Ιωάννα Αβραμίδου
Ο εικοστός αιώνας με τους διαδοχικούς αιματηρούς πολέμους του και τα εκατομμύρια νεκρούς, με την απουσία του Θεού και την κατάρρευση όλων των ηθικών αξιών, με την αδιαφορία του ανθρώπου για μια πνευματική ζωή που θα νοηματοδοτούσε τη ζωή του, έφερε, κατά τον Μπερνανός, μια δίνη οικονομικών, τεχνολογικών και κοινωνικών ανατροπών που απομόνωσε το άτομο από την κοινότητα και το απομάκρυνε από τις παλιές αξίες της Χριστιανικής Ιπποσύνης, του Κώδικα Τιμής, του ηρωισμού, της υπερηφάνειας, της αγάπης και μέσω αυτής της ατομικής του ελευθερίας. Το λογοτεχνικό ρεύμα στο οποίο ανήκει το βιβλίο είναι ο Καθολικισμός όπως εκφράζεται μέσα από τα έργα των συγγραφέων Λεόν Μπλουά, Πωλ Κλωντέλ, Σαρλ Πεγκύ, Ζυλέν Γκρήν, Γκαμπριέλ Μαρσέλ και άλλων. Μέσα σ’ αυτό το λογοτεχνικό τοπίο, ο Μπερνανός ζει και ολοκληρώνει το πρώτο του μυθιστόρημα το 1926 με τον τίτλο, Κάτω από τον Ήλιο του Σατανά στο οποίο προτείνει μια δική του χριστιανική οπτική στην οποίαν προέχουν οι βιωμένες χριστιανικές αξίες οι οποίες, κατά την άποψή του, είναι οι μόνες που μπορούν να βοηθήσουν τον άνθρωπο να αντέξει τον ψυχικό και σωματικό πόνο, να σώσει την ψυχή του από την επικράτηση του Κακού και να του δοθεί από τον Θεό ως δώρο η Θεία Χάρις. Το βιβλίο έτυχε ενθουσιώδους κριτικής ακόμα και από κριτικούς που ήταν, είτε εχθρικά διακείμενοι προς τον Χριστιανισμό ή αδιάφοροι, καθώς επίσης και από το αναγνωστικό κοινό. Δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος και μυθιστοριογράφος, ο Ζωρζ Μπερνανός ήταν πάνω απ’ όλα ένας επαναστατημένος άνθρωπος, ένας αντιστασιακός, όχι με την χρήση των όπλων, αλλά με την γραφίδα, το πνεύμα και το Ρήμα. Επηρεασμένος από τον αντικαπιταλιστικό αντισημιτισμό του εθνικιστή, αντισημίτη και ένθερμου υποστηρικτή της Μοναρχίας Εντουάρ Ντρυμόν, οπαδός της άκρας δεξιάς μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του τριάντα, στρατευμένος οπαδός του Ντε Γκώλ την περίοδο του Βισύ, θα αναθεωρήσει στη συνέχεια (από το 1938 και μετά) την αντισημητική στάση του την οποίαν είχε εκφράσει στο βιβλίο του με τίτλο La Grand Peur des bien–pensants το 1931 και θα καταδικάσει τον αντισημιτισμό των ναζί και των πεταινιστών της Γαλλίας.Το 1939 θα γράψει στο πολιτικό του δοκίμιο Nous autres Français με το οποίο επιτίθεται στον Maurras και παίρνει αποστάσεις από την εφημερίδα της γαλλικής Δεξιάς Action Francaise : « Θα προτιμούσα να με μαστιγώσει ένας ραββίνος[…], παρά να βασανίσω μια γυναίκα Εβραία ή ένα Εβραιόπουλο» γράφει σε λιβελογράφημά του εναντίον της εφημερίδας. Ωστόσο, ακόμα και σήμερα, ο αντισημιτισμός του Μπερνανός αποτελεί αντικείμενο έντονης διαμάχης μεταξύ δύο στρατοπέδων της γαλλικής διανόησης, με τον Μπερνάρ Ανρί- Λεβί και τον Ραφαέλ Εντοβέν που συνεχίζουν να καταδικάζουν τον Μπερνανός για τον αντισημιτισμό του και για το γεγονός ότι δεν πήρε ποτέ αποστάσεις από τις ιδέες του Ντρυμόν, και τον Αλαίν Φίνλκενκρωτ και τον Βίζελ να αναγνωρίζουν και να υπερασπίζονται την εξέλιξη και αναθεώρηση των αντισημιτικών του θέσεων και τις αρετές του λογοτεχνικού του έργου. Αντικομφορμιστής, θα αρνηθεί τρεις φορές το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής καθώς και την πρόταση να γίνει μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, θα αγωνιστεί μέσω των πολιτικών και λογοτεχνικών του κειμένων ενάντια σε κάθε μορφή διακτορίας-ολοκληρωτικά καθεστώτα, θρησκευτική, τεχνική και δημοκρατική αυταρχική έκφραση- διεκδικώντας το δικαίωμά του να υπερασπίζεται την ελευθερία του ατόμου. Ανήκοντας σε μια γενιά η οποία έζησε την υπόθεση Ντρέιφους που συντάραξε επί χρόνια την Γαλλία με όλες τις συνέπειές της στο συλλογικό υποσυνείδητο, καθώς και την φρίκη της