Αλέκα Πάλλα.
Πολύ καλή ήτανε. Τα αφεντικά της ιδίως είπανε ότι σαν τη Βάσω να καθαρίζει άλλη δεν υπήρχε. Τί το θες; πήγε σαν το σκυλί στ’αμπέλι. Τη βρήκανε με τα μούτρα στο πάτωμα, μες στα νερά. Ήρθανε στο μαγαζί, ήτανε άδειο εκείνη την ώρα και μου λένε Γιάννη το και το. ‘Ενιωσα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Δεν ήξερα τί να τους απαντήσω, ντράπηκα. Πήγα να βγάλω την ποδιά με τα αίματα, να την αφήσω στις κρεμάστρες που τις βάζαμε, με βλέπει ο Κώστας το αφεντικό μου, μου λέει άστα αυτά τώρα και τρέχα! Στον δρόμο δεν ήξερα αν πρέπει να πάω μπροστά ή πίσω από τους άλλους. Μέχρι να αποφασίσω, φτάσαμε. Μπαίνω μέσα, ησυχία. Είχανε στηθεί δεξιά και αριστερά και με περιμένανε. Όπως πλησίασα στο τέρμα του διαδρόμου την είδα. Σε μία τουαλέτα που χωρούσες μόνο όρθιος, με τα πόδια της να εξέχουν από την πόρτα, μπρούμυτα, με τα μαλλιά της ανακατεμένα. Σκέφτηκα όλες αυτές τις βρωμιές που ήταν βουτηγμένη και μου ήρθε αηδία και κάπως σαν ζάλη. Με μαζέψανε και όπως-όπως με βγάλανε, μου φέρανε κι ένα νερό. Μόλις συνήλθα ένιωσα πως κάτι έπρεπε να τους πω, ότι όφειλα να μιλήσω για το γεγονός, σαν άντρας της πεθαμένης. Τίποτα. Προσπαθούσα να συγκεντρωθώ και να θυμηθώ τί είναι αυτό που κάνουν οι άνθρωποι σε τέτοιες περιπτώσεις. Έσπασα το κεφάλι μου, δεν πήγαινε το μυαλό μου. Ε, πέθανε, τους είπα στο τέλος, την ώρα που καθάριζε. Δεν μίλησε κανείς, ούτε με κοίταξε. Μόνο μία γυναίκα πίσω-πίσω άκουσα που έβαλε τα κλάματα.