Γιάννης Στίγκας: πτώση, πτήση, ποίηση (των Αρ.Σαΐνη και Σπ.Γιανναρά)

0
3872

του Αριστοτέλη Σαΐνη.

Σε μια εποχή λογοτεχνικής φλυαρίας και, παρά την κρίση, εκδοτικής υπερπαραγωγής, κατά την οποία πολλοί «μπαίνουν αξύριστοι στην ποίηση να βόσκουν τα σκοτάδια τους» [«Μεγάλο μποτιλιάρισμα από τις δύο μεριές του τρόμου» (Ισόπαλο τραύμα)], ο ποιητής Γιάννης Στίγκας έκανε το μεγάλο βήμα, απόλυτα προπαρασκευασμένος και σαν έτοιμος από καιρό. Ο φόβος και ο τρόμος στο λαβύρινθο του χρόνου, η αγωνία και ο πανικός ως συνώνυμα της ζωής, ξεχειλίζουν από τις βαρυφορτωμένες βαλίτσες του, γεμάτες από τις πιο μαύρες και, γι’ αυτό, βαθιά ανθρώπινες σελίδες της παγκόσμιας ποίησης.

Ο Καρυωτάκης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Λειβαδίτης, ο Σινόπουλος, ο Καρούζος, ο Σαχτούρης, ο Κοντός, η Αγγελάκη Ρουκ, η Μαστοράκη, ο Στεριάδης, κι από κοντά δημοτικίζοντες απόηχοι, σολωμικοί αντίλαλοι και καλβικές αντηχήσεις… να μόνο μερικές από τις φανερές αναφορές ή επιδράσεις, όπως θα ’λεγαν άλλοι, από τα καθ’ ημάς. Όσο για τους ξένους, ο αναγνώστης θα διασταυρωθεί με αναφορές στους Μαγιακόφσκι, Τσέλαν, Ντίλαν Τόμας, Οκτάβιο Πας, και θα παρατηρήσει μια πύκνωση των υπαινιγμών στην εποχή του Ρεμπό, του Βερλέν και του Κόμητα Λοτρεαμόν.

Όπως και να ’χει, ο ποιητής Γιάννης Στίγκας, που ψάχνει το δρόμο του διαβάζοντας (φιλτράροντας, θα έλεγα βιβλιακά κάθε εμπειρία στις αναγνώσεις του), φαίνεται ν’ ακολουθεί κατά πόδας την εξέλιξη μιας μοντερνιστικής γραμμής, η θαυμαστή γενεαλογία της οποίας ανάγεται πίσω στον Πόε, ο οποίος εγέννησε Μποντλέρ, ο οποίος εγέννησε Μαλαρμέ, εις τους αιώνας των αιώνων… όπως θα έλεγε ένας άλλος αγαπημένος ποιητής του Στίγκα, ο Αργεντινός Μπόρχες με τον οποίο συνομιλεί σ’ ένα εξαιρετικό ποίημα. Στη σκοτεινή παλέτα όλων αυτών θα μπορούσε να αναζητήσει όποιος ενδιαφέρεται την καταγωγική αρχή της ποίησης του Στίγκα. Καβαλάρης και ο Στίγκας στη Γιαμάχα που οδηγεί η κόρη της Αβύσσου στο ομότιτλο ποίημα του Γιώργη Παυλόπουλου.

«τέρμα τα γκάζια της

κι όλα ν’ αφρίζουν πίσω μου

 έτσι μαρσάρει η ποίηση

στο γύρο του θανάτου»

Γιάννης Στίγκας

Κάπως έτσι, με βασικά εργαλεία την αφαίρεση και την οικονομία, μετρημένα δομικά υλικά και βιρτουόζικες κινήσεις χειρουργικής ακρίβειας, προκύπτουν ποιήματα μεγάλης γλωσσικής δύναμης, εικονιστικής υποβολής και κριτικού αναστοχασμού, και οι έξι, μέχρι σήμερα, ποιητικές συλλογές όπου το αίμα αλητεύει, ο δρόμος μέχρι το περίπτερο αποδεικνύεται δύσκολος, το τραύμα, πώς αλλιώς, ισόπαλο, ο κύβος του Ρούμπικ φαγωμένος, η τυφλωμένη όραση αρχίζει ξανά, ενώ, φυσικά, Εξυπερύ σημαίνει χάνομαι!

