Του Τάσου Γουδέλη.
Θα το δηλώσω εξαρχής: το σχόλιό μου για το βιβλίο του Μανόλη Πρατικάκη θα περιορισθεί, κατά το δυνατόν, στο λογοτεχνικό πλαίσιο, αφού ο γράφων δεν έχει τις απαιτούμενες, συστηματικές γνώσεις για να προσεγγίσει με επιστημονική ακρίβεια τα ψυχολογικά θέματα, αν θέλετε τις νόσους, τις οποίες θίγουν οι τρεις ιστορίες του βιβλίου.
Εάν θα υπάρξουν νύξεις που σχετίζονται με την ψυχαναλυτική περιοχή, δηλώνω ότι αυτές θα γίνουν με την ευθύνη που μπορεί να αναλάβει ένας αυτοδίδακτος σ’ αυτόν τον τομέα, μιλώντας για αλλότρια ζητήματα, ας το πω έτσι…
Τα κείμενα του βιβλίου τα αντιμετώπισα με βάση τη λογοτεχνικότητά τους, με την προϋπόθεση να μιλήσω για τον συγγραφέα Πρατικάκη και όχι για τον κλινικό ψυχίατρο Πρατικάκη, όπως αυτός συστήνεται μέσα από τη λογοτεχνία του, η οποία είναι διάστικτη από στοιχεία ψυχιατρικής και το αντίστροφο.
Έτσι κι αλλιώς, γίνεται πρόδηλο στον αναγνώστη από τις εισαγωγικές κιόλας γραμμές της πρώτης ιστορίας (μιλώ για το Σύνδρομο Fregoli, Το τίμημα να είσαι ένας άλλος), ότι έχει να κάνει κ υ ρ ί ω ς με ένα λογοτεχνικό γραπτό, πέρα από τις άλλες συντεταγμένες του κειμένου.
Δεν είναι, εξάλλου, πρώτη φορά που ο Πρατικάκης αναλαμβάνει να μιλήσει κυρίως για θέματα που άπτονται της επιστημονικής του ιδιότητος ως ψυχιάτρου μέσω της αφήγησης. Δεν αναφέρομαι φυσικά σε όσα θεωρητικά ζητήματα κάνει επαγωγές εμμέσως, να το ξαναπώ, ως ποιητής στα αμιγώς λογοτεχνικά του κείμενα. Τα οποία είναι πολλά και ενδιαφέροντα.
Με μια πολύ βιαστική ματιά ένας αναγνώστης, που δεν είναι ενήμερος γύρω από ψυχιατρικά και αναλυτικά θέματα, θα συσχέτιζε τη χειρονομία του Πρατικάκη με αυτή του Ίρβιν Γιάλομ. Δηλαδή τις χειρονομίες δύο διαφορετικών συγγραφέων, μένοντας στην εξής συγγένεια των δύο ψυχιάτρων-συγγραφέων όσον αφορά τις, λογοτεχνικής και μαζί επιστημονικής υφής, προτάσεις τους: στο ότι, δηλαδή, αμφότεροι εκκινώντας από το ερευνητικό τους υλικό, προσπαθούν να το μεταστοιχειώσουν σε αφήγηση. Κατά τα άλλα οι διαφορές σε επιστημονικό επίπεδο είναι μεγάλες. Ως γνωστόν ο ψυχοθεραπευτής Γιάλομ έχει ειδικευθεί σε αυτό που ονομάζουν οι ειδικοί υπαρξιακή ψυχιατρική, έχοντας ως ασθενείς άτομα με βαριές παθολογικές ασθένειες, κάποτε ετοιμοθάνατους, τα οποία προσπαθεί να υποστηρίξει.
Επειδή εμένα, λοιπόν, με ενδιαφέρει ο συσχετισμός των δύο ψυχιάτρων-συγγραφέων σε επίπεδο λογοτεχνικής γραφής. Δεν θα υπεισέλθω σε περιοχές που άπτονται επιστημονικών ζητημάτων, γύρω από το ποια είναι η θεωρητική μέθοδος και εάν και κατά πόσον η επιστημονική-θεραπευτική μέθοδος του αμερικανού ψυχιάτρου είναι ορθή ή όχι (αυτό είναι κάτι που εκφεύγει των γνώσεων και αρμοδιοτήτων μου). Μπορώ να πω, όμως, ως αναγνώστης ότι η λογοτεχνική γραφή του Γιάλομ είναι πολύ συζητήσιμη.
