της Ίριδος Τζαχίλη (*)
Όταν πριν λίγες εβδομάδες έφτασε στα χέρια μου το βιβλίο της Κατερίνας Σχινά, θα μπορούσα να πω ότι το πλησίασα με δισταγμό και αμφιθυμία. Θεωρούσα τον εαυτό μου θεματικά ομότεχνη, γιατί πέρασα μεγάλο μέρος της ενήλικής μου ζωής ασχολούμενη με την αρχαία και δη την προϊστορική υφαντική δηλαδή τη δημιουργία υφασμάτων, τη σχέση τους με το ανθρώπινο σώμα, την τεχνική τους, τη σχέση τους με τις μεταφορές και τις παρομοιώσεις. Ήταν το θέμα της διατριβής μου. Και παρότι κατόπιν ασχολήθηκα και με άλλα θέματα, η υφαντική ήταν πάντα στο βάθος του μυαλού μου και ενθουσιαζόμουνα με ιστορίες γύρω από την πρακτική και τη μυθολογία των υφασμάτων. Η ανακάλυψη αυτού του βιβλίου – έστω και καθυστερημένη εκ μέρους μου – για άλλες τεχνικές και εποχές είχε επομένως κάτι θελκτικό, αλλά ανησυχητικά οικείο. Σαν καθρέφτης, σαν μία εσωτερική πόρτα. Εννοείται ότι το διάβασα προσεχτικά.
Αυτή η κατά αρχήν, λόγω τίτλου, δύσκολη οικειότητα συνεχίστηκε καθ΄όλη την ανάγνωση του βιβλίου. Αυτό που διάβαζα ήταν και δεν μου ήταν ξένο, ήταν και δεν ήταν οικείο. Οι τεχνικές είναι διαφορετικές, αλλά όχι και εντελώς. Οι συμβολισμοί, οι σχέσεις με τον εαυτό και τους άλλους, ο χαρακτήρας του δώρου, αλλά και οι πραγματικές και συναισθηματικές αξίες, οι ανταλλαγές και οι λέξεις για όλα αυτά, είχαν τις ιστορικές τους αποστάσεις αλλά σαν να έτρεχαν στις ίδιες σιδηροτροχιές, σαν να κυλούσαν σε παρόμοια κανάλια. Και το ενδιαφέρον μου εστιάστηκε ακριβώς σε αυτό, στη λοξή για μένα ματιά.
Οι διαφορές, που δεν ήταν εντελώς διαφορές, ούτε εντελώς ομοιότητες ήταν η χάρη των κειμένων. Αυτό που με παρέσυρε ήταν ο περίγυρος, οι θόρυβοι, οι μυρωδιές, οι κινήσεις, οι λέξεις. Μακρές βελόνες πλεξίματος νούμερο ένα και δύο, θηλειές, κουβάρια κλωστών μετά από ξήλωμα, τσιλέδες, επισκέψεις σε μαγαζιά που πουλούσαν μαλλιά και κλωστές, μισοτελειωμένα έργα. Αυτά τα τελευταία ήταν πολύ συχνά. Και πάλι μετά, από την αρχή, ρίχνουμε θηλειές. Και η συγγραφέας και εγώ η αναγνώστρια.
Δεν μπορώ παρά να αντιγράψω.
Είναι το βασίλειο του συγκεκριμένου…. νήματα, βελόνες, χρώματα, υφή, ακόμη και μυρωδιές και ταυτόχρονα η βασιλική οδός προς την αφαίρεση ……..Η σιωπηλή εναλλαγή των νημάτων, η αυξητική διαδρομή των πόντων από αριστερά προς τα δεξιά και αντίστροφα, υφαίνει γύρω από την πλέκτρια ένα κουκούλι αυτονομίας. Αυτάρκης, αδιαπέραστη, μπαινοβγαίνει ισόρροπα από τη γειτονιά των αντικειμένων στην εσωτερική αυλή των συλλογισμών (σελ. 25).
Όταν τελείωσα, πολύ μελαγχολικά είδα αυτό που απειλεί πάντα εμάς τους αρχαιολόγους. Ασχολούμαστε τόσο πολύ με τα αρχαιολογικά κατάλοιπα και με τον δέοντα τρόπο να μιλήσει κανείς για αυτά, αποφεύγοντας με κόπο κάποια σχετικά προκαθορισμένη ερμηνεία, που χάνουμε κάθε πιθανότητα για το εφήμερο, γλιστρά μέσα από τα δάχτυλά μας η κίνηση και η στάση, το αίσθημα και ο ήχος. Είναι σαν από την όλη πράξη του πλεξίματος οι αρχαιολόγοι να μελετούν ενδελεχέστατα τις βελόνες του πλεξίματος, μόνο και μόνο γιατί αυτές διατηρούνται. Τα άλλα είναι αέρας και σκόνη…Γιαυτό πολλοί από μας, ακόμη και προϊστορικοί, γυρίζουμε με συστολή στις λέξεις. Μήπως και κάτι σώσουμε.