Δεν θα εντόπιζα στη γλώσσα ή τη δομή των ποιημάτων τη διαφορά ή την εξέλιξη στη δεκαπενταετή σχεδόν πορεία του Γιάννη Στίγκα. Θα έλεγα, ωστόσο, ότι μέχρι το Ισόπαλο τραύμα (Κέδρος 2009) περίπου ο Στίγκας οροθετεί τον δικό του ποιητικό χώρο στην ασφυκτική σύγχρονη ποιητική παραγωγή, κι από κει και πέρα αφήνεται να συνομιλήσει ελεύθερα και πιο θαρραλέα με τον λογοτεχνικό κανόνα, τη βαριά σκιά των προγόνων του, αλλά και τον εαυτό του στις προηγούμενες συλλογές. Αν διαβάσει κανείς συνολικά τις συλλογές του, διακρίνει τα ίχνη μιας πορείας, θα τολμήσω να πω, ενός έργου εν προόδω που γράφεται σε επάλληλες παραλλαγές, συνεχίζοντας να πολιορκεί με κάθε τρόπο το ίδιο κέντρο….

Μέθοδός του, ένα είδος ποιητικής μαιευτικής, ένας αδιάκοπος διάλογος με τους μεγάλους δασκάλους-προγόνους, αρχικά, μια συνεχής συνομιλία με τον εαυτό του έπειτα (με τον «Γιάννη» στον οποίο απευθύνονται κάποια ποιήματα), μια διαρκής οικεία συζήτηση με τον αναγνώστη τέλος: «Σιγά σιγά / βρίσκω μέσα μου τις λέξεις να επιζήσω κουβεντιαστά. / Αυτό δεν είναι σχέδιο πτήσης. Είναι το δικό μου επείγον πολίτευμα» [«Σπούτνικ 2017» (Εξυπερύ σημαίνει χάνομαι)].

Το ποιητικό υποκείμενο των ποιημάτων του Γιάννη Στίγκα που μπορεί να μιλάει «απλά μπορεί και με βελόνες» είναι μια βασανισμένη ανθρώπινη φιγούρα που αναμετριέται με τον εαυτό της και τον ύστατο φόβο, και βιώνει οδυνηρά την ανθρώπινη συνθήκη, εγκλωβισμένη στις δαιδαλώδεις και πιο σκοτεινές διαδρομές του νου και της συνείδησης. Στριμωγμένη από το φως («Το φως που με στριμώχνει»), «καίγεται από τις λέξεις», χτίζεται από το Λόγο («γιατί δεν τονε χτίζουμε τον Λόγο μας εκείνος μας χτίζει»), περιπλανιέται στον «αστερισμό της απορίας» του, πιτσιλισμένο από το ανθρώπινο αίμα, αυτό που «πάντα απορεί». Απορία στην απορία, συχνά το ποίημα ξεστρατεύει, και ο ποιητής χάνει τον έλεγχο, δεν ξέρει πού πηγαίνει: «Αν θα τελειώσει εδώ αξιοπρεπώς / ή αν θα αρχίσει να ξερνάει αίματα/ μετανιωμένα αργύρια/ ώσπου να γίνουν όλα άπατα»…

Και ο ασκημένος αναγνώστης θα μυρίσει  ή θ’ ακούσει, θα γευτεί, τέλος πάντων, συναισθητικά (με όλες του τις αισθήσεις δηλαδή), «διάσπαρτο τον θάνατο» καθώς «μαρσάρει η ποίηση στον γύρο του θανάτου» [«Έτσι μπορώ και κοιμάμαι» (Η όραση θα αρχίσει ξανά)].

Ποίηση, ποιητής, ποίημα: χρησιμοποιούμε συχνά τους όρους, ταλαιπωρούμε συχνά τις λέξεις, χάνοντας συχνά στη μεταμοντέρνα εποχή μας τα σημαινόμενα μέσα από τα χέρια μας. Σημασία έχει, ωστόσο, πώς τις ορίζει και τις αντιλαμβάνεται ο ποιητής Γιάννης Στίγκας, για τον οποίο «Κάθε ποιητής είναι λίγο κονφερανσιέ. Κάθε κονφερανσιέ είναι λίγο θλιμμένος» όπως λέει η επιγραφή σε ένα ποίημα.

