Ο Χαόκοσμος του Στροβιλόκοσμου της Αγρύπνιας των Φίννεγκαν (Finnegans Wake) του Τζέημς Τζόυς.

0
3187

του Ελευθερίου Ανευλαβή.

Η έκδοση του βιβλίου του Τζέημς Τζόυς (James Augustine Aloysius Joyce, 1882-1941) Finnegans Wake[1] έγινε δεκτή από τους λογοτεχνικούς κύκλους με ανάμεικτα συναισθήματα: αμηχανία, χαρά, έκπληξη, ακόμη και ανοιχτή έχθρα.  Πολλοί το χαρακτήρισαν ανόητο πλέγμα ασυναρτησίας, χωρίς πλοκή, χωρίς περιεχόμενο, χωρίς νόημα. Άλλοι το αντιμετώπισαν με δέος, μείγμα τρόμου και θαυμασμού. Έχει, όμως και ενθουσιώδεις υποστηρικτές ολκής, συμπεριλαμβανομένων του Σαμουήλ Μπέκετ, του Τόμας Έλιοτ, και άλλων.

Το Finnegans Wake,  Η Αγρύπνια των Φίννεγκαν  (τίτλος της ελληνικής μετάφρασης.[2] Αγρύπνια, εφεξής) είναι  ένα βιβλίο που έχουν στην βιβλιοθήκη τους αρκετοί,  περισσότεροι, ίσως, έχουν ακούσει γι’ αυτό, ελάχιστοι το έχουν διαβάσει και σχεδόν ουδείς το καταλαβαίνει. Δεν έχει βρεθεί, ακόμη, «ο Μαγ­γε­λα­νο­με­γα­λο­δαν­δής[3]» (ΑΤΦ ΤΒ 824 13)[4] της, για να την κυκλοπεριπλεύσει ολόκληρη.

«Λένε ότι είναι σκοτεινό», γράφει ο ίδιος ο Τζόυς, «Το συγκρίνουν φυσικά με τον Οδυσσέα (σ.σ. Ulysses, το άλλο μεγάλο έργο του Τζ. Τζόυς). Αλλά η δράση στον Οδυσσέα ήταν το περισσότερο την ημέρα και η δράση στο καινούργιο μου έργο λαμβάνει χώρα κυρίως τη νύχτα. Είναι φυσικό τα πράγματα να μην φαίνονται τόσο καθαρά τη νύχτα. Δεν είναι;»[5]

Έχει χαρακτηρισθεί μυθιστόρημα, ποίηση σε πεζό λόγο, έπος, μύθος, αίνιγμα, σπαζοκεφαλιά, φιλοσοφικό-θρησκευτικό κείμενο. Είναι μια μοναδική δημιουργία στον κόσμο της λογοτεχνίας. Ένα βιβλίο μοναχικό, ανεπίδεκτο αφομοίωσης, απείρως περίπλοκο τέρας, που χάραξε τη στροφή από τον μοντερνισμό στον μεταμοντερνισμό. Σήμερα θεωρείται το αξεπέραστο αριστούργημα όλων των εποχών, το οποίο ταλαντεύεται μεταξύ του μεγαλείου της ποίησης, του μυστικισμού της θρησκείας και της πολυπλοκότητας του παράξενου μικρόκοσμου της κβαντικής φυσικής.

Ο νομπελίστας φυσικός Murray Gell-Mann,  στο έργο του The Quark and the Jaguar. Adventures in the simple and the complex[6] (Το Κουάρκ και ο Πάνθηρας. Περιπέτειες στο απλό και στο πολύπλοκο),  γράφει, (σελ. 180): «σε μια από τις κάθε τόσο προσεκτικές αναγνώσεις μου του Finnegans Wake, του Τζέημς Τζόυς, συνάντησα τη λέξη “κουάρκ” στη φράση “Three quarks for Master Mark.”»[7] Και στη σελίδα 11: «Τα κουάρκ είναι στοιχειώδη σωματίδια, δομικά στοιχεία του πυρήνα του ατόμου … και ήμουν εγώ που τους έδωσα το όνομά τους. … Το κουάρκ συμβολίζει τους απλούς βασικούς φυσικούς νόμους που κυβερνούν το σύμπαν και όλη την ύλη σ’ αυτό. Και οι οποίοι, άπαξ και ανακαλύφθηκαν, εμφανίζονται σε πλήρη θέα μπροστά στο αναλυτικό μάτι της νόησης.» Και στην Εισαγωγή, σελ. x, γράφει: «η θεωρία των στοιχειωδών σωματίων είναι τόσο αφηρημένη που πολλοί την βρίσκουν δύσκολή ακόμη και όταν εξηγείται χωρίς μαθηματικούς τύπους.»

Το «κουάρκ», είτε είναι φυσική οντότητα, είτε μια αφηρημένη έννοια των Φυσικών, χρησιμοποιείται για να εξηγηθούν έννοιες της κβαντικής φυσικής, οι οποίες δεν είναι απολύτως κατανοητές.

Ένα «κουάρκ» της λογοτεχνίας, φυσική οντότητα ως βιβλίο, και ιδεατή σύλληψη του Τζόυς ως καταβύθιση στον χαόκοσμο του υποσυνείδητου, του ονείρου και του κόσμου τούτου, είναι το βιβλίο του Τζόυς, Finnegans Wake,  για τους αναγνώστες του. Οι περισσότεροι που αρχίζουν να το διαβάζουν, ποτέ δεν φτάνουν μέχρι το τέλος και, σίγουρα, κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί, ότι το κατανοεί πλήρως.

Αν ο κόσμος μας, εν τούτοις, καταστρεφόταν αύριο, θα μπορούσε κανείς να βρει όλα τα κομμάτια του, μαζί με τις δυνάμεις που τον κατέστρεψαν, στην Αγρύπνια των Φίννεγκαν. Αυτό το βιβλίο είναι ένα τελικό κόρημα (συντρίμμια από την εποχή των παγετώνων), όπου κείτονται θαμμένοι όλοι οι μύθοι,  τα προγράμματα, τα σλόγκαν, οι ελπίδες, οι προσευχές, τα εργαλεία, οι εκπαιδευτικές θεωρίες, και οι θεολογικές παλιατσαρίες της περασμένης χιλιετίας.

Εκεί, στην Αγρύπνια, βρίσκονται οι λέξεις,  οι ανεννόητες, που ούτε λέγουν ούτε κρύπτουν, μα μόνο σημαίνουν. Με αυτές τις λέξεις ξαναχτίζει ο αναγνώστης τον χαόκοσμο της Αγρύπνιας. Και οι κρότοι του χτισίματος, γίνονται μουσικές νότες του ονείρου και της πραγματικότητας, που ξεπηδούν από την ανάγνωση της Αγρύπνιας, αν μάλιστα διαβαστεί φωναχτά. Τότε, το αυτί του αναγνώστη συντονίζεται και ακούει στη μελωδία της: το «Ναι» των πραγμάτων που ήσαν, είναι και θα έλθουν. Το «Ναι», που αναδύεται, από την κατάδυση, στον χαόκοσμο του στροβιλόκοσμου της Αγρύπνιας, του δικού μας κόσμου, και του σύμπαντος κόσμου.

 

Ο  ΧΑΟΚΟΣΜΟΣ  ΤΟΥ ΣΤΡΟΒΙΛΟΚΟΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΓΡΥΠΝΙΑΣ

Εν αρχή ην το χάος. «Πρώτιστα Χάος γένετ’», κατά τον Ησίοδο και την  κοσμογονία του[8]. Κατόπιν, «ο έρωτας ανάμειξε τα πάντα μεταξύ τους. Κι όπως συνεμείχθησαν το άλλο με το άλλο έγινε ο Ουρανός, ο Ωκεανός και η Γη και όλων των θεών το γένος το άφθαρτο: έρως ξευνέμειξεν άπαντα· ξυμμειγνυμένων δ’ ετέρων ετέροις  γένετ’ ουρανός ωκεανός τε και γη πάντων τε θεών μακάρων γένος άφθιτον.»[9]

Ο λυσιμελής έρως δημιουργεί, από το χάος των αντιθέτων, τον κόσμο, που κατά τον Αναξίμανδρο, «είναι οργάνωση πραγμάτων μέσα στον χώρο»[10]

Και η Αγρύπνια, όπως και η φύση, «δια της των εναντιωτάτων κράσεως (σ.σ. αναμείξεως) αρχών μία διεκόσμησεν αρμονίαν», σύμφωνα με τον Αριστοτέλη.[11]

Ο Κόσμος, το κόσμημα  της αρμονίας, η τάξις των πραγμάτων δημιουργείται από το χάος των εναντίων. «Ίσως δε των εναντίων η φύσις γλίχεται (σ.σ. γλίχομαι: επιθυμώ σφοδρώς)…  και  την πρώτην αρμονίαν δια των εναντίων συνήψεν, ου δια των ομοίων. Έοικε δε και η τέχνη την φύσιν μιμουμένη τούτο ποιείν… Ζωγραφία μεν γαρ λευκών τε και μελάνων, μουσική δε οξείς άμα και βαρείς μακρούς τε και βραχείς φθόγγους μίξασα εν διαφόροις φωναίς μίαν απετέλεσεν αρμονίαν, γραμματική δε εκ φωνηέντων και αφώνων γραμμάτων κράσιν ποιησάμενη την όλην τέχνην εξ αυτών συνεστήσατο: Φαίνεται δε ότι και η τέχνη μιμούμενη τη φύση κάνει το ίδιο. Η ζωγραφική ανέμειξε το λευκό και το μαύρο, η μουσική ανέμειξε ήχους οξείς και βαρείς μακρούς και βραχείς σε διάφορες φωνές μία αρμονία δημιούργησε, η δε γραμματική  με ανάμειξη φωνήεντων και αφώνων γραμμάτων δημιούργησε όλη την τέχνη» (Αριστοτέλους Περί Κόσμου)[12],[13]

Και, ο «σκοτεινός» Ηράκλειτος, προειδοποιεί, από τα βάθη των αιώνων, με την φωνή του Αριστοτέλη: «Και το παρά τω σκοτεινώ λεγόμενον Ηρακλείτω˙ “Ξυλλάψιες[14] όλα και ούχ όλα˙ συμφερόμενον διαφερόμενον, συνάδον διάδον˙ εκ πάντων εν και εξ ενός τα πάντα: Συνάψεις είναι όλα και όχι όλα, τα συμφερόμενα και τα διϊστάμενα, τα σύμφωνα και τα μη σύμφωνα· από όλα ένα και από ένα τα πάντα:”»[15]

«Να ο Καθένας, ΝΟΚ: Here Comes Everybody, HCE», ο πολλοιένας, ΝΟΚ, Καθνένας: Κανένας και Καθένας, με τα εκατό και πλέον προσωνύμια, στην Αγρύπνια των Φίννεγκαν.

Χάος (αταξία) και  κόσμος (τάξη), σε μια αέναη εναλλαγή των πάντων, είναι η Αγρύπνια. Και από τα διαφορετικά και εναντία δημιουργεί την αφανή, καλύτερη από την φανερή, αρμονία της. «Και εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίαν … Αρμονίη αφανής φανεράς κρείσσων»[16],[17] όπως γράφει ο Ηράκλειτος.

 

Η σχετικότητα, η απροσδιοριστία και η κβαντική κατάσταση της  Αγρύπνιας

Την περίοδο (1922-1939), που ο Τζόυς γράφει το Finnegans Wake, (Αγρύπνια των Φίννεγκαν), η διάσπαση του ατόμου, η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν, η αρχή της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ και η Κβαντική φυσική, έχουν φέρει επανάσταση  στον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι φυσικοί, αλλά και οι ενδιαφερόμενοι μη ειδικοί, τον φυσικό κόσμο.

Ένας κόσμος αβεβαιότητας, σχετικότητας γεμάτος με φασματικά υποσωματίδια, σωματίδια με παράξενα ονόματα: κουάρκ, γλουόνια,  νετρίνα, έχει αποκαλυφθεί.  Ένας κόσμος, που υπάρχει ως πλάτος πιθανοτήτων. Ο Θεός φαινόταν να «παίζει ζάρια» στον μικρόκοσμο του χαόκοσμου, ο οποίος βρίσκεται στα θεμέλια του μακρόκοσμου, τον οποίον αντιλαμβανόμαστε εμείς.

Αυτός ο κόσμος δεν υπακούει στη Νευτώνεια γραμμικότητα και στην αιτιοκρατία (determinism). Η ύλη, πλέον δεν είναι παρά ένα είδος «πηγμένης ενέργειας»,  σύμφωνα με την εξίσωση του Αϊνστάιν: E=mc2.[18]  Οι μετρήσεις είναι σχετικές και εξαρτώνται από το πλαίσιο αναφοράς.

