Σταυρούλα Γ. Τσούπρου.
Τα 44 ποιήματα των Σατιρικών Γυμνασμάτων τού Κωστή Παλαμά δημοσιεύτηκαν σε δύο ενότητες, τα πρώτα 20 τον Ιανουάριο του 1908 και τα επόμενα 24 τον Σεπτέμβριο του 1909, αμφότερες «στο ακραία δημοτικιστικό, με κοινωνική προοδευτική κατεύθυνση, περιοδικό Ο Νουμάς», σε μια «πνευματική ατμόσφαιρα ιδιαίτερα φορτισμένη», ασφαλώς, «από την εισαγωγή και την πρόσληψη των νέων ιδεών». Η ως άνω τμηματική δημοσίευση δεν εμποδίζει, πάντως, τον Μιχάλη Μερακλή να τα θεωρήσει ως μία ενιαία σύνθεση, μάλιστα, ως «ένα συνθετικό μείζον έργο», σατιρικό αλλά, ταυτόχρονα, και λυρικό, του οποίου ο κεντρικός αφηγηματικός άξονας συνίσταται στην «αλληλοδιαδοχή δύο αντίθετων ψυχολογικών καταστάσεων». «Αυτό ανακαλεί, θα έλεγα», γράφει ο Μιχάλης Μερακλής, «την αριστοτελικήν έννοια της «περιπέτειας» που συναντάται και στην τραγωδία. Κατά τον Αριστοτέλη περιπέτεια είναι «η εις το εναντίον των πραττομένων μεταβολή» […] «συμβαίνει εις ευτυχίαν εκ δυστυχίας ή εξ ευτυχίας εις δυστυχίαν μεταβάλλειν»)». «Εντυπωσιάζει αυτή η σταθερή ανακύκληση απογοήτευσης και ανάτασης του ποιητή στα Σατιρικά Γυμνάσματα», γράφει ο Μιχάλης Μερακλής.
Η πρώτη ύλη για την δημιουργία των Σατιρικών Γυμνασμάτων είχε δοθεί από την εσωτερική πολιτική κρίση και τον ταπεινωτικό ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Χάρη στην υπόδειξη, μάλιστα, «του συναδέλφου και φίλου Κώστα Κασίνη», ο Μιχάλης Μερακλής ανέτρεξε σε μια σειρά άρθρων τού Παλαμά, δημοσιευμένων στο διάστημα από 1ης Ιουνίου έως 20ής Αυγούστου 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις Εσπερινή, τα οποία κατά μεγάλο μέρος αποτελούν «πρόπλασμα» των Σατιρικών Γυμνασμάτων. «Σχεδόν όλα αυτά τα κείμενα», γράφει ο Μερακλής, «βγάζουν κάποια στιγμή έναν θυμό, έναν πικρό κριτικό λόγο, ένα αίσθημα βαριάς θλίψης με τη θέα των Θεσσαλών προσφύγων ριγμένων σχεδόν φύρδην μείγδην σε διάφορα σημεία τής Αθήνας […] Ο ποιητής φτάνει ώς τον μυκτηρισμό και ανακοινωθέντων τού βασιλιά Γεωργίου. Στα ίδια αυτά κείμενα θίγονται επανειλημμένα […] και άλλα κεντρικά θέματα των Σατιρικών Γυμνασμάτων, όπως η πολιτική διαφθορά, η στείρα υποκριτική (αλλά και τροχοπέδη στην ελεύθερη ανάπτυξη της δημοτικής γλώσσας) αρχαιολατρεία τής Πολιτείας και των «δασκάλων». Το 1897 τον έχει βαθιά σημαδέψει», σημειώνει ο Μιχάλης Μερακλής. Αλλά τα παλαμικά Σατιρικά Γυμνάσματα στέλνουν και ένα ακόμη «πολιτικό» μήνυμα, κατά την συνέκδοση των δύο επιμέρους Σειρών το 1912, καθώς τότε ο ποιητής πρόσθεσε στο τέλος των ποιημάτων την χρονολογία «Αύγουστος 1909», κάτι που δεν είχε κάνει όταν είχαν πρωτοδημοσιευτεί στον Νουμά. Μήπως η συγκεκριμένη χρονική ένδειξη, αναρωτιέται ο Μιχάλης Μερακλής, με δεδομένο ότι το κίνημα στο Γουδί γίνεται στις 14 Αυγούστου τής ίδιας χρονιάς, «υποδηλώνει τη στροφή που έγινε τότε και άφηνε πίσω της την κοινωνική, πολιτική, εθνική κατάσταση που διεκτραγώδησε ο ποιητής στα Σατιρικά Γυμνάσματα;». Ο Μερακλής επισημαίνει ότι ο Παλαμάς «ήταν κοντά στον Βενιζέλο (και στον Τρικούπη παλιότερα)», αλλά «με τον δικό του τρόπο» και παραπέμπει, μάλιστα, σε μία συνέντευξη του ποιητή τον Σεπτέμβριο του 1910, στην οποία ο Παλαμάς είχε χαρακτηρίσει τον Βενιζέλο από την Κρήτη ως «representative man».