Και αν η «γραφή είναι βραχυκύκλωμα», όπως διαβάζουμε κάπου, τότε τι είναι ποίημα;

Να μερικές από τις απαντήσεις: «είτε τον αποδέχεστε είτε όχι / ο Βερλαίν δημιούργησε το πρώτο διαμπερές ποίημα» («Μαζί στα νυχτέρια μαζί και σε αυτή τη σελίδα»), ο «Σαλβαδόρ Αλιέντε / από μόνος του ποίημα» [«Ο πεντοζάλης της φωτιάς» (Ισόπαλο τραύμα)], αλλά και «Το γάντι του νεκρού αστροναύτη στο διάστημα» αποτελεί «το τελειότερο ποίημα μούντζα» που μπορεί να φανταστεί ο Στίγκας στην τελευταία του συλλογή.

Έτσι πορεύεται από ποίημα σε ποίημα ο Στίγκας, κυκλώνοντας το θέμα του και ορίζοντας ξανά και ξανά την ποίηση. Κάθε ποίηση που σέβεται τον εαυτό της, κάθε ποίημα που σέβεται τον εαυτό του, κάθε ποιητής που σέβεται τον εαυτό του, αγωνίζεται να την ορίσει, κι αυτό συμβαίνει σε κάθε σχεδόν συλλογή του Στίγκα. Τι είναι, λοιπόν, ποίηση; Ας δούμε μερικούς από τους ορισμούς της! «Αγώνας δρόμου», ακόμα και αν στο φωτοφίνις δεν διακρίνεται ο τρόμος, με «αυθέντη» το χρόνο και διάσπαρτες πεσμένες σκυτάλες στο παιγνιώδες «Τέτοιο αγώνισμα η ποίηση» (Ισόπαλο τραύμα). Αλλού ο ορισμός φαίνεται να απηχεί τον αντίστοιχο του Χέμινγκουεϊ για την άλλη σύντομη φόρμα, το διήγημα: «Ποίησις είναι η κορυφή του παγόβουνου/ και από κάτω πανστρατιά / οι βλαστήμιες» [«Έτσι όπως διαβάστηκε στην παλάμη μου και σκόνταψα στ’ αλήθεια» (Η όραση θ’ αρχίσει ξανά)], ενώ στην ενότητα «Τα σύννεφα» της τελευταίας συλλογής διαβάζουμε «ζωοτροφή για τα σύννεφα / αυτός θα μπορούσε να είναι /  ένας πολύ κυνικός ορισμός για την ποίηση»

Και γι’ αυτόν που δεν κατάλαβε ή βρίσκει δυσερμήνευτους τους παραπάνω ορισμούς, ο Γιάννης Στίγκας γίνεται και πιο ακριβής, έστω και με έναν αποφατικό ορισμό. Τι δεν είναι ποίηση, λοιπόν;

 

«Γιατί η ποίηση
-ψιτ μεγάλε-
δεν είναι αιώρα ρεμβασμών
δεν ειν’ το φτερωτό σου κατοικίδιο
-ψιτ μεγάλε-
Όταν υποδύεσαι το φεγγάρι
να το υποδύεσαι και στη χάση του
-δεν θα στο κάνω πιο λιανά –
Αν το νοείς αυτό
έχει καλώς
αλλιώς
Ε ρε Mαγιακόφσκι που σου χρειάζεται»

[«Με τον τρόπο του Γ.Σ.» (Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο)]

 

Έτσι πορεύεται ο Στίγκας χρόνια τώρα, κι εμείς μαζί του. Η ποίηση του Στίγκα, είναι, νομίζω, όπως κάθε μεγάλη τέχνη, επικίνδυνη. Μπορεί να μας πάρει από το χέρι και, παρέα με Κύκλωπες, Μέδουσες, Γοργόνες και Σειρήνες, δράκους και δράκουλες, Μονόκερους και Κέρβερους (βλ. Βλέπω τον κύβο Ρούμπικ φαγωμένο), να μας οδηγήσει μέσα από τρελούς, πραγματικούς, φανταστικούς και απειλητικούς δρόμους στα σκοτάδια του δικού μας μυαλού, ώς το τελευταίο δωμάτιο του Μινώταυρου. Εκεί ακριβώς όπου εδράζεται το νόημα, η ουσία της λογοτεχνίας, αλλά και το βασικό της θέμα: εσείς κι εγώ, δηλαδή, «αυτός» που ήδη από εκείνο το καταραμένο τρίστρατο σταυροδρόμι που όριζε η Σφίγγα αποτελεί τη μοναδική απάντηση σε κάθε ερώτησή μας, όπως θα έλεγε ένας Αντρέ Ζιντ ή ένας Αχιλλέας Κυριακίδης.