Στην Κβαντική θεωρία το φως έχει σύσταση κύματος και σωματιδίου˙  και το τί είναι, τελικά, εξαρτάται από το πείραμα που επιλέγεται, για τη διαπίστωση της σύστασής του. Από παρατηρητής, ο άνθρωπος καθίσταται ενεργός μέτοχος και δημιουργός της παρατήρησής του  και του κόσμου, εν μέρει.

Η επιστήμη δεν μπορεί, πλέον, να ισχυρισθεί απόλυτη αντικειμενικότητα για τα ευρήματά της. Και ο χώρος και ο χρόνος, σύμφωνα με τη νέα θεωρία, δεν θεωρούνται ξεχωριστές οντότητες. Είναι ένα συνεχές, με τις τρεις διαστάσεις του χώρου και τη μία διάσταση του χρόνου. Ο χωροχρόνος έχει κάνει την εμφάνισή του.

Η Αριστοτέλεια λογική, του «είτε είναι, είτε δεν είναι, τρίτον δεν χωρεί», της παλαιάς Φυσικής, δεν φαίνεται να ισχύει στον μικρόκοσμο της κβαντικής φυσικής, όπου, οποιαδήποτε, από δύο αμοιβαίως αποκλειόμενες προτάσεις: «το φως είναι κύμα», «το φως είναι σωματίδιο», μπορεί να είναι αληθής ή ψευδής,  αναλόγως της μεθόδου  που επιλέγεται από τον επιστήμονα, για να καθορισθεί η εγκυρότητά τους.

Η «αρχή της συμπληρωματικότητας», του Δανού θεωρητικού φυσικού Νιλς Μπορ (Niels Henrik David Bohr), υποδηλώνει ότι τα κυματικά και σωματιδιακά χαρακτηριστικά του φωτονίου είναι συμπληρωματικές όψεις του φωτός και μπορούμε να μιλάμε για συμπληρωματικότητα δύο αμοιβαίως αποκλειομένων απόψεων, χωρίς λογική αντίφαση, διότι αυτές δεν είναι ιδιότητες του φωτός, αλλά αποτέλεσμα της δικής μας αλληλεπίδρασης με το φως. «Contraria sunt complementa: Τα αντίθετα είναι συμπληρωματικά», ήταν το μότο του οικοσήμου του Μπορ. Το φως δεν εμφανίζει οποιαδήποτε από τις συμπληρωματικές του όψεις, μέχρις ότου πραγματοποιηθεί το κατάλληλο ανθρώπινο πείραμα.

Η Κβαντική πραγματικότητα είναι στατιστική, πιθανολογική, όχι σίγουρη. Μπορούμε μόνον να μιλάμε για πιθανότητες συμβάντων. Σύμφωνα με την κβαντική φυσική ένα υποατομικό σωματίδιο δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια «τάση να υπάρξει», εκφρασμένη σε όρους πιθανοτήτων.

Πραγματικότητα είναι το κβαντικό πεδίο και οτιδήποτε άλλο είναι εκδήλωσή του. Τα υποατομικά σωματίδια, στην κβαντική φυσική, είναι «διεγέρσεις» κβαντικών πεδίων διαφορετικών τύπων. Είναι κάτι που φαίνεται να βρίσκεται πέρα από τις αντιληπτικές μας δυνατότητες. Η Κβαντική πραγματικότητα. εν μέρει, δημιουργείται από τον παρατηρητή. Η κβαντική φυσική δεν περιγράφει την πραγματικότητα. Συσχετίζει τη δική μας εμπειρία της πραγματικότητας.  Σε γενικές γραμμές στη φυσική των υποατομικών σωματιδίων ο άνθρωπος μετέχει στη δημιουργία της παρατηρούμενης πραγματικότητας. Ο άνθρωπος επηρεάζει τον κόσμο που ερευνά και μελετά.[19]

Η γλώσσα, τώρα, αποδεικνύεται ανεπαρκής για την περιγραφή των νεωστί ανακαλυφθέντων κβαντικών φαινομένων. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τους φυσικούς να αναπτύξουν ένα νέο ιδίωμα γλώσσας, προκειμένου να κοινοποιήσουν τα ευρήματά τους, παραιτούμενοι από  την αυστηρή κυριολεξία της επιστημονικής γλώσσας και βασιζόμενοι,  σαν τους καλλιτέχνες,  στην φαντασία τους.  Σύμφωνα με τον Μαξ Πλάνκ, τα θεμέλια του κόσμου που ανάγονται στον μικρόκοσμο των στοιχειωδών σωματιδίων «μπορεί να αντιληφθεί η ποιητική ενόραση. Η λογική διάνοια ποτέ δεν μπορεί να τα συλλάβει πλήρως.»

Όπως και την Αγρύπνια, δεν μπορεί να τη συλλάβει ο νους του αναγνώστη με τη λογική, γραμμική ανάγνωση. Καλεί τον Αναγνώστη να την προσεγγίσει με τις αισθήσεις του και την πίστη.

«Σκέ­ψου με το στο­μά­χι σου … εν­νό­ησε με τη μύ­τη σου. Με την πί­στη μό­νο. Ε­δώ τώ­ρα κο­ρό­ι­δε­ψε χα­ϊ­δευ­τι­κά τα αγ­γλικά» (ΑΤΦ ΤΒ 726).».

 

Η Αγρύπνια των Φίννεγκαν είναι δύσκολο βιβλίο:

«προτασοκαταδικασμένο  να σπρώχνεται με τη μύτη πάνω από ένα τρισεκατομμύριο φορές παντοτινά μέχρι που η κεφάλα του να βουλιάξει ή να κολυμπήσει δίπλα σ’ αυτόν τον ιδανικό αναγνώστη που πάσχει από ιδανική αϋπνία » (ΑΤΦ  ΤΑ  389 21-22 , 390 1-2) με την «κατανόηση προδομένη στης κάθε γραμμής το τέλος». (ΑΤΦ ΤΑ 390 14-15)

Τα υποσημασιολογικά σωματίδια της Αγρύπνιας.

Ο Τζόυς γράφει το Finnegans Wake, ζώντας στην εποχή της επανάστασης της κβαντικής φυσικής. Και όπως η κβαντική φυσική δημιουργεί μια νέα γλώσσα, για να εκφράσει τα ευρήματά της, έτσι και ο Τζόυς, δημιουργεί μια νέα γλώσσα, για να εκφράσει τον χαόκοσμο της Αγρύπνιας των Φίννεγκαν .

Στην εξερεύνηση του κόσμου των ονείρων, της πρωτογενούς μυθικής συνείδησης στην οποία εφόρμησε ο Τζόυς, η υπάρχουσα λογοτεχνική γλώσσα αποδείχθηκε ανεπαρκής. Στην καινούργια γλώσσα που δημιουργεί ο Τζόυς, σπάει την πρωτογενή ύλη των λέξεων, δημιουργώντας με ανασυνδυασμό νέες, υδαρείς και εκρηκτικές λέξεις, με το κύκλοτρον-«βικοκυκλόμετρο», του:

«Ό­λο μας το ο­λι­κο­α­λε­σμέ­νο[20] μυ­λο­γυ­ρι­στό[21] βι­κο­κυ­κλό­με­τρο[22], … αυ­το­κι­νη­τι­κά[23] προ­ε­φο­δι­α­σμέ­νο με μί­α γλωσ­σο­συ­νου­σια­κή[24] … πρω­ην­εν­προ­ό­δω[25] δι­α­δι­κα­σί­α, … δέ­χε­ται μέ­σα α­πό μια πυ­λαί­α φλέ­βα τα δι­α­λυ­τι­κώς δι­α­χω­ρι­σμέ­να στοι­χεί­α προ­η­γη­θεί­σης α­πο­σύν­θε­σης για τον πο­λυ­α­γα­πη­το­σκο­πό[26] του ε­πα­κό­λου­θου α­να­συν­δυα­σμού ού­τως ώ­στε οι ε­ρω­τι­σμοί, κα­τα­στρο­φές και εκ­κεν­τρι­κό­τη­τες[27] να με­τα­βι­βα­στούν σύμ­φω­να με την αρ­χαί­α κλη­ρο­νο­μιά του πα­ρελ­θόν­τος τύ­πος με τυ­πό­το­πο[28], γράμ­μα α­πό σκου­πι­δο­γράμ­μα[29], λέ­ξη σε ε­πι­τη­ρη­σιο­λέ­ξη, … ό­λα, α­να­στο­μω­τι­κά[30] α­φο­μοι­ω­μέ­να …, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η ί­δια πα­λιά παι­χνι­δο­τολ­μη­ρή[31] α­το­μι­κή[32] δο­μή του δι­κού μας Φίν­νιους του πα­λιού Μο­να­δι­κού, υ­ψη­λά φορ­τι­σμέ­νη με φύρ­δην μί­γδην η­λε­κτρό­νια που μπο­ρεί να τoν ε­νερ­γο­ποι­ή­σουν, πι­θα­νόν να εμ­φα­νι­σθεί ε­δώ για χά­ρη σου, κοκ­κα­λω­μέ­νος[33],…», (ΑΤΦ ΤΒ 810:14-15, 811:2-4, 6-12, 15-16 812:1-4 )

 

Η φράση «έντονα φορτισμένη με ηλεκτρόνια: highly charged with electrons» παραπέμπει στα αρχικά HCE (NOK), στον πρωταγωνιστή της Αγρύπνιας, ο οποίος πιθανόν να εμφανισθεί, διότι: «Μπο­ρεί να προ­ερ­χό­μα­στε, αγ­γί­ζου­με και φεύ­γου­με, α­πό ά­το­μα και υ­πο­θέ­σεις, αλ­λά εί­μα­στε προ­ο­ρι­σμέ­νοι να εί­μα­στε πι­θα­νό­τη­τες χω­ρίς τέ­λος.» (ΑΤΦ ΤΒ 469:8-10).

Η Αγρύπνια είναι μια πιθανότητα, μια «τάση να υπάρξει», ανάλογα με τον αναγνώστη της. Σπάει, Ο Τζόυς,  τις πιο μικρές σημασιολογικές μονάδες της γλώσσας, με τον ίδιο τρόπο  που  η κβαντική φυσική, διασπώντας το άτομο, έφερε στον κόσμο  τα νέα υποατομικά σωματίδια. «για τον πο­λυ­α­γα­πη­το­σκο­πό[34] του ε­πα­κό­λου­θου α­να­συν­δυα­σμού»  και δημιουργεί από τα γλωσσικά στοιχειώδη σημασιολογικά σωματίδια νέες λέξεις και έννοιες, τα «σαρ­κο­φρέ­σκα[35] συν­νε­φο­και­νουρ­γι­ο­παρ­θέ­να[36] του κο­ρί­τσια[37] πραγ­μα­τι­κά πο­λυ­ε­ρε­θι­σμέ­να[38] και χα­ρού­με­να·» (ΑΤΦ ΤΑ 445:4-5).

Η Αγρύπνια των Φίννεγκαν,  ευρίσκεται σε κβαντική κατάσταση. Μια κατάσταση απροσδιοριστίας, σχετικότητας και φάσματος πιθανοτήτων. Είναι «Μια τάση προς πραγματοποίηση» από τον αναγνώστη της:  «Η ε­κμη­δε­νο­σποίηση[39] του ε­τυ­μο­α­τό­μου[40] α­πό τη βρον­τή του τρο­με­ρού του θε­με­λι­ω­τή του πρώ­του λόρ­δου του χαρ­ντλρ­ά­δερ­φορντ[41] δωριζεκ­πυρ­σο­κρο­το­ε­κρή­γνυ­ται[42] μέ­χρι τα Περ­συο­ρεϊλ­λυ­φαρ­σα­λι­ο­ου­ρά­λια[43] με μια α­κο­μη­πι­ο­θωρι­βα­ν­τρο­με­ρή[44] θο­ρυ­βο­χλα­γω­γία[45] και α­νά­με­σα στη γε­νι­κή με­γά­λη σύγ­χυ­ση γί­νον­ται αν­τι­λη­πτά ά­το­μα δι­α­φεύ­γον­τα με μό­ρια … Πα­ρό­μοι­ες σκη­νές ε­κτο­ξεύ­ον­ται α­πό τη Ο­λο­φυ­ρο­με­νο­χο­νο­λου­λού,[46] το Φαρ­σομ­που­λα­βά­γιο,[47] την αυ­το­κρα­το­ρι­κο­ου­ρά­νια[48] Δι­α­στη­μο­ρώ­μη[49] και τη δο­λο­φο­νο­μον­τέρ­να[50] Α­το­μο­αθή­να.[51]»(ΑΤΦ ΤΒ 277:9-12, 278:1-7)

Το 1919 ο Λόρδος Ράδερφορντ διασπά το άτομο, το θεωρούμενο μέχρι τότε ελάχιστο σωματίδιο ύλης και ο Τζόυς, από το 1922 έως το 1939, που δημιουργεί την Αγρύπνια του, διασπά τις λέξεις, και τις  χρησιμοποιεί ως «έτυμα-άτομα», για να χτίσει εκ του μηδενός νέες λέξεις και έννοιες. Τα «έτυμα-άτομα», ετυμάτομα, της Αγρύπνιας, διατηρούν και την αρχική τους σημασία και συνάμα αποτελούν συστατικά από τα οποία νέες λέξεις σχηματίζονται. Το λογοτεχνικό πείραμα του Τζόυς με τη γλώσσα, στην Αγρύπνια των Φίννεγκαν, έχει αναλογίες  με τη διάσπαση του ατόμου και την κβαντική φυσική των στοιχειωδών σωματιδίων.

