«Ο Υμπύ βασιλιάς» του Αλφρέ Ζαρρύ: για μια καρναβαλική κοσμοθεώρηση (της Δέσποινας Παπαστάθη)

0
1325

 

της Δέσποινας Παπαστάθη

«Σκατά!» είναι η πρώτη λέξη του έργου που σόκαρε το κοινό του Τεάτρ ντε Λ’ Εβρ, στις 10 Δεκεμβρίου του 1896, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων, με αποτέλεσμα τη διακοπή της παράστασης για δεκαπέντε λεπτά, ενώ οι εκδηλώσεις υπέρ και κατά συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκειά της. Η σκανδαλώδης πρεμιέρα του έργου «Ο Υμπύ βασιλιάς»[1] του Αλφρέ Ζαρρύ (1873-1907) σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής στην τέχνη, όπως σωστά διαισθάνθηκαν όσοι την παρακολούθησαν, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Άρθρουρ Σάιμονς, ο Ζυλ Ρενάρ, ο Γητς, ο Μαλλαρμέ, κ.α.. Ο Γητς αποδίδει τα αντιφατικά συναισθήματα που του προκαλεί το θέαμα λέγοντας χαρακτηριστικά:

«Οι ηθοποιοί υποτίθεται πως είναι κούκλες, παιχνίδια, μαριονέτες και να, τώρα χοροπηδούν σαν βατράχια ξύλινα, και βλέπω και μόνος μου πως ο πρωταγωνιστής που είναι κάτι σαν Βασιλιάς, κουβαλάει για σκήπτρο κάτι σαν σκούπα, απ’ αυτές που μεταχειριζόμαστε για να καθαρίσουμε την τουαλέτα. Νιώθοντας καθήκον να υποστηρίξουμε το πιο ζωηρό κόμμα, φωνάξαμε υπέρ του έργου, εκείνη την βραδιά όμως στο Ξενοδοχείο Κορνέιγ νιώθω λύπη, γιατί η κωμωδία κι η αντικειμενικότητα έκαναν για μια ακόμη φορά επίδειξη της ολοένα αυξανόμενης δύναμής τους. Λέω: «Ύστερα από τον Στεφάν Μαλλαρμέ, ύστερα από τον Πωλ Βερλαίν, τον Γκουστάβ Μορώ, τον Πωβίς ντε Σαβάνν, ύστερα από τον δικό μας στίχο, ύστερα απ’ όλο μας το λεπτό χρώμα και τον γεμάτο νεύρο ρυθμό, ύστερα από τις χλωμές αποχρώσεις του Κόντερ, τι άλλο απομένει; Ύστερα από μας, ο Άγριος Θεός».[2]

Το σκηνικό και η σκηνοθεσία σε συνδυασμό με την εκκεντρική παρουσία του Ζαρρύ αποτέλεσαν την πρώτη πηγή έκπληξης και σύγχυσης για το αποσβολωμένο κοινό:

«Το σκηνικό ήταν έτσι ζωγραφισμένο, που να δίνει την εντύπωση μιας παιδιάστικης σύλληψης, […]. Κατευθείαν μπροστά σου, στο βάθος της σκηνής, έβλεπες ανθισμένες μηλιές κάτω από έναν γαλανό ουρανό, και πάνω στον ουρανό, ένα μικρό σφαλιστό παράθυρο κι ένα τζάκι […]. Στ’ αριστερά ήταν ζωγραφισμένο ένα κρεβάτι, και στα πόδια του κρεβατιού, ένα γυμνό δέντρο και χιόνι που έπεφτε. Στα δεξιά υπήρχαν φοινικόδεντρα […] μια πόρτα που έβγαζε στον ουρανό, και κρεμασμένος πλάι στην πόρτα ένας σκελετός […]».[3]

Ο Ζαρρύ ήθελε, εκμεταλλευόμενος την ανοικείωση του αστικού γαλλικού κοινού προς τη γελοία, ακραία και σκατολογική μορφή του Υμπύ:

«με το άνοιγμα της αυλαίας να φανεί η σκηνή στο κοινό σαν ένας από κείνους τους καθρέφτες […] όπου ο απαίσιος κακός θωρεί τον εαυτό του με κέρατα ταύρου και δράκου σώμα, προεκτάσεις της ίδιας του της αποκρουστικής φύσης. […]».[4]

