Ο χώρος του βιβλίου και η διαφθορά (2)

0
345

του Νίκου Βλαντή.

Μόλις είχα εκδώσει το πρώτο μου μυθιστόρημα και ετοιμαζόμουν να το στείλω στις εφημερίδες. Εκτιμούσα έναν κριτικό από τα κείμενά του. Πίστευα ότι θα τον ενδιέφερε το βιβλίο μου. Ρώτησα τη γνώμη ενός μικρού και αξιοσέβαστου εκδότη. «Άδικος κόπος να του στείλεις αντίτυπο», είπε. «Δεκαετίες βγάζουμε βιβλία, του τα στέλνουμε ανελλιπώς. Ουδέποτε ασχολήθηκε μ’ εμάς».

 

Οι κατηγορίες για διαφθορά στο χώρο του βιβλίου αφορούν υπόνοιες για «κριτικούς λογοτεχνίας ξεπουλημένους στους εκδοτικούς οίκους και στα ποικίλα συμφέροντα» όπως διατυπώνεται σε οπισθόφυλλο πρόσφατου βιβλίου που -κατά τα άλλα- ασχολείται με την κριτική εκ των έσω.

Κατά πόσον είναι αλήθεια τέτοιου τύπου αφοριστικοί ισχυρισμοί;

Κατά την περίοδο της εκδοτικής έκρηξης της τελευταίας δεκαπενταετίας, εμφανίστηκαν πολλοί συγγραφείς που δεν είχαν ουδεμία διάθεση να συνομιλήσουν με τη λογοτεχνική παράδοση και ομότεχνούς τους ή να κοινωνικοποιηθούν με το σινάφι. Ορισμένοι κέρδισαν το κοινό ακολουθώντας καθιερωμένες συνταγές και έβαλλαν μύδρους ενάντια στους κριτικούς επειδή δεν τους καταξίωσαν αντίστοιχα. Η αμφισβήτηση της κριτικής πήρε διαστάσεις στο ίντερνετ. Γενικεύτηκαν οι χαρακτηρισμοί περί διαφθοράς, δίχως να δημιουργήσουν εύφορο έδαφος ώστε να αναπτυχθεί κάποια εναλλακτική κριτική προσέγγιση· στην πορεία, αποδείχθηκε πως η διατύπωσή τους στόχευε στην καταξίωση αυτών που τους έκαναν, υπό οποιουσδήποτε όρους και μέσα από την πρόκληση αρνητικής προσοχής.

Ένα φαινόμενο ανάλογο με τους αδιάφθορους εθνικιστές ναζιστές, που όταν σκουραίνουν τα πράγματα ξεκρεμάνε τα κάδρα του Χίτλερ και δηλώνουν κομμουνιστές.

 

Από το 2000 που εξέδωσα το πρώτο μου βιβλίο, άρχισε να με απασχολεί η κριτική. Πώς επιλέγονταν τα βιβλία για τα οποία γράφονταν κριτικές; Ήτανε θέμα εκδότη; Γνωριμιών; Και τα δύο;

Την απάντηση μου την έδωσε εκείνο το διάστημα δημοσιογράφος του βιβλίου σε ομιλία της σε εκδήλωση του ΕΚΕΒΙ με θέμα την κριτική και τους νέους συγγραφείς. Η εν λόγω δημοσιογράφος δήλωσε δημόσια πως, επειδή οι κριτικοί λάμβαναν πολλά βιβλία, προέβαιναν σε «κρας τεστ» (sic). Έπαιρναν ένα νέο βιβλίο ανά χείρας και το άνοιγαν σε μία τυχαία σελίδα. Αν τους άρεσε η παράγραφος που διάβαζαν, ασχολούνταν μαζί του. Ειδάλλως, κατέληγε στον καιάδα.

Άρχισα να παρακολουθώ την κριτικογραφία υπό το σκεπτικό της και μου καλλιεργήθηκε η εντύπωση πως οι συστάσεις και οι γνωριμίες έπαιζαν ρόλο στην προώθηση ενός βιβλίου, την προστασία του από το «κρας τεστ». Δεν θεωρώ πως αυτό στοιχειοθετεί κατηγορία διαφθοράς. Η κατηγορία θα είχε βαρύτητα στο βαθμό που η κριτική εξαντλείται στην ανακύκλωση γνωριμιών και συστάσεων εντός ενός κλειστού κύκλου.

Η πορεία μου μού κατέδειξε πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ωστόσο, όσοι ξεκίνησαν ή ξεκινούν δίχως συστάσεις και γνωριμίες έχουν δυσκολότερο δρόμο να διανύσουν απ’ όσους τις καλλιεργούν συστηματικά ή τις κληρονόμησαν. Τα φαινόμενα αυτά πάντως, ουδεμία σχέση έχουν με την σύγχρονη διαφθορομανία. Είναι παλαιά όσο οι λογοτεχνικοί κύκλοι. Η λογοτεχνική καριέρα είναι μια δοκιμασία πίστης για τον συγγραφέα, ο οποίος θα πρέπει να μένει αφοσιωμένος στο έργο του δίχως να περιμένει τίποτε απολύτως, ούτε καν την υστεροφημία.