Η κβαντική φυσική, με τα λόγια του Heisenberg,[52] προβλέπει ότι: «τα στοιχειώδη σωματίδια μπορούν σε αρκετά υψηλές ενέργειες, να μετατραπούν σε άλλα σωματίδια ή να δημιουργηθούν από κινητική ενέργεια και μπορεί να εκμηδενισθούν σε ενέργεια. Όλα τα στοιχειώδη σωματίδια είναι καμωμένα από την ίδια ουσία, την οποία μπορούμε να ονομάσουμε ενέργεια της παγκόσμιας ύλης. Είναι διαφορετικές μορφές με τις οποίες η ύλη μπορεί να εμφανισθεί»

Η αλληλοσύνδεση ύλης και ενέργειας, στην κβαντική αντίληψη του κόσμου, υποδηλώνει μια ουσιώδη αλληλεξάρτηση των συμβάντων στο σύμπαν. Η νέα αντίληψη ότι τα υλικά σωματίδια δεν είναι παρά παροδικές εκδηλώσεις ενέργειας, υποδηλώνει ότι κανέναν στοιχείο στο σύμπαν δεν μπορεί να θεωρηθεί  αποκομμένο από το περιβάλλον του. Το Καρτεσιανό σχήμα για τον Κόσμο της κλασσικής φυσικής, ως κίνηση αμέτρητων, αλλά λογικών οδοντωτών τροχών, σε ένα καλοκουρδισμένο για πάντα ρολόι,  έχει καταρρεύσει. Τα συμβάντα δεν είναι πλέον αυθύπαρκτες οντότητες, αλλά σχηματίζουν ένα πλέγμα σχέσεων από το οποίο δεν μπορούν να διαχωρισθούν ατομικά στοιχεία.

Παρόμοια αλληλοσύνδεση διατρέχει την Αγρύπνια, και  «κα­νέ­να στόμα δεν έ­χει τη δύ­να­μη να βά­λει ό­ριο στην πο­ρεί­α μιας χω­ρο­γλώσ­σας.[53]»

Μια τεράστια δομή πολυπλόκων αντιστοιχιών είναι η Αγρύπνια, μέσα στις οποίες το νόημα, κάθε λέξη-ετυμοάτομο, μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο στην σχέση του με το όλον.  Αλλά το νόημα, —  ως κβαντικό σωματίδιο-«τάση προς ύπαρξη», «στην α­διαί­ρετη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα» της Αγρύπνιας, — θα το δώσεις Εσύ, Αναγνωστοσυγγραφέα: «ε­σύ πρέ­πει στην α­διαί­ρετη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα να τρα­βή­ξεις τη γραμ­μή κά­που» (ΑΤΦ ΤΒ 52:21-22)

 

Το λέει, με  τον τρόπο του, το κείμενο της Αγρύπνιας: «και, αν μπο­ρού­σες να κρυ­φο­κοι­τά­ξεις μέ­σα στην ε­γκε­φα­λο­ποι­η­μέ­νη κα­τσα­ρό­λα …, θα έ­βλε­πες στο σπί­τι του ψυ­χο­λο­γι­σμού[54] του (αν ε­σύ ή­σουν, δη­λα­δή, απο­λυ­μα­σμέ­νος αρ­κε­τά να φαί­νε­σαι ά­υ­λος) τι σα­βού­ρα σκου­πι­διών ε­λι­κο­ει­δών[55] χρό­νων που χά­θη­καν ή ξε­στρά­τι­σαν, χω­ρών ε­ρει­πω­μέ­νων και γλωσ­σών ναυα­γι­σμέ­νων ε­πί­σης, … προ­σα­ραγ­μέ­νες, τσα­κι­σμέ­νες και ο­μο­ρ­φοσφυ­ρο­κο­πη­μέ­νες[56] στη θά­λασ­σα μα­κριά πέ­ρα στην η­λι­θιο­μελ­λο­ντι­κό­τη­τα[57], … το και­νούρ­γιο που συ­νέ­βαι­νε με το τι μπα­γιά­τι­κες λέ­ξεις αλ­λο­τι­νές ή­ταν υ­φασμέ­νο και ται­ρια­σμέ­νο πο­λύ αρ­μο­νι­κά, έ­τσι· και πά­λι έ­τσι, η κρέ­μα της ό­λης φα­ου­στι­κής α­ε­ρο­λο­γί­ας, … εί­ναι ό­τι, … αν και μια μέ­ρα μπο­ρεί να εί­ναι τό­σο πυ­κνή ό­σο μια δε­κα­ε­τί­α, κα­νέ­να στόμα δεν έ­χει τη δύ­να­μη να βά­λει ό­ριο στην πο­ρεί­α μιας χω­ρο­γλώσ­σας[58],  … ε­σύ πρέ­πει στην α­διαί­ρετη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα να τρα­βή­ξεις τη γραμ­μή κά­που)» (AΤΦ ΤΒ 52:3-22 )

 

Συγχώνευση και ρευστότητα χαρακτηρίζουν την αδιαίρετη πραγματικότητα της Αγρύπνιας, τονίζοντας τις ρευστές αλληλοσυνδέσεις μεταξύ των νοημάτων και των σημασιών. Απελευθερωμένες από το παραδοσιακό τους σχήμα, οι λέξεις συγχωνεύονται η μία μέσα στην άλλη, χάνουν τον παραδοσιακό τους ρόλο ως σύμβολα ή σημεία διακριτών οντοτήτων και αναλαμβάνουν τον ρόλο του δεσμού, μεταξύ εμφανώς αποσυνδεδεμένων (μεταξύ των) συμβάντων. Τα συμβαίνοντα και οι άνθρωποι στην Αγρύπνια είναι  «πα­νταλ­ληλο­συ­γχωνευμένοι»[59]  (AΤΦ TA 206:8-9).

Οι συνδέσεις των, αντιστοιχίες και μεταμορφώσεις των δημιουργούν μια εσωτερική ενότητα, μια τάξη μέσα στον χαόκοσμο της Αγρύπνιας.  Ακόμη μία αντιστοιχία με το σύμπαν της κβαντικής φυσικής, όπου η στερεά ύλη δεν είναι και τόσο μόνιμη, όσο φανταζόταν η κλασσική φυσική. Τώρα, στην κβαντική εκδοχή της, η ύλη είναι μια ατέρμων πορεία δημιουργίας και εκμηδενοσποίησης. Μια πορεία που αναγκάζει το σύμπαν σε συνεχή ρευστότητα.

Το ίδιο συμβαίνει και με τον χαόκοσμο-στροβιλόκοσμο της Αγρύπνιας. Η συνεχής ροή και μετακίνηση της σημασίας των λέξεων, στο καινούργιο λεξιλόγιο της Αγρύπνιας, δημιουργεί την ψευδαίσθηση πως το βιβλίο είναι ζωντανό. Στροβιλιζόμενο. Σαν εκείνους τους Δερβίσηδες που στροβιλίζονται τελετουργικά, αναπαριστώντας τη γέννηση ανθρώπου στην αλήθεια, την έκσταση της ατένισης του μεγαλείου του Θεού, την εκμηδένιση του εαυτού, την επιστροφή από το πνευματικό ταξίδι.

Φωνάζει, στον χαμένο στον χαόκοσμό της αναγνώστη,  ο «πάνκοσμος» της Αγρύπνιας: «Μην κλαις α­κό­μα! Έ­χεις πολ­λά μι­λι­ο­χα­μό­γε­λα[60] μέ­χρι το Ο­χι­α­κό­μα[61] με ε­βδο­μήν­τα[62] παρ­θέ­νες για κά­θε άν­τρα, κύ­ρι­ε, και το πάρ­κο τό­σο σκο­τει­νό στο καν­τη­λό­φω­το.[63] Αλ­λά κοί­τα τι σε­φτέ έ­κα­νες! Τα υ­πάρ­χον­τα α­να­κα­τεύ­ον­ται κι­νού­με­να, πα­ρε­λαύ­νον­τας, ό­λα τους α­πό πα­λιά… έ­να κομ­μά­τι το­ρυ­στο­ρί­ας[64] να πουν.» (ΑΤΦ ΤΑ 114:4-9).

 

Όμως, Αναγνώστη,

«Εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, κά­πως και κά­που, πριν α­πό τη βι­βλο­πλημ­μύ­ρα ή την ά­μπω­τή της, κά­ποιος … το έ­γρα­ψε[65], το έ­γρα­ψε ό­λο, το κα­τέ­γρα­ψε ό­λο, και να ­’σαι, τε­λεί­α.» (ΑΤΦ ΤΑ 385:14-18)

Και, Αναγνώστη,

«Ω, α­ναμ­φί­βο­λα ναι, και πο­λύ πι­θα­νόν ε­πί­σης, κά­ποιος που σκέ­φτε­ται βα­θύ­τε­ρα θα έ­χει πά­ντο­τε στο πί­σω μέ­ρος[66] του μυα­λού του πως αυ­τή η κα­τα­γρα­φή … εί­ναι ό­λη μό­νο στο μυα­λό του[67].» (ΑΤΦ ΤΑ 385:18-22).

Αναγνώστη μου,

«… κά­θε άν­θρω­πος, το­πο­θε­σί­α και πράγ­μα στον χα­ό­κοσμο[68] των Άλ­λων που συν­δέ­ε­ται με ο­ποιον­δή­πο­τε τρό­πο … κι­νεί­ται και αλ­λά­ζει κά­θε στιγ­μή του χρό­νου.» (ΑΤΦ ΤΑ 386:3-5)

Διαβάζοντας την Αγρύπνια, αφού έχει ξεπεραστεί η αρχική δυσκολία, δημιουργείται στον αναγνώστη η εντύπωση ότι το βιβλίο είναι ζωντανό. Όχι μόνον οι λεκτικές αντιστοιχίες και τα επανερχόμενα μοτίβα μεταλλάσσονται  συνεχώς,  αλλά και εμφανίζονται διαφορετικά σε διαφορετικές αναγνώσεις. Ο χρόνος στην Αγρύπνια όχι μόνον ρέει, αλλά το πέρασμά του συνοδεύεται από δυναμικές μεταμορφώσεις:

«Ο και­ρός περ­νά­ει.[69]» (ΑΤΦ ΤΒ 495:20) και: «Αυ­τή η κα­λύ­βα δεν εί­ναι αρ­κε­τά με­γά­λη για μέ­να τώρα. Σας ο­νει­ρεύο­μαι, Αζόρες. Και, θυ­μη­θεί­τε αυ­τό, χο­ρω­διο­κό­ρι­τσα[70], υ­πάρ­χει η μά­γισ­σα στο χερ­σο­τό­πι, α­δελ­φή! Η αγ­γε­λο­κρού­στρα[71] γυ­μνώ­νει τα πορ­νο­ου­ρί[72] ε­νώ ο Μι­γα­δο­δρά­κος[73] της α­σπρο­μαλ­λιά­ζει.» (AΤΦ TB 496:1-4)

Το εν τω γίγνεσθαι είναι της Αγρύπνιας των Φίννεγκαν. Ο αλλοκοτολόγος και ο αναγνωστοσυγγραφέας της Αγρύπνιας.

«Ω, έ­τσι εί­ναι τα πράγ­ματα με σέ­να, πλα­σμα­τά­κι; Εν αρ­χή ην ο αλ­λο­κο­το­λό­γος![74]» (AΤΦ TB 535:25, 536:26)

Το είναι εν τω γίγνεσθαι είναι, μέσα στον χωροχρόνο της Αγρύπνιας, συνδέει τον συγγραφέα με τον αναγνώστη, καθιστώντας τον τελευταίο, εν τω γίγνεσθαι αναγνωστοσυγγραφέα.  Ο λόγος σαρκώνεται ξανά σε φρέσκια σάρκα κι όλα πάλι αρχίζουν από την αρχή. Ο αλλοκοτολόγος της Αγρύπνιας μιλάει τον «κοσμολόγο» της:

«σ’ έ­ναν κο­σμο­λό­γο[75] που έ­γι­νε φρε­σκο­σάρ­κα  ό­που μα­ζί … αρ­χί­ζου­με α­πό την αρ­χή. Ε­σύ που α­πό τό­τε που ή­σουν μια μαύ­ρη μά­ζα σπα­σμών[76] και τρέ­μου­λου, στοι­χει­ω­μέ­νος σε μια σπα­σμω­δι­κή αί­σθη­ση σαν να μην υ­πήρ­ξες ή να ή­σουν ό­λα αυ­τά που μπο­ρεί ε­γώ να γι­νό­μουν ή σκό­πευ­ες ε­σύ να γί­νεις…» ( (AΤΦ TB 225 3-6, 579:14-17).