Στον αδιάκοπο αυτόν στροβιλισμό του, ο ποιητής, αναζητώντας προνομιακές στιγμές φώτισης, θέασης και έκλαμψης, πέφτει συνεχώς πάνω σε ρωγμές διαφυγής («Οι ρωγμές των ρωγμών/ ω οι ρωγμές / με λίγη φαντασία γίνονται αστέρια» διαβάζουμε στη νέα συλλογή), γνωρίζοντας ωστόσο ότι «η πιο μεγάλη ειρωνεία της ρωγμής / δεν είναι αυτό που κάνει στα μελλούμενα/ούτε το πώς ξεχειμωνιάζει μες στα φόβητρα… είναι που λειτουργεί σαν κλειδαρότρυπα… όσο και να την αγνοείς/ μια μέρα φτάνει ώς το μάτι σου και τότε βλέπεις καθαρά…

Τι βλέπει, όμως, απέναντι ο ποιητής, το βλέμμα των συναδέλφων του οποίου ξέρουμε ήδη από τον Καβάφη ότι είναι οξύτερο; Και, ακόμα χειρότερα, τι κάνει απέναντι όταν οι ρωγμές μεγαλώνουν και μπορεί να περάσει; Η απάντηση έρχεται αποστομωτική από τον ίδιο: «μη φανταστείτε κάτι ηρωικό», απλώς πετάχτηκε «για να πάρει τσιγάρα»!

Άλλοτε, πάλι, όταν τα βράδια οι ρωγμές μικραίνουν επικίνδυνα, από την τρύπα μιας καρφίτσας μπορεί να «στάζει η σιωπή» με ένα ενοχλητικό επαναλαμβανόμενο «ταπ ταπ ταπ». Εδώ βρίσκεται το «επικοινωνιακό κάζο» της ποίησης κατά τον Στίγκα, γιατί «είναι φοβερό να μιλάς για το μαρτύριο της σταγόνας» και οι άλλοι «να φαντάζονται ένα απλό κλιματιστικό» [«Σωστή πλημμυρίδα η σιωπή» (Η όραση θ’ αρχίσει ξανά)].

Κι αν κανείς συμπεράνει με ό,τι είπα ώς τώρα πως πρόκειται για ποιητή που δημιουργεί κλεισμένος στο δωμάτιό του αγνοώντας τον κόσμο γύρω του ή την Ιστορία, το λάθος είναι αποκλειστικά δικό μου. Πλείστες οι αναφορές σε κομβικά σημεία της ανθρώπινης ιστορίας που μυρίζουν πάλι αίμα, βία και φρίκη, αλλά και ολοφάνερη η επαφή του με τη σύγχρονη πραγματικότητα και τα μεγάλα προβλήματά μας. Η φαινομενική απομόνωση του ποιητικού υποκειμένου δεν είναι, λοιπόν, άγονη εσωστρέφεια, αλλά οδηγεί κατά περιπτώσεις σε μια ποίηση που τολμά, παρά τη βαθιά εσωτερική αφετηρία της, ν’ απογειωθεί στο χάος της Ιστορίας και να προσγειωθεί ανώμαλα και επικίνδυνα στην ιστορική πραγματικότητα, στις κρίσιμες μέρες μας αλλά και στο δρόμο, για παράδειγμα, προς το περίπτερο της γειτονιάς μας.

Όπως και να ’χει, ο Στίγκας αποδείχθηκε χρόνια πριν έτοιμος να αναλάβει το ρίσκο της ποιητικής έκφρασης και να σηκώσει, για παράδειγμα, το γάντι εκείνο που πέφτει στο τέλος του ποιήματος «Είναι πολλά τα G»: «Και στο πετάω όπως στις παλιές ταινίες οι ξιφομάχοι –πάει να πει-/ τώρα/ είναι μόνο στο χέρι σου/», όπως και πράγματι θα κάνει λίγο αργότερα στην ίδια συλλογή όπως λέει απευθυνόμενος στον υποκριτή και αδελφό αναγνώστη του «Είμαι βρώμικα έτοιμος αγαπητέ monsieur θα σηκώσω το γάντι» («Τα ακριβά μου μεσάνυχτα»).

Μένει εμείς οι αναγνώστες να αποδεχθούμε την πρόκληση, να το σηκώσουμε επίσης και να διαβάσουμε προσεκτικά μιαν από τις πιο χαρακτηριστικές και ξεχωριστές ταυτόχρονα σύγχρονες ποιητικές φωνές.