«[…] στους κορυφαίους συγγραφείς και ποιητές,, που είναι
κατά την άποψη του Παλαμά «οι αληθέστεροι σατυρικοί»
[συγκαταλέγονται]: Δάντης και Σαίξπηρ, Βύρων και Σέλλεϋ,
Βίκτωρ Ουγκώ και Ίψεν […] Η αναφορά των ονομάτων αυτών
μας βοηθά κιόλας να καταλάβουμε πιο καλά, πώς εννοούσε
ο Παλαμάς τη σάτυρα (μετέπειτα έγραφε κι αυτός το ακριβές: σάτιρα)»
Πριν κλείσει τον σύντομο αλλά περιεκτικότατο «Πρόλογό» του, ο μελετητής εδώ των Σατιρικών Γυμνασμάτων αναφέρεται στην μικρή αρχική απήχηση που είχαν, και, στην συνέχεια, στις δύο, προηγηθείσες τής παρούσας, επανεκδόσεις τους, από τον Ηλία Λάγιο και τον Ξενοφώντα Κοκόλη αντίστοιχα, δανειζόμενος, μάλιστα, από την σχολιασμένη έκδοση του δεύτερου[1] ένα απόσπασμα από επιστολή τού Γιώργου Σεφέρη, γραμμένη το 1950, στην οποία γινόταν λόγος για την πολύ επίκαιρη τότε σάτιρα του Κωστή Παλαμά. Ο Μερακλής, δε, αποφαίνεται σχετικά ότι: «Τελικά, πρόκειται για μιαν επικαιρότητα που κρατάει επί έναν αιώνα και πλέον (1908-2014), – ένα άλλο στοιχείο τής δόξας τού ποιητή, ο οποίος διέγνωσε τα χρόνια νοσήματα μιας Πολιτείας κι ενός πολιτικού συστήματος, που δεν μπορεί ν’ αλλάξει την παραλυτική δράση του, που μας καθιστά διαρκώς «χειρότερους»[2]».
Ταιριάζει εδώ να σημειώσουμε ότι ο Μιχάλης Μερακλής, με την ευκαιρία τού, πολύτιμου συχνά, σχολιασμού, με τον οποίο συνοδεύει κάθε ποίημα ξεχωριστά, στέκεται και σε ευρύτερα, σημαντικότατα ζητήματα, που αφορούν στον Παλαμά και στο έργο του. Ένα από αυτά είναι η δημοτικότητα αμφοτέρων, στην οποία ο Μερακλής είχε αναφερθεί με άρθρο του και παλαιότερα, βασιζόμενος σε συγκεκριμένα αποτελέσματα δημοσκοπήσεων. Βάσει αυτών, λοιπόν, προέκυπτε το συμπέρασμα ότι «το κοινό συμπεριφέρεται με αξιοπρόσεχτη ανεξαρτησία γνώμης», καθώς πολύ λίγο φαίνεται να επηρεάζεται από τις απόψεις των διανοουμένων και της λογοτεχνικής κριτικής, δεδομένου ότι η τελευταία επί δεκαετίες κρατούσε (και εν μέρει ακόμα κρατά;) αρνητική στάση απέναντι στο έργο τού Παλαμά. Σύμφωνα και με τον (αγανακτισμένο, πάντως, εξαιτίας αυτού) Γιώργο Θέμελη, «Ο Παλαμάς σχεδόν επί έναν αιώνα έχει περάσει στο αίμα μας, βρίσκεται στην αναπνοή μας», αγνοώντας επιδεικτικά τους ειδικούς, ενώ σύμφωνα με άλλη έρευνα η παλαμική μνήμη ήταν ολοζώντανη και στους αντιστεκόμενους στο Απριλιανό καθεστώς φοιτητές. Στον Επίλογό του, ο Μιχάλης Μερακλής αποδίδει αυτήν την αγάπη τού κοινού στο γεγονός ότι ένιωθαν (και νιώθουν) πως ο Παλαμάς πόνεσε για την πατρίδα και για τον λαό του και σε αυτόν τον πόνο αναγνώριζαν την «ειλικρινέστατη πιο γενικά ανθρωπιά του».