 

Γράφει ο Αξελός: «Η σκέψη λέει τον Κόσμο, αλλά μόνο εκείνο που είναι ειπωμένο  μέσα στη γλώσσα του ανθρώπου.»[77]

Δίχως Λόγο-Σκέψη, ο Κόσμος δεν θα ήταν, γιατί δεν θα είχε ειπωθεί. Και δίχως Κόσμο δεν θα υπήρχε Λόγος, γιατί δεν θα υπήρχε τίποτα να ειπωθεί. Λόγος-Σκέψη-Κόσμος, τριάδα ομοούσιος και αδιαίρετος. Το είναι και το γίγνεσθαι δεν είναι καθόλου ξεχωριστά. Το ρήμα «είμαι (ειμί)» σχηματίζει τους χρόνους: αόριστο, παρακείμενο και υπερσυντέλικο, από τους χρόνους του ρήματος «γίγνομαι» (εγενόμην, γέγονα, εγεγόνην). Τι, ποιος, ποια μπορεί να είναι, εάν, πριν, δεν έχει «γίνει»;

Στο  «ρευματογίγνεσθαι»[78]  της Αγρύπνιας ο Κόσμος και οι λέξεις που τον λένε είναι σε κατάσταση συνεχούς ρευστότητας. Και αυτό το  «ρευματογίγνεσθαι»  «η στα­θε­ρά της ρο­ής, η Με­γα­λο­ψυ­χή[79]» (AΤΦ TB 60:4-5) της Αγρύπνιας, δημιουργείται, επίσης, από την ανταπόκριση τού αναγνώστη στην πολλαπλότητα των αντιστοιχιών στο κείμενο. Η ενεργός συμμετοχή του αναγνώστη στο «εν τω γίγνεσθαι είναι της πραγματικότητας» της Αγρύπνιας των Φίννεγκαν  εκφράζεται με την κυριολεκτική συνταύτιση του συγγραφέα με τον αναγνώστη του, στο κείμενο:

«Και, μπο­ρώ να σου πω κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­π’ αυ­τό, α­γα­πη­τοαναγνώστη [80] συγγραφέα, εκ βα­θέ­ων[81]» (ΑΤΦ ΤΒ 510: 6-8).

Η ανάγνωση της έργου απαιτεί  ενεργό ρόλο του αναγνώστη, αντίστοιχο με τον ρόλο του παρατηρητή στον κβαντικό κόσμο των στοιχειωδών σωματιδίων, όπου ο παρατηρητής, όχι  μόνον επηρεάζει την πορεία του κόσμου που παρατηρεί, αλλά εν μέρει και τον δημιουργεί.

Έτσι, και στην Αγρύπνια,  η αλληλεξάρτηση μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, ταυτοποιεί τον αναγνώστη και τον συγγραφέα, δημιουργώντας έναν Αγρυπνοαναγνωστοσυγγραφέα.

«Αν υ­πάρ­χει έ­να μέλ­λον σε κά­θε πα­ρελ­θόν που εί­ναι πα­ρόν Ποιος δεν ή­ξε­ρε τον Πε­ντοΦίννεγκαν[82] και ποιοί ποιές πό­σοι στη σει­σμαγρύπνια του Πε­ντοφίννεγκαν![83] Καύ­χη­μα! Οι πα­ρα­γω­γοί του δεν εί­ναι οι κα­τα­να­λω­τές του;» (AΤΦ TB 554: 3-6)

Προειδοποιεί ο Τζόυς τον αναγνώστη της Αγρύπνιας, από την  αρχή του βιβλίου, ότι για να διαβάσει αυτό παράξενο έργο, το οποίο, εν τούτοις, διηγείται όλα όσα έχουν ειπωθεί, για να μιλήσει τον κόσμο του, για να γίνει ο Αγρυπνοαναγνωστοσυγγραφέας του,  πρέπει όχι μόνο να γνωρίζει την αλφαβήτα, αλλά και  να ξεχάσει τους παραδοσιακούς κανόνες της ανάγνωσης. Να γίνει «αλφαβηταφηρημένος».

«(Σκύ­ψε) αν εί­σαι αλ­φα­βη­τα­φη­ρη­μέ­νος,[84] σ’ αυ­τό το πη­λο­η­με­ρο­λό­γιο, τι πα­ρά­ξε­να ση­μεί­α (πα­ρα­κα­λώ σκύ­ψε), σ’ αυ­τό το α­λε­φαλ­φα­βη­το­κρέ­βα­το![85] Μπο­ρείς να μι­λή­σεις (μια και Η­μείς και Υ­μείς[86] το ξέ­ρου­με ή­δη) τον κό­σμο του. Εί­ναι το ί­διο πα­λι­ο­ει­πω­μέ­νο απ’ ό­λους.» (ΑΤΦ ΤΑ 107:8-11)

Ύλη και πνεύμα στην Αγρύπνια των Φίννεγκαν

Ο Χαόκοσμος της Αγρύπνιας, μια νοητική οντότητα, ένα κβαντικό πεδίο κυμάτων πιθανοτήτων, «α­να­ζη­τών­τας χνά­ρι μέ­σα στο βα­θύ χρο­νο­πε­δί­ο[87]» (ΑΤΦ ΤΒ 508:19-20), υλοποιείται σε «δα­χτυ­λί­δια α­κτι­νοβο­λο­μπα­μπου­λο­ου­ρα­νιότοξου» (ΑΤΦ ΤΒ 69: 18-19),όπως ένα υλοποιημένο υποατομικό σωματίδιο, το οποίο στο φωτογραφικό φιλμ συχνά εμφανίζεται με τη μορφή λαμπρών ομόκεντρων δακτυλίων.

Ο Κόσμος της Αγρύπνιας άδειος από ύλη,«Κι ό­λος ο κό­σμος ε­πί­σης ά­δει­ος[88]! Τι­πο­τα­τι­πο­τα­και­τί­πο­τα[89]!»  (ΑΤΦ ΤΒ:394 2) είναι χτισμένος αποκλειστικά από νοητικά υλικά και αυτή η νοητική (κβαντική) κατασκευή είναι μία αντανάκλαση των «πο­λυ­μα­θη­μα­τι­κών α­ϋ­λο­τή­των που κο­ρο­ϊ­δεύ­ουν … την παν­τα­χού πα­ρου­σί­α αυ­τού το ο­ποί­ο Καθαυτό εί­ναι Καθαυτό Μό­νο του (ά­κου, ω ά­κου, Ιρ­λαν­δί­α!) ε­ξω­τε­ρι­κεύ­ε­ται σ’ αυ­τό το ε­δώ και τώ­ρα ε­πί­πε­δό μας σε δι­α­σπα­σμέ­νο στε­ρε­ό, υ­γρό και αέριο σώ­μα (η ε­πι­στή­μη, λέ­ει!)» (AΤΦ TB 357:14-19) Έτσι λέει η (κβαντική) επιστήμη, «με κιν­δυ­νο­α­σπρι­σμέ­νες[90] πα­θο­λα­χα­νι­α­σμέ­νες[91] γρο­θο­σπα­ρα­κτι­κές[92] ε­νο­ρά­σεις ε­πα­νε­νω­μέ­νης ε­αυ­τό­τη­τας (γα­λα­ξί­ας, δι­α­σκορ­πι­σμός του σκό­τους!) στην υ­περ­δι­α­στα­σια­κή α­φι­λαυ­τί­α ό­λου του εαυτού.» (AΤΦ TB 357:19-21)

Η εξαΰλωση της πραγματικότητας, σε λεκτικό επίπεδο, είναι παρούσα μέσα στη συγχώνευση της έννοιας του κόσμου και του κενού:«είμαστε αποκλεισμένοι  μέσα σ’ αυτόν τον κενόκοσμο[93] …. θα τα­ξι­δέ­ψω σ’ ό­λον τον άδειο κό­σμο.» (ΑΤΦ ΤΒ 743:11-12, 496:16-17)

Η νέα αντίληψη του μη υλικού κόσμου της κβαντικής φυσικής, όπου σωματίδια ύλης μεταμορφώνονται σε ενέργεια και το αντίστροφο, αναφέρεται και περιγράφεται  στην Αγρύπνια των Φίννεγκαν πολλές φορές με υπαινικτικό τρόπο. Το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο, αλληλεπίδραση ενέργειας (φως) και ύλης (εκπομπή ηλεκτρονίων) είναι παρόν:«η δε­κτο­σκο­φω­νι­κή[94] του φω­το­ευαι­σθη­σί­α υ­πό τον έ­λεγ­χο υ­πε­ρη­χη­τι­κού φω­τός μπο­ρεί να κα­τα­χω­ρι­στεί στο κα­θό­λου μα­κρι­νό μας μέλ­λον μό­λις οι πετροτο­νι­κές[95] τι­μές θα μπο­ρούν να εξο­βε­λι­στούν α­πό Χρω­μό­φι­λες, Περιο­ρι­σμέ­νες σε έ­να δι­σε­κα­το­μυ­ριο­στο­ε­κα­το­στό­φρα­γκο[96] του μι­κρο­α­μπέρ» (ΑΤΦ ΤΑ 397:14-18)

 

Η υποατομική διαδικασία που τυπικά αναμειγνύεται με μακροσκοπικά φαινόμενα αναφέρεται δια μακρών στην περιγραφή της εσωτερικής λειτουργίας της τηλεοράσεως: «Στο η­λι­ο­τρο­πι­κό με­σο­νύ­χτι με­τά α­πό έ­να ξε­θώ­ρια­σμα του με­τα­μορ­φω­μέ­νου Ταφ και, εν α­να­μο­νή της αν­τι­στρο­φής του, έ­νας με­τε­νερ­γι­κός α­να­πυ­ρα­κτω­μέ­νος α­πό την α­να­λαμ­πή Μπατ, ο βομ­βαρ­δι­σμός της ο­θό­νης του  μπερ­ντοπίνακα,[97] … προ­σπα­θεί να ε­στιά­σει και να συν­το­νί­σει στη φορ­τι­ο­ε­πέ­λα­ση[98] της φω­το­ε­λα­φράς ο­δο­φραγ­μα­το­τα­ξι­αρ­χί­ας.[99] Κά­τω στη φω­το­κλί­ση[100] σε συγ­κο­πι­κούς παλ­μούς, με δέ­στρες α­νά­με­σα στα δόν­τια τους, οι βλη­μα­το­πλα­νη­με­νο­σχοι­νο­στρα­τι­ές,[101] λαμ­πο­κο­πη­μα­κρο­τα­λι­σμα­κα­ται­γι­σμός[102], γεν­νη­μέ­νες α­πό το κύ­μα με­τα­φο­ράς τους. Το ψε­κα­σμο­πί­στο­λο τσουγ­κρα­νί­ζει και τις σχί­ζει α­πό μια δι­πλή ε­στί­α: χει­ρο­βομ­βί­δα, δυ­να­μί­της, η­λε­κτρο­λύ­της, ε­κμη­δέ­νι­ση: και η σα­ρω­τι­κή πυ­ρα­νά­βλυ­ση αυ­τών των πι­στο­λι­ών δι­α­τρέ­χει τις φω­το­βο­λη­μέ­νες ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νες ε­ξα­κό­σι­ες[103] γραμ­μές. Τέ­λος![104] Μια ευ­αγ­γε­λι­κή α­λή­θεια στά­ζει πά­νω α­πό το πε­ρί­βλη­μα και­σι­ο­κα­ζε­ΐ­νης.[105] Α­νά­με­σα στον φθο­ρι­σμό μιας θε­α­μα­τι­κής το­ξι­κό­τη­τας πή­ζει μέ­σω του ει­κο­νο­σκο­πί­ου στα­θε­ρά σ’ έ­να κα­ρέ, η φι­γού­ρα ε­νός φι­λα­ρά­κου στο ά­γιο πνεύ­μα, ο Πά­πας Ο’Ντό­ναχιου, ο ι­η­σουιτο­στρα­τη­γός των Ρώ­σων.» (ΑΤΦ ΤΒ 266,  267)

 

Η άυλη κυματικής  ενέργεια του φωτός, η «ρα­διο­τα­λα­ντού­με­νη ε­πιε­πι­στο­λή»[106] (ΑΤΦ ΤΑ 359),«πήζει» μέσω του εικονοσκοπίου σε εικόνα. Και το πνεύμα, εν είδει «φιγούρας ενός φιλαράκου» εβεβαίου του κοσμολόγου το αληθές. Ε π ι φ ά ν ε ι α  του λόγου.  Ο λόγος σαρκώνεται. Η (άυλη)  ενέργεια γίνεται ύλη. Ε = mc2

 

Αβεβαιότητα (απροσδιοριστία) στην Αγρύπνια των Φίννεγκαν

Όπως στον υποατομικό κόσμο η αρχή της απροσδιοριστίας εμποδίζει την πλήρη γνώση, έτσι και στον χαόκοσμο της Αγρύπνιας δεν είναι δυνατή η πλήρης κατανόηση των συστατικών του στοιχείων. Τα γεγονότα ποτέ δεν παρουσιάζονται κατά έναν οριστικό τρόπο, αλλά υπόκεινται πάντοτε σε αμφιβολία και παραμόρφωση. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη πραγματικότητα στο βιβλίο. Μόνο διαφορετικές εκδοχές χαρακτήρων και συμβάντων, που κι’ αυτές είναι παραμορφωμένες με το δικό τους τρόπο.

