Ο Χαίλντερλιν και οι Έλληνες ποιητές (της Σταυρούλας Τσούπρου)

0
3073
Γλυπτική σύνθεση του Πίτερ Λενκ που βρίσκεται στο Baden-Württemberg και αναφέρεται στον Χαίλντερλιν, στον Γκαίτε, τον Σίλερ, τον Νίτσε, την Διοτίμα, τον Χερτζογκ Καρλ Όυγκεν. Όλοι σχετίζονται με το έργο του Χαίλντερλιν

 

της Σταυρούλας Τσούπρου.

Στην μετάβαση από τον 18ο στον 19ο αιώνα και παράλληλα με το έργο των Γκαίτε και Σίλλερ, η διαυγής γραφή τού μοναδικού μυθιστορήματος του Χαίλντερλιν Hyperion (Υπερίων, 1799), οικτίρει την εξαφάνιση των βασικών αξιών τού Klassik (ομορφιά, ελευθερία, ανθρωπιά), ενώ ο ίδιος ο δημιουργός του ζει την μυθική εμπειρία των θεϊκών δυνάμεων. Από την άλλη πλευρά, ο «ελληνικός φλοιός» τού έργου (θεωρούμενου, παρεμπιπτόντως, ως Βίβλου των Γερμανών, από το τέλος του 19ου έως τα μέσα του 20ου αιώνα) βρέθηκε τρόπος να ωφελήσει την Ελλάδα (την οποία, σημειωτέον, ο Χαίλντερλιν δεν επισκέφθηκε ποτέ): όπως σημειώνεται στο «Συνοπτικό Χρονολόγιο» της έκδοσης Φρήντριχ Χαίλντερλιν, Ύμνοι, ελεγεία και αποσπάσματα (Μετάφραση – Σχόλια: Θανάσης Λάμπρου, Καστανιώτης, 2006), το 1820-1821 αποφασίζεται η επανέκδοση του Hyperion, η οποία πραγματοποιείται, τελικά, το 1822 και από την οποία το ήμισυ των κερδών θα δοθεί στην Ένωση Φιλελλήνων της Στουτγκάρδης «προς υποστήριξη του απελευθερωτικού αγώνα της δύστυχης Ελλάδας, της πνευματικής πατρίδας» τού ποιητή. Εντός τού 2016, ανατυπώθηκε από τον Ηριδανό η πρώτη μετάφραση του μυθιστορήματος στην ελληνική (1982) από τον αυστριακό Λαυρέντιο Γκέμερεϋ, στου οποίου το προλογικό σημείωμα αναφερόταν ότι την πρώτη ώθηση για την μεταφραστική εργασία του όφειλε στον Οδυσσέα Ελύτη, ενώ στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, που «ανέλαβε τον κόπο» να διαβάσει ολόκληρο το κείμενο και να το συγκρίνει με το γερμανικό πρωτότυπο, οφειλόταν «το τελευταίο στίλβωμα».[1]

Αν και η συμπτωματολογία της ζωής και του έργου τού Χαίλντερλιν αποδίδεται στην «αρρώστια του αιώνα»[2], που επηρέασε τόσους καλλιτέχνες, ο δικός του ρομαντισμός είχε εν τέλει έναν πιο οραματικό και πρωτοποριακό προσανατολισμό, παρόμοιο με εκείνον των Νερβάλ και Κόλεριτζ. Ίσως αυτό να αποτελεί την αρχή μιας ερμηνείας τού γιατί ο Χαίλντερλιν επηρέασε, κυρίως, την καλλιτεχνική πρωτοπορία, από τη δεύτερη δεκαετία και εντεύθεν του 20ου αιώνα (για την Ελλάδα, από τις αρχές τής δεκαετίας του ’30). Ορισμένοι κριτικοί βλέπουν εδώ μία ακόμα απόδειξη του δημιουργικού παράδοξου της νεοτερικότητας, που δεν είναι άλλο από το ότι αυτή ξανασχεδίασε συν τοις άλλοις και το πρόσωπο της προϊστορίας της. Εδώ, λοιπόν, οφείλεται, κατά τον J.E. Jackson (Ευρωπαϊκά Γράμματα, Σοκόλης), το γεγονός ότι «μόνο μετά το τέλος τού Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ένας ποιητής όπως ο Φρειδερίκος Χέλντερλιν, του οποίου η μεγάλη παραγωγή τελειώνει κατά το 1805, θα δει να του αναγνωρίζεται η εξέχουσα θέση που του ταιριάζει στην ευρωπαϊκή σκέψη». (Παρεμπιπτόντως, πώς δικαιολογείται ότι ο Χαίλντερλιν απουσιάζει από την Εισαγωγή στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία του Martin Travers;)