Ο Υμπύ αντιπροσωπεύει, σύμφωνα με τον Ζαρρύ, καθετί στον κόσμο που είναι γκροτέσκο, ενώ «συνθέτει μια τρομακτική εικόνα της ζωώδικης φύσης του ανθρώπου, της σκληρής και χωρίς έλεος»,[5] καθώς ενσαρκώνει την ασπλαχνιά, την υπερφίαλη αυτοεκτίμηση, την επιθυμία για στιγμιαία ικανοποίηση και απόλαυση. Το έργο ξεπερνά την απλή κοινωνική σάτιρα μιας και στο πρόσωπό του Υμπύ συνυπάρχει το σοβαρό, ή έστω σοβαροφανές, με το κωμικό, με αποτέλεσμα η εικόνα του, το 1896, να μοιάζει υπερβολικά κακή και χυδαία, κάτι που σήμερα έχει ξεπεραστεί κατά πολύ.

Η συνάρτηση του σοβαρού με το κωμικό, σύμφωνα με τον Μ. Μπαχτίν, οδηγεί σε μια νέα σχέση της λογοτεχνίας με τη σύγχρονη πραγματικότητα συχνά ακόμα και την ίδια την καθημερινότητα. Πρόκειται για τη λογοτεχνία που γνωρίζει άμεσα ή έμμεσα «την επιρροή του ενός ή του άλλου είδους καρναβαλικής λαϊκής παράδοσης (της αρχαίας ή της μεσαιωνικής)» και την οποία ονομάζει «καρναβαλική λογοτεχνία».[6] Ο Μπαχτίν μελετά την εξέλιξη του κωμικοτραγικού στη λογοτεχνία από τα τέλη της κλασικής αρχαιότητας, το λογοτεχνικό πεδίο που οι αρχαίοι ονόμαζαν «σπουδογέλοιον», έως τη διαμόρφωση του είδους από τον Ντοστογιέφσκι, κάνοντας διεξοδική αναφορά στην καθοριστική σημασία που έχουν δύο είδη από το πεδίο του κωμικοτραγικού: ο «σωκρατικός διάλογος» και η «μενίππεια σάτιρα» ή, όπως ο Μπαχτίν την αποκαλεί, η «μενιππέα».

Το καρναβάλι καθεαυτό δεν συνιστά λογοτεχνικό φαινόμενο. Πρόκειται «για μια αθροιστική, υπαίθρια θεατρική παρουσίαση με τελετουργικό χαρακτήρα»,[7] ένα θέαμα χωρίς σκηνή και χωρίς διαχωρισμό ανάμεσα σε θεατές και ηθοποιούς, αφού όλοι συμμετέχουν ενεργά στο δρώμενο. Δεν είναι κάτι που απλώς το παρακολουθεί κανείς αλλά που το βιώνει, σύμφωνα με κανόνες που ξεπερνούν κατά πολύ την προκαθορισμένη τάξη των πραγμάτων μιας και όσοι συμμετέχουν σε αυτό ζουν μια ζωή καρναβαλική, μια ζωή «ανεστραμμένη», μια ζωή «αναποδογυρισμένη»,[8] θέτοντας νέες αρχές κοσμοθεώρησης, όπου κυριαρχεί η εκκεντρικότητα, η οποία «επιτρέπει στον άνθρωπο να αποκαλύπτει και να αναπτύσσει –σε μια συγκεκριμένη αισθησιακή μορφή– τις κρυφές πλευρές της ανθρώπινης φύσης».[9] Κεντρική θέση στο τελετουργικό του καρναβαλιού κατέχει το δρώμενο της ενθρόνισης και της εκθρόνισης του βασιλιά, που αποτελούν μια «δυαδική, αμφίρροπη τελετουργία».[10] Επίσης, το γέλιο, είτε το τελετουργικό που απευθύνεται σε κάτι υψηλό, είτε αυτό που προκύπτει από την παρωδία είναι θεμελιώδες καρναβαλικό στοιχείο, και έχει ως αποτέλεσμα οι καρναβαλιστές να βλέπουν τον κόσμο μέσα από ένα σύστημα κρυμμένων καθρεφτών που επιμηκύνουν, σμικρύνουν ή διαθλούν τις εικόνες γύρω τους σε διαφορετικές κατευθύνσεις και σε διαφορετικό βαθμό.[11] Οι αλλαγές και οι μεταμφιέσεις, καθώς και όλες οι αποχρώσεις του ελεύθερου λόγου με τα ανάρμοστα λόγια, τις ύβρεις, αλλά και οι σκανδαλώδεις σκηνές αναδεικνύουν καίρια στοιχεία της καρναβαλικής λογοτεχνίας αλλά και ευρύτερα μιας καρναβαλικής κοσμοθεώρησης, απόρροια της καρναβαλικής αίσθησης της ζωής, η οποία είναι δυνατόν να ανιχνευθεί σε πολλά λογοτεχνικά είδη.

