της Μαρίζας Ντεκάστρο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ματιά των παιδιών είναι οξεία και μπορεί να σατιρίσει πρόσωπα και πράγματα. Η σάτιρα και το χιούμορ των παιδικών χαρακτήρων είτε προκύπτει από τα παιχνίδια της γλώσσας, τις εκφράσεις και τις ιδιαίτερες πολιτισμικές αναφορές μιας ομάδας είτε από καταστάσεις που μπορούν να προκαλέσουν γέλιο.
Διαβάζοντας διεθνή best sellers, όπως τα βιβλία του Ρόαλντ Νταλ ή τον Μικρό Νικόλα, που σχολιάζουν κοινωνικές συμπεριφορές, βλέπω τους ήρωες να εκφράζονται απλά, με οικονομία και ακρίβεια χωρίς περιττές φλυαρίες. Παρατηρούμε λοιπόν ότι αν και φιλτράρονται από τη μετάφραση, μας αφήνουν να διακρίνουμε στο βάθος μια άποψη για τον παιδικό χιουμοριστικό λόγο.
Με τον ίδιο τρόπο εκφράζονται και οι πρωταγωνιστές των graphic novels (λίγα λόγια και εικόνες που διαβάζονται κι αυτές σαν να είναι κείμενα) που έχουν μεγάλη επιτυχία στα παιδιά , για παράδειγμα Τομ Γκέιτς της L. Pinchon, Εκδ. Παπαδόπουλος, 2013 και Το ημερολόγιο ενός Σπασίκλα, του Τζ. Κίνι, εκδ. Ψυχογιός.
Διαβάζοντας ελληνικά παιδικά μυθιστορήματα, σκέφτομαι πολλές φορές ότι δεν έχω συναντήσει κανένα παιδί που να μιλάει όπως αυτά τα φανταστικά παιδιά που γεμίζουν τις σελίδες. Τα παιδιά-ήρωες, σχολιάζοντας δεικτικά με τις παρατηρήσεις τους τον περίγυρο, εκφράζουν τις σκέψεις τους με προτάσεις μεγάλες, εφτά κι οχτώ αράδων, με πολλές δευτερεύουσες μέσα τους, παρενθέσεις, κλπ, λες κι έχουν άγχος να τα πουν όλα μονορούφι. Κατά μία άποψη αυτός είναι ένας από τους τρόπους για να κάνουν τον αναγνώστη να γελάσει. Τέτοιος χαρακτήρας είναι ο χαριτωμένος και παρατηρητικός Μανωλάκης (Μελίνα Λεγάκη, Εκδ. Πάπυρος, 2013).
Ο Τομ και ο Μανωλάκης παίζουν με τον τυπικό μέσο άνθρωπο, μιλούν για τη μέση οικογένεια, τους μέσους δασκάλους, του μέσους συνομηλίκους. Το χιούμορ τους δημιουργείται από τις οικείες καταστάσεις που ζουν ως παιδιά και καθρεφτίζουν όλους εμάς σε διάφορες στιγμές, τυπικές και αναγνωρίσιμες ή υπερβολικές και εξωφρενικές, με τη διαφορά ότι στο graphic novel έχουμε και τις εικόνες που συμπληρώνουν το κείμενο και ενισχύουν τη χιουμοριστική του διάσταση.
Ο Μανωλάκης, θέλοντας να κάνει αστεία αφηγείται ιστορίες με λόγο που αγγίζει την υπερβολή. Ένα μικρό απόσπασμα: «… Βλέπετε, η κυρία Νίνα (η μαμά της φίλης μου της Μιρέλλας και παιδική φίλη της δικής μου τής μαμάς), αφού γεννήθηκε ο Γιωργάκης, ο τρίτος της «κανακάρης» (η μαμά μου τον λέει έτσι και κάνει και μια γκριμάτσα μαζί, απ’ αυτές που παραμορφώνεται και γεμίζει γραμμούλες όλο της το πρόσωπο και μετά παραπονιέται ότι «κοίτα να δεις πώς μεγάλωσα»), άρχισε να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο… » (σελ. 9-10). Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, ο ήρωας σατιρίζει τα στερεότυπα της μαμάς που είναι παραδομένη μπροστά στον κανακάρη της και την γυναικεία αγωνία για τις ρυτίδες. Όμως εγκλωβίζεται σ’ έναν επίσης στερεοτυπικό χιουμοριστικό λόγο. Όταν διάβασα τον Μανωλάκη έμεινα με τη γεύση ότι τίποτα στο βιβλίο δεν ήταν τελικά αστείο. Σαν να έλειπε κάτι για να το απογειώσει.
Έχω την αίσθηση ότι η διαφορά των δυο τους είναι στον τρόπο που μιλούν: ο Τομ σχολιάζει χαλαρά, ο Μανωλάκης προσπαθεί βεβιασμένα και με μιαν ανάσα να τα πει όλα.