Στα καθ’ ημάς, ο αείμνηστος Κώστας Στεργιόπουλος δεν ανιχνεύει καμία επίδραση του Χαίλντερλιν στο έργο τού Καρυωτάκη, ενώ, αντίθετα, οι σχετικές αναφορές πληθαίνουν καθώς πλησιάζουμε στην “ποιητική γενιά του ’30”. Και πλησιάζοντας συναντούμε, κατ’ αρχάς, το θρησκευτικό όραμα του Τάκη Παπατσώνη, επηρεασμένο από τη γνωριμία του με το έργο τού Κλωντέλ πρώτα και του Χαίλντερλιν μετά (βλ. και Τ. Κ. Παπατσώνη, Fr. lderlin, Εγκώμιο – Τρεις ύμνοι – Τρία σχόλια, Ίκαρος, 11970) – μία ακόμα απόδειξη ότι αυτός ο ακούσιος, ίσως, συνοδός τής “γενιάς”, και αποδιωγμένος από ένια μέλη της, συμμεριζόταν στις αναζητήσεις του και τα δικά της ζητούμενα. Ο Αντρέας Καραντώνης, από την κριτική πλευρά του, αλλά και από την απόσταση του 1954 σε σχέση με το 1930–1935, επισημαίνει μεταξύ των ρομαντικών προγόνων τού υπερρεαλισμού και τον «γερμανικό μυστικισμό τού Νοβάλις και του Χαίλντερλιν», έχοντας, οπωσδήποτε, υπ’ όψιν του τις σχετικές αναφορές και προτιμήσεις των συνοδοιπόρων του (ποιητών).

Έτσι, ο Γιώργος Σεφέρης βάζει ως δεύτερο μότο στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Α′ στίχους τού Γερμανού ποιητή, τελευταίον από τους οποίους διαβάζουμε και τον διάσημο πια: «Δεν ξέρω. Κι οι ποιητές τι χρειάζουνται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό;». Ο Θανάσης Λάμπρου, στην ανωτέρω έκδοση Ύμνοι, ελεγεία και αποσπάσματα, αυτούς τους ίδιους στίχους, που προέρχονται από το ελεγείο «Άρτος και Οίνος», «ένα από τα γνωστότερα και σπουδαιότερα», καθώς λέει ο Λάμπρου, το οποίο επιπλέον «αποτελεί ίσως την καλύτερη εισαγωγή στον πνευματικό κόσμο του Χαίλντερλιν», τους αποδίδει διαφορετικά. Στέκεται, μάλιστα, στις τελευταίες τρεις λέξεις, «in dürftiger Zeit», χαρακτηρίζοντάς τες «από τις πλέον δύστροπες σε ολόκληρο το ποιητικό έργο τού Χαίλντερλιν». (Μήπως έπρεπε, παρεμπιπτόντως, να υιοθετήσει, τελικά, εδώ την έκφραση του Σεφέρη αντί της δικής του, «τους άπορους καιρούς», η οποία, ούτως ή άλλως, δεν τον ικανοποιεί;)

Διαρκέστερη, πάντως, και σημαντικότερη φαίνεται να ήταν η επίδραση του Φρήντριχ Χαίλντερλιν στον Νίκο Εγγονόπουλο, ο οποίος δεν παρέλειπε να δηλώνει τον αμείωτο, στη διάρκεια των χρόνων, θαυμασμό του (μια γρήγορη ματιά στον τόμο Οι άγγελοι στον παράδεισο μιλούν ελληνικά αρκεί για να βεβαιώσει του λόγου το αληθές). Σε κάποιες από τις δηλώσεις του, μάλιστα, ο Εγγονόπουλος επεκτείνεται λίγο περισσότερο: «Ο πρώτος ποιητής που μ’ επηρέασε ήταν ο Σολωμός, που παιδιόθεν μού τον γνώρισαν, για άλλους βέβαια λόγους. Εγώ όμως τον είδα πολύ λίγο ως εθνικό ποιητή. […] Στο μάθημα της Γερμανικής ανακάλυψα έναν πολύ μεγάλο ποιητή, τον Χαίλντερλιν, νεώτερο αδελφό του Διονυσίου Σολωμού, μ’ αυτά τα γερμανικά νεφελώματα μέσα του, αν και δεν μ’ αρέσουν οι Γερμανοί και αποφεύγω να τους διαβάζω». (Αλλού, ο έλληνας υπερρεαλιστής ποιητής αναφέρει ότι είχε μεταφράσει τον Χαίλντερλιν, αλλά επί Κατοχής τα έσκισε όλα, εξαιτίας τής αντιπάθειάς του για τους «Ναζήδες»). Τα ακόλουθα λόγια τού Νίκου Εγγονόπουλου είναι, πάντως, ιδιαιτέρως σημαντικά: «Οι υπερρεαλιστές είναι αυτοί που συγκέντρωσαν τα στοιχεία τής ανησυχίας, που υπήρχαν στον δυτικό πολιτισμό και τα κατέγραψαν στο πρώτο μανιφέστο τού υπερρεαλισμού, κρατώντας την εμπειρία αυτών των λίγων που είχαν δει σωστά τα πράγματα, όπως ο Νοβάλις, ο ποιητής Χαίλντερλιν, ο Λωτρεαμόν, ο Μπωντλαίρ…».