Το σκηνικό του έργου του Ζαρρύ τοποθετείται στην Πολωνία και η δράση εκτυλίσσεται γύρω από την απόφαση του πρωταγωνιστή, του Περ-Υμπύ, να εκθρονίσει βίαια τον βασιλιά της χώρας. Το χέρι του το οπλίζει η Μερ-Υμπύ, η φιλόδοξη και πονηρή σύζυγος εκμεταλλευόμενη τα ζωώδη ένστικτά του:

«Μερ Υμπύ: Στη θέση σου αυτόν τον κώλο θάθελα να τον απλώσω πάνω σ’ ένα θρόνο. Θα μπορούσες έτσι ν’ αυξήσεις απεριόριστα τα πλούτη σου, να τρως πολύ συχνά λουκάνικο, και να τσουλάς αμάξι στους δρόμους.

Περ-Υμπύ: Άμα είμουνα βασιλιάς, θάφτιαχνα ένα τεράστιο καπελίνο σαν κι αυτό πούχα στην Αραγωνία κι αυτοί οι βρωμοσπανιόλοι μου το κλέψανε οι βρωμιάρηδες.

Μερ-Υμπύ: Θα μπορούσες νάχεις μιαν ομπρέλλα και μια μεγάλη κάπα που να σούφτανε ως τις φτέρνες.

Περ-Υμπύ: Α, υποκύπτω στον πειρασμό! Σκατά κι απόσκατα κι από απόσκατα σκατά! Έτσι και τον τρακάρω (ενν. τον βασιλιά της Πολωνίας) παράμερα καμιά φορά… θα περάσει ένα πάρα πολύ άσκημο τέταρτο της ώρας.»

Η κριτική[12] έχει επισημάνει τις ομοιότητες της πλοκής με τον «Μάκβεθ» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ: οι προδότες είναι έμπιστοι αξιωματικοί του βασιλιά, οι οποίοι έχουν τιμηθεί για τις ανδραγαθίες τους στο πεδίο της μάχης –ο Υμπύ αυτοσυστήνεται ως «Λοχαγός των Δραγώνων, έμπιστος αξιωματούχος του βασιλιά Βανσεσλάς, παρασημοφορημένος με το έμβλημα του κόκκινου Αητού της Πολωνίας και παλιός βασιλιάς της Αραγωνίας– ενώ καθοριστικό ρόλο για την πράξη της προδοσίας διαδραματίζει η προτροπή της συζύγου. Πρόκειται για συνειδητή διακωμώδηση του έργου του Σαίξπηρ, από τον οποίο ο Ζαρρύ αντλεί επιπλέον στοιχεία, όπως για παράδειγμα ο τίτλος του έργου που ταυτίζεται με το όνομα του βασιλιά που έχει τον κεντρικό ρόλο σε αυτό ή τα φαντάσματα των πρώην βασιλιάδων που παρεμβαίνουν στην εξέλιξη του δράματος. Ο Ζαρρύ παρωδεί ένα γνωστό στο κοινό έργο ευελπιστώντας πως μετά το πρώτο σοκ που θα προκαλέσει, και σε συνδυασμό με το κωμικό στοιχείο, θα ανατρέψει τη συνηθισμένη τάξη πραγμάτων.