Όπως είχα γράψει παλαιότερα σε κριτική μου για ένα ας το ονομάσω μυθιστόρημα του στη ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, σχέδιο και εκτέλεση της αφήγησης είναι προγραμματικά, καλών αισθημάτων, με σκοπό να αρέσουν σε όλους: με λίγα λόγια υπηρετικά μιας ευπώλητης διαδρομής του βιβλίου. Να προσθέσω εδώ ότι η κρίση μου αυτή περιορίζεται σε κείμενά του, που έχουν φιλοδοξίες λογοτεχνικές και όχι στα καθαρά θεωρητικά του έργα.
Στα συγκεκριμένα του λοιπόν βιβλία, με τα οποία μπορώ να ασχοληθώ, ο ψυχίατρος, γενικά, είναι σ υ ν ή θ ω ς ο καλός άγγελος που σώζει τον ασθενή (όχι πάντα). Και όταν αυτό δεν συμβαίνει, το υποκείμενο/ ο αφηγητής ψυχίατρος είναι σε θέση να δώσει όλες τις απαραίτητες εξηγήσεις για το φαινόμενο που αντιμετωπίζει, χωρίς να αφήνει σκοτεινά σημεία στη σχέση του με τον άλλον. Δηλαδή, λέγοντάς το αλλιώς: η πραγματικότητα, ο ψυχικός κόσμος ούτως ειπείν κατά τον Γιιάλομ, μπορεί να είναι δυσπρόσιτος αλλά όχι απροσπέλαστος για τον ειδικό, που πάντα παρακολουθεί ως παντογνώστης από τη θέση ενός ανώτερου όντος, έστω, όπως είπα ήδη, κι αν κάποτε εμπλέκεται στην περιπέτεια του ασθενούς, ασθενής και αυτός σπεύδει να μας πει. Μόνο που ο ίδιος έχει τον οπλισμό και τα εφόδια να κοιτάξει γύρω του με καθαρή ματιά το συνολικό δράμα.
Εάν αυτό συνιστά λογοτεχνική πρόταση στο επίπεδο της δραματουργίας, τότε κάτι δεν πάει καλά με την υπόλοιπη καταξιωμένη λογοτεχνία, παλιά και σύγχρονη, και με όσα έχουν γραφεί γι’ αυτήν, να προσθέσω. Εννοώ ότι η λογοτεχνία που υπαινίσσομαι κινείται ακριβώς στον αντίποδα των έργων του Γιάλομ, με σκηνοθεσίες όπου δεν υπάρχουν διχοτομίες όπως αυτές που υπαινίχθηκα και αφελείς μοραλισμοί.
Όσον αφορά το βιβλίο του Πρατικάκη και ειδικότερα τη σχέση μεταξύ ψυχιάτρου και ασθενούς που περιγράφεται εκεί σε ποιο βαθμό ο συγγραφέας αποφεύγει παρόμοιους σκοπέλους; Καταφέρνει άραγε να πείσει δραματουργικά ότι η εμπλοκή του αφηγητή, δηλαδή του ίδιου στην υπόθεση των ασθενών του, έχει βάθος και βάρος και δεν είναι απλώς μία ανιαρή διάγνωση, παρά το όποιο καθαυτό- και όχι μόνο από πλευράς επιστημονικής αλλά και λογοτεχνικής – ενδιαφέρον της «κλινικής περίπτωσης»;
Προσωπικά, ακούγοντας για τη θεματική των ιστοριών και διαβάζοντας στη συνέχεια την εισαγωγή του καθηγητή της Ψυχιατρικής και συγγραφέα Αντώνη Ζέρβα, πριν προχωρήσω στην ανάγνωση των κειμένων, είχα την ίδια απορία που προανέφερα, παρά τη σεβαστή άποψη του τελευταίου.
Αναρωτιόμουν, λοιπόν, εάν μπόρεσε ο Πρατικάκης να ξεφύγει από την πεπατημένη και να αιμοδοτήσει τις ιστορίες του με εκείνα τα συστατικά που χαρίζουν σε ένα εκ πρώτης όψεως επιστημονικής τάξεως αντικείμενο, την αναγκαία μεταμόρφωση καθιστώντας το αισθητικό. Εάν, δηλαδή, οι χειρισμοί του απέσπασαν το «παθολογικό» από την περιοχή του καθαρώς κλινικού φαινομένου και του προσέδωσαν διαστάσεις σκοτεινές, μετέωρες και μυστικές· εκτοπίζοντας τη ματιά του ειδικού, εκείνου που κοιτάζει τα πράγματα αφ’ υψηλού, δωρίζοντας στις ιστορίες το λογοτεχνικό οξυγόνο: όση αυθυπαρξία και ελευθερία χρειάζεται κάθε μυθοπλασία για να προσδιορισθεί ως λογοτεχνική έκφραση.
