Vincenzo Rotolo.
Ευχαριστώ θερμότατα την Εταιρεία Λογοτεχνών για την τιμητική πρόσκληση να συμμετάσχω στη σημερινή συνάντηση που πραγματοποιείται σ’αυτό το μεγαλοπρεπές τέμενος των Μουσών. Το ότι γίνεται μια τέτοια εκδήλωση μέσα στην παρούσα οικονομική δίνη που ταλανίζει την Ευρώπη είναι ένδειξη της ιδιαίτερης ευαισθησίας που είχαν ανέκαθεν οι Έλληνες προς τις πολιτισμικές αξίες.
Όσοι καταπιάνονται με τα γράμματα, την παιδεία, τον πολιτισμό, δηλαδή με πράγματα που τα αφεντικά των χρηματιστηριακών υποθέσεων τα θεωρούν περιττή πολυτέλεια, δίνουν την εντύπωση ν’αεροβατούν παιδαριωδώς μέσα σε μια κοινωνία όπου δεσπόζει ο πιο αμείλικτος κυνισμός. Άλλωστε “αεροβάτη” φώναζαν τον αιώνιο έφηβο Ελύτη[1], ενώ πολλά χρόνια πίσω, ακόμα και τον σεβάσμιο Σωκράτη ο Αριστοφάνης τον παρίστανε, έστω και για κωμικούς σκοπούς, ν’αεροβατεί μέσα από μια “κρεμάθρα”[2]. Πάλι καλά που οι Έλληνες, σύμφωνα με τον Αιγύπτιο ιερέα, έχουν το ευτύχημα να είναι “ἀεὶ παῖδες”[3], δηλαδή να φτειάνουν όνειρα και ποίηση, που είναι το ωραιότερο αντίδοτο στους σκληρούς νόμους της παγκοσμιοποίησης και της αγοράς.
Θα μου επιτρέψετε να επικαλεστώ, ευθύς εξαρχής, τη μαρτυρία δυο συμπατριωτών μου. Ο πρώτος είναι ο οικονομολόγος Mario Monti που, στην πρώτη φάση της πρόσφατης αμφισβητούμενης πολιτικής του εμπειρίας, κατόρθωσε οπωσδήποτε να συγκρατήσει στο χείλος του γκρεμού μια ετοιμόρροπη Ιταλία. Ο Monti, λοιπόν, προκειμένου ν’αντικρούσει τη γνώμη συναδέλφων του οικονομολόγων που διαλαλούσαν πως η παιδεία δεν παράγει χρήμα, αποφάνθηκε κατηγορηματικά: «Και όμως δεν ζη κανείς μόνο από την οικονομία».
Ο δεύτερος είναι ο πανεπιστημιακός καθηγητής Nuccio Ordine, συγγραφέας ενός βιβλίου με τον προκλητικό οξύμωρο τίτλο Η χρησιμότητα του άχρηστου[4], που γνωρίζει τελευταία μεγάλη επιτυχία στην Ιταλία και στη Γαλλία, όπου ο Ordine διδάσκει. Η κοινή γνώμη θεωρούσε πάντα τις θεωρητικές επιστήμες ικανές μεν ν’ακονίσουν τον νουν, αλλά με αρνητικές ή μηδαμινές επιπτώσεις στον πρακτικό βίο. Ποιός δεν θυμάται την πικρή διαπίστωση του Πετράρχη για την κοινή αξιολόγηση της φιλοσοφίας;[5] Αξιολόγηση που, όχι συμτωματικά την αναφέρει ο Ordine[6] για να ανατρέψει αυτή τη διαδεδομένη προκατάληψη, αποδείχνοντας, με πλουσιότατη τεκμηρίωση, πόσο, από την αρχαιότητα έως σήμερα, τα γράμματα και οι τέχνες στάθηκαν απαραίτητη προϋπόθεση για την πραγματική πρόοδο του πολιτισμού. Από την άφθονη επιχειρηματολογία του θα αναφέρω μόνο μια περικοπή που σχετίζεται με την Ελλάδα[7] «… Μια Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα θα ήταν αδιανόητη, γιατί οι δυτικές επιστήμες έχουν τις μακρινές τους ρίζες στη γλώσσα και στον πολιτισμό της Ελλάδας. Είναι δυνατόν, τα χρέη που εκκρεμούν απέναντι σε τράπεζες και σε δημοσιονομικούς οργανισμούς να έχουν τη δύναμη να σβήσουν μονομιάς τα πολύ σπουδαιότερα χρέη που εμείς έχουμε συνάψει κατά τη διάρκεια των αιώνων απέναντι σ’εκείνους που μας έχουν προσφέρει ως δώρο μια έξοχη καλλιτεχνική, λογοτεχνική, μουσική, φιλοσοφική, επιστημονική, αρχιτεκτονική περιουσία;».
