Ο χορός, ένα μυθιστόρημα, μια φιλία και ο Ομπάμα (της Λίλας Κονομάρα)

0
465

 

Λίλα Κονομάρα.

«Παρατήρησα για λίγο τις δυο γυναίκες καθώς χόρευαν γυρισμένες προς το μέρος μου, πειράζοντάς με, αφουγκράστηκα προσεκτικά τους διαφόρων ειδών ρυθμούς, και κατάλαβα πως αυτό που έκαναν μπορούσα να το κάνω κι εγώ. Στάθηκα ανάμεσά τους και συντόνισα τα βήματά μου  με τα δικά τους… Υπήρχαν τόσες πολλές φωνές που αντηχούσαν μέσα μου που έπαψα να ακούω τα τύμπανα και ο μόνος τρόπος να συνεχίσω ήταν να ανταποκριθώ στις κινήσεις των ίδιων των γυναικών που δεν έχαναν ούτε στιγμή το ρυθμό, που τον ξεχώριζαν ανάμεσα σ’ όλα τα άλλα».

Ο χορός, η αρχέγονη αυτή ιεροτελεστία, η αίσθηση ενός ρυθμού που σε αποσπά από κάθε τι γύρω σου και σε συνεπαίρνει, αποτελεί, όπως λέει η Ζέιντι Σμιθ επ’ ευκαιρία του καινούριου της μυθιστορήματος Swing Time, μια κοινή εμπειρία όλων των μαύρων. Και πράγματι, δεν έχει κανείς παρά να σκεφτεί τον καταιγιστικό ρυθμό των τυμπάνων στα δάση της Αφρικής όπου ο χορευτής αναπαριστά τα ζώα, τα στοιχεία της φύσης, το ερωτικό κάλεσμα, τους κύκλους της ζωής. Αργότερα, για τους μαύρους σκλάβους στην Αμερική, ο χορός γίνεται πάλι σύμβολο, γλώσσα επικοινωνίας και τρόπος να διατηρηθεί η μνήμη, η ταυτότητα ενός πολιτισμού. Έτσι γεννιούνται τα μπλουζ. Τα επόμενα χρόνια, στις εκκλησίες της αφροαμερικανικής κοινότητας, τα σώματα περιέρχονται σε έκσταση με τις μελωδίες των σπιρίτσουαλς και των γκόσπελ και οδηγούνται στον παροξυσμό ενσωματώνοντας με τον δικό τους τρόπο τον χριστιανισμό. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, οι χορευτές της μαύρης τζαζ επιδίδονται σ’ έναν ξέφρενο στροβιλισμό, εναλλάσσοντας αυτοσχεδιασμό με επαναληπτικότητα. Το σουίνγκ, που πρωτοχορεύτηκε από αφρικανούς λιμενεργάτες, κατακτάει όλους τους νέους και με τις έξαλλες φιγούρες του γίνεται αντίδραση στο κοινωνικό κατεστημένο και στις συντηρητικές απόψεις της εποχής. Η σύνδεση του σουίνγκ με τις φυλετικές διακρίσεις γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρη με το ναζισμό. «Απαγορεύεται η μουσική των μαύρων και των εβραίων», λέει η Γκεστάπο και στέλνει στα στρατόπεδα συγκεντρώσεων τους χορευτές.

Οι λευκοί χορεύουν για να διασκεδάσουν, οι μαύροι για να αφηγηθούν τη δική τους ιστορία, είπε κάποιος.

Το ζήτημα της φυλετικής ταυτότητας και ο ρατσισμός έχουν απασχολήσει τη Ζέιντι Σμιθ και στα προηγούμενα βιβλία της. Μιλώντας γι’ αυτό, σε μια συνέντευξή της στη ραδιοφωνική εκπομπή του περιοδικού New Yorker, η συγγραφέας εξέφρασε την απογοήτευσή της για τον απερχόμενο πρόεδρο Ομπάμα τον οποίο, αν και θαύμαζε ως άνθρωπο για τη δημοκρατικότητά του και την επιθυμία του να απευθύνεται και να λαμβάνει υπόψη του την πλειοψηφία, κατηγόρησε ότι σε κρίσιμες για τη μαύρη κοινότητα στιγμές δεν έβαλε όρια, δεν πήρε σαφή θέση και δεν δεσμεύτηκε. «Επί πολλούς αιώνες», όπως τόνισε, «ζητήθηκε από τους Αφροαμερικανούς να κάνουν υπομονή. Πέρασαν γενιές ολόκληρες χαμένων ταλέντων. Γενιές ολόκληρες ανθρώπων που δεν πραγματοποίησαν τα όνειρά τους».