Τελικά με το βιβλίο της Κατερίνας Σχινά έγινε το αντίθετο από αυτό που φαντάστηκα πριν αρχίσω να το διαβάζω. Ο καθρέφτης λειτούργησε τέλεια ως προς τη διανοητική πλευρά και ως οφείλει: με περιπλάνηση και αποπλάνηση. Ήταν μία εικόνα ολιστική μέσα στον κατακερματισμό της, που με ενδιέφερε κυρίως για τον βιωματικό και δοκιμιακό της χαρακτήρα. Μία άλλη χρονική εκδοχή χειροτεχνίας και σχέσης με τη δημόσια εικόνα μας.
Αλλά οι ταυτίσεις παίχτηκαν αλλού: το βιβλίο ανεξέλεγκτα και αιφνιδιαστικά ανέσυρε τη δική μου σχέση με τα πλεκτά.
Θυμήθηκα ότι κάποτε έπλεκα και εγώ μανιωδώς αν και όχι δημόσια. Άλλωστε τότε δεν είχα και καμία ευρεία δημόσια ζωή. Ήταν όταν τα παιδιά μου ήταν μικρά. Ανέπτυξα και εγώ μία εμμονή με το πλέξιμο: άρχιζα και τελείωνα φουστανάκια, κασκόλ και πουλοβεράκια ωραία μεν, αλλά χωρίς αξιώσεις. Ευτυχώς χωρίς ούτε και εντάσεις. Απλά είχα μαζί μου το πλεκτό μου, και συνεχώς έπλεκα μέσα σε ένα κουκούλι αυτονομίας όπως λέει η Σχινά. Σχεδόν πάντα όταν διάβαζα παραμύθια στα παιδιά, όταν πηγαίναμε στην παιδική χαρά και οποτεδήποτε ή οπουδήποτε μπορούσα να το συνδυάσω με κάτι άλλο. Δεν θυμάμαι πότε σταμάτησα. Μετά από τόσα χρόνια στο νου μου έμεινε η αγάπη μου για το κόκκινο και για τα μαλλιά, τις κούκλες (για τους ανίδεους κούκλες λέγονται το έτοιμα για πλέξιμο μαλλιά που αγοράζουμε), τα κουβάρια, τους τσιλέδες, τις κλωστές φλος και ντεμισέ. Τρελαίνομαι να φωτογραφίζω μαλλιά και κλωστές στα ράφια όπου βρώ, και αγοράζω που και που από καμία κούκλα. Αφού τη χαϊδέψω και τη μυρίσω τη δίνω στη μάλλον αδιάφορη γάτα μου να έχει κλωστές να παίζει.
Στις αναμνήσεις μου η χειροτεχνία του πλεκτού ήρθε στη ζωή μου ως επιβεβαίωση, παράλληλη με την άλλη μου ζωή. Ήταν η ικανοποίηση της επανάληψης, του πλεκτού που σχηματίζεται σιγά-σιγά, ο ήχος των βελόνων, άλλος των χοντρών και άλλος των λεπτών, η μυρωδιά του μαλλιού ή των νημάτων φλος …
Η χάρη ενός βιβλίου είναι να αναστήσει βασικά, πολύ βασικά πράγματα, όπως το πως ξεκινάμε πιάνοντας θηλειές με τεντωμένο δείκτη και αεικίνητο αντίχειρα, όχι πολύ σφιχτά ούτε πολύ χαλαρά γιατί θα γίνει το πλεχτό χαχόλικο, η κούκλα το μαλλί που πρέπει να ξετυλίγεται ρυθμικά αλλιώς θα μπερδευτεί, η φράση έλα Νίκο λύγισε τον αγκώνα σου να μετρήσω το μανίκι.
Η γιαγιά μου, Αναστασία Αγγελίδου, που μεγάλωσε τα παιδιά της με τα περίφημα στην κοινωνία της Θεσσαλονίκης πλεχτά της, πριν τις πλεκτομηχανές, νομίζω ότι θα έλεγε για το βιβλίο αυτό ότι πιάνει τόπο. Όχι τόσο όσο τα ίδια τα πλεχτά, αλλά τέλος πάντων…Εγώ θα έλεγα ότι έδωσε τόπο στις κινήσεις, στον λόγο, στον σχεδιασμό, και μίλησε σιγαλά και σταθερά όχι μόνο για το εύρος αλλά και τη δύσκολη σαγήνη του.
(*) Η Ίρις Τζαχίλη είναι Αρχαιολόγος, Πανεπιστήμιο Κρήτης
info: Καλή και ανάποδη: Ο πολιτισμός του πλεκτού. Εκδόσεις Κίχλη 2015