Για μια σωστή ιστορική τοποθέτηση του προβλήματος των σχέσεων της λογοτεχνίας με την αγορά και την εξουσία, πιστεύω ακριβώς ότι επιβάλλεται ν’ανατρέξουμε στους πάντα γόνιμους κόλπους των αρχαίων πηγών.
Από νωρίς οι εκπρόσωποι της ελληνικής διανόησης, συναισθανόμενοι τους κινδύνους της εξάπλωσης ενός πρόστυχου εμπορικού πνεύματος, επικρίνουν αυστηρά την αναζήτηση του κέρδους. Ήδη ο Ησίοδος κρούει τον κώδωνα κινδύνου μπροστά στη δελεαστική φενάκη του κέρδους που εξαπατά «νόον ἀνθρώπων»[8]. Ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη βάζει στο στόμα του Κρέοντα ένα απόφθεγμα, που αποτελεί καταδίκη του κέρδους, έστω και μετριασμένη από το ελαφρυντικό της πάντα επιρρεπούς στην ελπίδα ανθρώπινης φύσης: «ὑπ’ ἐλπίδων / ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν»[9]. Ο ίδιος, αλλού[10], προσδιορίζει τα όρια του θεμιτού κέρδους: «ζημίαν λαβεῖν ἄμεινον ἐστὶ ἢ κέρδος κακόν». Αντιθέτως, ο άγριος Πολύφημος του Ευριπίδη ηθικολογεί άτοπα όταν αποφαίνεται, με κωμικό στόμφο: «ὁ πλούτος, ἀνθρωπίσκε, τοῖς σοφοῖς θεός»[11]. Σε σοβαρότερο επίπεδο μπορούμε να θυμίσουμε την περίφημη μαρτυρία του Δημοσθένη:«Δεῖ δὴ χρημάτων, καὶ ἄνευ τούτων οὐδέν ἐστι γενέσθαι τῶν δεόντων»[12].
Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι στην αρχαία Ελλάδα οι πνευματικοί άνθρωποι απονέμουν στη διανοητική δραστηριότητα την υπεροχή έναντι της επιδίωξης υλικών αγαθών. Εκείνος, όμως, που με περισσότερη δύναμη ανακηρύσσει αυτή την ανωτερώτητα είναι ο Πίνδαρος που προβάλλει, μάλιστα, και την υπεύθυνη επαγγελματική διεκδίκηση της καλλιτεχνικής προσφοράς.