Ένα δεύτερο, μεταξύ και άλλων (όπως: Παλαμάς και Μεγάλη Ιδέα, Παλαμάς και Θρησκεία, Παλαμάς και διδακτική ποίηση, Παλαμάς και 1821, Παλαμάς και Πολιτική, Παλαμάς και Αρχαιότητα, Παλαμάς και φεμινισμός, Παλαμάς και Ίψεν), ευρύτατο ζήτημα που θίγεται από τον Μιχάλη Μερακλή είναι η θέση τού Κωστή Παλαμά απέναντι στο γλωσσικό ζήτημα, σχετικά με την οποία ο Μερακλής διατυπώνει την προσωπική του άποψη· σύμφωνα με αυτήν, η επιχειρηματολογία τού Παλαμά εναντίον τής καθαρεύουσας «χώλαινε», τόσο ιστορικά όσο και αισθητικά. Άλλωστε, εξετάζοντας προσεκτικά την εν λόγω θέση τού Παλαμά, ο Μερακλής αποφαίνεται ότι «δεν ήταν από την αρχή ώς το τέλος η ίδια, άκαμπτη». Ξεκινώντας από μια προσπάθεια συγκερασμού λόγιων και δημοτικών στοιχείων, περνά σε μία «ιδεαλιστικά» φανατική υπεράσπιση της δημοτικής, ακολουθώντας θεωρητικά (όχι, όμως, και στην πράξη) τον Ψυχάρη, για να καταλήξει, ύστερα και από την ρήξη του με τον τελευταίο, στην νηφάλια αποδοχή μιας «μεικτής» γλώσσας, επιβεβαιώνοντας, για άλλη μια φορά, την «πρωτεϊκότητα» του χαρακτήρα του. Με την ευκαιρία, ο Μερακλής σημειώνει ότι «η ρήξη Παλαμά – Ψυχάρη επήλθε, γιατί ο δεύτερος ήθελε να πάρει το βραβείο Νόμπελ, που φοβόταν ότι θα το πάρει ο Παλαμάς».
Για τον σχολιασμό των ποιημάτων τής συλλογής Τα Σατιρικά Γυμνάσματα ο Μιχάλης Μερακλής επιστράτευσε την πλούσια κατάρτισή του σε περισσότερους από έναν τομείς των ανθρωπιστικών σπουδών. Κατ’ αρχάς, επιστράτευσε την, καθ’ ύλην αρμόδια, φιλολογική του κατάρτιση, στηριζόμενος και παραπέμποντας επανειλημμένα σε προγενέστερα σχετικά μελετήματα και εκδόσεις, αλλά αναλαμβάνοντας, παράλληλα, και την ευθύνη τής προσωπικής του άποψης (όπως ήδη διαπιστώσαμε νωρίτερα), πάντα με την φυσική ταπεινότητα που τον διακρίνει και με την ευγένεια του σοβαρού ερευνητή, ο οποίος γνωρίζει πώς να εκφράσει την διαφωνία του (εν προκειμένω, κυρίως, με τον Ξενοφώντα Κοκόλη, στου οποίου, πάντως, την έκδοση αναφέρεται πολλάκις) και, στην συνέχεια, να προχωρήσει στην δική του ερμηνευτική πρόταση. Ο Μιχάλης Μερακλής αποδεικνύεται, εξάλλου, πολύ καλός γνώστης τού μεγάλου σε έκταση και ποικιλία έργου τού Κωστή Παλαμά, στο οποίο παραπέμπει συχνά, και, βέβαια, βαθύς γνώστης των 44 εδώ αναλυόμενων ποιημάτων, τα οποία συσχετίζει μεταξύ τους ή τα αντιπαραβάλλει. Εξ ου και του επιτρέπεται να διατυπώνει προσωπική άποψη ακόμα και για το αν ένα συγκεκριμένο ποίημα έπρεπε να τεθεί επικεφαλής των υπολοίπων (εν προκειμένω το Α19) ή να εκτιμά ότι ένα άλλο (εν προκειμένω το Β1) «ξεπερνά» γενικότερα «ό,τι σατιρικό έχει γράψει ο ποιητής, σε οξύτητα και αηδία». Αναλύοντας, επιπλέον, το τελευταίο ποίημα (το Β24), ο Μιχάλης Μερακλής προβαίνει σε μία, τρόπον τινά, συνεξέτασή του με τον επικό Δωδεκάλογο του Γύφτου, καθώς θεωρεί «ότι αυτό [το ποίημα] μοιάζει, ίσως μάλιστα αρκετά, σαν μια περίληψή» του [του Δωδεκάλογου].
