του Σπύρου Κακουριώτη
Σήμερα το όνομα του Μάρκου Μαρκοβίτη είναι άγνωστο στους περισσότερους έξω από τη γενέτειρά του, τη Νάουσα, κι έναν στενό κύκλο «αιρετικών» της αριστεράς που επιμένουν να συντηρούν τη μνήμη του σταλινισμού και των θυμάτων του. Πολύ περισσότερο άγνωστο είναι το όνομα του Κονσταντίν Βασίλιεβιτς Ατσάλις, κάτω από το οποίο έζησε τη δεύτερη, εξαιρετικά σύντομη, ζωή του στην «πατρίδα του σοσιαλισμού», τη δεκαετία του ’30.
Κι όμως, στο Μεσοπόλεμο, το όνομα του Μαρκοβίτη ήταν ένας θρύλος για τους νεαρούς κομμουνιστές της ΟΚΝΕ. Γόνος οικογένειας κτηματιών, από τρυφερή ηλικία «απαρνήθηκε την τάξη του», όπως έλεγαν τότε, για να ακολουθήσει την περιπέτεια του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Ατίθασος απέναντι στον «ταξικό εχθρό», θα γυρίσει όλη τη χώρα από γυμνάσιο σε γυμνάσιο, λόγω αποβολών. Εγγεγραμμένος στη Νομική για να δουλέψει κομματικά στους φοιτητές, θα βρεθεί λιμενεργάτης στη Θεσσαλονίκη.
Εξαιτίας της δράσης του θα βρεθεί φαντάρος στον πειθαρχικό ουλαμό του Καλπακίου, την «ελληνική Σιβηρία», όπως χαρακτήριζαν τη μονάδα ακόμη και αστικές εφημερίδες. Θα εξεγερθεί ακόμη μια φορά, μαζί με συντρόφους του, με αποτέλεσμα να περάσει στρατοδικείο και να καταδικαστεί σε θάνατο. Είναι η εποχή που ο βενιζελικός εκσυγχρονισμός, με το Ιδιώνυμο, οικοδομεί πλέον το αντικομμουνιστικό κράτος.
Η ποινή του θα μετατραπεί σε φυλάκιση και ο Μαρκοβίτης θα βρεθεί, μαζί με ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ, στις Φυλακές Συγγρού, απ’ όπου, στις 16 Απριλίου 1931, μαζί με επτά συντρόφους του (ανάμεσά τους και ο γραμματέας του κόμματος Ανδρόνικος Χαϊτάς) θα πραγματοποιήσουν μια μυθιστορηματική ομαδική απόδραση.
Οι δραπέτες θα καταφύγουν στη Σοβιετική Ένωση, όπου ο Μαρκοβίτης, ως Ατσάλης πια, θα ξεκινήσει μια δεύτερη ζωή. Θα γίνει μέλος του μπολσεβίκικου κόμματος, θα φοιτήσει σε κομματικό πανεπιστήμιο, θα παντρευτεί δυο φορές και θα αποκτήσει μια κόρη, θα σταλεί από το κόμμα στη Μαύρη Θάλασσα για να δουλέψει στο εκδοτικό «Κομυνιςτίς» (σύμφωνα με την φωνητική ορθογραφία που είχαν υιοθετήσει οι έλληνες κομμουνιστές της Νότιας Ρωσίας).
Θα συγκρουστεί με τους έλληνες συντρόφους του στο εκδοτικό, απ’ όπου θα απολυθεί, ενώ παράλληλα θα διαγραφεί από το μπολσεβίκικο κόμμα, μόνο και μόνο γιατί οι σοβιετικές αρχές δεν του χορηγούσαν υπηκοότητα. Βρισκόμαστε στα 1937, περίοδο κορύφωσης της σταλινικής τρομοκρατίας. Κανείς δεν μπορεί να νιώθει ασφαλής, όσο κι αν καταγγέλλει «τον εχθρό με το κόκκινο βιβλιάριο», δηλαδή τους κομματικούς του συντρόφους, όπως κάνει και ο Ατσάλης.