Επί πλέον προβληματιζόμουν σχετικά με το εάν ο Πρατικάκης, παρότι δοκιμασμένος ποιητής και πεζογράφος, θα πετύχαινε τη σωστή δοσολογία υλικών στην παρασκευή του αποτελέσματος: εάν θα κατόρθωνε να πάρει τις απαραίτητες αποστάσεις από τα θέματά του χωρίς συναισθηματική εμπλοκή και υπερβολική ποιητικότητα.
Όλ’ αυτά τα σκεπτόμουν καίτοι εγνώριζα από προηγούμενα συγγενή εγχειρήματα του Πρατικάκη ότι αυτός ήξερε να κάνει την υπέρβαση, αφήνοντας το επιστημονικό του αντικείμενο να κινηθεί σε ένα κόσμο όπου μόνον η ευαισθησία και οι κρυφές κεραίες μας θα το παρακολουθούσαν.
Οι φόβοι μου δεν επιβεβαιώθηκαν. Και για μια ακόμα φορά διαπίστωσα ότι ο συγγραφέας μας μετέπλασε ιατρικά ιστορικά σε λογοτεχνία. Οδήγησε από τη δική του «έξοδο κινδύνου» τα πάσχοντα άτομα οδηγώντας τα σε μεταμορφούμενες οντότητες, σε σκηνογραφίες αποκλειστικές, μέσα από μια γλώσσα η οποία δεν παύει να διερωτάται και να απορεί μπροστά στο θαυμαστό της ανθρώπινης εκδήλωσης και αδιαπερατότητας, παρά τις ασφάλειες που παρέχει η επιστημονική γνώση.
Εντάξει, από κάπου προβάλει και η αυτάρκεια του ειδικού, ο οποίος έχει δει τις μεθόδους του ως πανάκεια. Αλλά αυτό που προέχει στην περίπτωση και των τριών ιστοριών, των αφηγημένων από τον Πρατικάκη, αφορά την μεταδιδόμενη έκπληξη, στο βάθος, του ψυχιάτρου: την πεποίθησή του ( την ίδια στιγμή κατά την οποία πιστεύει ότι κρατά στα χέρια το κλειδί για τη διάνοιξη του μυστικού του πάσχοντος) ότι μπροστά του έχει μία περίπτωση που εκφεύγει από τα συνήθη και αναζητά μια θέση στο χώρο της φαντασίας και στα άβατα του ψυχικού κόσμου, περί των οποίων μόνον η τέχνη μπορεί να έχει το λόγο.
Γιατί ο Πρατικάκης στην εν γένει ποιητική του ποτέ δεν έπαψε να τοποθετεί τα ψυχοδράματα της κλινικής του εμπειρίας στην περιοχή μιας δικής του έρευνας και αναμέτρησης με τα μυστηριώδη τελικά αντικείμενα αυτά. Θεωρώντας ότι ανήκουν εξ ορισμού στα ανοιχτά σενάρια της Τέχνης και όχι μόνο σε μια in vitro αξιοποιημένη παραγωγή ιατρικών πορισμάτων. Έτσι η Λιβιδώ και τόσες άλλες ορμές και ψυχικά φαινόμενα στοίχειωσαν τον συγγραφικό του κόσμο, προσδίδοντάς του ένα ιδιαίτερο άρωμα, μέσα από τρυφερούς χειρισμούς συμπάθειας, κατανόησης και συμμετοχής στο συνεχές του ανθρωπίνου δράματος.
Στις τρεις ιστορίες ο Πρατικάκης εστιάζει και πάλι το φακό του σε ισάριθμες ιδιάζουσες περιπτώσεις ασθενών: σε αυτή μιας κοπέλας με το σύνδρομο του «σωσία», στη δεύτερη ενός νεαρού με το σύνδρομο της ταύτισης με ένα είδωλο και στην τρίτη πάλι μιας κοπέλας με το σύνδρομο μιας υστερικής τύφλωσης.