Στη δεύτερη ωδή των Ισθμίων ο Πίνδαρος απευθύνεται στον Ακραγαντίνο Θρασύβουλο, γιό του εκλιπόντος Ξενοκράτους, νικητή στον αγώνα του άρματος το 476. Οι πρώτοι 12 στίχοι της ωδής, που αποτελούν το προοίμιο, παρουσιάζουν ερμηνευτικές δυσκολίες, που είχαν προβληματίσει ήδη τους αρχαίους σχολιαστές, καθώς αυτή η αινιγματώδης περικοπή απομακρύνεται από τη συνηθισμένη λειτουργικότητα των πινδαρικών προοιμίων. Πραγματικά, ο ποιητής αντιπαραθέτει στα τωρινά τα αλλοτινά έθιμα που ρύθμιζαν τις σχέσεις ανάμεσα στους ποιητές και τους εντολοδότες τους, και παρατηρεί πως παλαιότερα, όσοι είχαν αξιωθεί να επιβιβαστούν στο άρμα των Μουσών, δεν είχαν άλλη έννοια παρά να κατευθύνουν άμεσα το προϊόν της ποιητικής τους έμπνευσης στους νέους προικισμένους με κάλλος και χάρη. Και προσθέτει ότι η Μούσα, τότε, «οὐ φιλοκερδὴς ἦν, οὐδ’ἐργάτις [δηλαδή, μισθωτή]». Επομένως, τα ποιήματα δεν ήταν αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών ενώ τώρα η ίδια η Μούσα διατάζει πιστή υπακοή στο ρητό «χρήματα, χρήματ’ ἀνήρ»[13]. Οι αρχαίοι σχολιαστές που, εκτός από την καταπληκτική τους γραμματική και λεξικολογική πολυμάθεια, είχαν και μια εξέχουσα κλίση προς τη φιλοπερίεργη ανίχνευση των πραγματικών ή ενδεχομένων υπαινιγμών, προσπάθησαν να συνδέσουν τις υποτιθέμενες νύξεις, που οι στίχοι αυτοί υπαινίσσονται, με την επικαιρότητα της εποχής του Πινδάρου, προτείνοντας μια πρωτότυπη, αλλά λίαν ρηχή ερμηνεία. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, μ΄αυτά τα λόγια ο Πίνδαρος ήθελε να εκφράσει την πικρία του για το πενιχρό προσφερόμενο μισθό και προσπαθούσε να παζαρέψει για να πετύχει μια αμοιβή στο ύψος της τέχνης του[14].
Πάλι ο Πίνδαρος, σε άλλο χωρίο, και συγκεκριμένα στην πέμπτη ωδή των Νεμέων, προβαίνει σε μια σημαντική διάκριση ανάμεσα στη γλυπτική και την ποίηση. Λέει, λοιπόν, ο ποιητής, απευθυνόμενος στο προσωποποιημένο ποίημά του με την υψικόρυφη γλώσσα του – προφανώς αδικημένη από την πεζή μου απόδοση – :«Εγώ δεν είμαι ένας ανδριανταποιός που φτειάνει αγάλματα τα οποία στέκονται ακίνητα πάνω στη βάση τους ενώ εσύ, γλυκό μου ποίημα, ανεβαίνεις σε πλοίο, μεγάλο ή μικρό, για να αναγγείλεις τη νίκη του παγκρατιαστή Πυθέα»[15]. Και αυτή τη φορά το αρχαίο σχόλιο κατασκευάζει την εικασία ότι πρόκειται πάλι για μια χρηματική απαίτηση του Πινδάρου τόσο υπερβολική που οι συγγενείς του Αιγινήτη Πυθέα αρχικά ήθελαν ν’αθετήσουν την παραγγελία στον Πίνδαρο καταφεύγοντας στο φτηνότερο είδος της γλυπτικής τέχνης. Τελικά, όμως, η ποίηση αποδείχθηκε ισχυρότερη από τις χρηματικές αξίες της αγοράς και ο Πίνδαρος βρήκε την ευκαιρία για να τονίσει την υπεροχή της ποίησης. Όπως και νά ’ναι τα πράγματα, η διάκριση του Πινδάρου παραμένει οξυδερκής και καίρια για την εποχή του, καθώς τονίζει τη δυνατότητα ταχείας διάδοσης του ποιητικού λόγου: ο ίδιος, άλλωστε είχε χαρακτηρίσει αλλού[16] τους στίχους του ως «ὠκέα βέλη».
Από τη λατινική παράδοση θα θυμίσω μονάχα δυο στίχους του Οβίδιου, που περιέχουν ένα γνωμικό-προάγγελο της θέσης του Ordine: «δεν υπάρχει τίποτα χρησιμότερο από τις τέχνες εκείνες που δεν έχουν καμιά χρησιμότητα»[17].
