Ο Φίλιππος Φιλίππου εξομολογούμενος στην Χρύσα Φάντη

1
1005

της Χρύσας Φάντη

Ο Φίλιππος Φιλίππου με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου του, η Ιστορία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας, Ο Γιάννης Μαρής και οι άλλοι (εκδ. Πατάκη, 2018) μιλά στη Χρύσα Φάντη  για το συγγραφικό έργο του.

 

Κύριε Φιλίππου, ποια στοιχεία, κατά τη γνώμη σας, θα πρέπει να έχει ένα μυθιστόρημα για να μπορεί να ενταχθεί στην ελληνική αστυνομική λογοτεχνία;

 Υπάρχουν πολλά ελληνικά αστυνομικά μυθιστορήματα που διαδραματίζονται στην Ελλάδα, αλλά και ορισμένα που η πλοκή τους εκτυλίσσεται σε μια ξένη χώρα. Τα τελευταία ακόμα κι αν δεν έχουν ελληνικό ενδιαφέρον εντάσσονται στη συγκεκριμένη λογοτεχνία, αφού έχουν γραφτεί στην ελληνική γλώσσα. Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι φρόνιμο να γραφτεί στα ελληνικά μια ιστορία με ήρωες Αμερικανούς ή άλλους που δρουν στη Νέα Υόρκη. Όσο καλογραμμένη κι αν είναι, εμένα δεν μπορεί να με σαγηνεύσει. Έχω γράψει κι εγώ μια τέτοια ιστορία (ένα μυθιστόρημα τοποθετημένο στη Νέα Υόρκη), μόνο που ο βασικός πρωταγωνιστής είναι Έλληνας, ο οποίος σκέφτεται ελληνικά, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.

 

Αποτελεί θέση σας ότι τα τελευταία χρόνια η αστυνομική λογοτεχνία έχει μπει στα χωράφια της λεγόμενης σοβαρής λογοτεχνίας και ότι οι ενδοιασμοί για τη λογοτεχνική αξία της έχουν σχεδόν εκλείψει. Πού το αποδίδετε;

Πράγματι, η αστυνομική λογοτεχνία έχει μπει στα χωράφια της λεγόμενης σοβαρής λογοτεχνίας. Είναι μια διαπίστωση που κάνουν οι ειδικοί παγκοσμίως. Η αστυνομική λογοτεχνία έχει πάψει να θεωρείται παραλογοτεχνία ή παραφιλολογία διότι μέσω των φόνων και των εγκλημάτων ο αστυνομικός συγγραφέας θέλει να μιλήσει για την κοινωνία και την πολιτική, για τον έρωτα και την Ιστορία, για τα ανθρώπινα πάθη και τις εμμονές. Γράφοντας για ένα έγκλημα, ο συγγραφέας σήμερα δεν νοιάζεται τόσο πολύ για το ποιος σκότωσε, για το ποιος ευθύνεται για το φόνο, αυτό που πρωτίστως τον ενδιαφέρει είναι το γιατί και όλα εκείνα που τον συνοδεύουν: τα συναισθήματα, τα συμφέροντα, οι συνέπειες. Με λίγα λόγια, οι  αστυνομικοί συγγραφείς δεν θέλουν μόνο να ψυχαγωγήσουν τους αναγνώστες αλλά και να τους προβληματίσουν.

 

Ποιοι πιστεύετε ότι συγκροτούν σήμερα τον κύριο κορμό των αναγνωστών  αστυνομικής λογοτεχνίας, παγκόσμια αλλά και στη χώρα μας;

Κάποτε, αναγνώστες της αστυνομικής λογοτεχνίας ήταν κυρίως οι άνδρες, οι οποίοι έλκονταν από τους δυναμικούς ήρωες, τη δράση και τις περιπέτειές τους. Οι γυναίκες διάβαζαν κυρίως αισθηματικά μυθιστορήματα με έρωτες, ζήλια και πόνο. Τώρα, τα μυθιστορήματα περιέχουν και όλα αυτά τα στοιχεία, οπότε και οι γυναίκες έχουν γίνει φανατικές αναγνώστριες αστυνομικών ιστοριών. Παγκοσμίως, οι γυναίκες συγγραφείς συναγωνίζονται τους άντρες στο γράψιμο σκληρών και αιματοβαμμένων ιστοριών. Μερικές από αυτές γράφουν βίαια και κάπως απωθητικά πράγματα ωστόσο έχουν αποκτήσει το κοινό τους που βασικά είναι γυναικείο. Δεν ξέρω, τα μελοδράματα δεν είναι πια στη μόδα.

