Της Αλέκας Πάλλα (*)
Χίλιοι εννιακόσιοι εννενήντα εννιά. Νόμιζε θα τρελαινόταν. Μέχρι και που τους μέτρησε έναν-έναν και βεβαιώθηκε. Όχι ότι χρειαζόταν. Εκεί, ακριβώς στην 10η οριζόντια και 8η κάθετη σειρά, ένα κενό όπου πριν ήταν τάφος. Μία θάλασσα από λευκούς, ολόιδιους σταυρούς και αυτή η τρύπα εκεί, σαν βγαλμένο δόντι. Μα πώς είναι δυνατόν να εξαφανίστηκε; Εκατό χρόνια πριν, που ο παππούς του Μπόμπαν Ιβάνοβιτς ανέλαβε αυτό το πόστο, ώσπου έδωσε τη θέση του στον γιό του Ντούρο, και ως τώρα στα 86 δικά του χρόνια που γεννήθηκε και μεγάλωσε ανάμεσα σε 2000 νεκρούς, στο Νεκροταφείο του Βαλάντοβο δεν έλειψε ποτέ ούτε κουμπί. Όχι να χαθεί ολόκληρο μνήμα!
Η ώρα πήγαινε πέντε το απόγευμα και ο Γεώργιος στεκόταν απορημένος και αβοήθητος μπροστά από τα μνήματά του. Τα κοίταγε, όσα είχαν μείνει μπροστά του, σε απελπισία, σαν να τον αδίκησαν αυτά. Σαν να έπρεπε να του έχουν πει μία κουβέντα μόλις είδαν ένα μνήμα να φεύγει στα καλά καθούμενα. Ένιωθε σαν παιδί που χάνει το παιχνίδι του και που πρεπει να κατηγορήσει κάποιον άλλον, γιατί δεν αντέχει να έχει πληγωθεί από την ίδια του την αβλεψία. Μόνο που ο Γεώργιος Ιβάνοβιτς δεν είναι πια παιδί. Είναι ένας άντρας, ένας γέρος, με ένα καθήκον. Να φυλάει δύο χιλιάδες άλλους άντρες, πιο άξιους απο αυτόν, που έπεσαν στον Μεγάλο Πόλεμο, καθαρούς και καλογυαλισμένους. Όπως τους αξίζει. Και τώρα; Μία ψυχή είχε χαθεί παίρνοντας μαζί της όλη του την αξιοπρέπεια. Θα τον ακούσουν οι φύλακες του γαλλικού και του αγγλικού τομέα και θα τον κοροϊδεύουν. Αυτοί που μέχρι χτες τον ζήλευαν για τους αψεγάδιαστους Σέρβους στρατιώτες του. Η έπαρσή του, αυτή ήταν η αμαρτία του. Πίστευε πάντα οτι ήταν ο καλύτερος απο όλους τους φύλακες του Στρατιωτικού Νεκροταφείου. Μία ντροπή σκέτη, αυτό ήταν.
Άρχισε να ψάχνει εκτός της αυστηρά ορισμένης περιοχής των μνημάτων. Κοίταξε παντού, μέχρι που σε πανικό πια, βγήκε έξω στον δρόμο. Δεν είχε καμία λογική το μνήμα να σουλατσάρει έξω από το Νεκροταφείο, αλλά μήπως είχε διάολε λογική το να είχε κάνει έστω ένα βήμα; Κοίταξε δεξιά – αριστερά τον δρόμο. Του φάνηκε πιο άδειος απο ποτέ, σαν πεθαμένος. Τρελάθηκα, σκέφτηκε, με τρέλανε ένας νεκρός. Το μάτι του ξαφνικά θόλωσε και άρχισε να φωνάζει μισά ελληνικά, μισά σέρβικα βγάζοντας το πηλίκιό του και χτυπώντας το ξανά και ξανά κάτω. Ποιός είσαι αλήτη, φώναζε, ποιός είσαι που θα με κάνεις ρεζίλι; Βρωμιάρηδες, είκοσι χρονών παιδιά, να ξεφτιλίζετε έτσι έναν γέρο. Δευτερόλεπτα μετά, σαν να τον χτύπησε κεραυνός, σωριάστηκε στα γόνατά. Έκλαιγε τώρα δυνατά, μέσα στα χέρια του, και απαρηγόρητος ζητούσε συγγνώμη. Δεν το χωρούσε το μυαλό του ότι η ζωή του έπαιζε τέτοιο παιχνίδι. Έμεινε εκεί για ώρα, ξαπλωμένος πια στο χώμα, φωνάζοντας τον πατέρα του και ύστερα τον παππού του. Που του τα έμαθαν όλα γι αυτή την δουλειά που του κληροδότησαν αλλά δεν τον προετοίμασαν για το πιο ασύλληπτο, αλλά και το πιο φρικτό από όλα τα σφάλματα που μπορούσε να κάνει.