Η αξιοποίηση της πνευματικής περιουσίας, για την οποία έδωσα μερικά παραδείγματα από την αρχαιότητα, έχει και τη συνέχεια της στο χώρο του Ελληνισμού, έστω και με άλλες μορφές. Όποιος παρακολουθεί αντικειμενικά την ιστορία των ιδεών στην Ελλάδα, διαπιστώνει ότι σταθερό γνώρισμα της διανόησης ήταν ν’αναζητεί καταφύγιο, και μάλιστα σε στιγμές αντιξοοτήτων, στην παρηγοριά υψηλών ιδανικών, κάτω από τα οποία να συσπειρώνεται ο Ελληνισμός. Ένα απ’ αυτά τα ιδανικά είναι η παιδεία. Κατά τούς βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους η έννοια της παιδείας περιστρεφόταν κυρίως γύρω από το ζήτημα της εθνότητας, ταυτισμένης με την αρχαία καταγωγή, και από τη ρομαντική ιδέα ν’ανασταθεί και πάλι εκείνη η μοναδική πολιτισμική φάση. Αργότερα, με το ξύπνημα του νεοελληνικού Διαφωτισμού, αυτή η αναπόληση του παρελθόντος παίρνει μια ρωμαλέα νεωτεριστική κατεύθυνση με την υιοθέτηση των σύγχρονων θεωριών για την εξάπλωση της παιδείας. Η βιβλική προτροπή “δράξασθε παιδείας”[18] γίνεται σύνθημα που το διακηρύσσει κατά κόρον ο εγκυρότερος εκπρόσωπος του νεοελληνικού Διαφωτισμού Αδαμάντιος Κοραής.
Ο Κοραής είχε ζήσει στο πρόσωπό του την αντίθεση ανάμεσα στις πνευματικές αξιώσεις και τις εμπορικές απαιτήσεις. Ο πατέρας του τον είχε στείλει από τη Σμύρνη στο Άμστερνταμ για να ασχοληθεί με το εμπόριο, αλλά εκείνος προτιμούσε τα γράμματα, τις βιβλιοθήκες, τη μουσική, με μεγάλο σκάνδαλο του απλοϊκού και ηθικολόγου συνεταίρου του Πέτρου Σταμάτη που, στην αλληλογραφία του, αποδοκιμάζει αυτές τις αδυναμίες του Κοραή, εγγράφοντας μάλιστα στην ίδια κατηγορία των «ματαιοτήτων και ηδονών», όπως τις χαρακτηρίζει, τις πνευματικές απολαύσεις και τα αισθηματικά ολισθήματα: «Πότε στην όμερα πάει, πότε στη αγαπητικής του», για να καταλήξει στο συμπέρασμα: «Ο σιορ Διαμαντής είναι καλός δια φιλόσοφος, και όχι δια πραματευτής», «δια νεγότζιο δεν είναι»[19].
Την εποχή του Αγώνα μπαίνει δυναμικά στο προσκήνιο η προβολή των ηθικών αξιών. Όχι μόνο οι διανοούμενοι, αλλά και οι μπαρουτοκαπνισμένοι οπλαρχηγοί είχαν βάλει ως μέσo και στόχο της ποθητής παλιγγενεσίας την επιστορφή στην παιδεία και την καλλιέργεια της χρηστότητας. Πολύ σωστά ο Γιάννης Κακριδής, μιλώντας για τον Μακρυγιάννη[20], παρατηρούσε πως η ιδέα της αρετής δεσπόζει στα Απομνημονεύματά του. Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους καπεταναίους. Περιττό να θυμίσω, από την πλευρά της διανόησης, το βάρος που έδιναν στην αρετή, και γενικά στις ηθικές αρχές, ο Κάλβος και ο Σολωμός. Για τον Κάλβο αρκεί η μνεία της επίκλησής του στη “θεά” Αρετή: «Ὦ ἀρετή! Πολύτιμος / θεά, σὺ ἠγάπας πάλαι / τὸν Κιθαιρώνα, σήμερον / τὴν γῆν μου μὴ παραιτήσης, / τὴν πατρικήν μου»[21].Ο Σολωμός, όπως είναι γνωστό, είχε σκεφτεί να τιτλοφορήσει “Το χρέος”, το ποίημα που πήρε τον οριστικό τίτλο Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. Η λέξη “χρέος” απέκτησε τη σφραγίδα της αθανασίας από το αριστουργηματικό ποίημα του Καβάφη “Θερμοπύλες”. Επί του προκειμένου, είναι εντυπωσιακή η παρουσία της λέξης αυτής – και, φυσικά, και της έννοιας που η λέξη περικλείει – στην ελληνική ποίηση του εικοστού αιώνα. Και ας μην ξεχνούμε ότι, πάλι στον Σολωμό χρωστάμε εκείνη την υπέροχη φράση «Το Έθνος πρέπει να μάθη να θεωρή εθνικό, ό,τι είναι Αληθές»[22], που το ηθικό της ύψος προσλαμβάνει ακόμα περισσότερη υποβλητικότητα αν τη συγκρίνουμε με το γνωστό, αντίθετης σημασίας, ρητό “my country, right or wrong”.