Στις 3 Ιανουαρίου 1938 θα συλληφθεί από την NKVD. Μέχρι τη διάλυση της ΕΣΣΔ, για τους συγγενείς του, αλλά και για τους ελάχιστους ενδιαφερόμενους από το χώρο της αριστεράς, τα ίχνη του χάνονται από αυτό το χρονικό σημείο και πέρα. Φήμες μονάχα τον έφερναν πότε στη Σιβηρία και πότε στο… Βερολίνο μαζί με τον Κόκκινο Στρατό. Έπρεπε να καταρρεύσει το καθεστώς που τόσο είχε πιστέψει ο ίδιος, για να γίνει γνωστό ότι εκτελέστηκε, την ίδια την ημέρα της καταδίκης του σε μυστική δίκη, και θάφτηκε ανώνυμα σε έναν ομαδικό τάφο στα περίχωρα της Μόσχας.
Χάρη στο ερευνητικό πείσμα του συγγραφέα και ανιψιού του, Μάριου Μαρκοβίτη, που χωρίς να είναι επαγγελματίας ιστορικός κατάφερε να φέρει στο φως πάρα πολλά στοιχεία, αλλά και να εντοπίσει την δεύτερη οικογένεια του θείου του στη Ρωσία, και οι δυο ζωές του Μάρκου Μαρκοβίτη ξεδιπλώνονται μέσα από τις σελίδες του ανά χείρας τόμου. Έχοντας στα χέρια του πλούσιο αρχειακό υλικό, καταγράφει τις τελευταίες μέρες του τριαντάχρονου κομμουνιστή: την ανάκρισή του από τη NKVD, τις δύο επιστολές του προς τον Στάλιν, όπου διατρανώνει την αθωότητά του («Όχι, δεν είμαι εχθρός του λαού») αλλά και καταγγέλλει, οδηγημένος εντέχνως από τον ανακριτή του, ακόμη και τους συνδραπέτες του.
Ο Μάρκος Μαρκοβίτης ήταν ένα από τα τουλάχιστον 20 ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ που «εκκαθαρίστηκαν» στην ΕΣΣΔ κατά τη δεκαετία του ’30. Η αποκατάσταση της μνήμης τους είχε απασχολήσει το 1988 μια ολιγομελή επιτροπή που είχε συσταθεί με πρωτοβουλία του Βασίλη Νεφελούδη και του Τάσου Βουρνά. Από τους συνολικά 132 αγωνιστές για τους οποίους αναζητούνταν στοιχεία και αποκατάσταση, ένας μονάχα, ο Παντελής Δαμασκόπουλος, αποκαταστάθηκε, κι αυτός από το ΚΚΕ Εσωτερικού μόνο. Πολύ αργότερα, το 2002, έγινε γνωστό ότι το ΚΚΕ, στη 10η Ολομέλεια, τον Δεκέμβριο του 1966 στη Ρουμανία, είχε αποκαταστήσει, ως θύματα της «προσωπολατρίας», 13 από αυτά τα 20 ηγετικά στελέχη –ανάμεσά τους και τον Μαρκοβίτη. Όμως η απόφαση αυτή δεν έγινε ποτέ γνωστή· παρέμεινε αυστηρά «για εσωκομματική χρήση»…
Το έργο της «αποκατάστασης» ανέλαβε να ολοκληρώσει ο συγγραφέας, συνθέτοντας μια lege artis ιστορική αφήγηση όχι μονάχα για τον θείο του αλλά, μέσα από το παράδειγμά του, για το σύνολο των ελλήνων κομμουνιστών για τους οποίους το όνειρο μετατράπηκε σε εφιάλτη την περίοδο του «Μεγάλου Τρόμου».
info: Μάριος Μακροβίτης, Όχι, δεν είμαι εχθρός του λαού, Πρόλογος: Στράτος Δορδανάς, Επίκεντρο, 2017, σελ. 336