Χιροσίμα, παρέμεινε, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ένας «αθεράπευτα Χριστιανός» που δεν ανήκε ούτε στην δεξιά ούτε στην αριστερά: «Γεννήθηκα στις 20 Φεβρουαρίου του 1888 στο Παρίσι όπου έμεναν οι γονείς μου τους χειμερινούς μήνες, αλλά οι ωραιότερες μέρες της παιδικής και εφηβικής μου ηλικίας, ήταν αυτές που πέρασα στο εξοχικό μας σπίτι, στο χωριουδάκι Φρεσέν, κοντά στο Πα-ντε-Καλαί, σε μια περιοχή με απέραντα δάση και βοσκοτόπια στο οποίο τοποθετώ σχεδόν όλους τους ήρωες των βιβλίων μου», έγραφε το 1945. Παράδοξο του συγγραφέα ή απελπισία του χριστιανού συγγραφέα Μπερνανός ο οποίος στο λογοτεχνικό του έργο περιγράφει έναν κόσμο εγκαταλελειμμένο από τις αρετές της εντιμότητας και στοιχειωμένο από το Κακό; Η εξοχή στα βιβλία του, πόρρω απέχει από την εξοχή των «ωραιότερων ημερών της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας», είναι πάντα ένας κόσμος τραχύς και μελανός στον οποίον κυριαρχεί η μοναξιά, η ανία, η ασθένεια, η απελπισία και ο θάνατος. Από τις πρώτες σελίδες του αριστουργηματικού Ημερολογίου ενός Επαρχιακού Εφημέριου που δημοσιεύτηκε το 1936, έλαβε το Μεγάλο Βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας και μεταφέρθηκε στο σινεμά από τον Ρομπέρ Μπρεσόν, ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με μια εκτεταμένη ανάπτυξη του αισθήματος της πλήξης η οποία κάνει το χωριό να μοιάζει κάτω από το ψιλόβροχο και τον «ελεεινό ουρανό» του Νοεμβρίου, με ένα ταλαίπωρο και εξουθενωμένο ζώο, ξαπλωμένο πάνω στο υγρό χορτάρι: «Η ενορία μου κατατρώγεται από την πλήξη, αυτή είναι η λέξη που ταιριάζει. Όπως και τόσες ενορίες! Η πλήξη τις αφανίζει μπροστά στα μάτια μας και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε γι’ αυτό. Κάποια μέρα ίσως μολυνθούμε κι εμείς, να ανακαλύψουμε μέσα μας αυτόν τον καρκίνο. Μπορεί να ζήσει κανείς πολύ καιρό μ’ αυτή την αρρώστεια. Έκανα αυτή την σκέψη χθες, ενώ βρισκόμουν στο δρόμο. ‘Επεφτε μια ψιλή βροχή από αυτές που τις καταπίνεις αχόρταγα και κατεβαίνουν μέχρι την κοιλιά σου. Το χωριό εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου από την ακτή Σαιν Βαστ, τόσο στριμωγμένο, τόσο άθλιο κάτω από τον ελεεινό ουρανό του Νοεμβρίου. Το νερό άχνιζε από όλες τις μεριές πάνω στο χωριό, που έμοιαζε να είχε ξαπλώσει πάνω στο μουσκεμένο χορτάρι, σαν ένα ταλαίπωρο, κουρασμένο ζώο». Ήδη από την πρώτη σελίδα, με τις μεταφορές και τις παρομοιώσεις, ο αναγνώστης διαπιστώνει ότι το χωριό -ως μια μικρογραφία της κατάστασης που επικρατεί σε όλη τη χώρα- υποφέρει από μια ασθένεια, σύμπτωμα της οποίας είναι το υπαρξιακό άχθος και η ανία που σαν «ένα είδος σκόνης, σκεπάζει το πρόσωπο και τα χέρια, δίχως να την βλέπεις, την αναπνέεις, την τρως, την πίνεις, είναι τόσο λεπτή, τόσο μικροσκοπική, που ούτε καν σπάει ανάμεσα στα δόντια». Η ανία, η πλήξη, η απληστία, η αδιαφορία, η υποκρισία, ο φόβος του θανάτου, η ενοχή, η ασθένεια και τελικά ο ίδιος ο θάνατος πρωταγωνιστούν στο βιβλίο ως σύμβολα ενός παρηκμασμένου κόσμου κι ενός ξέπνοου πολιτισμού, όπως αντανακλώνται στη ζωή ενός ταπεινού, συγκινητικού, γεμάτου αμφιβολίες για το έργο που ανέλαβε να διακονήσει εφημέριου, ο οποίος θέλει να απέχει από την «εκκλησιαστική κοκεταρία» του ανώτερου κλήρου και τους ανθρώπους του πνεύματος και να ζει ταπεινά την «ασήμαντη ζωή του» δίχνως ίχνος συμβιβασμού και υποκρισίας, ψεύδους ή μετριότητας. Μέσα από τα καθήκοντα ενός νεαρού ιερέα, ο συγγραφέας προσεγγίζει θέματα θεμελιώδους σημασίας όπως την πνευματικότητα, τον ρόλο της Εκκλησίας, τον θάνατο, την πάλη του Κακού με το Καλό, την διαφθορά του ανθρώπου, την αλήθεια, την μοίρα, αλλά και το θείο δώρο της ζωής, την ελπίδα, την σωτηρία και την Θεία Χάρη.