Στο καινούριο μυθιστόρημα της Ζέιντι Σμιθ, ο χορός καταλαμβάνει κυρίαρχη θέση. Οι πρωταγωνίστριες, δύο φίλες των οποίων παρακολουθούμε τη ζωή, γνωρίζονται όταν είναι μικρές σε μια σχολή χορού το 1982. Το βιβλίο αναφέρεται σε χορευτές αλλά και στον χορό αυτόν καθεαυτό σαν κάτι που βγαίνει από μέσα μας, συγκοπτόμενο, απρόσμενο, ζωτικό.

Παράλληλα, ο χορός σχετίζεται για τη συγγραφέα και με τη γραφή. «Νιώθω πως ο χορός έχει κάτι να μου πει σχετικά με αυτό που κάνω» γράφει η Σμιθ σ’ ένα άρθρο στην Guardian. «Εξακολουθώ να μην έχω απόψεις για το χορό, μόνο παρορμήσεις», λέει η ηρωίδα της στο Swing Time. Η συγγραφέας μοιάζει να αναζητά τις ισορροπίες μεταξύ των περιορισμών της φόρμας και της δημιουργικής ελευθερίας στη μυθοπλασία. Είναι η πρώτη φορά που υιοθετεί την πρωτοπρόσωπη αφήγηση λέγοντας ότι πρόκειται για ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο, μια φόρμα ουσιαστικά «ανήθικη» με εξαιρετικά όμως ισχυρή επίδραση στη λογοτεχνία.

Γύρω από το χορό ως ιδέα και ως μορφή τέχνης και τις προσωπικές σχέσεις – τη φιλία και τον ανταγωνισμό μεταξύ  γυναικών, τη μητρότητα, τη φιλοδοξία, την αγάπη – αναπτύσσονται στο μυθιστόρημα πολλά  μείζονα θέματα της σύγχρονης εποχής: οι διάφορες μορφές του δυτικού φιλελεύθερου πολιτιστικού ιμπεριαλισμού, η φυλετική και πολιτισμική ταυτότητα, ο ρόλος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η επιστροφή στη θρησκεία στα αναπτυσσόμενα κράτη, το μεταναστευτικό ζήτημα στην Ευρώπη.

Είναι ενδιαφέρον ότι το θέμα της φιλίας μεταξύ γυναικών απασχολεί τελευταία διάφορες γυναίκες συγγραφείς. Πολλά έργα της κλασικής λογοτεχνίας αναφέρονται στη φιλία μεταξύ δύο ανδρών – ξεκινώντας από τον Πάτροκλο και τον Αχιλλέα, τους Πλατωνικούς διαλόγους, τον Δον Κιχώτη και τον Σάντσο Πάντσα, τον Ρωμαίο και τον Μερκούτιο, προχωρώντας στα έργα του Βολτέρου, του Μοντεσκιέ, του Μωπασάν, και φτάνοντας ως τον Βλαντιμίρ και Εστραγκόν του Μπέκετ. Σπάνια όμως η φιλία μεταξύ γυναικών παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο κι αν το θέμα επανέρχεται τελευταία συχνότερα, προφανώς αυτό σχετίζεται με τις ελευθερίες που οι γυναίκες απέκτησαν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, την αλλαγή της θέσης τους μέσα στην κοινωνία και τον μεγάλο πλέον αριθμό γυναικών συγγραφέων.

Προηγούμενο άρθροΟ Eugene Rogan για το Ανατολικό Ζήτημα( συνέντευξη στον Θανάση Μήνα)
Επόμενο άρθροΠεδίο βολής Ίψεν: Η αλήθεια είναι επαναστατική;

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