Παρεμπιπτόντως αξίζει να τονιστεί πως όλοι οι μεγάλοι ποιητές της νεώτερης Ελλάδας είχαν πλήρη συνείδηση των υποχρεώσεών τους έναντι του λαού, ο οποίος, με τη σειρά του, έχει πάντα αναγνωρίσει τον κοινωνικό και εθνικό τους ρόλο ανταμείβοντάς τους με το σεβασμό του και τη στοργή του. Απ’αυτή την άποψη εξηγείται το φαινόμενο, που δεν έχει το ταίρι του σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα, των παλλαϊκών κινητοποιήσεων κατά τις κηδείες του Παλαμά και του Σεφέρη , παρά τις αυστηρές απαγορεύσεις των ξένων κατακτητών στην πρώτη περίπτωση, και των ντόπιων πραξικοπηματιών στη δεύτερη.
Θίξαμε έτσι γεγονότα που αναφέρονται σε πρόσφατη ιστορική περίοδο. Οι μεγαλύτεροι από μας έχουν ακόμα νωπές τις αναμνήσεις απ’ αυτό το κοντινό παρελθόν με τις ιδεολογικές ζυμώσεις του εικοστού αιώνα γύρω από τις σχέσεις της κουλτούρας με την πολιτική εξουσία. Τότε, στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, εφαρμόστηκαν πρακτικές υλοποιήσεις αντιθετικών θεωριών που ήθελαν να θεμελιώσουν μια νέα τάξη αξιών. Όπως είναι φυσικό, η ανατροπή των παραδοσιακών κοινωνικοπολιτικών δομών είχε ανάγκη να έχει ως στήριγμα την υποταγή των φορέων της διανόησης στις πολιτικές εντολές. Στη φασιστική Ιταλία, φερ’ ειπείν, τη στιγμή που ο ανορθόδοξος κομμουνιστής στοχαστής Antonio Gramsci ωρίμαζε στις φυλακές, όπου έμελλε και να πεθάνει, την πρωτότυπη θεωρία του για το ρόλο του “οργανικού διανοούμενου”[23], το καθεστώς, που είχε επιβληθεί οριστικά, επιχειρούσε μια στροφή τακτικής. Εγκαταλείποντας πια τη μαχητική στάση της πρώτης “επαναστατικής” φάσης, δηλαδή τις ομάδες κρούσεως, τις εξοντωτικές εκστρατείες, ή, στις ηπιότερες μορφές, το ξύλο και το ρετσινόλαδο, εναντίον των αντιφρονούντων, αποφάσισε να φορέσει το μανδύα του αστικού καθωσπρεπισμού για να προσελκύσει τον κόσμο της κουλτούρας και της παιδείας. Το εκπαιδευτικό σύστημα και η εκδοτική δράση υποτάχθηκαν στην καθεστωτική σκοπιμότητα. Ανάμεσα στα άλλα, έγινε αντικείμενο μελέτης και διδασκαλίας ο “μυστικισμός του φασισμού” (mistica fascista), ενώ, προς χρήση της στρατιωτικά οργανωμένης Νεολαίας, επινοήθηκαν πολλά προπαγανδιστικά προγράμματα πλαισιωμένα από πληθώρα γνωμικών και συνθημάτων, μεταξύ των οποίων ήταν και το ανεπανάληπτο εκείνο «libro e moschetto, fascista perfetto» (βιβλίο και ντουφέκι, φασίστας τέλειος).