Στο τέλος, αυτό που μένει είναι η λογοτεχνία.

 

Ο κριτικός στον οποίο αναφέρθηκα ασχολήθηκε τελικά με την περίπτωσή μου όταν βγήκε το πέμπτο μου βιβλίο, από μεγάλο πλέον εκδοτικό οίκο. Το καταξίωσε. Η ειρωνεία είναι ότι επρόκειτο για το δεύτερο μέρος τριλογίας με κοινή θεματική, το πρώτο ήταν αυτό που του είχα στείλει χρόνια πριν, παραβλέποντας την συμβουλή του φίλου μου εκδότη.

Όσο για την κατηγορία περί διαπλοκής στο χώρο του βιβλίου, θα αφηγηθώ μια πρόσφατη ιστορία από την Γαλλία όπου μένω. Αν μη τι άλλο, η συζήτηση έτσι γενικεύει και ξεφεύγει από την ασφυκτική ελληνική μεμψιμοιρία.

Στις 28 Αυγούστου 2013, εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Grasset το ογκώδες (1152 σελίδες) μυθιστόρημα Naissance (Γέννηση) του Yann Moix. Ο Moix είναι διευθυντής λογοτεχνικού ενθέτου της εφημερίδας Express και η λογοτεχνική του καριέρα μετράει πολλά βραβεία. Το βιβλίο προωθήθηκε για το βραβείο Goncourt. Ο συγγραφέας είναι προστατευόμενος του Bernard Henry Levy, που τυγχάνει μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Grasset.

(«Κάτω από ποιες κοινωνιολογικές και ανθρωπολογικές συνθήκες, σε μια χώρα με παλαιά και μεγάλη κουλτούρα, ένας «συγγραφέας» μπορεί να επιτρέπει στον εαυτό του να γράφει το ο,τιδήποτε, η «κριτική» να τον αποθεώνει, το κοινό να τον ακολουθεί πειθήνια – και αυτοί που ξεσκεπάζουν την απάτη, να καταδικάζονται στη σιωπή και την απομόνωση, να μην έχει ο λόγος τους αποδοτικό αντίκτυπο;» είχε γράψει στον Nouvel Observateur στις 9 Ιουλίου 1979 για τον εν λόγω «φιλόσοφο» ο αείμνηστος Κορνήλιος Καστοριάδης.)

Η ανοδική πορεία του βιβλίου του Moix κόπηκε απότομα από τον διευθυντή του ενθέτου για τα βιβλία της Monde, τον Jean Birnbaum. Στις 19 Σεπτέμβρη, ο Birnbaum υπέγραψε ένα editorial-λιβελογράφημα εναντίον του βιβλίου του Moix (με τίτλο Μουά, δεν είμαι ο μπαμπάς σου, λογοπαίγνιο με το όνομα του συγγραφέα που προφέρεται σαν την αντωνυμία εγώ). Ο λίβελος του Birnbaum δεν συνιστούσε λογοτεχνική κριτική. Βασιζόταν στην αποκάλυψη στοιχείων από την προσωπική του σχέση με τον συγγραφέα. Έγραφε πως ο Moix του είχε στείλει πριν λίγο καιρό ένα e-mail που κατέληγε στην φράση «νομίζω πως είστε ένα πραγματικό κάθαρμα». Όταν ανέφερε το περιστατικό στην γυναίκα του, εκείνη σχολίασε: «άλλος ένας που σε περνά για τον πατέρα του». Λαμβάνοντας το ογκώδες βιβλίο του Moix μαζί με ένα συμφιλιωτικό μήνυμα από τον συγγραφέα, επιβεβαίωσε την θεωρία της γυναίκας του πως ο Moix είχε πρόβλημα με τον πατέρα του. Ο Birnbaum αποκάλυψε επίσης, στηριζόμενος σε ανώνυμη πηγή (εντός του εκδοτικού οίκου), πως ο Moix δεν δέχτηκε οποιαδήποτε επιμέλεια στο κείμενό του, που θα μπορούσε να του δώσει ειρμό και δομή. Έτσι προέκυψε το ογκώδες εκδοτικό αποτέλεσμα, το οποίο κατά την γνώμη του Birnbaum δεν είχε άλλον αποδέκτη από τον φυσικό πατέρα του συγγραφέα.

Το βιβλίο του Moix δεν εμφανίστηκε στην βραχεία λίστα Goncourt μετά την δημοσιοποίηση της προσωπικής τους έριδας. Ο Grasset βρέθηκε ζημιωμένος, είχε μοιράσει προκαταβολικά χιλιάδες αντίτυπα του βιβλίου, τα οποία οι βιβλιοπώλες τώρα θα του επιστρέψουν (Le Monde, 9/11/2013).

Στην Γαλλία όχι μόνον υπάρχει διαπιστωμένη διαπλοκή συγγραφέων, εκδοτών, δημοσιογράφων και διανοούμενων, αλλά λείπει και το ελληνικό μέτρο, που διδάσκει πως «τα εν οίκω μη εν δήμω».

 

Προηγούμενο άρθροΠρώτα σαν τραγωδία και μετά σαν φάρσα
Επόμενο άρθροΑόρατος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