Εγώ, ένας βεβαιωμένος υψοφοβικός [που θα προσυπέγραφα κάθε ενότητα των ποιητικών αφορισμών από το ποίημα «Καρφιτσωμένα στο cockpit», κυρίως την πρώτη  («Κατά κάποιον τρόπο / από τα δέκα χιλιάδες πόδια και πάνω / είμαστε όλοι υπερρεαλιστές»)], σας αποχαιρετώ προς το παρόν με την προτροπή να αφεθείτε και να απογειωθείτε. Γιατί ο ποιητής που έχουμε σήμερα μαζί μας δε φοβάται τα ύψη που κρύβουν χαοτικούς μαιάνδρους φέρνοντας κοντά και επικίνδυνα σύμφωνα με το μάθημα μεγάλων δασκάλων την ποίηση στην πτήση και την πτώση. Θα έλεγα στην πραγματικότητα τα αναζητά.

Όπως γράφει ο ίδιος:

 

«Κι άμα πηδάω κάθε νύχτα/

από την κορυφή της λύπης μου, δεν είναι από συνήθεια /

είναι γιατί η αλήθεια κύριοι, προϋποθέτει ύψος».

 

**********************

 

Η πτώση ως πτήση κι η πτήση ως ποίηση

Του Σπύρου Γιανναρά. 

 

Καθώς στρώθηκα να γράψω για τον Εξυπερύ του Γιάννη Στίγκα, συνειδητοποίησα ότι την ποίηση ούτε να την παρουσιάσεις μπορείς, αλλά ούτε να την αναλύσεις. Είναι όπως λέει ο ποιητής σαν τον σκύλο που γαβγίζει τ’ αστέρια, «Κάτι που δεν αναλύεται προς κάτι που δεν αναλύεται». Είναι μ’ άλλα λόγια αδύνατον να σταθείς στο ύψος της ποίησης, γιατί η ποίηση, όταν είναι πραγματικά και πραγματική ποίηση, είναι όλη ανάστημα. Κάτι που ο Στίγκας ονομάζει νομίζω «σύννεφο».

Απ’ την αβάσταχτη αυτή αλήθεια δεν γλιτώνει όμως ούτε ο ποιητής. Μόνο που με τον ποιητή ισχύει το εξής παράδοξο: Από την μία, αισθάνεται λίγος για να μιλήσει για την ποίηση, γιατί ξέρει πως με το που πατήσεις πάνω της για να μιλήσεις για κείνη, πέφτει το π και γίνεται σκέτη οίηση. Ωστόσο, από την άλλη, κάθε του ποίημα μιλάει σχεδόν αποκλειστικά και μόνο για την τέχνη του. Ο ποιητής λοιπόν μιλάει για την ποίηση μονάχα μέσω της ποίησης, με «κάτι που δεν αναλύεται προς κάτι που δεν αναλύεται». Κάθε ποιητής είναι εξ ορισμού υπερασπιστής και θεμελιωτής της ποίησης. Οι υπόλοιποι, αν είναι τυχεροί και τολμηροί – μαζί πάνε συνήθως αυτά – μπορούν απλώς και μόνο να ρίξουν ένα πλάγιο φώς στο πόνημά του. Και πάλι όχι σε κάθε ποίημα, παρά μονάχα σε εκείνα που δεν αντανακλούν το βλέμμα τους, τυφλώνοντάς τους.

Μπορεί όλα τούτα να μοιάζουν άσχετα με το προκείμενο, δηλαδή τον Εξυπερύ, ωστόσο μην αυταπατάσθε, βρίσκομαι ήδη στη μέση ή στον σκοτεινό μυχό της συλλογής. Μετράω ήδη τις δικές μου ώρες πτήσης. Αποτολμώ να φωτίσω με τα πενιχρά μου μέσα, τον δικό μου λαμπτήρα των ολίγων watt, την νέα συλλογή του Στίγκα ―για να αναφερθώ στην έκλαμψη την οποία περιγράφει το ποίημα «Των 60 watt». Πρόκειται λοιπόν για μια συλλογή που μιλάει απ’ άκρη σ’ άκρη για την ποίηση. Με τον εγγαστρίμυθο τρόπο της βέβαια, αλλά μονάχα έτσι μπορώ να την εξιχνιάσω. Να φωτίσω όσο μου είναι μπορετό τα ίχνη της.