Όπως στη θολή εικόνα της υποατομικής πραγματικότητας,«Αυτές οι ασαφείς ορατότητες» (ΑΤΦ ΤΒ 790:3) στην Αγρύπνια των Φίννεγκαν  καθιστούν δύσκολο να διακρίνει κανείς με βεβαιότητα τους χαρακτήρες και τα συμβάντα: «­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­Α­πλά βλέ­πε[107]! Εί­ναι πυ­κνό! Μα τον φρα­κτο­δί­α[108]! Ε­σύ μι­λάς στην ο­ρα­τό­τητα μιας φρι­κο­μί­χλης[109]» (ΑΤΦ ΤΑ 185:1-2)

 

Σε μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων το μόνο που μπορεί να ελπίζει οαναγνώστης είναι μια κατά προσέγγιση βεβαιότητα, διότι:«πρό­κει­ται για κα­τηφορο­θα­να­το­λι­σθη­ρή[110] κα­τά­στα­ση, δε­δο­μέ­νης της υ­γρό­τη­τας και της χα­μη­λής ο­ρα­τότητας (για­τί σ’ αυ­τόν το σε­χρα­ζα­τλε­ξό­γρι­φο[111] κά­ποιου με τις χί­λιες και μια κα­βό­νυχτες[112] ε­κεί­νη η δα­μό­κλειος σπά­θη της βε­βαιό­τη­τας που θα ταυ­το­ποιού­σε το σώ­μα ποτέ δεν πέ­φτει για  να τι­μωρο­ταυ­το­ποι­ή­σει[113] κα­νείς τον α­το­μο­έ­να[114]» (ΑΤΦ ΤΑ 193: 8-12).

 

Σ’ αυτό,«το με­γά­λο συ­νε­χές, που κυ­ριαρ­χείται α­πό τη μοί­ρα και διαν­θί­ζε­ται με την α­τυ­χί­α» (ΑΤΦ ΤΒ 503 18-20),στον κόσμο της Αγρύπνιας των Φίννεγκαν, εμείς οι αναγνώστες:«εί­μα­στε πε­πλο­πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νοι[115] α­πό σκο­τά­δια.» (ΑΤΦ ΤΑ 713: 9).

Κι ό,τι μαθαίνουμε για τους χαρακτήρες και τα συμβάντα, το μαθαίνουμε εμμέσως, μέσα από περιγραφές  άλλων ανεξιχνίαστων «πειστηριοδοτών»:«τα ψευ­το­δε­δο­μέ­να, πράγ­μα­τι τα έ­χου­με στη διά­θε­σή μας, εί­ναι πολύ α­να­κρι­βώς λί­γα για να α­παι­τούν τη βε­βαιό­τη­τά μας, οι πει­στη­ριο­δό­τες[116] σύμ­φωνα με πο­δα­ρο­δη­μο­σκό­πη­ση[117] ε­πί­σης α­να­ξιό­πι­στα α­νε­ξι­χνί­α­στοι[118]» (ΑΤΦ ΤΑ 213:1-4)

Ασάφεια και αβεβαιότητα είναι το στημόνι και το υφάδι με το οποία υφαίνεται η Αγρύπνια, όπως και ο κβαντικός μικρόκοσμος. Ασάφεια και αβεβαιότητα περιβάλλει το έργο, όπως και τα αίτια που οδήγησαν στην πτώση του Τιμ Φίννεγκαν:

«Μπο­ρεί να ή­ταν έ­να ζωύφιο τού­βλο, ό­πως λέ­νε με­ρι­κοί, ή μπο­ρεί να ο­φει­λό­ταν στο γκρε­μο­τσά­κι­σμα των πα­λι­ών του υ­πο­σχέ­σε­ων, ό­πως το εί­δαν άλ­λοι. (Μέ­χρι σή­με­ρα υ­πάρ­χουν χί­λι­ες και μί­α ι­στο­ρί­ες, χι­λι­ο­ει­πω­μέ­νες, για αυ­τό.)» (AΤΦ TA 56:6-9 ).

Διαφορετικές εκδοχές, συχνά αντικρουόμενες για το ίδιο γεγονός χαρακτηρίζουν την Αγρύπνια, όπως στην ιστορία του Κέρσυ του Ράφτη και του Νορβηγού καπετάνιου: «Ή­ταν πο­λύς και­ρός α­πό τό­τε που κά­πο­τε υ­πήρ­χε μια α­νε­μο­α­φο­σι­ω­με­νο­χώ­ρα[119] κόν­τρα στον ά­νε­μο[120] ή ή­ταν λι­γό­τε­ρο με­τά α­πό τό­τε που πο­τέ έ­ζη­σε έ­νας ρά­φτης[121] ε­κεί[122] στην πό­λη[123] ή δεν ή­ταν πριν α­πό τό­τε που αυ­τός σχε­δί­α­σε το μον­τέλο του Κέρ­συ[124] τρα­βών­τας το γι­λέ­κο του κο­στου­μιού του αλ­λά και ή δεν ή­ταν προ­τού με­σο­κά­ρα­βα[125] κουμ­πο­τρύ­πω­σε[126] το κα­πε­τα­νο­βα­ρούλ­κο[127] του Νορ­βη­γού.[128]» (AΤΦ TB 146:12-14, 147:1-3)

Αυτές όμως οι διαφορετικές και αντικρουόμενες εκδοχές αντιμετωπίζονται ως συμπληρωματικές και παραπέμπουν στην «αρχή της συμπληρωματικότητας» του Μπορ (Bohr) για την σωματιδιακή και κυματική φύση του φωτός. Οι διαφορετικές εκδοχές, στην Αγρύπνια, αντιμετωπίζονται ως διαφορετικές όψεις της ίδιας οντότητας. Ακόμη και τόσο διαφορετικές απόψεις, όπως του Αγίου Πατρικίου και του Αρχιδρυίδη, ως προς την «α­λη­θή ε­σω­τε­ρι­κό­τη­τα της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, τι το Πράγ­μα[129] κα­θ’ ε­αυ­τό ε­κεί­νο εί­ναι[130]» (ΑΤΦ ΤΒ 800:2-4)

τελικά διαλύονται στην συμπληρωματική ενότητα:(προ­στο­πα­ρόν[131] κα­λο­γε­ρο­πα­ρω­πί­δες[132] χρο­νο­λου­σά­τοι[133] συμ­πλη­ρω­μα­τι­κά ε­ρε­βο­α­γρα­φό­μυα­λοι[134] στην ου­δε­τε­ρό­λυ­σή[135] τους α­νά­με­σα στη δυ­να­τή α­λη­θο­πρα­σι­νό­τη­τα[136] του λέ­γον­τος[137] και την πι­θα­νή ε­ρυ­θρο­έ­κρη­ξη του α­γί­ου[138])» (ΑΤΦ ΤΒ 803:6-9),

Η Αγρύπνια των Φίννεγκαν  μοιράζεται την αρχή της συμπληρωματικότητας με την κβαντική φυσική,  και την ενότητα του χωροχρόνου με τη θεωρία της σχετικότητας. Μόνο μέσω της ενοποίησης  εμφανώς ανόμοιων ιδεών μπορεί να λάμψει η αληθής εσωτερικότητα της πραγματικότητας. Τι το πράγμα καθ’ εαυτό είναι.

«Και ας εί­ναι κά­θε μπερ­δε­με­νο­ζεύ­γα­ρο[139] σταυ­ρο­συμ­πλη­ρω­μα­τι­κό, μι­κρά αυ­γο­ε­γώ­μας,[140] ε­συ­κρό­κος και γα­λα­ε­γώ,[141] σ’ έ­ναν πο­λυ­με­γα­λύ­τε­ρο[142] πάγ­κο­σμο.[143]» (ΑΤΦ ΤΒ 806:2-4)

Η Αγρύπνια των Φίννεγκαν  είναι ένα

«ΦΑ­ΝΤΑ­ΣΤΙ­ΚΟ ΔΡΟ­ΜΟ­ΛΟ­ΓΙΟ ΔΙΑΜΕ­ΣΟΥ ΤΟΥ ΜΕ­ΡΙ­ΚΟΥ ΚΑ­ΘΟ­ΛΙ­ΚΟΥ»[144] (ΑΤΦ ΤΒ 7)

Ένα ολόγραμμα του πάγκοσμου, όπου το μέρος  περιέχει το όλον, το οποίο περιέχει το μέρος, και του χαόκοσμου, όπου το χάος περιέχει την τάξη, που προκύπτει μέσα από το χάος.[145]  Τα πρόσωπα της Αγρύπνιας είναι λίγα, αλλά οι όψεις τους είναι πολλές. Μεταμορφούμενα το ένα στο άλλο, πρόσωπα, αντικείμενα και συμβάντα σχηματίζουν ένα αυτοπεριεχόμενο συνεχές, αμοιβαίως αλληλοεξαρτωμένων στοιχείων, σε συνεχή κίνηση και ροή.

Η ρευστότητα του βιβλίου σε συνδυασμό με την κυκλική μορφή του (υπενθυμίζω το έργο δεν τελειώνει στην τελευταία σελίδα, αλλά η μισοτελειωμένη φράση του συνεχίζεται στην πρώτη σελίδα), μπορεί να παραλληλισθεί με τη σχετικιστική αντίληψη για το σύμπαν.  Όπως το σύμπαν. έτσι και η Αγρύπνια ευρίσκεται σε συνεχή ροή-ρευστότητα και μεταλλαγή.  Με την ανάμειξη διαφορετικών στοιχείων, τα οποία ευρίσκονται σε συνεχή κίνηση, αναδημιουργείται η πραγματικότητα σε όλον τον άπειρο πλούτο της και την ατέλειωτη πολυπλοκότητά της.

Μια πολυεπίπεδη πραγματικότητα συνθέτει τον εαυτό της στη σκέψη και δημιουργεί την ατομική, προσωπική αντίληψη του κόσμου. Από ποικίλα ερεθίσματα, διαισθητικά και λογικά που ευρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση, η σκέψη δημιουργεί μια συγκεκριμένη και μοναδική εμπειρία της πραγματικότητας.

Ένα κύμα πιθανοτήτων το οποίο αιωρείται μεταξύ του «είναι» και «δεν είναι», μια «τάση να υπάρξει» είναι το νόημα της Αγρύπνιας, που θα οριστικοποιηθεί με το «πείραμα» της ανάγνωσης και την ενεργό συμμετοχή του αναγνώστη, ο οποίος θα μεταμορφώνει, όπως η κβαντική φυσική, το κύμα πιθανοτήτων σε βεβαιότητα νοήματος, κατά την πορεία του κβαντικού πειράματος της ανάγνωσης.

Η κβαντική φυσική δίνει στον παρατηρητή έναν νέο παράξενο ρόλο. Ο παρατηρητής δεν είναι απλώς ένα εργαλείο καταγραφής, αλλά επηρεάζει το αποτέλεσμα της μέτρησης που επιτελεί, συμμετέχοντας ο ίδιος στη δημιουργία της πραγματικότητας, την οποία επιχειρεί να παρατηρήσει με το πείραμα-μέτρησή του.

Το ίδιο ρόλο αναθέτει ο Τζόυς και στον αναγνώστη της Αγρύπνιας, της οποία το νόημα δεν βρίσκεται απολύτως στην τυπωμένη λέξη, όπως συμβαίνει στην παραδοσιακή λογοτεχνία. Το νόημα πρέπει να δημιουργηθεί από τον αναγνώστη με την δράση-ενέργεια της ανάγνωσης. Ο αναγνώστης της Αγρύπνιας γίνεται Αναγνωστοσυγγραφέας,  δημιουργώντας τη μυθιστορηματική πραγματικότητα της Αγρύπνιας.