Θα ήθελα να εστιάσω στην πρώτη και εκτενή ιστορία, η οποία κινείται στα όρια της νουβέλας και κυριαρχεί στο σύνολο, ενώ οι δύο άλλες ιστορίες δεν ξεπερνούν το πλαίσιο του διηγήματος.
Το κάνω και για έναν πρόσθετο, προσωπικό λόγο: η υπόθεση του σωσία με έχει απασχολήσει αρκετές φορές στις δικές μου μυθοπλασίες λογοτεχνικές και εικονιστικές, από τα πρώτα μου κιόλας βήματα στη λογοτεχνία και το σινεμά. Φυσικά είχα επηρεασθεί από τον ντοστογιεφσκικό σωσία, που είχα διαβάσει σε νεαρή ηλικία.
Δεν θα συμφωνήσω με γνώμες περίπου αρνητικές για την αξεπέραστη αυτή νουβέλα του μεγάλου ρώσου, που αγαπούσε, όπως ξέρουμε ο Φρόιντ και παρακινήθηκε από αυτήν να μελετήσει κάποιες συμπεριφορές που είχαν σχέση με το «διχασμένο Εγώ». Ο άποτυχημένος και απογοητευμένος συναισθηματικά και επαγγελματικά Γκολιάτκιν που βλέπει μέρα μεσημέρι τον ίδιο του τον εαυτό να περπατά απέναντί του κάποιο μεσημέρι στην Πετρούπολη και στη συνέχεια συνοδεύεται από αυτόν παντού, είναι ανεπανάληπτος. Γιατί, συν τοις άλλοις, ο Ντοστογιέφσκι παρουσιάζει την ακραία αυτή ιστορία με πολύ ρεαλιστικά γειωμένο τρόπο, σαν να διηγείται ένα οποιοδήποτε περιστατικό στη ζωή ενός ανθρώπου, ανοίγοντας το δρόμο στους μεταγενέστερους ρώσους και άλλους συγγραφείς στο να εκμεταλλευθούν την ψυχική ανισορροπία με τρόπο ευρηματικό, ισοσκελίζοντάς την με το αντίθετό της, σε ένα κόσμο όπου αυτοί οι δύο παράγοντας είναι αξεδιάλυτοι.
Φυσικά ο δημιουργός των Δαιμονισμένων, μείζων μελετητής της ψυχικής περιπέτειας, είχε προγόνους όσον αφορά το θέμα του σωσία: κυρίως τον Πλαύτο και τον Μολιέρο, οι οποίοι στον Αμφιτρύωνά τους καθένας ξεχωριστά τοποθέτησαν πολύ νωρίς ήρωες με διχασμένο Εγώ, σε εκδοχές οι οποίες ξεπερνούν τα όρια της κωμωδίας κινούμενες, στην ουσία, στο χώρο της ιλαροτραγωδίας.
Ο Ντοστογιέφσκι με τη σειρά του παραλαμβάνει αυτό το κληροδότημα και δημιουργεί μια τραγικοκωμωδία, όπου το στοιχείο του κλαυσίγελου κυριαρχεί στα στρεβλά κάδρα της μπαλζακικής σαρκαστικής περί των ανθρωπίνων: σε ένα κόσμο που το κωμικό ανταλλάσσει συνέχεια ταυτότητα με το δράμα, καταλήγοντας σε απεγνωσμένο μορφασμό.
Δεν είναι ανάγκη να υπενθυμίσω, τέλος, ότι ο άλλος, ο σωσίας, δηλαδή το Εγώ, συμβολικά παραπέμπει στην ιδέα του θανάτου, που εμφολεύει μέσα μας και εξωτερικεύεται σε οριακές περιπτώσεις.
Εδώ, στην πρώτη ιστορία του Πρατικάκη, έχουμε να κάνουμε με μια κοπέλα επαρχιακής καταγωγής, της οποίας το ψυχιατρικό ιστορικό είναι βεβαρημένο, εξαιτίας διαφόρων αιτίων, που έχουν να κάνουν με τραυματικά περιστατικά της παιδικής και εφηβικής της ηλικίας, απότοκα των ηθών και συμπεριφορών της σκληρής και καθυστερημένης αγροτικής κοινωνίας.
Ο Πρατικάκης εναλλάσσοντας τη θεωρητική με τη ρεαλιστική-αναπαραστατική οπτική, παρακολουθεί την ηρωίδα του σε όλη την περιπετειώδη διαδρομή της, φιλοτεχνώντας με πυκνή και ποιητική γλώσσα έναν αμφίσημο κόσμο.