Η πρώτη προφανής μεταφορά της ποίησης που χρησιμοποιεί εδώ ο Στίγκας είναι εκείνη της πτήσης. Ξεκινώντας από τους τίτλους των ποιημάτων, «Είναι πολλά τα G», «Πήγασος ή ο άγγελος των αλόγων», «Sputnik 2017», «Μικρό μου άγουρο πετούμενο», «Little Boy», η πυρηνική, δηλαδή, βόμβα, «Τα σύννεφα», «Human Bullet», «Υψιπετές κι ας πόνεσε» οι οποίοι αποτελούν πτητικές μεταφορές του ποιήματος. Η δε πτήση, όπως την εννοεί ο τίτλος, δηλαδή το πεπρωμένο του συγγραφέα της Γης των Ανθρώπων, ο οποίος χάθηκε στους αιθέρες, είναι εκ προοιμίου συνυφασμένη με την έννοια της πτώσης. Πτήση/ πτώση είναι το κεντρικό μοτίβο, πάνω στο οποίο πατάει η συλλογή για να μιλήσει για τον ίδιο της τον εαυτό, δηλαδή την ποίηση και την ποιητική δημιουργία ή σκέτο την ποιητική της.

Οι δύο όροι ωστόσο δεν αντιπαραβάλλονται, αλλά ούτε παραβάλλονται. Η ποίηση διαθέτει τη δική της ανορθολογική λογική και η συλλογή του Στίγκα την δική της βαρύτητα – και ως ελκτικό νόμο περί των σωμάτων, αλλά και ως ειδικό ποιητικό βάρος. Εξ ου και διαγράφει πάντοτε μια πορεία που δεν είναι «Ούτε η ηρωική απελπισία της ευθείας, ούτε η λύτρωση του κύκλου. / [αλλά] Αυτό το ανάμεσα. Μια μπάσταρδη κίνηση». Συνεπώς η λογική του αιτίου αιτιατού που αντιλαμβάνεται την πτώση ως αποτέλεσμα της πτήσης, δεν έχει εδώ καμία ισχύ. Στη συλλογή αυτή, αλλά και σε ολάκερο το ποιητικό σύμπαν του Στίγκα, σημασία δεν έχει το αποτέλεσμα το οποίο εν τέλει αγνοούμε ή αναζητούμε ή αναμένουμε, (οι τρεις όροι εν προκειμένω ταυτίζονται), αλλά η διαδικασία, δηλαδή η ποιητική δημιουργία.

Σημασία έχει λοιπόν η πτήση και όχι η πτώση διότι η πτήση είναι ήδη μια πτώση ή μάλλον η πτώση είναι προϋπόθεση της πτήσης κι όχι το ανάποδο. Διότι «Ο πήγασος» η πάλλευκη ή αν θέλετε η πιο αναστάσιμη μεταφορά του ποιήματος, «πεθαίνει στον αέρα όπως κάθε τι που αρνείται τη φθαρτότητα του». Πεθαίνει την ώρα που ανασταίνεται ως στίχος. Περαιτέρω εξήγηση εδώ δε χωράει γιατί τότε αρχίζει να ξηλώνεται η ποίηση στην κόψη της λογικής.

Μιλώντας για την ποίηση, το ποίημα του Γιάννη Στίγκα καταλήγει συχνά να μιλάει για κείνο που δεν αυτή είναι. Για το ψεύτικο καθρέφτισμα του αεροπλάνου στο νερό. Κάνοντας λόγο για την «αντοχή του χαρτιού» ή την «ελπίδα», ο Στίγκας μοιάζει να αναπλάθει πιθανόν χωρίς να την ξέρει, τη φράση της μέγιστης διηγηματογράφου Φλάνερυ Ο’ Κόνορ, η οποία διατείνεται ότι οι περισσότεροι γραφιάδες ενδιαφέρονται να γίνουν συγγραφείς ή ποιητές κι όχι να γράψουν ποίηση ή πρόζα. Οι ίδιοι κομπορρήμονες στους οποίους ωστόσο αντιστέκεται λυσσαλέα το χαρτί, φαίνονται στα μάτια του Στίγκα «φοβερά μονότονοι και κάπως υστερικοί για το μέλλον».