Η ενσωμάτωση, στην Αγρύπνια των Φίννεγκαν,  στοιχείων από τη θεωρία της σχετικότητας και την κβαντική φυσική φανερώνει την σύγκλιση της αντίληψης για τον κόσμο του Τζόυς με τη νέα επιστημονική αντίληψη την υποκειμενικότητα, την πιθανότητα και την αμφιβολία. Όπως και στην ιδέα της σχετικότητας του χρόνου του Αϊνστάιν, έτσι και στην Αγρύπνια

«Υ­πάρ­χει έ­να ρήγμα στο α­πα­ρέμ­φα­το[146] α­πό το έ­χω στο έ­χω υ­πάρ­ξει στο θα υ­πάρ­ξω» (ΑΤΦ ΤΒ 23: 21-23),που ενώνει μια συγκεκριμένη στιγμή με κάθε άλλη στιγμή άσχετα από τις χρονικές τους συντεταγμένες. Στον κβαντικό κόσμο, και τον χαόκοσμο της Αγρύπνιας, κάθε παρόν συμβάν αναμφίβολα έχει την αιτία του στο παρελθόν αλλά, για όσο διάστημα δεν έχει ακόμη εμφανισθεί, ο ειδικός του χαρακτήρας παραμένει αβέβαιος, για τον απλό λόγο, ότι είναι η πραγματοποίησή του  η οποία δημιουργεί τον ειδικό του χαρακτήρα, βάζοντας τέλος στην αβεβαιότητα και αποκλείοντας όλα τα άλλα χαρακτηριστικά που είναι ασυμβίβαστα με αυτό. Έτσι κάθε παρόν συμβάν είναι, από την ίδια του τη φύση, μια πράξη επιλογής που διαλύει τη διστακτικότητα  της πραγματικότητας μεταξύ πολλών δυνατοτήτων.

Ο Τζόυς, που ζει στο Παρίσι από το 1920, έχει υπόψη του τη θεωρία της σχετικότητας και τη φήμη που διατρέχει αυτήν και τις αποκαλύψεις της κβαντικής φυσικής για την πραγματικότητα του κόσμου. Γράφει στην Μαικήνα του Harriet Weaver: «Δεν θα έδινα υπερβολική προσοχή σε αυτές τις θεωρίες, πέρα από το να τις χρησιμοποιήσω για ότι αξίζουν, αλλά βαθμιαία μου έχουν επιβληθεί μέσω των περιστάσεων της ζωής μου»  (Letters I 241).

Η θεωρία της σχετικότητας ενεθάρρυνε μια νέα προσέγγιση του χρόνου στη λογοτεχνία, καταργώντας το όριο μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Η κλασσική αντίληψη για τη γραμμικότητα του χρόνου, ότι, δηλαδή, ένα συμβάν που έχει ήδη συμβεί ήταν μέρος του παρελθόντος και δεν έχει σχέση με άλλα συμβάντα, δεν συμβαδίζει με την πραγματική φύση της ανθρώπινης εμπειρίας του χρόνου.

Η σκέψη ποτέ δεν προσλαμβάνει την πραγματικότητα ως περιορισμένη στο παρόν. Αντιθέτως, συμβάντα του παρελθόντος και εμπειρίες, καθώς και φανταστικές προβολές στο μέλλον αναμειγνύονται με το παρόν, για να σχηματίσουν μια πολύπλοκη κατάσταση όπου παρελθόν παρόν και μέλλον συγχωνεύονται.

Όπως και στη θεωρία του Αϊνστάιν, τα συμβάντα στην Αγρύπνια δεν σχηματίζουν έναν γραμμικό άξονα πορείας, αλλά συνυπάρχουν ως μέρη του συνεχούς του χωροχρόνου, εμπλουτίζοντας την Αγρύπνια με τέτοια αληθοφάνεια ώστε να φαίνεται, ορισμένες φορές, πιο πραγματική από την πραγματικότητα.

Η Αγρύπνια δεν επιχειρεί να ξαναδημιουργήσει την καθημερινή πραγματικότητα. Αντιθέτως, δημιουργεί μια δική της πραγματικότητα, απελευθερωμένη από την λογική που διέπει την εν εγρηγόρσει ζωή των ανθρώπων. Η λογική της ομοιάζει με τη λογική της σκέψης που ονειρεύεται ή τη διεργασία της συνείδησης, όπου οι εικόνες συνεχώς κινούνται και αλλάζουν.

Αντί να συναντήσετε πραγματικούς χαρακτήρες στην Αγρύπνια,«θα συναντηθείτε με τη γνωριμία του Κυ­ρί­ου Τύ­που, της Α­φέν­τρας Τό­πος και ό­λων των μι­κρών ε­ξο­χο­τή­των. Τελεία και παύλα.» (ΑΤΦ ΤΑ 113:10-12).

Είναι οι πέντε κύριοι τύποι χαρακτήρων της Αγρύπνιας, ο Χάμφρευ Χιμπατζοφωλιάς Αγρυπναυτιάς (ΝΟΚ), η σύζυγός του Άννα Λίβια Πλούραμπελ και τα τρία παιδιά τους τα δυο δίδυμα αγόρια, Σημ και Σων και η κόρη τους Ίσσυ. Και τα πέντε αυτά πρόσωπα υφίσταται πολλές μεταμορφώσεις σε άλλα πρόσωπα, μυθιστορηματικά ή ιστορικά,  με τα οποία μοιράζονται ομοιότητες ή έχουν με αυτά αντίθετα χαρακτηριστικά (ενότητα των αντιθέτων). Ο Αγρυπναυτιάς με τα αρχικά HCE (Here Comes Everybody: ΝΟΚ: Να Ο Καθένας) εμφανίζεται με περισσότερα από 100 προσωπεία.

 Ο χωροχρόνος στην Αγρύπνια των Φίννεγκαν  και οι τέσσερεις γέροντες

Η σύζευξη του χώρου και του χρόνου σε τετραδιάστατο χωροχρόνο (τρεις διαστάσεις του χώρο και η τέταρτη διάσταση του χρόνου) που δημιούργησε η θεωρία του Αϊνστάιν αντικατοπτρίζεται στην Αγρύπνια στους τέσσερεις γέροντες: τον Ματθαίο Γκρέγκορυ, Το Μάρκο Λάιονς, Το Λουκά Τάρπευ και τον Ιωάννη ΜακΝτούγκαλ, τους τέσσερεις ευαγγελιστές οι οποίοι ως «Μα­μα­λού­ι­ω»[147] (ΑΤΦ ΤΒ 361: 11), (Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς, Ιωάννης,) είναι συγχωνευμένοι στον τετραδιάστατο χωροχρόνο.

«Ε­κεί­νοι οι τέσ­σε­ρις πη­λι­νο­άν­τρες[148] σκαρ­φά­λω­σαν μα­ζί. … Πρώ­τος κρο­τά­λι­σε ο Γε­ρου­σιασ­τής Γκρέγ­κο­ρυ, α­να­ζη­τών­τας χνά­ρι μέ­σα στο βα­θύ χρο­νο­πε­δί­ο,[149] ο Γε­ρου­σιασ­τής Λά­ι­ονς σούρ­νον­τας την κυ­μα­τι­στή γραμ­μή των δι­χο­το­μη­μέ­νων[150] βη­μά­των του (κά­τι στις φου­σκά­λες του τού έ­λε­γε ό­λη την ώ­ρα πως εί­χε βρε­θεί σ’ αυ­τό το μέ­ρος κά­πο­τε) ( ΑΤΦ ΤΒ 508:12, 18-22.)

Στη φράση «αναζητώντας χνάρι μέσα στο βαθύ χρονοπεδίο», αντηχεί η θεωρία του κβαντικού πεδίου, σύμφωνα με την οποία η ύλη δεν είναι παρά στιγμιαία εκδήλωση αλληλεπιδρώντων πεδίων. Παράλληλα η «κυματιστή γραμμή των διχοτομημένων βημάτων» ανακαλεί την κυματική φύση του φωτός, ενώ η εντύπωση «πως είχε βρεθεί σ αυτό το μέρος κάποτε» παραπέμπει  στην καμπύλωση του χωροχρονικού συνεχούς που προβλέπει η θεωρία του Αϊνστάιν και στην αέναη επιστροφή του χρόνου σύμφωνα με το όραμα του Βίκο που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της Αγρύπνιας. Το καμπυλούμενο στον εαυτό του σύμπαν του Αϊνστάιν, αντανακλάται στη φράση: «θα γυ­ρί­σου­με σπί­τι στη θέ­α του και­νουρ­γι­ου­ρα­νού[151] α­πό τη δύ­ση με το κύ­μα στον προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νο χρό­νο (αν ερ­χό­μουν γρη­γο­ρό­τε­ρα θα ή­μουν α­μέ­σως πί­σω πριν να φύ­γω)» (ΑΤΦ ΤΒ 444:3-6.)

 

Η Αγρύπνια των Φίννεγκαν, «έργω εν προόδω», όπως ήταν ο προσωρινός τίτλος που του είχε δώσει ο Τζόυς κατά τη διάρκεια της συγγραφής του, είναι στην πραγματικότητα «Το ζύ­γι­σμά σου γύ­ρω α­πό την ο­χύ­ρω­σή του για τη διόρ­θω­ση μιας σκε­βρω­μέ­νης πο­ρεί­ας. [152] (ΑΤΦ ΤΒ 554: 6-7) μια «αδε­σπο­το­ευ­θειο­γραμ­μή[153] AL (στο Συ­κό­σχημ.[154])» (ΑΤΦ ΤΒ 54 8-9).

Οι θεωρίες του Αϊνστάιν επέφεραν πλήρη αναθεώρηση των επιστημονικών απόψεων για την φύση και την προέλευση του σύμπαντος. Τώρα το σύμπαν δεν είναι μια στατική οντότητα άλλα διαστέλλεται με τεράστιες ταχύτητες.

Και οι  αναγνώστες της Αγρύπνιας  περιπλανώνται,«η­λια­κο­συστη­μα­το­ποι­η­μέ­νοι,[155] σει­ρια­κοκωμικο­κο­σμι­κά,[156] σε έ­να ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ντο­δυ­νά­μως ε­πε­κτει­νό­με­νο σύ­μπαν … Ου­δέν βέ­βαιον, ε­πο­μέ­νως[157]» (ΑΤΦ ΤΒ 11 27-30, 12 3-4)

Κι αν, Η Αγρύπνια, σας πλάνεψε, δεν σας παραπλάνησε.  Σας χάρισε το αέναο  κυκλικό ταξίδι, επί κύκλου περιφερείας, όπου δεν υπάρχει αρχή και τέλος, μιας και «Ξυνόν γαρ αρχή και πέρας επί κύκλου περιφερείας» (Ηράκλειτος) Στον νυχτερινό της ουρανό τα σκοτεινοφωτεινά της σημεία, φωτεινός πολικός αστέρας, το καθένα,  για να δείχνουν την πορεία προς το σύμπαν του χαόκοσμου της Αγρύπνιας,  όπου ουδέν βέβαιον.

Αγαπητέ Αναγνώστη, επέστρεφε συχνά στη θέ­α του καινούργιου ουρανού με το κύμα των σημείων κι αν ερχόσουν γρηγορότερα θα ήσουν αμέσως πίσω πριν φύγεις, κυκλώνοντας τον χρόνο συνεχώς μέχρι να εμφανιστεί στη δε­κτο­σκο­φω­νι­κή συσκευή, α­πό τη δύ­ση με το κύ­μα στον προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νο χρό­νο (αν ερ­χό­μουν γρη­γο­ρό­τε­ρα θα ή­μουν α­μέ­σως πί­σω πριν να φύ­γω. , γυρνώντας απλώς από τη σελίδα με την τελευταία λέξη «η» στην πρώτη σελίδα «ποταμορροή» όταν στην ιδανική σου αϋπνία, ιδανικέ αναγνώστη, ανακαλείς στο στίχο του Καβάφη:

αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με—

όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,

κ’ επιθυμία παλιά ξαναπερνά στο αίμα·

όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,

κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.

 

Επέστρεφε και παίρνε με στο ατέλειωτο όνειρό σου, Αγρύπνια των Φίννεγκαν.

Επομένως, μην ανησυχείτε γι’ αυτό που δεν καταλαβαίνετε. Τα πάντα είναι πιθανοδυνατά στην Αγρύπνια των Φίννεγκαν.

 

[1] James Joyce. Finnegans Wake. Penguin Books. 1992

[2] Τζέημς Τζόυς, Η Αγρύπνια των Φίννεγκαν, Εισαγωγή, Μετάφραση, Σχόλια, Ελευθέριος Ανευλαβής, Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα 2013. Δύο Τόμοι ΤΑ (757 σελ.), ΤΒ (844 σελ.)

[3] Megallant [< mega (ελ­λ. μέγα) + gallant (γεν­ναί­ος, δαν­δής, γαλαντόμος, πε­ρι­ποι­η­τι­κός στις γυ­ναί­κες)] < Μagellan: ο θα­λασ­σο­πό­ρος Μαγ­γε­λά­νος.

[4] ΑΤΦ: Αγρύπνια των Φίννεγκαν, Μετάφραση Ελευθέριος Ανευλαβής, εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα 2013.. ΤΑ, ΤΒ: Τόμος Α . Τόμος Β. Ο πρώτος αριθμός παραπέμπει στην σελίδα, ο δεύτερος στην αράδα της μετάφρασης.

