Της Κατερίνας Σχινά.
Η Νίσυρος είναι ωραίο νησί – όσο κι αν της λείπει η ελαφράδα των Κυκλάδων. Είναι νησί εσωστρεφές, λιγάκι μελαγχολικό, ίσως και κάπως ανήσυχο* μοιάζει αδιάκοπα να λογοδοτεί στην τιμωρητική αυστηρότητα ενός ηφαιστείου που επιμένει ακόμα να κοχλάζει. Μα στο Μανδράκι, που ερωτοτροπεί με βενετσιάνικη ηδυπάθεια με το υγρό στοιχείο, οι βοτσαλωτές αυλές, τα νεοκλασικά σπιτάκια, το επιβλητικό δημαρχείο και το υπέροχο σχολειό, που μοιάζει να έχει βγει από αναγνωστικό του παλιού καιρού, αναστέλλουν χαμογελαστά την υφέρπουσα κατήφεια. Και όταν, σκηνοθέτες, σεναριογράφοι και παραγωγοί ξεχύνονται στην πλατεία της «Ηλικιωμένης» τα απομεσήμερα, να συζητήσουν τα εν προόδω έργα τους, να ανταλλάξουν ιδέες, να διαφωνήσουν, η ατμόσφαιρα γίνεται σχεδόν ιλαρή.
Μιλάω ασφαλώς για την σπουδαία δουλειά, που δεκαπέντε χρόνια τώρα γίνεται στη Νίσυρο στο πλαίσιο του προγράμματος MFI Script 2 Film Workshops του Μεσογειακού Κέντρου Κινηματογράφου. Δεν είναι λίγοι όσοι προσήλθαν στα σεμινάρια σεναρίου και όσοι, πολύ σύντομα, είδαν το σενάριο που κυοφορήθηκε εκεί να γίνεται ταινία: Νίκος Παναγιωτόπουλος και Περικλής Χούρσογλου, Πένυ Παναγιωτοπούλου και Κάλλια Παπαδάκη, Δημήτρης Γιατζουτζάκης, Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος και Ελένη Αλεξανδράκη για να αναφέρω ενδεικτικά μερικά ονόματα. Εμψυχωμένο από τον Γιώργο Καλογερόπουλο και τον Άρη Φατούρο, Νισηριώτες πια κανονικούς, μετά από τόσα χρόνια παρουσίας στο νησί, το πρόγραμμα φιλοξένησε φέτος πενήντα κινηματογραφιστές από δεκατέσσερις χώρες, με τριάντα σενάρια για ταινίες μεγάλου μήκους, που συναντήθηκαν με δεκαπέντε κορυφαίους καθηγητές και ειδικούς από την Ευρώπη και την Αμερική. Και, βέβαια, ήταν εκεί και ο Μάνος Ζαχαρίας, εμβληματική φυσιογνωμία του ελληνικού σινεμά, να διαβάζει από το πρωί ως το βράδυ σενάρια και να μην προλαβαίνει να τρέχει από ραντεβού σε ραντεβού και ο Μισέλ Δημόπουλος, ιδανικός συνομιλητής του επίσημου καλεσμένου του προγράμματος.
Γιατί η πιο ενδιαφέρουσα παρουσία στη Νίσυρο ήταν εκείνη του Γιέρζι Σκολιμόφσκι. Ο Πολωνός δημιουργός, αυτός ο ποιητής της αέναης κίνησης και της αδιάκοπης περιπλάνησης, ο μποξέρ, ο ζωγράφος, ο ηθοποιός, που σάρκασε τον ολοκληρωτισμό πληρώνοντας βαρύ τίμημα (η ταινία «Ψηλά τα χέρια Στάλιν» του κόστισε την απέλασή του από την Πολωνία) ταλανίστηκε από την οδύνη της μετανάστευσης ( μεταφέροντάς την στην ταινία «Moonlighting» με τον Τζέρεμι Άιρονς), ερωτοτρόπησε με τον καθαρό τρόμο (στην «Κραυγή» με τον Άλαν Μπέιτς), καταπιάστηκε με την κινηματογραφική μεταφορά ενός ιδιαίτερα δύσκολου και πολυεπίπεδου λογοτεχνικού έργου όπως το «Φερντιτούρκε» του Γκομπρόβιτς και καταδύθηκε στην μεταφυσική του κακού (στο «Πλοίο των παρανόμων» με τον Ρόμπερτ Ντυβάλ και τον Κλάους Μαρία Μπραντάουερ) ήρθε στη Νίσυρο,συνοδευόμενος από την σύντροφό του, συνσεναριογράφο και παραγωγό του Εύα Πιασκόφσκα («Σκόπια» (!) λέγεται η εταιρία παραγωγής τους από τις πρώτες συλλαβές των ονομάτων τους) για να δώσει δύο master classes και να παρουσιάσει δύο ταινίες του (Τέσσερις νύχτες με την Άννα και Ο θάνατός σου η ζωή μου) – τροφή για σκέψη και συζήτηση.