Αλλά στην σχολιαστική/ ερμηνευτική του πορεία ο Μιχάλης Μερακλής δεν παραλείπει να ανατρέξει και στην βοήθεια της επιστήμης τής Ιστορίας, προερχόμενη είτε από δικές του γνώσεις είτε από γνώσεις συναδέλφων του, και το ίδιο κάνει και με την Θεατρολογία. Η αναντίρρητη πρωτοτυπία, ωστόσο, του ερμηνευτικού σχολιασμού τού Μιχάλη Μερακλή οφείλεται στην ιδιότητά του ως επιστήμονα της Λαογραφίας, στην πάντα δροσερή όσο και πολύτιμη αρωγή τής οποίας καταφεύγει ευτυχώς κατ’ εξακολούθησιν. Άλλωστε, ο ίδιος ο Παλαμάς «ήταν σοφός γνώστης τού παραδοσιακού λαϊκού πολιτισμού» και «ενθουσιώδης θαυμαστής τού Νικολάου Πολίτη», ενώ δανειζόταν για το έργο του, όπως διαπιστώνουμε και ιδίοις όμμασι, συγκεκριμένα μοτίβα απ’ ευθείας από το ελληνικό λαϊκό παραμύθι.
Χαρισματικός αφηγητής (και) ο Μιχάλης Μερακλής, απευθυνόμενος σε πρώτο πρόσωπο στον αναγνώστη του κατά την ερμηνευτική διαδρομή τους, προσκαλεί επιπροσθέτως, με τους πλούσιους συνειρμούς του, μία σειρά από «έκτακτες συμμετοχές» «διασήμων», όπως τους Γιάννη Ρίτσο, Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Διονύσιο Σολωμό, Αισχύλο, Ευριπίδη, Πλούταρχο, Λέον Τρόσκι, Ηράκλειτο ή τις εκκλησιαστικές ψαλμωδίες. Συγκροτείται, λοιπόν, χάρη σε όλα τα παραπάνω, ένα ακαταμάχητο ερμηνευτικό – σχολιαστικό σύνολο, το οποίο, σε ό,τι αφορά τον ίδιο τον Μιχάλη Μερακλή, παίρνει την θέση του δίπλα στις αντίστοιχες (με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους η καθεμία) εργασίες του για τις Ωδές τού Ανδρέα Κάλβου, την Αινειάδα του Βιργίλιου, την Οδύσσεια του Ομήρου ή το Σατυρικόν τού Πετρώνιου (για να επιλέξω μόνο μερικές). Όσο για την ήδη μεγάλη βιβλιογραφία που αφορά στο έργο τού Κωστή Παλαμά, αυτή πλουτίζεται με ένα ακόμη, ευρείας στόχευσης και απήχησης, ερμηνευτικό πόνημα.
info: ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ, Τα Σατιρικά Γυμνάσματα, Έκδοση σχολιασμένη από τον Μιχάλη Μερακλή, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά
Σημειώσεις
[1] Συγκρίνοντας ο Μιχάλης Μερακλής την ανά χείρας επανέκδοση με εκείνην τού Ξενοφώντα Κοκόλη, προσδιορίζει την δεύτερη ως απευθυνόμενη ειδικότερα στους φιλολόγους, ενώ την πρώτη ως φιλοδοξούσα να επικοινωνήσει με ένα κατά το δυνατόν ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.
[2] Η αναφορά εδώ στην φράση από την επιστολή τού Γιώργου Σεφέρη: «Είμαστε σε χειρότερη κατάσταση από την εποχή που έγραψε τα «Γυμνάσματά» του».