Η ποίηση λοιπόν δεν είναι ποτέ μια προγραμματισμένη πτήση προς την υστεροφημία ή την καταξίωση. Στην ποίηση ξεκινάς ηττημένος «με ασσόδυο στα μάτια», όπως λέει ο ποιητής. Το χάσιμο ή η απώλεια είναι εν ολίγοις προϋπόθεση της γραφής. Η ποίηση ξεκινάει με το αίσθημα της απώλειας της ίδιας της ποίησης, το αίσθημα της πτώσης απ’ τον ουρανό της δημιουργίας, δηλαδή της αποτυχίας. Έτσι λοιπόν η ποίηση εν τέλει προκύπτει από το επακόλουθο παράπονο που σε παίρνει κατάμουτρα. Και μόνο τότε αρχίζεις να γράφεις. Όμως τώρα ήδη εγκληματώ καθότι γλιστράω προς την παράφραση, δηλαδή το φονικό και τον αφανισμό της λογοτεχνίας.

Εκείνο που όμως θέλω να πω, είναι πως ο ποιητικός λόγος του Στίγκα για την ποίηση είναι πάντα μια αρνητική διαλεκτική ή πιο θεολογικά πώς την ποίηση την προσεγγίζει μονάχα αποφατικά. Ενώ σαρκάζει τον τρόμο της πτήσης, τον τρόμο της θνητότητας ή του θανάτου, κατατρύχεται όπως κάθε δημιουργός, από εκείνον του τέλους της δημιουργίας. Από κείνο το «αυτό ήταν, πάει τέλειωσε» που μοιάζει να λειτουργεί σαν ευχή συνάμα και προσευχή, καθώς η τέχνη είναι πάντα δώρο και κατάρα· από εκείνη την ύστατη κραυγή, που εκφέρεται πάντα ως δια μαγείας πριν την ξαφνική αναλαμπή στο κεφάλι του ποιητή. «Με τρομάζει που ξέρουμε να ακυρώνουμε θαύματα /με ελάχιστα μέσα», αναδαρκύζει στο «Σκοτεινό μου Τρυγόνι» (άλλη μια παπαδιαμαντική αυτή τη φορά, μεταφορά της ποίησης). Ο τρόμος προκύπτει από την ενδεχόμενη υποτίμησή της. Από την ενδεχόμενη οίηση που ενίοτε προκύπτει απ’ την στενή γειτνίαση με το θαύμα. Γι’ αυτό και ο Στίγκας δεν παύει να προειδοποιεί τον εαυτό του: «Το παραμικρό λάθος θα ερήμωνε τη σελίδα, ίσως και τις επόμενες». Και το μεγαλύτερο λάθος για έναν ποιητή είναι η ύβρις της ευκολίας, η υποτίμηση της δημιουργίας χάριν του δημιουργήματος. Η υποτίμηση της ποίησης χάριν του ποιητή. «– ξέρω όλες τις ευκολίες σου, Γιάννη / θα σου γυρέψουν μια μέρα τον λόγο».

Είπαμε στην αρχή πως κάθε ποιητής είναι εξ ορισμού υπερασπιστής και θεμελιωτής της ποίησης. Στη συλλογή Εξυπερύ σημαίνει χάνομαι ο ποιητής μιλάει για την ποίηση μέσα απ’ τα εμπόδιά της. Τον τρόπο της και τις παγίδες του. Επανέρχεται σταθερά σε μία. Το τρόμο της αποδοχής, τον τρόμο του κοινού, την υποταγή στις επιταγές του κοινού γούστου. «Γράφω / σημαίνει ξεχνάω / το συννεφιασμένο σου μέτωπο / Hypocrite lecteur». Το εμπόδιο όμως, προϋπόθεση κι αυτό της πτήσης και της ποίησης – ο ποιητής δεν αφήνει μ’ άλλα λόγια εμπόδιο ανεκμετάλλευτο – ενσωματώνεται και γίνεται εν τέλει ποιητική ύλη: «Να θυμάσαι· ο αναγνώστης δεν είναι συγκυβερνήτης. / Ξαπόστειλέ τον από κει που ‘ρθε / και κάτσε να μαντάρεις με την ησυχία σου / το φράγμα του ήχου».

Υπ’ αυτό το πρίσμα, της ύβρεως, νομίζω, πρέπει να διαβαστούν και τα δύο ποιήματα για τον Σικελιανό. Ο Σικελιανός είναι (και δικαίως) το αρχέτυπο του μεγάλου, του ολύμπιου ποιητή. Η ποίηση του είναι ιλιγγιώδης, έχεις την αίσθηση διαβάζοντάς τον πως ανήκει στη ιερή χορεία των γιγάντων που πρόσθεσαν ανάστημα και μπόι στην ίδια την ποίηση. Ανήκει στους αγχινεφείς που πήραν το τιμόνι της ποίησης στα χέρια τους και την τιμόνευσαν στα δικά τους νερά. Ταυτόχρονα όμως έπεσε σύξυλος στην παγίδα του μεγαλείου.