Για τη γνωριμία του με τον «μακρινό αδελφό» Φρειδερίκο Χαίλντερλιν, τον καιρό που οι φανατισμένοι συμπατριώτες του χτυπούσαν το τακούνι «με ηδονή πάνω στην όψη τού ανθρώπου», κάνει λόγο και ο Οδυσσέας Ελύτης στο «Χρονικό μιας δεκαετίας»: «Αλλ’ από τη στιγμή που παύουν ν’ ακολουθούν το νήμα της φωνής των ποιητών τους οι λαοί βαδίζουν κατευθείαν στην άβυσσο. […] Μου άρεσε, τριγυρισμένος από Γερμανούς, ν’ ανακαλύπτω ένα Γερμανό που μου έδειχνε ανάποδα το είδωλό τους, που έδειχνε πιο φρόνιμος μέσα στην παράκρουσή του απ’ αυτούς τους έξαλλους μέσα στη σιδερένια τους λογική.[3] Και τον έβλεπα σα μια εγγύηση ότι το ανθρώπινο πνεύμα κάτω από τους αυθαίρετους διαχωρισμούς που του επιβάλανε οι πρόσκαιροι εξουσιαστές του παραμένει αδιαίρετο».

Εξαιτίας, εξάλλου, αυτής της μη διαιρετότητας του πνεύματος, ιδωμένης, όμως, από άλλη πλευρά, πλησιάζει  τόσο πολύ ο «χαιλντερλινικής», όπως λέει αλλού ο Ελύτης, αντίληψης ρομαντισμός τον υπερρεαλισμό. Άλλωστε, ο Rimbaud, ο οποίος, αν και αόρατος, ήταν εκείνος που οδηγούσε το υπερρεαλιστικό άρμα στο ξεκίνημά του, έφτασε εκεί οδηγημένος και ο ίδιος, με αόρατα ίσως νήματα, από τον Χαίλντερλιν. Ο Éluard, λίγο μετά το τέλος τού πολέμου, σε μια συζήτησή του με τον Ελύτη, παραδεχόταν ότι «ο Υπερρεαλισμός ήταν ένας Ρομαντισμός στο έπακρο». Κι αλήθεια, «η φλογερή, αχόρταγη επιθυμία να γνωρίσεις και να φτάσεις στην απόλυτη ολοκλήρωση», η δημιουργία / νοσταλγία ενός (χαμένου) παραδείσου όπου βασιλεύει/ βασίλευε η αρμονία των αντιθέσεων, δεν βρίσκονται στον πυρήνα και των δύο αντιλήψεων για τη ζωή και την Τέχνη;

Θα συμφωνούσε, ίσως, με τα παραπάνω και ο Θανάσης Λάμπρου, ο οποίος, στον πλούσιο υπομνηματισμό των ύμνων και των ελεγείων τού προαναφερθέντος τόμου, συμπεριλαμβάνει και το ακόλουθο σχόλιο: «Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς πως με τα όψιμα ποιήματα του Hölderlin γεννιέται ουσιαστικά η νεότερη ποίηση». Από τον ως άνω υπομνηματισμό των επιλεγμένων, κυρίως από την περίοδο της ωριμότητας, ποιημάτων τού μεγάλου Γερμανού προκύπτει και το πνευματικό πορτρέτο του, το οποίο συγκροτείται από την πίστη του: στην ουσιαστική αλληλεξάρτηση θεών και ανθρώπων, στην αποστολή της ποίησης ως προετοιμάζουσας την επιστροφή των θεών πάνω στη γη, στην ύπαρξη του Ιησού ως του έσχατου του γένους των θεών, αδελφού τού Διόνυσου και του Ηρακλή, και, ακόμα, στην παρουσία τής φύσης ως ορατής εκδήλωσης του θεϊκού.