Παραλείπω ως πολύ γνωστές τις ντιρεκτίβες για τους λογοτέχνες και καλλιτέχνες, βασισμένες στο δόγμα Ζντάνωφ, στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Και στη μια, και στην άλλη περίπτωση είναι φανερή η ανάγκη που έχει η πολιτική εξουσία να υποτάξει, και να εκμεταλλευτεί, τους εκπροσώπους της διανόησης.
Στη μεταπολεμική Ευρώπη η θέση, ο ρόλος, τα καθήκοντα των διανοουμένων έγιναν θέμα παθιασμένων συζητήσεων και ιδεολογικών συγκρούσεων. Όχι μόνο η λογοτεχνία, αλλά και οι εικαστικές τέχνες, ο κινηματογράφος, η μουσική έθεταν εκ διαμέτρου αντίθετα ερωτηματικά: έπρεπε η τέχνη να είναι αδέσμευτη ή στρατευμένη; Ήταν προτιμότερο ο συγγραφέας ν’ απομονώνεται στο δικό του “κήπο κεκλεισμένο”; ή – για να θυμηθούμε και τον Sartre – είχε υποχρέωση να “λερώσει τα χέρια του”, και ν’ανακατευθεί με τους πολιτικούς αγώνες;
Στις μέρες μας τα πράγματα παρουσιάζονται περισσότερο περίπλοκα και συγκεχυμένα. Κατ’αρχήν είναι πιο δύσκολο, τώρα, να εντοπίσεις τους πραγματικούς κινδύνους που επιβουλεύονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ελευθερία, καθώς έχει κάπως ξεθωριάσει η άλλοτε ευδιάκριτη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις αντιδραστικές και τις προοδευτικές παρατάξεις, ενώ έχει κάνει την εμφάνισή του, σε παγκόσμιο επίπεδο, ο παράγοντας αγορά. Αυτός ο καινούργιος και επικίνδυνος παράγοντας έχει κυριέψει ύπουλα, όχι μόνο την οικονομική, αλλά και την πολιτική σκηνή, παραλύοντας και τις πνευματικές δυνάμεις, ανήμπορες να προβάλουν μια αποτελεσματική αντίσταση. Η ραγδαία εξάπλωση των καταπιεστικών νόμων της παγκοσμιοποίησης έχει αλλάξει ριζικά τις συνθήκες ζωής του πολίτη, με αναπόφευκτες συνέπειες και στους συγγραφείς και καλλιτέχνες. Ο διανοούμενος μοιάζει να έχει περιθωριοποιηθεί και να μην βρίσκει ανταπόκριση σε μια κοινωνία δικαιολογημένα ανήσυχη, βαριά πληγωμένη από τα οικονομικά προβλήματα και από την έλλειψη πολιτικής προοπτικής. Μέσα σ’ αυτά τα ζοφερά πλαίσια, ο πειρασμός να υποκύψει κανείς στην πάντα δελεαστική επικούρεια παρακίνηση “λάθε βιώσας” γίνεται εντονότερος. Και όμως σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, πέφτει στις πλάτες των συγγραφέων και των ανθρώπων των γραμμάτων η ευθύνη για ένα ρόλο που δεν μπορεί να περιορίζεται σε μια διακοσμητική και παρηγορητική παρουσία.
