του Κώστα Καβανόζη (*)
Η μυθοπλασία στον σχετικό ορισμό του Φιλοσοφικού Λεξικού του Cambridge αντιτίθεται προς τα δεδομένα της πραγματικότητας με την επισήμανση ότι όταν ο ορισμός αυτός χρησιμοποιείται για λογοτεχνικά έργα η συγκεκριμένη αντίθεση δεν υφίσταται, εφόσον στοιχεία της πραγματικότητας μπορούν να ενυπάρχουν σε αυτά καθιστώντας τα εντέλει αληθινά. Με βάση ωστόσο τον συγκεκριμένο ορισμό προκύπτουν κάποια ερωτήματα, τα οποία ως προς το μυθιστόρημα-ντοκουμέντο τίθενται μάλλον επιτακτικά:
· Πώς πρέπει να ορίσουμε τη μυθοπλασία και τι σημαίνει να εισχωρεί στον επινοημένο κόσμο της η πραγματικότητα;
· Τι είδους αλήθεια είναι εκείνη η οποία τοποθετείται μέσα σε ένα μυθοπλαστικό δημιούργημα και πώς συμπλέκεται με αυτό;
· Κάτω από ποιους όρους ένα μυθοπλαστικό έργο μπορεί εντέλει να αποδεικνύεται αληθινό;
Ορισμένα επιπλέον ερωτήματα που θεωρώ ότι εκ των πραγμάτων απασχολούν συγγραφείς που καταπιάνονται με το μυθιστόρημα-ντοκουμέντο είναι επίσης τα εξής:
· Υπάρχει αλληλεπίδραση εκείνων που έχουν απομείνει εκτός λογοτεχνικού έργου με τα χρησιμοποιημένα εντός του ψήγματα πραγματικότητας; Επιστρέφουν με άλλα λόγια στον φυσικό τους χώρο (αυτόν από τον οποίο αποσπάστηκαν) και με τι φορτίο, με ποια μορφή τα αντλημένα από την πραγματικότητα στοιχεία, στοιχεία όμως τα οποία προηγουμένως έχουν καταστεί λογοτεχνικά, έχουν δηλαδή εντοπιστεί και επιλεγεί από τον συγγραφέα, έχουν πιθανότατα υποστεί επεξεργασία από την πένα του και έχουν βρει επομένως τη θέση τους ως εν δυνάμει επινοημένα εντός του έργου του;
· Και τι είδους επιστροφή είναι εκείνη η οποία συντελείται αποκλειστικά μέσω της ανάγνωσης, η οποία προφανώς καθορίζεται από τις αναγνωστικές προθέσεις και προσλαμβάνουσες του αναγνώστη αλλά και από τις κοινωνικές συνθήκες και τα εν γένει δεδομένα τόσο του χρόνου κατά τον οποίο ένα χρησιμοποιημένο στοιχείο επιστρέφει όσο και εκείνου κατά τον οποίο το στοιχείο αυτό χρησιμοποιήθηκε;
· Και δεν αποτελούν εντέλει τα στοιχεία αυτά υπαρκτούς κρίκους μιας μυθοπλαστικής (κατασκευασμένης επομένως με λέξεις) αλυσίδας, μιας αλυσίδας επινοημένης και ανύπαρκτης υπό πραγματικές (μη μυθοπλαστικές) συνθήκες αλλά και σε καμία περίπτωση ψευδούς;
Στο βιβλίο του «Η ιστορία είναι μια σύγχρονη λογοτεχνία» (Πόλις 2017) ο Ivan Jablonca παραθέτει τα εξής λόγια του αμερικανού συγγραφέα James Agee, στα οποία, εκτός της σφοδρής επιθυμίας για πραγματικότητα, δηλώνεται ευθέως και η αδυναμία να προσεγγίσει κανείς την πραγματικότητα αυτή χωρίς τις λέξεις: «Αν μπορούσα, αυτή τη στιγμή δεν θα έγραφα τίποτα. Θα υπήρχαν φωτογραφίες. Για τα υπόλοιπα, κομμάτια ύφασμα, απόβλητα από βαμβάκι, σβόλοι γης, λόγια που καταγράφηκαν, ξύλα, κομμάτια σίδερο».
