του Νίκου Βλαντή.
Λίγο πριν τις γερμανικές εκλογές, συναντήθηκα με έναν Βερολινέζο βιβλιοπώλη. Τον ρώτησα για την ελληνική κρίση. «Όταν καίγεται το σπίτι του γείτονά σου, του δίνεις νερό», μου είπε. «Όμως, πρέπει να βρει μόνος του ποιος ρίχνει λάδι στην φωτιά». Είχε γνώμη και επί αυτού. Πίστευε πως η Ελλάδα έχει μια διεφθαρμένη ελίτ που κωλυσιεργεί στην εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, αυτό θεωρούσε ως πηγή του προβλήματος.
Η διαφθορά είναι εγγενές χαρακτηριστικό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όχι νεοελληνική ιδιαιτερότητα. Ας ανατρέξουμε στις βάσεις της πολιτικής φιλοσοφίας της Δύσης: ο Τόμας Χομπς έκρινε στον Λεβιάθαν (1651) πως ο άνθρωπος γίνεται λύκος για τον συνάνθρωπο και, για τον λόγο αυτόν, χρειάζεται πολιτική αντιπροσώπευση για να προασπίσει τα ιδιωτικά του συμφέροντα. Ο πολίτης κατά Αριστοτέλη, αναπόσπαστο μέρος του οργανισμού της πόλης, γίνεται ιδιώτης που στρέφεται στους πολιτικούς για να προωθήσει τα συμφέροντά του. Γεννάται ένα πολιτικό σύστημα με στόχο την οικονομική ιδιωτική ευημερία και δομικό του στοιχείο την διαφθορά, καθώς τα ισχυρότερα συμφέροντα προφανώς αντιπροσωπεύονται αποτελεσματικότερα και επί χρήμασι.
Η Ελλάδα κατηγορήθηκε για διαφθορά, λες και το σκάνδαλο της Ζίμενς δεν είχε δεύτερο άκρο στην Γερμανία, π.χ. Όσο για τις «μεταρρυθμίσεις», τις «διαρθρωτικές αλλαγές» που αργεί να εφαρμόσει η «διεφθαρμένη ελίτ» ενώ είναι περίπου αυτονόητες για την ανεπτυγμένη Ευρώπη, η ουσιώδης διαφορά είναι πως στην Ελλάδα συνοδεύονται από την κατάρρευση της μεσαίας τάξης.
Εν πάση περιπτώσει, αναρωτήθηκα αν ο Βερολινέζος υποπτευόταν πως διαφθορά υπάρχει και στον χώρο του βιβλίου, στην πνευματική ελίτ. Τι να του απαντήσω στην περίπτωση αυτήν;
Με εξαίρεση έναν μεγαλοβιβλιοπώλη που κρίθηκε ένοχος για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα στην δίκη Τσοχατζόπουλου, ο χώρος του βιβλίου έχει μείνει ανέπαφος ώς τώρα από την σκανδαλοθηρία περί διαφθοράς. Ίσως, η μεμονωμένη του περίπτωση να γεννά υπόνοιες για τις πηγές κεφαλαιοποίησης και άλλων μεγαλοπαραγόντων του χώρου, που δημιούργησε συνθήκες άνομου ανταγωνισμού, ειδικά κατά την περίοδο της ευημερίας. Ελλείψει στοιχείων, οι υπόνοιες μένουν ανεξακρίβωτες.
Ένα άλλο ζήτημα που εμπλέκει τον χώρο του βιβλίου με την γενικότερη σκανδαλοθηρία περί διαφθοράς είναι ο θόρυβος που προκλήθηκε με την κατάργηση (ή μη) του ΕΚΕΒΙ. Τον περασμένο Δεκέμβρη, ύστερα από κατηγορίες δημοσιογράφου για ατασθαλίες της Επιτροπής Φιλαναγνωσίας, πως λειτουργούσε υπό καθεστώς ευνοιοκρατίας, υφυπουργός πολιτισμού ζήτησε την παραίτηση του διοικητικού συμβουλίου του ΕΚΕΒΙ, και ύστερα μάλλον μεθοδεύτηκε χωρίς επιτυχία να κλείσει ο οργανισμός, ακυρώνοντας το έργο του και την πολιτική βιβλίου που ασκούσε επί σειρά ετών και αφήνοντας σε αβεβαιότητα τους εργαζομένους του εδώ και δέκα μήνες.
Υπήρξαν άνθρωποι του χώρου του βιβλίου που κατηγόρησαν ανοιχτά την διοίκηση του ΕΚΕΒΙ για μεροληψία, αδιαφάνεια και κατασπατάληση πόρων. Ορισμένοι εκδότες ήθελαν ανέκαθεν το ΕΚΕΒΙ πλησιέστερα στην αγορά, να βοηθά το έργο τους. Το ΕΚΕΒΙ από πλευράς του επικεντρωνόταν στην διεθνή του αποστολή. Η διεθνής έκθεση βιβλίου Θεσσαλονίκης συνιστούσε -μάλλον- την κυριότερη συνεισφορά του. Η έκθεση καθιερώθηκε, επίτευγμα διόλου αυτονόητο, ωστόσο δεν κατάφερε να καταστήσει διεθνή και την λογοτεχνία μας (ίσως πρέπει να συντρέξουν κρισιμότεροι παράγοντες από μία έκθεση για κάτι τέτοιο). Επίσης, διέρρευσε πως κατά κανόνα οι ίδιοι και οι ίδιοι προωθούνταν και επωφελούνταν από τις δράσεις του κέντρου (σε ό,τι αφορά την Επιτροπή Φιλαναγνωσίας π.χ., αποκαλύφθηκε ότι συγγραφείς συμμετείχαν στην επιτροπή που πρότεινε και δικά τους βιβλία).