Δεν πρέπει να παραλειφθεί εδώ και μία αναφορά στο ογκώδες βιβλίο τού αδίκως ξεχασμένου ποιητή, δοκιμιογράφου και μεταφραστή Βασίλη Ι. Λαζανά, Friedrich Hoelderlin. Ο Αδελφός των Αρχαίων Ελλήνων. Ο Ποιητής της Ερωτικής Οδύνης. Ο Οραματιστής της «Ελεύθερης Πολιτείας». Το Λυρικό έργο του ποιητή, εκδοθέν το 1984 (Α′ κρατικό βραβείο, 1985).[4] Είναι, βέβαια, αλήθεια πως ο Βασίλης Λαζανάς δούλευε αθόρυβα, όσο και ακούραστα, σε όλη του τη ζωή (εξ ου και ένας τεράστιος όγκος ερευνητικής παραγωγής), και πολύ λίγο φρόντιζε να διαφημίσει το έργο του· του αρκούσε να το διαβάζουν οι φίλοι του, στους οποίους και το πρόσφερε αφιλοκερδώς.[5] Στον προαναφερθέντα τόμο (όπου μερικές από τις αποδόσεις των ποιημάτων γίνονται σε πεζό), ο Λαζανάς χωρίζει το υλικό του (βασισμένο σε εκτενέστατη οκτασέλιδη ξένη βιβλιογραφία – χωρίς να παραλείπει να αναφερθεί σχολαστικά και στους έλληνες οι οποίοι, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ασχολήθηκαν με τον Χαίλντερλιν) σε πέντε μέρη, εάν εξαιρέσουμε τις Βιογραφικές πληροφορίες και τον Επίλογο: α) Τα πρώτα ποιήματα β) Οι ύμνοι προς τα ιδεώδη της ανθρωπότητας γ) Η περίοδος Waltershausen – Iena – Nürtingen (1793 – 1795) δ) Η περίοδος της ωριμότητας (1796 – 1803) ε) Το πνευματικό σκότος (1804 – 1843). Στις σύντομες παρατηρήσεις οι οποίες θα μπορούσαν να γίνουν πάνω σε αυτό το προϊόν τού ερευνητικού μόχθου θα περιλαμβάνονταν και τα ακόλουθα: 1) η επισήμανση από τον συγγραφέα τής επίδρασης που άσκησε στη ζωή και το έργο τού Χαίλντερλιν η Γαλλική Επανάσταση 2) η ολοκληρωμένη και σαφής διατύπωση της «θεολογίας» τού Χαίλντερλιν, η οποία «συνδυάζει, διαπλέκει και συναιρεί πλείστες φιλοσοφικές απόψεις και θρησκευτικές δοξασίες» (αρχαία ελληνική θρησκεία, Πλάτωνα, Πλωτίνο, Spinoza, Hegel, Kant, χριστιανισμό) 3) η διερεύνηση της σχέσεως μαθητείας που αναπτύχθηκε μεταξύ τού Χαίλντερλιν και του Schiller 4) η εκτεταμένη χρήση τής αλληλογραφίας ως παρακειμενικού στοιχείου της ποίησης (χρήση η οποία γίνεται, βέβαια, και από τον Θανάση Λάμπρου, αν και πολύ πιο περιορισμένα), αλλά και η παράθεση μεγάλων αποσπασμάτων τής Κριτικής για το έργο τού Χαίλντερλιν 5) η εστίαση τού Λαζανά στην αντίληψη/ συνειδητοποίηση από τον Χαίλντερλιν του εαυτού του ως παιδαγωγού και καθοδηγητή, ως «γήινου δηλαδή συνεργάτη των ουρανίων» 6) η ανάλυση της ιδιότυπης σχέσης τού ποιητή με την πατρίδα του 7) η αναφορά στην πνευματική συγγένεια του Γερμανού με τον Rousseau 8) η παράθεση, μεταξύ πλείστων άλλων, από τον Βασίλη Λαζανά, των σχολίων τού Παναγιώτη Κανελλόπουλου για την Διοτίμα/ Susette Gontard, μούσα, ηρωίδα και αγαπημένη τού Χαίλντερλιν.