*
Η πρώτη σταγόνα τον ξύπνησε, με τη δεύτερη άνοιξε τα μάτια του, η τρίτη πια τον έλουσε με έναν κουβά απο ευθύνες και ενοχές. Μετά απο 86 χρόνια καθημερινού ύπνου, ήξερε να ξεχωρίζει τους αληθινούς εφιάλτες από τους ψεύτικους. Σκέφτηκε ότι κάπως έτσι θα ήταν το ξημέρωμα στα αναχώματα. Και με ξαφνική όσο και απόλυτη ψυχραιμία, σηκώθηκε και τίναξε τα χώματα από τη στολή του.
Με σχεδόν στρατιωτικό βήμα έφτασε στην πόρτα, την ξεκλείδωσε και άναψε το φως. Ο ίδιος δεν πολυχρησιμοποιούσε το γραφείο του παππού και του πατέρα του. Η ζωή του ήταν οι τάφοι και ήθελε να είναι κοντά τους. Πήρε στα χέρια του το μπλε ντοσιέ και το άνοιξε με μία επίσημη κίνηση. Μόλις έφτασε στον εννιακοσιοστό πεντηκοστό έκτο νεκρό, ένα ξάφνιασμα τον έκανε να ακουμπήσει πίσω στην καρέκλα. Σιγά σιγά ένα χαμόγελο ανακούφισης σχηματίστηκε στα χείλη του. Μα φυσικά, σκέφτηκε. Βγήκε από το γραφείο σχεδόν πετώντας, ανάλαφρος. Γελώντας φωναχτά, χοροπηδούσε τώρα ανάμεσα στα μνήματα και έριχνε μικρά, πονηρά βλέμματα κατά το νοητό εκείνο παραλληλόγραμο από ξυρισμένο γκαζόν, που του είχε κάνει τη ζωή μαύρη. Άνοιξε τα χέρια του διάπλατα και ένιωσε με μιας όλη την ασφάλεια και την αγάπη αυτού του κόσμου. Δεν του έλειπε τίποτα πια. Είχε λίγη δουλειά μπροστά του αλλά ήταν ακόμα νωρίς. Μέχρι να έρθουν οι πρώτοι επισκέπτες είχε ένα καλό τρίωρο και ένιωθε πιο δυνατός και ορεξάτος από ποτε.
Λίγο πριν τις εφτά, ο φύλακας του γαλλικού τομέα του χτύπησε για το καθημερινό τους, πρωινό τσάι. Στα χέρια του κρατούσε ένα κομμάτι τυρί τυλιγμένο σε μία χαρτοπετσέτα, για τον Γεώργιο. Χοροπήδαγε ο Νίκος στο ένα πόδι και μετά στο άλλο τρίβοντας μάταια τα χέρια του. Δεκέμβρης και το κρύο εδώ το αντέχεις μόνο με την απόφαση. Θυμήθηκε εκείνη τη φορά που ο Γεώργιος τον κοίταζε για ώρα να υποφέρει στο κρύο και γελούσε μέσα απ’το παράθυρο χωρίς να ανοίγει. Ο Νίκος κόλλησε τη μούρη του με σκανταλιάρικο νάζι στο τζάμι για να δει μέσα. Κανείς και τίποτα. Γύρισε απότομα να φύγει νιώθωντας οτι είδε στην πραγματικότητα κάτι που δεν έπρεπε. Όσο απομακρυνόταν, τόσο ένιωθε έναν μεγάλο φόβο να του ανοίγει το βήμα, μέχρι που άρχισε να τρέχει με όλες του τις γεροντικές δυνάμεις. Περνόντας μπροστά από την πρώτη σειρά των μνημάτων άρχισε να φωνάζει λαχανιασμένος βοήθεια. Ακόμα και για κάποιον που ήξερε καλά αυτούς τους τάφους, από αυτή την γωνία και με αυτή την ταχύτητα ήταν πραγματικά δύσκολο να τον ξεχωρίσει. Εκεί, ανάμεσα στην ένατη και ενδέκατη σειρά, κάπου στη μέση, ένας φρεσκογεμισμένος τάφος με έναν ξύλινο, ερασιτεχνικά φτιαγμένο σταυρό. Στρατιώτης Γεώργιος Ιβάνοβιτς, 956. Τώρα μάλιστα. Δεν έλειπε τίποτα πια.
(*) “Η Αλέκα Πάλλα γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα. Σπούδασε όπερα και φωτογραφία. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα, τις Βρυξέλλες και τα Χανιά.”