 

Είχατε ήδη δημοσιεύσει μελέτες και κείμενα για τον Γιάννη Μαρή όταν αποφασίσατε να γράψετε μια εμπεριστατωμένη μελέτη για την ιστορία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Επί μια δεκαετία επισκεφτήκατε  βιβλιοθήκες, ερευνήσατε εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία. Φέτος, από τις εκδόσεις Πατάκη, είδε  τα φώτα της δημοσιότητας ένα πλήρες και πρωτότυπο έργο σας με αυτό το θέμα.

Γράφοντας κείμενα για τον Γιάννη Μαρή και άλλους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας, άρθρα για το συγκεκριμένο είδος και κριτικές ανάλογων βιβλίων, σκέφτηκα πως ίσως θα ήταν χρήσιμο να κάνω μια έρευνα για το θέμα. Ήταν μια σκέψη που σιγά σιγά ωρίμασε μέσα μου. Έτσι, προέκυψε το βιβλίο που αναφέρατε. Πρόκειται για μελέτη, ωστόσο έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που επιτρέπουν να χαρακτηριστεί Ιστορία, Ιστορία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Ωστόσο, δεν έχει φιλολογικό χαρακτήρα, άρα δεν ενδιαφέρει μόνο τους ειδικούς ή μόνο τους φιλόλογους. Δίνει στον αναγνώστη ένα σωρό πληροφορίες για συγγραφείς και βιβλία, για τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70, για την εποχή δηλαδή που γεννήθηκε η αστυνομική λογοτεχνία στη χώρα μας. Οι πληροφορίες είναι επίσης και πολιτικές (ποια ήταν τότε η κατάσταση, ποιοι κυβερνούσαν), και κοινωνικές (πώς ζούσαν τότε οι Έλληνες), και γενικού ενδιαφέροντος: σχετικά με τας εγκλήματα που διαπράττονταν, τον τρόπο διασκέδασης, την ύλη και τις κυκλοφορίες των εφημερίδων. Υπάρχει στο βιβλίο πολύ ετερόκλητο υλικό που βοηθάει στην κατανόηση των συμβάντων.

Ο Γιάννης Μαρής, αναφέρετε κάπου, δημιούργησε τον αστυνόμο Μπέκα έχοντας  αγαπήσει τα έργα του Σιμενόν, ιδίως εκείνα με ήρωα τον Μαιγκρέ. Κατά τη γνώμη σας, μάλιστα, ο μικροαστός Μπέκας είναι ο Έλληνας μικροαστός Μαιγκρέ. 

Ναι, είναι γνωστό, κι ο ίδιος ο Μαρής που θαύμαζε τον Σιμενόν το έχει παραδεχτεί, πως ο αστυνόμος Μπέκας ήταν ο έλληνας επιθεωρητής Μαιγκρέ. Κι οι δύο ήταν μικροαστοί κι αυτό τους άρεσε. Δεν ήθελαν ν’ αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους, να φύγουν από τη γειτονιά τους, να χωρίσουν τις γυναίκες τους, που ήταν καλόβολες, ήσυχες, πρόθυμες, καλές μαγείρισσες, που ήταν σύντροφοι σε μια μικροαστική ζωή, που δεν είχαν επιθυμίες για πλούτη και  επιδείξεις. Γι’ αυτό κι αυτοί οι εμβληματικοί ήρωες, είναι και παραμένουν δημοφιλείς τόσο στη Γαλλία και στο Βέλγιο, όσο και στην Ελλάδα, αντιστοίχως. Δεν κάνουν επίδειξη εξυπνάδας ή δύναμης.

Ο  Αύγουστος Ντυπέν στον Πόε, ο Ηρακλής Πουαρό στην Κρίστι, ο Σέρλοκ Χολμς στον Ντόιλ, ο Μαιγκρέ στον Σιμενόν, ο Μπέκας στον Μαρή. Τι είναι αυτό που  σπρώχνει τους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων στην επινόηση ενός συγκεκριμένου πρωταγωνιστή για τις περισσότερες (αν όχι όλες) τις μυθοπλασίες τους; 