Ας προσέξουμε, όμως, αυτή την αφηγηματική διαχείριση του Πρατικάκη, που προσπαθώ να περιγράψω: η πραγματικότητα που συνθέτει δεν είναι εξ ορισμού εξπρεσιονιστική. Η ηρωίδα του κινείται σε ένα περιβάλλον καθημερινό, το οποίο, όμως, κρύβει αιφνίδιες παγίδες, ρωγμές και απειλητικούς καθρέφτες. Μέσα από τον καθρέφτη, λοιπόν, η κοπέλα βλέπει τον εαυτό της διπλασιασμένο. Έναν εαυτό που την παρακολουθεί, την ελέγχει και την απειλεί. Πολύ παραστατικά ο Πρατικάκης περιγράφει μια παρόμοια συνάντηση, όταν η κοπέλα καθισμένη στο τρένο σε ένα σταθμό βλέπει τον εαυτό της στο απέναντι βαγόνι ενός άλλου σταθμευμένου συρμού στη διπλανή γραμμή, που είχε αντίθετη κατεύθυνση «…Λες και οι δύο μηχανοδηγοί, συνεννοημένοι, είχαν υπολογίσει με ακρίβεια χιλιοστών πού να σταματήσουν. Έτσι ώστε τα δύο παράθυρα να είναι απόλυτα απέναντι το ένα στο άλλο, έτσι που το είδωλό της Κ. να στέκεται στο πρόσωπο της Άλλης στο απέναντι τζάμι κι αντιστρόφως. Εγκοπή, πλαίσιο, κορνίζα την κορνίζα, στον υπόγειο σταθμό. Σ’ εκείνη την αλλόκοτη ταύτιση του δισυπόστατου μεταμφιεσμένου στην άβυσσο του να είμαι και να μην είμαι στο εχθρικό μου ανοίκειο είδωλο που αποφυλακισμένο και αδυσώπητο φθέγγεται κι αποκαλύπτει στον κόσμο τις κρυφές πράξεις μου της Άλλης.»
Δεν μπορεί να ξέρει κανείς εάν ο Πρατικάκης πήρε αυτούσιες τις εικόνες μετά από εξιστορήσεις της ασθενούς ή τις επινόησε. Ίσως από θραύσματα διηγήσεων να ολοκλήρωσε τα κάδρα. Δεν έχει σημασία, τελικά με ποιο τρόπο έχει καταστρώσει την αφήγησή του με βάση το ντοκουμέντο. Αυτό που μετράει είναι το αποτέλεσμα, που συστήνει μια γραφή συνθετική θα έλεγα, ένα μείγμα επιστημονικής και ρεαλιστικής γλώσσας. Έτσι ο αφηγητής αναλαμβάνοντας δύο ρόλους παίρνει τις αναγκαίες αποστάσεις και συμμετέχει ταυτόχρονα στα δρώμενα.
Ο συγκεκριμένος συνδυασμός τελεσφορεί αφήνοντας μια περίεργη επίγευση στον αναγνώστη, ο οποίος έχει να κάνει με έναν…πάσχοντα παρατηρητή. Δηλαδή με ένα υποκείμενο, που, όπως υπαινίχθηκα λίγο πριν, δεν παύει να εκπλήσσεται, μη νιώθοντας βολικά στη θέση του ειδικού. Αυτό το αισθάνεσαι, προκύπτει, δεν δηλώνεται. Και σ’ αυτό το σημείο ο Πρατικάκης αποφεύγει την παγίδα της σχηματικότητας.
Όχι ότι δεν έχει να προτείνει, σε τελευταία ανάλυση, ασφαλείς λύσεις, οι οποίες σώζουν, αλλά η συμμετοχή του στο πρόβλημα, στη δ ι α δ ι κ α σ ί α, είναι τόσο θερμή και ζωντανή, που τον τοποθετεί ως συμπρωταγωνιστή της ηρωίδας στο δράμα και όχι ως ο τον «τα πανθ’ ορά» σωτήριος ψυχίατρος.
Η συγκίνηση και η τρυφερή έκπληξη, να το επαναλάβω, εκ μέρους του αφηγητή/ψυχιάτρου που κυκλοφορούν και στις τρεις ιστορίες κατορθώνουν την υπέρβαση.
info: ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ: Σύνδρομο Fregoli –Το τίμημα να είσαι ένας άλλος (Καλέντης 2013)