[5] Richard Ellman. Τζέημς Τζόυς. Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου. Επιμέλεια: Άρης Μπερλής. Εκδόσεις Scripta. Αθήνα , 2005

[6] Murray Gell-Mann, The Quark and the Jaguar. Adventures in the Simple and the Complex. Liitle, Brown and Company, Great Britain, 1994.

[7] «Three quarks for Muster Mark!:Τρία κουάρκ για τον Μάστερ Μαρκ!» (FW 383:1 , ΑΤΦ, ΤΒ 338:1).

[8] Ησίοδος Θεογονία 116, Μετάφραση Σωκράτης Σκάρτσης, Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, 1993.

[9] Αριστοφάνους Όρνιθες 700-703,  Εκδόσεις, ΚΑΚΤΟΣ,  1993

[10] Αναξίμανδρος Ο Φιλόσοφος του Απείρου, εισαγωγή μελέτη Ιωάννης Καλύβας, Μετάφραση Φιλολογικά σχόλια, Θεόδωρος Γ. Μαυρομάτης, Εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, 2005, σ. 345

[11] Αριστοτέλης,  Περί Κόσμου, 396b 15-17)

[12] ibid 396b 7-8, 11-12, Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, 1994

[13] ibid 396b 12-19

[14] Ξυλλάψιες, είναι η πρώτη λέξη του αποσπάσματος,  στο Ηράκλειτος Ιστορική εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση. Ερμηνευτικά σχόλια, Ευάγγελος Ρούσσος, Εκδόσεις στιγμή, Αθήνα 2000 (τρίτη έκδοση βελτιωμένη).  Συνάψιες, αναγράφεται στις Εκδόσεις: α) Ηράκλειτος, Βλόσωνος Εφέσιος, Φιλοσοφική ερμηνεία των αποσπασμάτων. Χάρης Α. Λαμπρίδης,  (Χαρης Λαμπρίδης, 1991, Πάτραι, βιβλιοπωλείον ΚΛΕΙΩ), β) Ηράκλειτος, αποσπάσματα, Εισαγωγή, Μετάφραση, Σχόλια, Αθανάσιος Κυριαζόπουλος, (Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, 1995),  γ) Ηράκλειτος, Άπαντα, Τάσος Φάλκος-Αρβανιτάκης (Εκδόσεις Ζήτρος, 1999), δ) Ηράκλειτος Εφέσιος Κείμενα, Γιώργος Διανέλος Γεωργούδης (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας 2003). Συλλάψιες:  στο Αριστοτέλης, Περί Κόσμου, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια, Φιλολογική Ομάδα Κάκτου,  (Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ 1994)

[15]  Ibid  396b 21-22

[16] Ηράκλειτος, απόσπασμα, 8. Χάρης Α. Λαμπρίδης,   Ηράκλειτος, Βλόσωνος Εφέσιος, Φιλοσοφική ερμηνεία των αποσπασμάτων. Χαρης Λαμπρίδης, 1991, Πάτραι, βιβλιοπωλείον ΚΛΕΙΩ

[17] Ibid, απόσπασμα, 54

[18]  Ε(νέργεια) ισούται με την m (μάζα)  επί την ταχύτητα του φωτός c2= 300.000 000 το δευτερόλεπτο,  στο τετράγωνο.

[19] Pagels, Heintz R. The Cosmic Code: Quantum Physics as the Language of Nature., New York  1984, σελ. 75, 76

[20] Wholemole < wholemeal: ο­λικής ά­λεσης.

[21] Millwheeling < mill: μύ­λος + wheeling: γυ­ρί­ζο­ντας.

[22] Vicociclometer < Vico: ο φι­λό­σο­φος Βί­κο + cyclometer: κυ­κλό­με­τρο.

[23] Autokinatonetically < autokinnetically: αυ­το­κι­νητι­κώς.

[24] Clappercoupling < clapper: γλωσ­σί­δι, αρ­γκ. γλώσ­σα + coupling: σύ­ζευ­ξη, α­παρ­χ. συ­νουσί­α, σμί­ξι­μο.

[25] Exprogressive < ex: πρώ­ην, τέ­ως + progressive: εν προ­ό­δω, ε­ξε­λισ­σό­με­νος. Work in progress: «Ερ­γασί­α εν προ­ό­δω», ο προ­σω­ρι­νός τί­τλος του Finnegans Wake.

[26] Verypetpurpose < very: πο­λύ + pet: α­γα­πη­τός + purpose: σκο­πός.

[27] Heroticisms: ε­ρω­τι­σμοί, catastrophes: κα­τα­στρο­φές, eccentricities: εκ­κε­ντρι­κό­τη­τες.

[28] Tope: τό­πος.

[29] Litter < littera: λα­τ. γράμ­μα.

[30] Anastomosically: α­να­στο­μω­τι­κός.

[31] Gamebold < game: παι­χνί­δι + bold: τολ­μη­ρός.

[32] Adomic < atomic: α­το­μικός.

[33] Cockalooralooraloomenos < cockalomenos: κο­κκα­λω­μέ­νος.

[34] Verypetpurpose < very: πο­λύ + pet: α­γα­πη­τός + purpose: σκο­πός.

[35] Flesch < flesh: σάρ­κα + fresh: φρέ­σκος.

[36] Nuemaid < nue: γαλ­λ. σύν­νε­φο + new: νέ­ος + maid: θεραπαινίδα, κό­ρη +  new made: και­νουρ­γο­φτιαγ­μέ­νος.

[37] Mots < mott: δαν. αρ­γκ. κορί­τσι.

[38] Prural < purire: λατιν. σε­ξουα­λι­κή διέ­γερ­ση + plural: πολ­λα­πλός.

[39] Abnihilisation < ab nihilo: λα­τ. εκ του μη­δε­νός +  annihilation: εκ­μηδέ­νι­ση.

[40] Etym: έτυμον, ε­τυ­μο­λογί­α + atom: ά­το­μο. Το ρα­διό­φω­νο α­ναγ­γέ­λλει τη διά­σπα­ση του α­τό­μου.

[41] Hurtreford < Ηurdle Ford: πρό­τε­ρη ο­νο­μα­σί­α του Δουβλί­νου + Rutherford. Ο φυ­σι­κός, Λόρ­δος Ρά­δερ­φορ­ντ διέ­σπασε το ά­το­μο το 1919.

[42] Expolodotonates < explodes: ε­κρή­γνυ­ται + detonates: εκπυρσοκροτεί­ + donates: δωρίζει..

[43] Parsuralia < Persee O’Reilly: Πέρ­συ Ο’Ρέιλ­λυ + Pharsalia: Φαρ­σά­λια ή Πε­ρί εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου, επι­κό ποί­η­μα του Λου­κα­νού + uralia: Ουρά­λια.

[44] Ivanmorinthorrorumble < ivan: Ι­βάν + mor < more: πε­ρισ­σό­τε­ρο + in + thor: Θορ, σκαν­δι­ναβι­κός θε­ός της βρο­ντής + horrorumble < horrible: τρο­με­ρός +  even more horrible: ακό­μη πιο τρο­με­ρός.

[45] Fragoromboassity < fragor (δυ­να­τός θό­ρυ­βος) + romboassity (< rombazzo: ι­ταλ. ο­χλα­γωγί­α).

[46] Hullulullu (< ululate: ο­λο­φύ­ρο­μαι) < Honolulu: Χονο­λου­λού.

[47] Bawlawayo (< balavayu: ρω­σ. κά­νω φάρ­σα) < Bulawayo: πό­λη της Ζιμ­πά­μπουε.

[48] Empyreal: ου­ρά­νιος.

[49] Raum (γερ­μ. διά­στη­μα) < Rome: Ρώ­μη.

[50] Mordern (< mord: γερ­μ. δο­λοφό­νος) < modern: μο­ντέρ­νος.

[51] Atems (< atoms: ά­το­μα) < Athens: Α­θή­να.

[52]Heisenberg, Werner. Physics and Philosophy: The Revolution in Modern Science. New York: Harper, 1958, σελ 160 .

[53] Landsmaul < landssmaal: νορβ. «γλώσ­σα της χώ­ρας».

[54] Thoughtsam < thought: σκέ­ψη, λο­γι­σμός + sam: ψυ­χή, «περ­δι­κού­λα»

[55] Ανα­φέ­ρε­ται στις έ­λι­κες του ε­γκε­φά­λου και κατ’ ε­πέ­κτα­σιν σε σκέ­ψεις.

[56] Beaushelled < beau: ό­μορ­φος + shelled: κανονιοβολημένος, «σφυ­ρο­κο­πημένος.

[57] Faturity < futurity: μελ­λο­ντι­κό­τη­τα  + fatuity: η­λι­θιό­τη­τα, βλα­κεί­α, κου­τα­μά­ρα.

[58] Landsmaul < landssmaal: νορβ. «γλώσ­σα της χώ­ρας».

[59] Everintermutuomergent < ever: πά­ντο­τε + inter: λα­τ. πρό­θε­μα: αλ­λη­λο- + mutο < mutual: α­μοιβαί­ος + mergent: συγ­χώ­νευ­ση.

[60] Smile: χαμόγελο + mile: μίλι.

[61] Nondum: λατ. ό­χι ακό­μα.

[62] Sitty: νορ­β. ο α­ριθ­μός 70.

[63] Kindlelight < kindle: ανάβω + candle: κα­ντή­λι + light (φως).

[64] Tories και Whigs: Συ­ντη­ρη­τι­κό και Ερ­γατι­κό Κόμ­μα της Αγ­γλί­ας.

[65] Το γράμ­μα (ε­πι­στο­λή) για το ο­ποί­ο γί­νε­ται λό­γος.

[66] Baccbuccus < bacbuc: η θεί­α κρα­σο­μπου­κά­λα του Πα­ντα­γκρoυέλ.

[67] Is in his eye: στο μυαλό του, στη φα­ντα­σί­α του.

[68] Chaosmos [< chaos: χά­ος +  cosmos: κό­σμος.

[69] Tempos fidgets: λα­τ. ο και­ρός περ­νά­ει.

[70] Chorines: κο­ρί­τσια της χο­ρω­δί­ας.

[71] ‘Bansheeba < Banshee: θη­λυ­κός δαί­μο­νας προ­άγ­γε­λος θα­νά­του. Η αγ­γε­λο­κρού­στρα.

[72] Hourihaared < houri: ου­ρί + haared (haar: γερ­μ. μαλ­λιά) +  houriere: γαλ­λ. αργκ. η πόρ­νη.

[73] Orcotron < Orco: ο δρά­κος στη ι­τα­λι­κή διά­λε­κτο της Τεργέστης +  octo­roon: μι­γάς.

[74] Weared < weered: πα­ρά­ξε­νος, αλ­λό­κο­τος + word: λέ­ξη, λό­γος. In the becoming was the weared < «In the beginning was the Word: Εν αρ­χή ην ο Λό­γος» (Ι­ω­άν­νης α΄ 1).

[75] Wold made fresh < world made fresh: ο κό­σμος έ­γι­νε φρέ­σκος  < «The Word was made flesh: Και ο Λό­γος σαρ­ξ εγέ­νε­το»: Κατά Ιωάννην α΄ 14.

[76] Jigs: αργκ. σπα­σμοί, τρο­μώ­δες πα­ρα­λή­ρη­μα (delirium tremens).

[77] Κώστας Αξελός, Προς την Παλνητική Σκέψη, Το Γίγνεσθαι Σέψη του Κόσμου  και το Γίγνεσθαι-Κόσμος της Σκέψης. Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ» Ι.Δ.Κοολαρου & Σιας Α.Ε, Αθήνα,  1985 σ. 28.

[78] Streamsbecoming < streams (ρεύματα) + becoming (γίγνεσθαι).

[79] Mahamewetma < mahatma: ινδ. με­γά­λη ψυ­χή.

[80] Drear < dear (αγαπητός) + reader (αναγνώστης).

[81] Profoundly < De Profundis (Εκ Βα­θέ­ων) του Ό­σκαρ Ου­ά­ιλ­ντ.

[82] Quis est qui non novit quinnigan (λα­τ.). Ποιός είναι που δεν ήξερε τον  Quin(nigan) < πεν­το-, πεν­τάδυμα + finnegan

[83] Qui: λατιν. Ποιoί,  quae: λατιν. Ποιες,  quot: πόσοι, (at Quinnigan’s) Quake: σεισμός + wake: αγρύπνια

[84] Abcedminded (< absentminded: αφη­ρη­μέ­νος) < abc(edminded): α­λ­φα­βή­τα.

[85] Allaphbed < alphabet: η αλ­φα­βή­τα + allaph < aleph: το πρώ­το γράμ­μα του ε­βρα­ϊ­κού αλφά­βη­του + bed (κρε­βά­τι) + AL(la)P(hbed) < ALP: ΑΛΠ.