Την αρχή την έκανε ο Πόε, βάζοντας τον ήρωά του, τον Ντιπέν, έναν ερασιτέχνη ντετέκτιβ με πολύ καλής ποιότητας μυαλό και αναλυτικές ικανότητες, να επιλύει γρίφους που συνδέονται με εγκλήματα. Ε, οι άλλοι συγγραφείς έκαναν  το ίδιο επειδή τους άρεσε η ιδέα. Όλοι οι ήρωες που αναφέρατε είναι παιδιά του Πόε, μόνο που ο Μαιγκρέ δεν είναι ιδιωτικός ντετέκτιβ αλλά αστυνομικός. Κι εδώ που τα λέμε, δουλειά των αστυνομικών είναι η εξιχνίαση εγκλημάτων και όχι των ιδιωτικών ντετέκτιβ ή ανθρώπων άλλων επαγγελμάτων. Τώρα, το γιατί τρεις σπουδαίοι συγγραφείς δεν ήθελαν αστυνομικούς ως κεντρικούς ήρωες, ενώ υπάρχουν αστυνομικοί στις ιστορίες τους,  δεν το ξέρω. Σίγουρα τους γοήτευαν οι ήρωες με ξεχωριστό μυαλό. Ο Ντιπέν, ο Χολμς, ο Πουαρό, είναι προικισμένα άτομα. Ο Μαιγκρέ και ο Μπέκας δεν είναι προικισμένοι, τουλάχιστον αυτό δεν είναι εμφανές, πάντως κάνουν πολύ καλά τη δουλειά τους ως δημόσιοι υπάλληλοι.

Σε σας, ο δημοσιογράφος Τηλέμαχος Λεοντάρης  εμφανίζεται να πρωταγωνιστεί στα περισσότερα από τα αστυνομικά σας μυθιστορήματα (Η κόρη του εφοπλιστή, Το χαμόγελο της Τζοκόντας, Αντίο, Θεσσαλονίκη, Ο άντρας που αγαπούσαν οι γυναίκες).

Ξέρετε, δεν με ελκύει το επάγγελμα του αστυνομικού. Είναι άχαρο, είναι βαρετό, δεν σου επιτρέπει να αναπτύξεις πρωτοβουλίες. Ιδίως σε τούτη τη χώρα, όπου οι αστυνομικοί βαρύνονται με πολλά εναντίον του κοσμάκη (κατά το παρελθόν ιδίως, έχουν χρησιμοποιηθεί από τους κρατούντες ως διώκτες πολιτών για τα φρονήματά τους), είναι και αντιπαθητικό, παρόλο που οι αστυνομικοί είναι χρήσιμοι και απαραίτητοι. Προτίμησα να έχω ως κεντρικό ήρωα, δηλαδή ως το πρόσωπο που θα συγκεντρώσει τη συμπάθεια των αναγνωστών, έναν δημοσιογράφο. Και καθώς έχω περάσει από εφημερίδες και γνωρίζω τον τρόπο δράσης των αστυνομικών ρεπόρτερ, πιστεύω πως ήταν σωστή επιλογή εκ μέρους μου. Βεβαίως, και στα δικά μου μυθιστορήματα τα εγκλήματα τα εξιχνιάζουν οι αστυνομικοί, ας μη γελιόμαστε.

Ο Μαρής εκτός από μελετητής και θαυμαστής του Σιμενόν ήταν και λάτρης του Γκράχαμ Γκριν. Εσείς, εκτός από το κριτικό έργο σας και τις αμιγώς αστυνομικές μυθοπλασίες σας, έχετε γράψει μυθιστορήματα μετά από ενδελεχή έρευνα που αφορά τη ζωή και το έργο μεγάλων ελλήνων συγγραφέων (Καβάφης, Ελύτης, Θεοτόκης, Καββαδίας, Καζαντζάκης) [1]

Στον καθένα από μας έχουν ασκήσει γοητεία  κάποια πρόσωπα της τέχνης ή της Ιστορίας. Τα θαυμάζουμε, τα αγαπάμε, τα λατρεύουμε σε μικρό ή μεγάλο βαθμό. Ίσως θα θέλαμε να τους μοιάσουμε, να φθάσουμε κι εμείς ψηλά στην εκτίμηση και στην αγάπη του κόσμου. Κι εγώ, επομένως, δεν αποτελώ εξαίρεση. Από έφηβος συμπάθησα τα πρόσωπα που αναφέρετε, όλα είχαν προσφέρει πολλά στον τομέα τους, είχαν ξεχωρίσει, είχαν αγαπηθεί, αγαπώνται ακόμα, κι ίσως θα τους αγαπούν και οι επόμενες γενιές. Κάθισα λοιπόν κι έγραψα βιβλία γι’ αυτούς, είτε βιογραφίες είτε μυθιστορήματα. Αυτό που έκανα δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της αγάπης μου γι’ αυτούς.