Η τέχνη, συνήθιζε να διακηρύσσει ο Ernesto Sabato, είναι ανώτερη της πραγματικότητας. Η λογοτεχνία ωστόσο είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πραγματικότητα, επειδή άμεσα ή έμμεσα παραπέμπει σε αυτή. Από τη στιγμή που το αίτημα για αληθοφάνεια και πειστικότητα –μη εξαιρουμένων και των μυθιστορημάτων ακόμα που κινούνται αποκλειστικά στον χώρο του φανταστικού, αν και το αίτημα εκεί τίθεται με διαφορετικό τρόπο– παραμένει ακλόνητο, τότε είναι σαφές πως η μυθοπλασία δεν έχει τη δυνατότητα, ούτε το δικαίωμα άλλωστε, να αποχωριστεί την πραγματικότητα. Το μυθιστόρημα-ντοκουμέντο ωστόσο θέτει εκ των πραγμάτων το ζήτημα του εάν είναι δυνατόν η μυθοπλασία, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις και με τους ανάλογους συγγραφικούς χειρισμούς, να τροφοδοτηθεί αποκλειστικά από τους κόλπους της πραγματικότητας, εάν είναι δυνατόν με άλλα λόγια να υπάρξει μυθοπλασία χωρίς τη χρήση φανταστικών ή τροποποιημένων (προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της) πραγματικών στοιχείων, χωρίς την επινόηση, επί παραδείγματι, προσώπων που δεν υπήρξαν ή σκέψεων και πράξεων που πρόσωπα υπαρκτά δεν έκαναν, χωρίς τη μυθοπλαστική κατασκευή και χρήση γεγονότων που δεν συνέβησαν, γραπτών που δεν γράφτηκαν, διαλόγων που ουδέποτε διεξήχθησαν, αλλά και χωρίς την ελάχιστη προσαρμογή –πλην της επιλεκτικής και αποσπασματικής κατ’ ανάγκην χρήση τους– όσων όντως υπήρξαν. Η επινοημένη μυθοπλασία στο συγκεκριμένο είδος περιορίζεται αισθητά αφήνοντας χώρο στην πραγματικότητα, την οποία προφανώς ο κάθε συγγραφέας χειρίζεται κατά βούληση και αναλόγως των δυνατοτήτων του.
Εάν λοιπόν θεωρήσουμε ότι η κάθε μυθιστορηματική κατασκευή αποτελεί έναν αυτόνομο κόσμο, τότε παρατηρούμε ότι ο κόσμος αυτός στο μεν μυθιστόρημα εν γένει δημιουργείται υπό τη βασική προϋπόθεση της συμμόρφωσης της μυθοπλασίας στις αξιώσεις και στους κανόνες της πραγματικότητας, ενώ στο μυθιστόρημα-ντοκουμέντο συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: είναι η αυτούσια πραγματικότητα που συμμορφώνεται στις μυθοπλαστικές ανάγκες και απαιτήσεις, είναι η αυτούσια πραγματικότητα που σχεδόν καταναγκαστικά τοποθετείται στη θέση που προοριζόταν για τη φαντασία του συγγραφέα, που υποτάσσεται άνευ όρων στην επιλεκτική του ματιά, στη γλώσσα, το ύφος και την όποια αφηγηματική του σκευή, που καταλήγει εντέλει να αναζητεί αποσπασμένη, κατακερματισμένη αλλά και εκ νέου νοηματοδοτημένη μέσα στον υβριδικό αυτό χώρο τη λογοτεχνική της διάσταση. Το μυθιστόρημα-ντοκουμέντο, με άλλα λόγια, είναι ή τουλάχιστον έχει τη δυνατότητα να είναι το προνομιακό εκείνο είδος το οποίο «σκοτώνοντας» τη μυθοπλασία μπορεί να την ξαναγεννήσει με νέους όρους, μέσα από την προσέγγιση μη λογοτεχνικών στοιχείων. Τι λογοτεχνική αξία μπορεί παραδείγματος χάριν να έχει ένα επίσημο υπηρεσιακό έγγραφο, ένας κατάλογος για ψώνια, μια τυχαία συζήτηση, μια προφορική μαρτυρία, μια οικογενειακή φωτογραφία, ένα αεροπορικό δυστύχημα, μια αιματηρή μάχη του Εμφυλίου; Και δεν εννοούμε απαραιτήτως τη λογοτεχνικότητα που το συγκεκριμένο στοιχείο θα αποκτήσει με την όποια χρήση τού επιφυλάσσει ο συγγραφέας μέσα στο έργο του θέτοντάς το σε διαλεκτική σχέση με τα υπόλοιπα συστατικά στοιχεία του έργου αυτού, αλλά και εκείνη που ενδεχομένως κρύβει αυτούσια μέσα του και η οποία δεν είναι βεβαίως εύκολο να αποκαλυφθεί υπό διαφορετικές συνθήκες. Το μυθιστόρημα-ντοκουμέντο είναι ή έχει τη δυνατότητα να είναι το είδος εκείνο το οποίο καταλαμβάνοντας τον υβριδικό αυτό χώρο προσδίδει στη μυθοπλασία μη μυθοπλαστικές διαστάσεις και επίσης μυθοποιεί την πραγματικότητα, κατά την έκφραση του κριτικού λογοτεχνίας Βαγγέλη Χατζηβασιλείου («Το Βήμα», 4/2/2018).