Τη στιγμή που η φυγή από τη συλλογική αλληλεγγύη και η εγωιστική αναδίπλωση στην ατομική αναζήτηση σανίδας σωτηρίας εμφανίζονται ως η μόνη εφικτή λύση, ο διανοούμενος οφείλει να είναι συνεπής με την αρχή του ηθικού του χρέους που, όπως είπαμε, κυριαρχούσε ανέκαθεν στη σκέψη και στα όνειρα των Ελλήνων, και που του επιβάλλει να γίνει η κριτική συνείδηση της κοινωνίας. Ακριβώς τώρα χρειάζεται απόλυτα ν’ ακουστεί παντού η φωνή του διανοούμενου: φωνή διαμαρτυρίας εναντίον της βάναυσης παντοδυναμίας της αγοράς, και αυστηρού κεντρίσματος προς τους φορείς της πολιτικής εξουσίας. Προπαντός, όσοι ασχολούνται με τα γράμματα, την τέχνη, την παιδεία έχουν καθήκον να καλλιεργήσουν, προς όφελος ιδίως των νέων, την ελπίδα ότι τα πράγματα μπορούν ν’ αλλάξουν, και πρέπει ν’ αλλάξουν: όσο ταχύτερα, τόσο το καλύτερο.
[1] Ελύτης, Ήλιος ο πρώτος, XVI, στ. 5 και 26.
[2] Αριστοφ., Νεφ., στ. 218 και 225.
[3] Πλάτ. Τιμ. 22 Β.
[4] L’utilità dell’inutile. Manifesto, Milano 2013.
[5] Rime, VII, στ. 9-10: «Φτωχειά και γυμνή περιφέρεσαι, φιλοσοφία / – λέει ο όχλος κυνηγώντας το ευτελές κέρδος».
[6] Ό.π., σελ. 44.
[7] Ό.π., σελ. 10-11.
[8] Ησίοδος, Ἔργα καί ἡμέραι, στ. 321.
[9] Σοφ., Ἀντ., στ. 221-222.
[10] Σοφ., Ἀπόσπ. 807.
[11] Ευριπ., Κύκλωψ, στ. 316.
[12] Δημοσθ., Ὀλ., 1,20.
[13] Πίνδ. Ἰσθμ., 2, στ. 11. Με τα ίδια λόγια είχε εκφραστεί ο Αλκαίος, σ’ένα απόσπασμά του (360 L.-P.): «Χρήματ’ ἄνηρ» (με αιολικό βαρυτονισμό).
[14] Ειρήσθω εν παρόδω ότι πολλοί νεώτεροι φιλόλογοι, μεταξύ των οποίων κορυφαίοι ελληνιστές, όπως ο Wilamowitz, ο Bowra και άλλοι, έδωσαν συνέχεια στις εικασίες των αρχαίων σχολιαστών προτείνοντας και άλλες ερμηνείες.
[15] Πίνδ., Νεμ. 5, στ. 1 επ.
[16] Πίνδ., Ὀλ. 2, στ. 84.
[17] Ovid., Epist. ex Ponto, I, 5, στ. 53-54: «… magis utile nil est / artibus his, quae nil utilitatis habent»: πρβ. Ordine, ό.π., σελ. 22.
[18] Ψαλμ. 2,12.
[19] Κοραή Εκλεκτές σελίδες. Εισαγ. Ν. Α. Βέη, επιμ. και εκλογή Μ. Χ. Οικονόμου, 100 Αθάνατα έργα, αρ. 5., Αθήνα 1951, σελ. 17.
[20] Ι. Θ. Κακριδή, Στρατηγός Μακρυγιάννης. Μια ελληνική καρδιά, Αθήνα 19722, ιδίως σελ. 21. επ.
[21] Ὠδαί, ΙΧ στρ. ιεˈ.
[22] Βλ. τα Προλεγόμενα του Πολυλά στην έκδοση των Ευρισκομένων (Διον. Σολωμού Άπαντα, τόμ. πρώτος. Ποιήματα, επιμ.-σημειώσεις Λ. Πολίτη, 19612), σελ. 39.
[23] Βλ. σχετικά “Η διαμόρφωση των διανοουμένων του Antonio Gramsci, μετάφρ. Μαν. Φουρτούνη”, Επιθεώρ. Τέχνης, 143-144 (Νοέμβρ. – Δεκ. 1966), σελ. 356-365.