Για τον Μπερνανός, ο πόνος είναι σύμβολο μιας αυθεντικής ζωής και η ανία το πάσχειν εκείνων που δεν έχουν πίστη. Η ανία είναι ο καρκίνος της ψυχής και ο πόνος που τον συνοδεύει, είναι η αντίδραση του οργανισμού απέναντί του. Η σύγκριση της ανίας με τον καρκίνο δεν αποτελεί ρητορικό σχήμα του συγγραφέα αλλά μια correspondence με την έννοια του Μπωντλαίρ. Οι σωματικές ασθένειες έχουν για τον Μπερνανός μια υπερφυσική σημασία, ό,τι συμβαίνει στην γη, αποτελεί μια σκοτεινή και ατελή αντανάκληση αυτού που συμβαίνει στους ουρανούς.
Ο νεαρός εφημέριος της Αμπρικούρ, είναι ένας θλιμμένος νεαρός ιερέας ο οποίος υποφέρει, αλλά είναι γεμάτος τρυφερότητα, συμπόνεια και αγάπη για το ποίμνιό του. Πρόκειται για μια αφήγηση βαθύτατα προσωπική στην οποία ο συγγραφέας αφήνει το αποτύπωμα των πνευματικών, ψυχολογικών και μυστικιστικών του αναζητήσεων αλλά περιγράφει και την κατάσταση που επικρατεί στην επαρχία της Γαλλίας στις αρχές του εικοστού αιώνα όπου οι κωδωνοκρουσίες και το ενδιαφέρον του ιερέα, δεν οδηγούν αναγκαστικά τους κατοίκους της ενορίας του στην πίστη. Είναι μια νηφάλια τοιχογραφία μιας χριστιανικής κοινότητας η οποία μεταλλάσσεται ταχέως, μια προφητική αφήγηση για την ερήμωση των εκκλησιών και την πνευματική ένδεια του ατόμου κατά τον πολυτάραχο και αιματηρό εικοστό αιώνα.
Ο Μπερνανός, επιλέγοντας ως ήρωά του έναν εφημέριο που γράφει- σβήνοντας και ξαναγράφοντας- το προσωπικό του ημερολόγιο, ουσιαστικά καταγγέλλει την κούφια ρητορική και τον πληθωριστικό λόγο της εποχής που ακολούθησε μετά τον Μεγάλο Πόλεμο. Στην αναζήτησή του για μια αυθεντική γλώσσα που να μπορεί να εκφράζει τις σπειροειδείς κινήσεις τις ψυχής, ο εφημέριος ενσαρκώνει την αντίληψη περί λογοτεχνίας του συγγραφέα: τον ιερό χαρακτήρα της γραφής και το καθήκον του συγγραφέα απέναντι στην αναγνωστική κοινότητα. Το Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημερίου, γραμμένο μεταξύ δύο αιματηρών πολέμων, είναι ένα βιβλίο που σκάβει βαθιά στην ψυχή των ηρώων του και φέρνει στην επιφάνεια την ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του, τον παραλογισμό και τη βία της, την σκληρότητα και την απουσία του θείου από τις καρδιές των ανθρώπων με αποτέλεσμα την αγωνία, το αίσθημα του κενού, τη δυστυχία και τον συμβολικό ή πραγματικό τους θάνατο.
Ένα από τα καλύτερα βιβλία του εικοστού αιώνα, ευτύχησε να επανεκδοθεί από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ σε μετάφραση της Ιφιγένειας Μποτουροπούλου, με προλεγόμενα του Ζιλ Φιλίπ, άφθονες σημειώσεις, εκτενές και λεπτομερές χρονολόγιο και δύο εξαιρετικά και πλήρως κατατοπιστικά για τον συγγραφέα και το έργο του επίμετρα του Φιλίπ Λε Τουζέ και του Σταύρου Ζουμπουλάκη.
Info:Georges Bernanos, Ημερολόγιο ενός εφημερίου, Μετάφραση: Ιφιγένεια Μποτουροπούlου, Επίμετρο: Σταύρος Ζουμπουλάκης