Τι συμβαίνει όμως όταν η λογοτεχνία αποχαιρετά τον μυθοπλαστικό της μανδύα και βαδίζει αποκλειστικά πάνω στη «σκληρή» επιφάνεια της πραγματικότητας; Κινδυνεύει άραγε να απολέσει τη λογοτεχνικότητά της, την ίδια τη φύση της δηλαδή; Το μόνο διακύβευμα για τη λογοτεχνία είναι η ίδια η λογοτεχνία, έχει πει σε συζήτησή του με τους Αποστόλη Αρτινό και Δημήτρη Βλαχοδήμο ο Θανάσης Βαλτινός («Νέα Εστία», τεύχος 1802, Ιούλιος-Αύγουστος 2007). Αλλά εδώ μιλούμε για μια λογοτεχνία η οποία δεν διστάζει να αναμιχθεί με την πραγματικότητα κατά τρόπο αξεδιάλυτο ανασύροντας από μέσα της, εάν ευτυχήσει, μια αλήθεια βαθύτερη, η οποία πιθανότατα σχετίζεται με το άρρητο, με αυτό δηλαδή που κατά τον Wittgenstein δε λέγεται με λόγια αλλά δείχνεται, είναι το μυστικό στοιχείο. Και μολονότι για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, για αυτά πρέπει να σωπαίνει («Tractatus Logico-Philosophicus», Παπαζήσης 1978), η λογοτεχνία, γέννημα πρωτίστως της γλώσσας, δεν έχει τη δυνατότητα να σωπαίνει. Πρόκειται για λέξεις∙ δεν έχουμε τίποτε άλλο, απαντούσε στα σχετικά ερωτήματα ο Samuel Beckett, που βεβαίως δεν αγαπούσε τις λέξεις (Martin Esslin, «Το θέατρο του παραλόγου», Δωδώνη 1996). Αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι η λογοτεχνία με τις λέξεις της μιλάει εντέλει για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς. Η καλή λογοτεχνία δεν μιλάει απλώς. Η καλή λογοτεχνία μιλώντας δείχνει. Τα λογοτεχνικά δηλαδή λόγια δεν είναι λόγια που λένε, αλλά δικαιώνοντας την καλλιτεχνική φύση τους είναι λόγια που δείχνουν. Μεταφερμένη επομένως η πραγματικότητα μέσα σε τέτοιου είδους λόγια καταλήγει να περικλείει μεν το ρητό αλλά και να σημαίνει το άρρητο. Μόνο που στην περίπτωση του συγγραφέα ο οποίος χρησιμοποιεί λόγια άλλων ο βαθμός δυσκολίας είναι μάλλον μεγαλύτερος από τον συνήθη, καθώς πρέπει τα λόγια εκείνα να μπορέσει πρώτα να τα κάνει με επιτυχία δικά του, ώστε να μπορέσουν κι αυτά ακολούθως να ανταποκριθούν στην αποστολή τους.
Το ζήτημα έγκειται πρωτίστως στη μυθιστορηματική αλήθεια την οποία θα δημιουργήσει ο συγγραφέας με τη χρήση του πραγματικού υλικού του και στη λογοτεχνική δύναμη της αλήθειας αυτής. Στο μυθιστόρημα-ντοκουμέντο καλείται ο συγγραφέας, αφού κινηθεί –αποκλειστικά πολλές φορές– εντός των ορίων της βιωμένης πραγματικότητας, να την υπερβεί καθιστώντας την απλώς αληθοφανή, καθιστώντας την το πρόσχημα δηλαδή για να οδηγήσει τον αναγνώστη του σε μια αλήθεια η οποία, αν μη τι άλλο, θα διαρκέσει περισσότερο από την πραγματικότητα η οποία τη γέννησε. Εάν δεν τα καταφέρει –και δεν είναι καθόλου εύκολο να τα καταφέρει–, το τίμημα είναι βαρύ: το έργο του κινδυνεύει να παραμείνει στο επίπεδο της απλής μαρτυρίας, του χρονικού ή, ακόμα χειρότερα, της εύκολης δημοσιογραφίας, να εγκλωβιστεί δηλαδή χωρίς ελπίδες απελευθέρωσης στον ασφυκτικό για τη λογοτεχνία κλοιό του αναφορικού λόγου.
Η τάση του μυθιστορήματος εν γένει, παρατηρεί και πάλι ο Sabato, ήταν μια τάση απόκλισης: μια απόκλιση από ένα απλό ντοκουμέντο σε κάτι που θα μπορούσε να ονομασθεί «μεταφυσικό ποίημα» («Ο συγγραφέας και η καταστροφή», Αστάρτη 2016). Ιδού με δυο λόγια η πορεία την οποία ένα μυθιστόρημα-ντοκουμέντο που διεκδικεί μερίδιο στην όποια αιωνιότητα (υποχρεωτικά αληθοφανές επομένως και όχι απλώς αφηγούμενο μια «αληθινή ιστορία») δεν μπορεί παρά να ακολουθεί μέχρι τέλους. Αλήθεια, πραγματικότητα και μυθοπλασία με αυτόν τον τρόπο και σε αυτόν τον υβριδικό χώρο παύουν να έχουν μεταξύ τους διαχωριστικές γραμμές. Δουλειά της λογοτεχνίας, αναρωτιέμαι συνεχώς όταν γράφω, δεν είναι ακριβώς να τις γκρεμίζει;
(*) O Κώστας Καβανόιζης είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο “Τυχερό” (Πατάκης)