Στο κέντρο του καρναβαλικού δρώμενου, όπως επισημαίνει ο Μπαχτίν, τίθεται το τελετουργικό της ενθρόνισης και στη συνέχεια εκθρόνισης του βασιλιά, που παραπέμπει στο «πάθος των αλλαγών και των εναλλαγών, του θανάτου και της ανανέωσης», καθώς το καρναβάλι «γιορτάζει τον χρόνο ως καταλύτη και ανανεωτή των πάντων».[13] Το τελετουργικό αυτό εκφράζει ταυτόχρονα «τη χαρούμενη σχετικότητα κάθε δομής και σειράς, κάθε εξουσίας και κάθε ιεραρχικής θέσης».[14] Στη σύντομη σκηνή της εκθρόνισης–δολοφονίας του βασιλιά της Πολωνίας από τον Υμπύ και τους συνωμότες κυριαρχεί το σύνθημα του Υμπύ προς τους συνεργούς του «ΣΚΑΤΑ!»:

«Περ-Υμπύ: Να! (Του πατάει το πόδι).

Βασιλιάς: Άθλιε!

Περ-Υμπύ: ΣΚΑΤΑ! Μαζί μου άντρες!

Μπορντούρ: Ουράααα! Απάνω του!

(Χτυπούν όλοι το βασιλιά. Ένας Παλατιανός πυροβολεί.)

Βασιλιάς: Ωχ! Βοήθεια! Αγία Παρθένα, με σκότωσαν!

Μπολεσλάς: (Στον Λαντισλάς:) Τι συμβαίνει; Εμπρός, ας ξιφουλκίσουμε!

Περ-Υμπύ: Κρατώ την κορώνα! Στους άλλους τώρα!

Μπορντούρ: Πάνω στους προδότες!

(Οι γιοι του βασιλιά οπισθοχωρούν τρέχοντας, οι άλλοι τους κυνηγούν).»

Η σκηνή της δολοφονίας–εκθρόνισης ενέχει τα τυπικά χαρακτηριστικά της τελετουργικής εκθρόνισης του καρναβαλιού: ο εκθρονισμένος ξεντύνεται από τη βασιλική του φορεσιά και ειδικότερα το σύμβολο της εξουσίας του, το στέμμα, και όσοι συμμετέχουν τον χτυπούν έως το σημείο που τον δολοφονούν.[15] Πρόκειται για μια τραγική σκηνή, η οποία αποκτά γελοία διάσταση εξαιτίας του συνθήματος που χρησιμοποιεί ο Υμπύ, κάνοντας τους συνωμότες να μοιάζουν με χορό βρικολάκων.[16] Το γέλιο είναι στενά συνυφασμένο με το καρναβαλικό δρώμενο και αναδεικνύει την καρναβαλική αίσθηση της ζωής και απευθύνεται σε κάτι υψηλό, όπως η εναλλαγή των εξουσιών και των αληθειών, ενώ κρύβει μέσα του τόσο την άρνηση (ο περίγελως), όσο και την κατάφαση (το θριαμβευτικό γέλιο).[17] Στο έργο του Ζαρρύ το τελετουργικό γέλιο προκύπτει, επίσης, από την παρωδία των θρησκευτικών τελετών, όπως η σκηνή του όρκου λίγο πριν τη δολοφονία του βασιλιά:

«Περ-Υμπύ: (Τρέχει και τους φέρνει μέσα:) Κύριοι παραλείψαμε μιαν απαραίτητη τελετή. Πρέπει να ορκιστούμε πως θα πολεμήσουμε με αντρεία.

Μπορντούρ: Και πως θα γίνει; Δεν έχουμε παπά.

Περ-Υμπύ: Θα τον κάνει η θεια-Υμπύ.

Όλοι: Ας γίνει λοιπόν.

Περ-Υμπύ: Ορκίζεστε να σκοτώσετε για τα καλά το βασιλιά;

Όλοι: Ορκιζόμαστε. Ζήτω ο Περ-Υμπύ!»