Η Μελίνα Λεγάκη γράφει στο βιογραφικό της ότι οι ιστορίες που αφηγείται μέσω του ήρωά της μεταφέρουν (όσα συμβαίνουν) μέσα από τα μάτια του παιδιού, υπονοώντας ότι η παιδική ματιά παράγει στην προκειμένη περίπτωση χιούμορ. Δεν θα ήταν σωστότερο να δεχτούμε ότι γράφουμε αυτά που νομίζουμε ότι βλέπουν τα παιδιά, και ότι κατά βάθος βάζουμε στο στόμα των ηρώων τις δικές μας ενήλικες ιδέες, θέμα που γενικότερα απασχολεί την λογοτεχνία για παιδιά;
Μήπως πρέπει λοιπόν να μας απασχολήσει, όσον αφορά τον χιουμοριστικό λόγο των παιδικών ηρώων, πώς να γράψουμε για να κάνουμε τους αναγνώστες τους να γελάσουν και όχι τι θεωρούμε προσωπικά ο καθένας αστείο;
Αγαπητή κυρία Ντεκάστρο, διαβάζω με προσοχή τις κριτικές σας, όπου κι αν τις συναντήσω (και παλαιότερα στο περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ που τόσο μου λείπει), ακριβώς γιατί τις εμπιστεύομαι και ως αναγνώστρια και ως δασκάλα που προσπαθεί να κάνει τους μαθητές της να αγαπήσουν τη λογοτεχνία. Από το μικρό απόσπασμα που παραθέτετε καταλαβαίνω, λοιπόν, ότι είναι μάλλον δύσκολο να γοητευθεί ένας μαθητής , έστω της ΣΤ΄τάξης και έστω αρκετά “πεπειραμένος” αναγνωστικά, από ένα τέτοιο κουτσομπολίστικα φλύαρο και μεγαλίστικα διατυπωμένο κείμενο, που έχει μάλιστα ως στόχο του να τον διασκεδάσει. Δυστυχώς μου είναι πολύ δύσκολο να βρίσκω και να διαβάζω στους μαθητές μου όμορφα, ενδιαφέροντα γι’ αυτούς και καλογραμμένα κείμενα, που να ταιριάζουν στην ηλικία τους και στην ματιά τους για τον κόσμο- που βεβαίως δεν ταιριάζει με τη δικιά μας όσο κι αν το νομίζουμε ως γονείς τους-, ιδιαίτερα τώρα που έχω χάσει πια την επαφή μου με το παιδικό λογοτεχνικό βιβλίο μιας και τα παιδιά μου μεγάλωσαν. Προσπαθώ να καταλάβω από παρουσιάσεις εκδοτικών οίκων, αλλά δεν είναι εύκολο, αν δεν διαβάσει κανείς έστω και λίγες σελίδες από το βιβλίο. Έτσι , συχνά καταφεύγω σε συγγραφείς που ήξερα από παλιά ότι γοητεύουν τα παιδιά, όπως ο Νταλ που αναφέρατε, αλλά και η Σ. Λάγκερλεφ, η Άστριντ Λιντγκρεν, η υπέροχη Β.Ψαράκη με τη μάγισσα Σουμουτού της και βέβαια ο Τριβιζάς, η μοναδική Ζέη και τελευταία ο Κ. Μάγος με τα οικολογικά του. Θα ήταν ευχής έργο, λοιπόν, να παρουσιάζατε συχνότερα βιβλία και συγγραφείς “για παιδιά”, ώστε να μπορούμε και ως γονείς και ως εκπαιδευτικοί, να προσφέρουμε στα παιδιά μας αξιόλογα βιβλία Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, όχι απαραίτητα νεοεμφανιζόμενων ούτε οπωσδήποτε νεοεκδοθέντων , αλλά πραγματικά αξιόλογων κι ας είναι και παλιοί και ας αφορούν και περασμένες εκδόσεις. Σας ευχαριστώ.
εξαιρετικό το άρθρο, γεμάτο αλήθειες…
Μέγα πρόβλημα το αστείο. Πώς προκύπτει… Πώς ζει, πώς γεννιέται…
Από την έκπληξη, από τη διαφορετικότητα (και γι’ αυτό πολλά ανέκδοτα είναι “μη ορθά πολιτικώς”), από το αναπάντεχο, από τον τόνο της φωνής;
Από την αντίστιξη του τραγικού με το γελοίο;
Γελάμε όταν διαβάζουμε μόνοι μας; Ή μήπως γελάμε με τη δική μας σκηνοθεσία τού κειμένου που μας φαίνεται αστείο; Ή γελάμε με κάποιες εικόνες που ακουμπάνε σε κάτι παλιό (ολότελα δικό μας) ή στη σκέψη της αντίδρασης κάποιου δικού μας όταν του διαβάσουμε κάτι που (υποθέτουμε ότι) θα του φανεί αστείο;
Με ποια αστεία γελάγαμε στην παιδική μας ηλικία; Πόσο “σκατολόγα” ήταν η φαμίλια μας; Πώς αντιδρούσαμε όταν κάποιου του ξέφευγε μια πορδή;
Πόσο χωράει μια αποκριάτικη γιορτή με έναν θείο ντυμένο χαβανέζα και να αυτοαποκαλείται (μπροστά στα παιδιά, εμάς δηλαδή) “Η Γιουλαλά η Μαυρο_ούνα σε ένα βιβλίο για παιδιά, ακόμα και μεγαλύτερα από εκείνα που πραγματικά το ζήσανε; Πώς να μεταφέρεις την αίσθηση της πολύ αστείας θείας που ανέβαινε σε μια καρέκλα και απήγγειλε ένα δικό της σατιρικό ποίημα (με πληθώρα σεξουαλικών υπονοουμένων) με τίτλο “Το πουλάκι της μητρός μου” με αποτέλεσμα μια ξαδέρφη της να μην καταφέρει να το ακούσει όλο γιατί έτρεξε κατουρημένη στην τουαλέτα;
Πώς μπορούν όλα αυτά να χωρέσουν μέσα σε μια ιστορία για παιδιά;
Κι ακόμα περισσότερο, να εκδοθούν; Γίνεται ένα πραγματικά αστείο, ξεκαρδιστικό, “να κατουριέσαι πάνω σου” κείμενο, να γίνει “καθωσπρέπει”;
Με κέντρισε το κείμενό σας, κυρία Ντεκάστρο, και θέλησα να μοιραστώ σκέψεις και ερωτηματικά. Απαντήσεις; Σχεδόν καμία δεν έχω.