Ο Σκολιμόφσκι ήταν αμφίθυμος στην αρχή. Πώς να μιλήσει στους συμμετέχοντες για την δική του εμπειρία από την συγγραφή σεναρίου, αφού όσα θα έλεγε ενδεχομένως να ήταν “demoralizing”, με άλλα λόγια να υπέσκαπταν το ηθικό αυτών των επίμονων αναζητητών της εντελέστερης γραφής, που δουλεύουν εβδομάδες, μήνες, χρόνια το σενάριό τους – ενώ εκείνος… Ενώ εκείνος, όπως εκμυστηρεύτηκε ανατρέχοντας στο παρελθόν, έγραψε τα καλύτερα σενάριά του υπό την ασφυκτική πίεση του χρόνου. Χρειάστηκε λιγότερο από μια εβδομάδα για το «Μαχαίρι στο νερό», στους διαλόγους του οποίου συνεργάστηκε με τον Ρομάν Πολάνσκι ενώ παράλληλα έδινε εξετάσεις στην σχολή κινηματογράφου του Λοτζ: «Ξυπνούσα το πρωί στις εφτά, έτρεχα στη σχολή, έδινα εξετάσεις ως τις πέντε, επέστρεφα τρέχοντας στο σπίτι του Ρόμαν, έκανα ένα ντους και αμέσως πιάναμε τη δουλειά ως τις τρεις, τέσσερις μετά τα μεσάνυχτα. Ύστερα ένας δίωρος ύπνος και μετά πάλι εξετάσεις». Χρειάστηκε μόλις τέσσερις μέρες, για το «Τέσσερις νύχτες με την Άννα», υπό την απειλή μιας υπέρογκης ρήτρας από την πλευρά των παραγωγών: «Δεν υπήρχε χρόνος. Δεν υπήρχε καν ιδέα. Τότε, στο νου μου ήρθε ένα μονόστηλο που είχα διαβάσει στην εφημερίδα: ένας γιαπωνέζος φοιτητής, εξαιρετικά ντροπαλός, εισέβαλε κρυφά κάθε νύχτα στο δωμάτιο της γυναίκας με την οποία ήταν εν αγνοία της ερωτευμένος και την παρακολουθούσε να κοιμάται, χωρίς να την αγγίζει καν. Αυτή ήταν η αφετηρία. Τα υπόλοιπα ήρθαν με τρόπο φυσικό, σχεδόν αβίαστα».
Τέσσερις μόνο μέρες για μια ταινία τόσο εκλεπτυσμένη και τόσο ανθρώπινη, που αποτυπώνει με συγκίνηση αλλά και χιούμορ την μοναξιά και την υπαρξιακή απόγνωση, που ισορροπεί αριστοτεχνικά ανάμεσα στο δράμα και το μπουρλέσκ; «Ναι, γιατί αν υπάρχει κάτι που επείγεται να βγει στο φως, θα βγει. Συχνά γράφουμε και ξαναγράφουμε τα σενάριά μας πιστεύοντας ότι θα τα κάνουμε καλύτερα. Η εμπειρία διδάσκει ότι συχνά κάνουμε λάθος».
Ο Τ.Σ.Έλιοτ είχε γράψει ότι υπάρχουν δυο είδη δημιουργικής ευφυΐας: εκείνη που αποδίδει υπό πίεση και εκείνη που χρειάζεται άπλετο χρόνο για να εκδιπλωθεί. Καμιά δεν είναι υπέρτερη της άλλης: αρκεί η κάθε μια τους να υπηρετηθεί με τους όρους που βάζει η ίδια στον εαυτό της.
ός σου η ζωή μου) –