Η παρωδιακή ενσωμάτωση λατινικών φράσεων, όπως «sanctificatur nomen tuum», «sed libera nos a malo. Amen», «fiat voluntas tua», στον ασυνάρτητο, υβριστικό και γεμάτο βωμολοχίες λόγο του Περ-Υμπύ προκαλεί γέλιο στον αναγνώστη του δραματικού κειμένου ή τον θεατή της θεατρικής παράστασης και συνιστά θεμελιώδες στοιχείο της καρναβαλικής κοσμοθεώρησης του ήρωα, ο οποίος βιώνει μια άλλη, διαφορετική ζωή από τη συνηθισμένη γύρω του.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο κεντρικό επεισόδιο της εκθρόνισης του νόμιμου βασιλιά, της ενθρόνισης του σφετεριστή Υμπύ και τέλος της εκθρόνισης αυτού διαδραματίζει ο λαός. Ο λαός κινείται σε όλη τη διάρκεια του έργου με κριτήριο το συμφέρον του:

«Περ-Υμπύ: Όχι, εγώ δε θέλω. Θέλετε να με καταστρέψετε γι’ αυτούς τους γύφτους;

Μπορντούρ: Μα επί τέλους Περ-Υμπύ, δε βλέπετε πως ο λαός περιμένει το δώρο της πανηγυρικής ανακήρυξής σου;

Μερ-Υμπύ: Αν δε μοιράσεις κρέας και χρυσό θ’ ανατραπείς μέσα σε δύο ώρες.

Περ-Υμπύ: Κρέας ναι, χρυσό… όχι, ποτέ! Σφάξτε τρία γέρικα άλογα… είναι ό,τι πρέπει γι’ αυτούς τους ψωραλέους. […]

Μπορντούρ: Μα Περ-Υμπύ, αν δεν μοιράσεις χρήματα, ο λαός δε θα θέλει να πληρώσει τους φόρους.

Περ-Υμπύ: Αλήθεια είναι;

Μερ-Υμπύ: Ναι, ναι!

Περ-Υμπύ: Εντάξει… τα δέχομαι όλα. Μαζέψτε τρία εκατομμύρια, ψήστε 150 βόδια και πρόβατα –αν βέβαια εγώ έχω παραπάνω.»

Έτσι, στην αρχή της 7ης Σκηνής της Δεύτερης Πράξης στη γεμάτη από τον λαό αυλή του παλατιού ο Περ-Υμπύ εμφανίζεται με κορώνα, να πετά χρυσά νομίσματα στους υπηκόους του, ζητώντας να του πληρώνουν κανονικά τους φόρους. Η σκηνή αναδεικνύει τη χυδαιότητα του λαού, την έλλειψη κάθε ευπρέπειας ως αποτέλεσμα της επιθυμίας για κέρδος. Μια στρατιά αιμοχαρών τρέχουν πάνω κάτω, πρόσωπα χωρίς ατομικά χαρακτηριστικά, που παρασύρονται από όποιον βρίσκεται κάθε φορά στην εξουσία και που δε διστάζουν να οδηγηθούν ακόμα και στο έγκλημα:

«Μπορντούρ: Βλέπετε θεια-Υμπύ πως τους ξεσηκώνει το χρυσάφι! Τι μάχη!

Μερ-Υμπύ: Είναι αλήθεια φοβερό. Να κιόλας ένας με σπασμένο το κεφάλι.

Περ-Υμπύ: Τι ωραίο θέαμα! Φέρτε κι άλλα κασόνια με χρυσό.

Μπορντούρ: Δεν οργανώνουμε κανέναν αγώνα δρόμου, τι λές;

Περ-Υμπύ: Καλή ιδέα. (Στο λαό:) Φίλοι μου, βλέπετε όλοι αυτή την κασόνα. Έχει μέσα τρακόσιες χιλιάδες ευγενικής ράτσας μπιχλιμπίδια, σε Πολωνέζικο νόμισμα εικοσιτεσσάρων καρατιών. Αυτοί που θέλουν να δοκιμάσουν την τρεχάλα τους, να παραταχτούν στην άκρη της αυλής. Θα ξεκινήσετε όταν θα κουνήσω το μαντήλι μου, κι αυτός που θα φτάσει πρώτος θα πάρει την κασόνα. Όσο για τους άλλους θα μοιραστείτε για παρηγοριά αυτή την άλλη κάσα.

Όλοι: Ζήτω ο Περ-Υμπύ! Τι καλός βασιλιάς! Που τέτοια πράγματα ο Βανσεσλάς!

[…]

Λαός: Ουράααα! Ζήτω ο Περ-Υμπύ! Ο ευγενέστερος των αρχόντων!