Θα κλείσουμε το παρόν άρθρο, αφ’ ενός, με την υπενθύμιση από τον Βασίλη Λαζανά (στην καταληκτική παράγραφο του Επιλόγου του) του γεγονότος ότι ο φιλόσοφος Martin Heidegger, σε ένα δοκίμιό του όπου προσπαθεί να αναλύσει την «ποιητική λειτουργία», χρησιμοποιεί ως υπόδειγμα τον Χαίλντερλιν και, αφ’ ετέρου, με την υπόθεση (ας θεωρηθεί και ως πρόταση εργασίας) ότι ο μεγάλος Γερμανός μπορεί να “χρησιμεύσει” και για κάτι πολύ πολύ μικρότερο· τόσο, όσο το μέγεθος ενός τονικού σημαδιού. Διότι στο έργο τού Χαίλντερλιν είναι πιθανόν να κρύβεται ο τόνος τον οποίο ο Νίκος Εγγονόπουλος αφαίρεσε από την ποιητική συλλογή του Ελευσις

Σταυρούλα Γ. Τσούπρου

 

 

Σημειώσεις

[1] Στην ανατυπωμένη έκδοση Φρήντριχ Χαίλντερλιν, Υπερίων ή ο Ερημίτης στην Ελλάδα, Μετάφραση: Λαυρέντιος Γκέμερεϋ, Επιμέλεια: Δήμος Μαυρομμάτης, Ηριδανός, χ.χ., συμπεριλαμβάνονται, επίσης, το αντίστοιχο κεφάλαιο από την Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος του Παναγιώτη Κανελλόπουλου που αναφέρεται στην ζωή και το έργο τού Friedrich lderlin, οι (μεταφρασμένες) Σημειώσεις τού Günter Mieth για την γέννηση και τις εκδοχές τού έργου, καθώς και ένα κείμενο του Γκέμερεϋ αναφερόμενο στις «Πηγές» τού μυθιστορήματος, όπου, βάσει ενός εκτενούς, δίγλωσσου παραθέματος, ο  Λαυρέντιος Γκέμερεϋ υποστηρίζει ότι ο Χαίλντερλιν «έπεσε θύμα» τού ανθελληνικού μένους τού γερμανού μεταφραστή τού βιβλίου τού  Choiseul–Gouffier, Voyage Pittoresque de la Grèce, κυρίως σε ό,τι αφορά την ιστορική πραγματικότητα σχετικά με τα «Ορλωφικά»· σε αυτήν την δυσμενή για την Ελλάδα εικόνα αποδίδει ο Γκέμερεϋ και την καθυστερημένη μετάφραση του μυθιστορήματος στα ελληνικά.

[2] Βλ. σχετικά Υπερίων ή ο Ερημίτης στην Ελλάδα, ό.π., σ. 165.

[3] Αξίζει πραγματικά να διαβάσει κανείς την γνώμη τού ίδιου τού Χαίλντερλιν για τους Γερμανούς· βλ. στο Υπερίων ή ο Ερημίτης στην Ελλάδα, ό.π., σσ. 221-227 και σ. 306, για το σχετικό σχόλιο του Γκέμερεϋ.

[4] O αείμνηστος Βασίλης Λαζανάς εξέδωσε το 1996 και τον τόμο Ο Υπερίων στην Ελλάδα.

[5] Συμπληρώνοντας εδώ, επιγραμματικά, ορισμένα εργοβιογραφικά στοιχεία για τον Βασίλη Ι. Λαζανά, αναφέρω την ιδιότητά του ως διδάκτορος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου τού Tübingen και την θητεία του ως Διευθυντού του Εθνικού Ιδρύματος Προστασίας Κωφαλάλων. Μην τολμώντας να επιλέξω κάποιες και να παραλείψω κάποιες άλλες από τις πολύτιμες και πολυπληθείς επιστημονικές και μεταφραστικές εργασίες του, για τις οποίες και τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών αλλά και από άλλους φορείς, περιορίζομαι απλώς να μνημονεύσω τον χαλκέντερο μελετητή και μεταφραστή, που κατέθεσε τόσα και τόσο εμπεριστατωμένα ερευνητικά πονήματα για ελληνικά και ξενόγλωσσα κείμενα, ενώ μεγάλη λύπη προξενεί το γεγονός ότι τα 30 βιβλία που εξέδωσε (πολύ συχνά, υποθέτω, με δικό του οικονομικό κόστος – ιδού ποια υπήρξε ανέκαθεν η συνηθέστερη μοίρα της έρευνας στον τόπο μας) δεν βρίσκουν καθόλου εύκολα τον δρόμο τους ούτε προς τους ενδιαφερόμενους αναγνώστες, ούτε προς τους ερευνητές, οι οποίοι τα έχουν πραγματικά ανάγκη.

Προηγούμενο άρθροΜια έφοδος ενάντια στα όρια (της Λίλας Κονομάρα)
Επόμενο άρθρο1956: Η χρονιά που ο κόσμος έγινε άνω κάτω (του Σπ.Κακουριώτη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