Όποτε δημιουργείται ένας θεσμός όπως το ΕΚΕΒΙ που αντιπροσωπεύει και διανέμει προνόμια, σχηματίζεται αυτομάτως και μια ομάδα που τα καρπώνεται. Αντιμετωπίζουμε το φαινόμενο όπως οι Σπαρτιάτες την κλοπή. Το ανεχόμαστε σιωπηρά, αλλά καταγγέλλουμε αγανακτισμένοι διαφθορά όποτε βιώνουμε πως η ευνοημένη ομάδα γίνεται κλειστή, αποκτά τα χαρακτηριστικά κάστας.
Οι αντιδράσεις που ακούστηκαν για την λειτουργία του ΕΚΕΒΙ εξέφραζαν την εντύπωση ορισμένων ανθρώπων του χώρου του βιβλίου πως είχε διαμορφωθεί γύρω από την προηγούμενη διοίκηση ένας κλειστός κύκλος ευνοούμενων, εκδοτών και συγγραφέων. Η αναστολή της λειτουργίας του θεσμού ίσως να είχε αποφευχθεί, αν η Επιτροπή Φιλαναγνωσίας ήταν πιο προσεκτική, και κυρίως εάν η διοίκηση είχε μεριμνήσει να διατηρεί ομαλές σχέσεις με αξιοκρατικά κριτήρια με το σύνολο του εκδοτικού χώρου, συγγραφείς και εκδότες. Τουναντίον, μάλλον επέδειξε αδιαλλαξία και ανελαστικότητα απέναντι στους διαφωνούντες και στην όποια κριτική (βλ. π.χ. την δήλωση «σκασίλα μας» (sic) της τέως διευθύντριας στις 23/5/2012 αναφερόμενη σε πέντε εκδότες που μποϋκοτάρισαν την έκθεση επικαλούμενοι οικονομικές δυσκολίες, την ανοιχτή επιστολή προς τον υφυπουργό πολιτισμού της 11/12/2012 του τέως διοικητικού συμβουλίου στην οποία ο υφυπουργός καλείται να απολογηθεί (sic) επειδή ζήτησε την παραίτηση των μελών του, κ.ά.).
Βέβαια, μία αναποτελεσματική διοίκηση δεν συνιστά λόγο για να διαλυθεί ένας θεσμός: πρόσφατα ξηλώθηκε η διοίκηση του ΟΑΣΑ, δίχως να καταργηθεί απαξιωτικά ο οργανισμός αστικών συγκοινωνιών. Ένας εθνικής εμβέλειας θεσμός για το βιβλίο μάς είναι εξίσου απαραίτητος. Θα πρέπει ωστόσο αυτήν την φορά να στοχεύει να εξασφαλίσει την σύμπνοια όλων των υπαρχόντων φορέων και παραγόντων του βιβλίου.
Άραγε στην δυτική Ευρώπη είναι τόσο διαφορετικά τα πράγματα;
Δύο χρόνια τώρα που ζω στην Γαλλία, έχω παρακολουθήσει πανεθνικά οικονομικά σκάνδαλα που εμπλέκουν πολιτικούς (βλ. π.χ. το «Affaire Cahuzac»). Έχω συναντήσει ορισμένους επιχειρηματίες που φοροδιαφεύγουν επιδιώκοντας συναλλαγές με μετρητά. Έχω συναναστραφεί με μερικούς Γάλλους συγγραφείς (αξιόλογους και ταλαντούχους) που κατηγορούν το γαλλικό ΕΚΕΒΙ ότι μοιράζει προνόμια σε μία κλειστή ομάδα, ενώ υπάρχουν και μικροί ανεξάρτητοι εκδότες (βλ. π.χ. éditions La Fabrique) που του χρεώνουν αδιαφάνεια στις διαδικασίες του και πως η λειτουργία του ευνοεί τις επιχορηγήσεις προς μεγαλοεκδότες.
Έχω και ιδία εμπειρία από το γαλλικό ΕΚΕΒΙ. Το 2011, υπέβαλα πρόταση για επιδότηση μετάφρασης λογοτεχνικού βιβλίου από τα γαλλικά στα ελληνικά (σε συνεργασία με τον -αείμνηστο πλέον- και ευυπόληπτο αν και μικρό, εκδότη Maurice Nadeau που το είχε εκδώσει) στο πλαίσιο του προγράμματος επιδότησης μεταφράσεων. Η πρόταση απορρίφθηκε, ή τουλάχιστον έτσι φαντάζομαι, γιατί ουδέποτε πήρα απάντηση.
(συνεχίζεται)