(Μπαίνουν στο παλάτι. Ακούγεται ο θόρυβος του γλεντιού και των οργίων που συνεχίζεται μέχρι την επόμενη μέρα. Η αυλαία πέφτει.)»

Ο «Υμπύ βασιλιάς» του Αλφρέ Ζαρρύ μπορεί να διαβαστεί ως ένα έργο που εκμεταλλεύεται το κωμικό στοιχείο και κατ’ επέκταση την καρναβαλική αίσθηση του κόσμου ως αντίδραση στην πολιτική εξουσία που βασίζεται στον εξαναγκασμό, τη βία, την επιβολή αυταρχικών αξιών, την έλλειψη κάθε λογικής. Η παράλογη, γελοία, βάρβαρη, βίαιη, εγωιστική, ανόητη μορφή του Περ-Υμπύ, μέσα από την ανατροπή κάθε καθιερωμένης τάξης των πραγμάτων και της κυρίαρχης αλήθειας, αναδεικνύει, έστω με τρόπο κωμικό αλλά βαθύτατα τραγικό, τη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου και της εξουσίας. Το γέλιο, η εκκεντρικότητα, η ελευθεροστομία, οι σκανδαλώδεις σκηνές, η απόκλιση από το κοινωνικά αποδεκτό, το ανίερο τελετουργικό της εκθρόνισης και ενθρόνισης του βασιλιά είναι κάποια μόνο από τα στοιχεία που μπορούν να δημιουργήσουν προοπτικές για μια καρναβαλική κοσμοθεώρηση του έργου του Ζαρρύ.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Τα αποσπάσματα που παραθέσαμε προέρχονται από την έκδοση: Αλφρέ Ζαρρύ, Ο Υμπύ βασιλιάς, μτφρ.: Σάκης Μανιάτης, Αθήνα: Κείμενα, 1971.

[2] Όπως παρατίθεται στο: Μάρτιν Έσσλιν, Το θέατρο του παραλόγου, Αθήνα: Δωδώνη, 1996, σ. 403.

[3] Η περιγραφή είναι του Άρθουρ Σάιμονς. Όπως παρατίθεται στο: Μάρτιν Έσσλιν, ό.π., σ. 402.

[4] Όπως παρατίθεται στο: Μάρτιν Έσσλιν, ό.π., σ. 401.

[5] Στο ίδιο, σ. 401.

[6] Μ. Μπαχτίν, Ζητήματα ποιητικής του Ντοστογιέφσκι, μτφρ: Αλεξ. Ιωαννίδου, επιμ.: Βαγγ. Χατζηβασιλείου, επίμ.: Δημ. Τζιόβας, Αθήνα: Πόλις, 2000, σ. 171. Το καρναβαλικό στοιχείο στη λογοτεχνία ο Μπαχτίν το αναλύεί επίσης στο: Mikhail Bakhtin, Rabelais and his world, trans.: Helene Iswolsky, Bloomington: Indiana University Press, 1984.

[7] Στο ίδιο, σ. 196.

[8] Στο ίδιο, σ. 196-197.

[9] Στο ίδιο, σ. 197.

[10] Στο ίδιο, σ. 199.

[11] Στο ίδιο, σ. 205.

[12] Βλ. για παράδειγμα: Kalyanee Rajan, “Analysing Shakespearean Adaptations in Modern European Absurdist Drama: Alfred Jarry’s Ubu Roi and Eugene Ionesco’s Macbett”, LLILJ, v. 3, no. 2, Autumn 2013, p. 36-79.

[13] Στο ίδιο, σ. 199.

[14] Στο ίδιο, σ. 200.

[15] Στο ίδιο, σ. 201.

[16] Αλέξης Σολομός, Θεατρικό Λεξικό. Πρόσωπα και πράγματα στο Παγκόσμιο Θέατρο, Αθήνα: Κέδρος, 1989.

[17] Μ. Μπαχτίν, ό.π., σ. 204.

Προηγούμενο άρθροΜιχάλης Μακρόπουλος, “Δυο φαντάσματα”(Για τον Νίκο Χουλιαρά,4)
Επόμενο άρθρο«Νέα Εστία» με Ζαν Κοκτώ, «Απόπλους» με Κ. Παπαγεωργίου, «Φρέαρ» με Σαντάλ Μουφ (του Σπύρου Κακουριώτη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