Ο χρόνος στο παγκάκι του πάρκου (του Βαγγέλη Δημητριάδη)

0
499

 

του Βαγγέλη Δημητριάδη

 

 

Η έκτη συλλογή ποιημάτων (από το 2007 μέχρι σήμερα) της Χαράς Πρεβεδώρου εστιάζει την ποιητική της στη σιαμαία σχέση θεάτρου και ζωής με έμφαση στο σημείο εκείνο που το θέατρο αναπαριστά τη ζωή και ταυτόχρονα η ζωή μοιάζει με θεατρική παράσταση στην οποία πρωταγωνιστούν ο χρόνος, η φθορά, έρωτας και η ειμαρμένη. Μία σχέση και μία εγγύτητα που έχουν επισημάνει με τον προσωπικό τρόπο τους πολλοί ποιητές, ανάμεσά τους και ο Κωνσταντίνος Καβάφης: «Βαρέθηκα να βλέπω τη σκηνή,/ και σήκωσα τα μάτια μου στα θεωρεία./ Και μέσα σ’ ένα θεωρείο είδα σένα/ με την παράξενη εμορφιά σου» («Στο θέατρο», 1904)

Η ατμόσφαιρα των ποιημάτων των Παραστάσεων πληρούται από τη μοναξιά του ανώνυμου ατόμου, του περιφερόμενου στην πολυκοσμία της πόλης, ενός ατόμου που τελεί υπό την επήρεια του τρόμου από τον άλλοτε άδειο και άλλοτε αμείλικτο χρόνο, με συνέπεια τα σώματα, οι επιθυμίες, ο έρωτας και η νεανική ορμή να κυριεύονται από τη φθορά. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας ανασκαλεύει τη μνήμη, έρμαιο κι αυτός της καθηλωτικής ροής των πραγμάτων και των γηρατειών, ανάμεσα στα ερείπια των οποίων κυκλοφορεί αθέατη η ποιητική περσόνα της συλλογής χωρίς προσδοκίες, με το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν, για να αποφύγει την οδυνηρή αίσθηση του επερχόμενου μοιραίου. αν και, παρατηρώντας τα δέντρα να διατηρούν κάποια ικμάδα και αισθητική μετά την ξήρανσή τους, συνδέεται –και μας συνδέει– με τη (φρούδα) προσδοκία πως το τέλος «δεν είναι τελεσίδικο». Ελπίζει, μάλιστα, μέσω αυτής της ψευδαισθητικής παρηγορίας, να επανακάμψει σε μια άλλη πραγματικότητα με παρούσα ες αεί τη χαμένη νεανικότητα. Η κυρίαρχη σκέψη ότι «δε μένει τίποτα κρυφό/ από τον χρόνο και τον θάνατο,/ τους συνεργάτες στο μέτρημα των ημερών», εμποτίζει τους στίχους με μελαγχολία και ο διάχυτος λυρισμός επιβάλλει ρυθμικούς κυματισμούς νοσταλγίας. Σε αυτό το σκηνικό περιβάλλον εμφανίζεται στιγμιαία, παρασυρμένη από αυτοκαταστροφικές τάσεις, η ανέλπιδη ύπαρξη που βουτάει στο ποτάμι, για να ενωθεί με το είδωλο του φεγγαριού σαν τον Λι Πο, αφού η ζωή της βρίσκεται εγκλωβισμένη σε δέσμια «εισαγωγικά».

Τα ποιήματα αρχικά δίνουν την εντύπωση ότι η ζωή προβάλλεται στη σκηνή περιγραφικά. Σε δεύτερο χρόνο όμως μετατρέπεται σε θέατρο δραματικό. Ακολούθως τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο, γίνονται σύνθετα, εξακτινώνουν την αγωνία του ποιητικού υποκειμένου σε παραδειγματικές αναφορές για τη ύπαρξη μέσα στο θέατρο και του θεάτρου μέσα στη ζωή. Τότε προσκαλούνται να καταθέσουν τα βιώματά τους οι ανώνυμοι υπηρέτες της καθημερινότητας, η ζωή των οποίων κατευθύνεται στην τελική ευθεία.

Παρόλο που έχουν περάσει αρκετοί αιώνες από την απόσχιση του θεάτρου από την ποίηση, η Πρεβεδώρου επιτυγχάνει τη σύζευξη των δύο τεχνών, χωρίς να αμελεί να ανασυνθέτει και να επαναπροσδιορίζει το υλικό της σε μικρότερες ομαδοποιημένες ενότητες με αντίστοιχες παραμέτρους που διαθέτουν γνωρίσματα παρμένα από κλασικούς χαρακτήρες του θεάτρου, του μύθου, τη αρχαίας δραματικής ποίησης και της σύγχρονης ζωής. Γι’ αυτό μέσα στο λυκόφως και τη θλίψη βλασταίνει το οξυμμένο στις μέρες μας προσφυγικό πρόβλημα, αναταράσσονται τα κύματα της θάλασσας και τα βαθύτερα της ψυχής, που διαχωρίζουν τους απελπισμένους από τη γη της σωτηρίας τους, τη νησιωτική δηλαδή μεθόριο του κάθε Αιγαίου πελάγους.

Αρχέτυποι ελληνικοί μύθοι απεικονίζονται ευδιάκριτα στις ποιητικές συνθέσεις και πρωταγωνιστούν, δίνοντας την ευκαιρία στην ποίηση να συνομολογήσει τεκμήρια διαχρονικά, κομίζοντας στο προσκήνιο αξέχαστες στιγμές της ανθρώπινης δημιουργίας, ενώ η κάθαρση λειτουργεί πολυεδρικά και μας κατευθύνει σε ένα συνθετικό αισθητικό αποτέλεσμα με στοιχεία οικοδομημένα από το θέατρο και τη ζωή, από τον αναγνώστη και τον ποιητή, από τον «θεράποντα της φαντασίας» ήρωά της ηθοποιό και το «πολυόμματο σώμα» του κοινού. Η συλλογή της Χαράς Πρεβεδώρου Παραστάσεις μιλάει για τη φθορά, αγωνιζόμενη να την αποφύγει. Αναμφισβήτητα, εκτός των άλλων, επιτυγχάνει να μας υπενθυμίσει τις στενές σχέσεις του θεάτρου με την ποίηση. Γι’ αυτό αλλά όχι μόνο μπορεί να θεωρηθεί ως μια πολύ επιτυχημένη ποιητική απόπειρα, σε πλείστα σημεία γενικευμένα εξομολογητική, έστω και αν τίθεται σε πρώτο ενικό πρόσωπο:

«κάποτε πίστευα,

μα η αλήθεια μου δεν θεραπεύτηκε,

υπάρχει, γεννάει ήρωες θνησιγενείς,

πεθαίνουν με το φως του ήλιου

σαν τα φαντάσματα.

 

Έτσι δεν ζω ελπίζοντας να ξαναζήσω.»

 

Info: Χαρά Πρεβεδώρου, Παραστάσεις, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2018

 

Προηγούμενο άρθροΚρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2019
Επόμενο άρθροΚαπνισμένα ερείπια (του Βασίλη Βασιλικού)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