιστα χωριά με βόμβες ναπάλμ που σκοτώνουν χίλιες φορές περισσότερο; Είναι ξεκάθαρο πως τα αεροπλάνα θα μας διευκόλυναν πιο πολύ. Δώστε μας τα βομβαρδιστικά σας, κύριε, και μπορείτε να πάρετε τα καλάθια μας.
– Κε Μπιν μ’Χίντι, κατά τη γνώμη σας, έχει το FLN πιθανότητες να νικήσει τον γαλλικό στρατό;
– Είναι περισσότερο πιθανό το FLN να νικήσει τον γαλλικό στρατό παρά η Γαλλία να αλλάξει τον ρου της ιστορίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Edward Said, Αναστοχασμοί για την εξορία, μετ. Γ. Παπαδημητρίου (Scripta: Αθήνα 2006), σελ. 434.
ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