[86] Thοu < Κο­ρά­νιο: Ε­μείς α­να­φέ­ρε­ται στον Θε­ό, Υ­μείς α­να­φέ­ρε­ται στον Μω­ά­μεθ και Ε­σύ α­να­φέ­ρε­ται στο α­κρο­α­τή­ριο.

[87] Timefield < time: χρό­νος + field: πε­δί­ο.

[88] Volomundo osi videvide: κι ό­λος ο κό­σμος ε­πί­σης ά­δειος.

[89] Nichtsnichtsundnichts < nichts: τί­πο­τα + nichts + und: και + nichts.

[90] Perilwhitened < peril: κίν­δυ­νος, α­πει­λή + whitened: α­σπρι­σμέ­νος.

[91] Passionpanting < passion: πά­θος + panting: λα­χα­νια­σμέ­νος.

[92] Pugnoplangent < pugno: ι­ταλ. γρο­θιά + plangent: σπα­ρα­κτι­κός, γο­ε­ρός.

[93] Woylde < world: κόσμος  + void: κενό.

[94] Dectroscophonious < dectro < dekto: δέ­κτης + scophonious < scophony: μη­χα­νι­κή τηλεοπτική συσκευή (1938) βα­σι­σμέ­νη σε σει­ρά περιστρεφομένων κα­θρε­πτών και δια­μορ­φω­τή συ­χνότη­τας φω­τός. Η έ­ναρ­ξη του πα­γκόσμι­ου πο­λέ­μου δεν ε­πέ­τρε­ψε τη μα­ζι­κή πα­ρα­γω­γή της και α­ντι­κα­τα­στά­θη­κε α­πό τον κα­θο­δι­κό σω­λή­να.

[95] As soon astone < as soon as tone + stone: πέτρα

[96] Millicentime < milli: δι­σε­κα­τομ­μυ­ριο­στό + centime: έ­να ε­κα­το­στό του γαλ­λι­κού φρά­γκου.

[97] Bairdboard < Baird (John Logie): ο Σκώ­τος ε­φευ­ρέ­της της πρώ­της τη­λε­ο­πτι­κής ει­κό­νας (1925). Ε­πρό­κει­το για μι­κρή ει­κό­να 30 γραμ­μών σά­ρω­σης κό­κκι­νου και μαύ­ρου. + board: σανίδα, πίνακας.

[98] Charge: φορτί­ο, ε­πέ­λαση.

[99] Barricade : ο­δόφραγ­μα + brigade: τα­ξιαρ­χί­α. «The Charge of the Light Brigade: Η Ε­πέ­λα­ση της Ελα­φράς Ταξιαρ­χί­ας», του Τέν­νυ­σον (Tennyson).

[100] Photoslope < photo: φω­το + slope: κλί­ση. Α­να­φέ­ρε­ται στην ο­ρι­ζό­ντια σά­ρω­ση της ο­θό­νης της τη­λε­ο­ρά­σε­ως, με κλίσ­η (0,10) ως προς το ο­ρι­ζό­ντιο ε­πί­πε­δο.

[101] Missledhropes < misled troops: α­πο­προ­σα­νατολι­σμέ­νες στρα­τιές + missile: βλή­μα + ropes: σχοινιά. Οι γραμ­μές τις ο­θό­νης που δεί­χνουν τη σά­ρω­ση.

[102] Glitteraglatteraglutt < glitter: λα­μπο­κό­πη­μα, λα­μπύ­ρι­σμα + a + glatter < clatt­er: συνεχής κρό­τος, κρο­τά­λι­σμα + a + glutt: κο­ρε­σμός, πλη­θώ­ρα.

[103] Sunksundered < six hundred: ε­ξα­κό­σια.

[104] Shlossh < schluss: γερ­μ. τέ­λος.

[105] Caeseine < caesium: ευαι­σθη­το­ποιεί τις ο­θό­νες τη­λε­ο­ρά­σε­ως + casein: κα­ζε­ΐ­νη, που χρη­σι­μο­ποιεί­ται στον πλα­στι­κό σκε­λε­τό της τη­λε­ό­ρα­σης.

[106] Epiepistle < epi: ε­πί + epistle: ε­πι­στο­λή.

[107] Chest C < just see: α­πλά δες. Οι πα­λιοί τε­νό­ροι δο­κί­μα­ζαν το πε­ρί­φη­μο θω­ρα­κι­κό C τους.

[108] Corpo di barragio < corpo di Bacco: ι­ταλ. μα τον Δί­α + barragio: ι­ταλ. φράγ­μα, φρά­κτης.

[109] Freakfog < freak: τέ­ρας, φρι­κιό + fog: ο­μί­χλη.

[110] Slopperish < slipperish: ο­λι­σθη­ρός +  sloperish: ε­πι­κλι­νής + perish: α­­φα­νί­ζο­μαι.

[111] Scherzarade < Sahrazad: Σε­χρα­ζάτ + scherzο: ι­ταλ. συλ­λα­βό­γριφος.

[112] Nightinesses < nights: νύ­χτες + ness: α­κρω­τή­ριο, κά­βος.

[113] Idendifine < idendify: ταυ­το­ποιώ + fine: πρό­στι­μο, τι­μω­ρί­α.

[114] Individuone < individual: ά­το­μο + one: έ­νας, ένα.

[115] Circumveiloped < enveloped: πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νος + veil: βέ­λο, πέ­πλο + cir­cum­val­latus: λα­τιν. πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νος.

[116] Evidencegivers < evidence: πει­στή­ριο, έν­δει­ξη + givers: δό­τες.

[117] Legpoll < leg: πό­δι + poll: δη­μο­σκό­πη­ση, σφυγ­μο­μέ­τρηση.

[118] Irreperible: ι­ταλ. α­νε­ξι­χνί­α­στος, α­σύλ­λη­πτος, μη α­να­κα­λυ­φθείς.

[119] Lealand < leal: α­φοσιω­μέ­νος + and: και +  lea < lee: υ­πή­νε­μη πλευ­ρά του πλοί­ου + land: γη, χώ­ρα.

[120] Luffing < luff: όρ­τσα: (ναυ­τι­κός ό­ρος), κό­ντρα.

[121] Toyler < tailor: ρά­φτης. Η ι­στο­ρί­α του ράφτη Kerse και του Νορ­βη­γού καπε­τά­νιου. Ο Έλ­λμαν (Ellmann) στη βιο­γρα­φί­α του Τζό­υς ανα­φέ­ρει ό­τι κάποιος εί­πε στον Τζό­υς την ι­στο­ρί­α «ε­νός καμπούρη Νορ­βη­γού κα­πε­τά­νιου που πα­ρήγ­γει­λε κο­στού­μι στον Δου­βλι­νέ­ζο ρά­φτη J. H. Kerse στην ο­δό Upper Sackville, α­ριθ­μός 34. Το κο­στού­μι που έρ­α­ψε ο ρά­φτης δεν ε­φάρ­μο­ζε κα­λά και ο κα­πε­τά­νιος τον κα­τη­γό­ρη­σε πως ή­ταν α­νί­κα­νος να ρά­βει, ό­πο­τε ο εκνευ­ρι­σμέ­νος ρά­φτης τον κα­τη­γό­ρη­σε πως ή­ταν α­νί­κα­νος να ται­ριά­ξει».

[122] Thor < there: ε­κεί.

[123] tawn < town: πό­λη.

[124] Kersse < J. H. Kerse: Δου­βλινέ­ζος ρά­φτης.

[125] Athwartships < amidships: στη μέ­ση του πλοί­ου.

[126] Buttonhaled < buttonhol: α­νοίγω κου­μπό­τρυ­πες.

[127] Capstan: βα­ρούλ­κο + captain: κα­πετά­νιος.

[128] Norweeger’s < Norweger: γερ­μ. Νορ­βη­γός.

[129] Ding < «ding an sich: το πράγ­μα καθ’ ε­αυ­τό» (Κα­ντ)

[130] Id est: λα­τ. ε­κεί­νο εί­ναι.

[131] Beingtime < for the time being.

[132] Monkblinkers < monk: κα­λό­γε­ρος + blinkers: πα­ρω­πί­δες.

[133] Timeblinged < time: χρό­νος + blinged < bling: φα­ντα­χτε­ρός, κραυ­γα­λέ­ος.

[134] Murkblankered < murk: ζό­φος, έ­ρε­βος + blankered < blank: ά­γρα­φος, λευ­κός, άδειος + blankminded: ά­σκεφτος.

[135] Neutrolysis < neutron: λα­τ. ου­δέ­τε­ρος + lysis: (ελ­λην.): λύ­σις + neutrality: ου­δε­τερό­τη­τα.

[136] Viriditude(< viridis: λα­τ. πρά­σι­νο  + verity: πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

[137] Sager: γερ­μ. ο­μι­λη­τής.

[138] Eruberuption < ruber: λα­τ. κόκ­κι­νο +  eruption: έ­κρηξη, έκ­θυ­ση (ε­ξαν­θή­μα­τος).

[139] Crisscouple < criss-cross: χια­στός, σταυ­ρω­τός, μτφ. μπερ­δε­μέ­νος + couple: ζευ­γά­ρι.

[140] Eggons < egg: αυ­γό + ons: (ολ­λανδ.) ε­μάς, ε­μείς + egos: τα εγώ.

[141] Youlk and meelk < yolk: κρό­κος + meelk < melk: ολ­λανδ. γά­λα +  you and me: ε­σύ κι εγώ.

[142] Farbiger < far: πο­λύ + biger: με­γα­λύ­τε­ρος + farbig: γερ­μ. χρω­μα­τι­στός.

[143] Pancosmos: ελ­λ. πάγ­κο­σμος.

[144] Particular: με­ρι­κός, Universal: κα­θο­λι­κός. Οι με­ρι­κές και γε­νι­κές προ­τά­σεις στη λο­γι­κή.

[145] Ilya Prigogine- Isabelle Stengers, ΤΑΞΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΧΑΟΣ, Ο νέος διάλογος του ανθρώπου με τη φύση, Μετάφραση Μαρία Λογιωτάτου, Επιμέλεια Αγγελος Νίκας,  Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, 1986.

[146] Split infinitive: γραμ­μ. α­δό­κι­μο α­πα­ρέμ­φα­το, α­πα­ρέμ­φα­το που χω­ρί­ζεται με πα­­ρεμ­βο­λή ε­πιρ­ρή­μα­τος.

[147] Mamalujo < Μα(τθαί­ος) + Μά(ρκος) + Λου(κάς) + Ιω(άν­νης.

[148] Claymen < clay: πη­λός + men: άνδρες.

[149] Timefield < time: χρό­νος + field: πε­δί­ο.

[150] Η δι­χο­τό­μη­ση της Ιρ­λαν­δί­ας σε Β. Ιρ­λαν­δί­α και Δη­μο­κρα­τί­α της Ιρ­λαν­δί­ας.

[151] Newsky prospect < new: νέ­ος, και­νούρ­γιος + sky: ου­ρα­νός. Nevsky prospect: ο­δός στο Πή­τερ­μπο­ρο.

[152] Your exagmination round his factification for incamination of a warping process [< exagmination < exagmen: λα­τιν. ζυ­γί­ζω. factification < fortification: ο­χύ­ρω­ση. incamination < incaminare: ι­ταλ. βά­ζω στο σω­στό δρό­μο.  warping pro­cess < Work in Progress: Έρ­γο εν Προ­ό­δω», ο αρ­χι­κός τίτ­λος της Α­γρύ­πνιας των Φίν­νεγ­καν πριν τη δη­μο­σί­ευ­σή της. Συλ­λο­γή δο­κι­μί­ων για το Finnegans Wake,  που δη­μο­σιεύ­θη­καν κα­τά τη διά­ρκεια της συγ­γρα­φής του έρ­γου.

[153] Strayedline < strayed: ξε­στρα­τι­σμέ­νος, α­δέ­σπο­τος + line: γραμ­μή. + straight line: ευ­θεί­α γραμ­μή.

[154] Fig. < σύντμ. του figure: σχή­μα + fig: σύ­κο, αρ­γκ. αι­δοί­ο, μου­νί. Αναφέρεται στο σχήμα της σελ. 7 του Δευτέρου Τόμου (Η Αγρύπνια των Φίννεγκαν)

[155] Solarsystemised < solar: η­λια­κός + systemised: συ­στη­μα­το­ποι­η­μέ­νος.

[156] Seriolcosmically < seriol < serial: σει­ρια­κός + cosmically: κο­σμι­κώς + κωμικώς.

[157] Haud certo ergo (λα­τιν.).

Προηγούμενο άρθροΤο εργαστήριο της Τέχνης του Πεζού Λόγου (Harvard) με τον Στρατή Χαβιαρά
Επόμενο άρθρο“Κατά πόδας”: Ο κόσμος της Έλενας Νούσια   (της Λίλυς Εξαρχοπούλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