 Πεζογραφήματα, δοκίμια, κριτικές βιβλίου. Το συγγραφικό σας έργο είναι πλούσιο, πολύπλευρο και διαχρονικό. Να σημειώσουμε επίσης, ότι από τα πρώτα αναγνωστικά σας βήματα υπήρξατε φανατικός αναγνώστης  του  Έντγκαρ Άλαν Πόε, ο οποίος και, εγκαινίασε, λέτε, χωρίς να το γνωρίζει, την αστυνομική λογοτεχνία.

Ξέρετε, διαβάζω από μαθητής του δημοτικού εξωσχολικά βιβλία. Μεγάλωσα με τον Μικρό Ήρωα και τον Γκαούρ, τον έλληνα Ταρζάν. Πάντα με έλκυαν τα αναγνώσματα με περιπέτειες στη στεριά και στη θάλασσα, στα βουνά και στη ζούγκλα. Παράλληλα, πάντα αγαπούσα τα ποιήματα –έχω γράψει κι εγώ. Ο Πόε ήταν ποιητής, πρωτίστως, αλλά έγραψε και διηγήματα, έγραψε και δοκίμια. Ήταν μεγάλος, πέθανε φτωχός μα σήμερα τον ξέρουν όλοι. Τον αγάπησα, με σημάδεψε, έχω γράψει διηγήματα σύμφωνα με το στυλ του. Όχι, δεν με ελκύει για τα αστυνομικά του διηγήματα, με ελκύει η προσωπικότητά του. Όταν πήγα στη Νέα Υόρκη, δεν παρέλειψα να επισκεφτώ το εξοχικό του σπίτι του στο Μπρονξ (σήμερα είναι μουσείο), όπου είχε πεθάνει η σύζυγός του Βιρτζίνια.

 

Τι σας ώθησε στη συγγραφή, τόσο των αμιγώς αστυνομικών όσο και των υπολοίπων μυθιστορημάτων σας; Εκτός από την ίδια τη μαγεία της γραφής, πού, κατά τη γνώμη σας συμπίπτουν και πού αποκλίνουν τα κίνητρα; Υπάρχουν κοινά σημεία;

Το γράψιμο είναι ροπή, είναι κλίση, είναι τρόπος ζωής. Όσο με αφορά, δεν υπάρχουν κίνητρα στα γραπτά μου. Απλώς, μου έρχεται μια έμπνευση και αποφασίζω να γράψω κάτι όσο κόπο κι αν απαιτεί αυτή η απόφαση. Ασφαλώς, υπάρχουν κοινά σημεία αφού τα κείμενα είναι δικά μου, φέρουν τη σφραγίδα μου, περιέχουν τις ιδέες, τις εμπειρίες και τις εμμονές μου. Αυτό, βεβαίως, δεν είναι ευδιάκριτο, ωστόσο έτσι συμβαίνει. Ό, τι έχω γράψει, ανεξάρτητα από την αποδοχή του αναγνωστικού κοινού, με εκφράζει, ακόμα και τα αμιγώς δημοσιογραφικά μου κείμενα. Γράφω για ό, τι μου αρέσει, και απευθύνομαι σε όλους, σε όσους διαβάζουν, έχουν ανησυχίες και ενδιαφέροντα σαν τα δικά μου.

 

 

[1] Ο ερωτευμένος Ελύτης, Ψυχογιός 2011, Ο θάνατος του Ζορμπά, Πατάκη 2007, Οι τελευταίες ημέρες του Κωνσταντίνου Καβάφη, Πατάκη, 2003, Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας, Άγρα, 1996, Κωνσταντίνος Θεοτόκης, σκλάβος του πάθους, Ηλέκτρα, 2006, και Ομόνοια 2000, Ταξίδι στον ομφαλό της Αθήνας, Άγρα, 2000, (όπου επίσης, συναντάμε πολλές αναφορές σε έλληνες λογοτέχνες).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΤο τεχνολογικό άνθος στο μεταίχμιο μεταξύ έκλαμψης και λήθης (του Θ.Παπαϊωάννου)
Επόμενο άρθροΚαι αν είμαι Μπαρόκ μη με φοβάσαι (της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. “Chapeau!” στον κύριο Φιλίππου. Πριν από πολλά χρόνια με μια βιβλιοκριτική του, από αυτές που σπάνια γράφονται πια, μου έμαθε τι θα πει επιμέλεια και διόρθωση ενός βιβλίου και πόσο σημαντικό στάδιο είναι στην έκδοση.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