Έχοντας αγγίξει τα σύννεφα, «ό,τι πιο ανάμεσα στον Θεό και στον θάνατο», όπως λέει ο Στίγκας, ο Σικελιανός θεώρησε, θεοποιώντας νηπιοπρεπώς τον εαυτό του, παίρνοντας δηλαδή την παρομοίωση του δημιουργού στην κυριολεξία της (κι η κυριολεξία είναι το θανάσιμο αμάρτημα του ποιητή) ότι μπορούσε να κατισχύει πάνω στον θάνατο. Να αναστήσει, όχι ένα λευκό χαρτί, αλλά έναν κάτωχρο συνάνθρωπο. Όπως όμως υπαινίσσεται ο Στίγκας η νίκη καταπάνω στον θάνατο μονάχα ως ήττα είναι νοητή και όχι ως κατίσχυση. «Ίσως φταίει το μέσον. Εννοώ το νυστέρι. / Ενδεχομένως, αυτό που λέγεται θάνατος / να προσεγγίζεται με αβρότερες κινήσεις» σαρκάζει με κάθε σοβαρότητα στο ποίημα «Ο Σικελιανός στα εννιά του».

Αβρότερη και λεπτότερη κίνηση για να προσεγγίσεις τον θάνατο απ’ την ποίηση δεν υπάρχει. Υπάρχει, θα μου πείτε, και η προσευχή. Όμως η προσευχή είναι η συνάντηση της ποίησης με κάτι που δεν αναλύεται. Και τα δυο ποιήματα για τον Σικελιανό είναι κατά βάθος ποιήματα για την ποίηση. Αποφατικά ποιήματα, που αναφέρονται σε κείνο που δεν είναι η ποίηση. Στη ύβρη που ελλοχεύει ακόμα κι όταν έχεις αγγίξει τα σύννεφα.

Αυτό που σιγά σιγά γίνεται εμφανές καθώς κανείς διαβάζει και ξαναδιαβάζει τη συλλογή, είναι πως απ’ την ίδια την ομιλία για την ποίηση, απ’ την ώρα δηλαδή που η ποίηση αρχίζει να μασουλάει τις δικές της δάφνες, αρχίζουν να εκβάλλουν από μέσα της όλα τα διαφορετικά της πρόσωπα. Μιλώντας για τον εαυτό της και τη μοίρα της, την πτήση και την πτώση της, η ποίηση του Γιάννη Στίγκα μιλάει για τη θνήσκουσα θνητότητα, θεμελιώνει ένα λόγο για τον θάνατο. «Αυτό που λέμε θνητότητα / είναι ένα σύννεφο ταχείας πήξεως. /Διάνυσέ το / μονάκριβα/ – όχι με την ταχύτητα του τρόμου σου». Η ποίηση και κατ’ επέκταση η τέχνη είναι ένα ιερό διαβατήριο σαν εκείνα που εναπόθεταν στα μάτια των νεκρών που επρόκειτο να διαβούνε τον Αχέροντα. Ο θνητός βίος είναι κι αυτός ένα ποτάμι, όπως έχει κατά πιο ένδοξους καιρούς ειπωθεί. Η ποίηση ένα από τα ιερά του διαβατήρια χωρίς τα οποία η ζωή γίνεται ένα διαρκές θνήσκειν κι ο άνθρωπος ζωντανός νεκρός.

Οι ζωντανοί, όσοι ζουν με την ποίηση στις φλέβες τους, συνθέτουν στα μάτια του Γιάννη Στίγκα έναν άλλο πολιτισμό· τον πολιτισμό του βλέμματος. Μια κοινότητα ανθρώπων ή ένα πολίτευμα, όπου οι μεν βλέπουν τη ζωή κατάματα και οι δε την διαβάζουν στα μάτια των πρώτων. Αυτή νομίζω θα ήταν η ιδανική πολιτεία· η πολιτεία των ποιητών. «Ο πολιτισμός του βλέμματος οφείλει να καθρεφτίζει», μας λέει ο ποιητής. Γιατί το βλέμμα, η όραση των ποιητών βλασταίνει μαζί με τη δίψα: «όραση και δίψα πρέπει να εδράζονται στο ίδιο σημείο. / Ίσως έχουμε να κάνουμε με ένα αυστηρά κλειστό κύκλωμα. / Κάτι ανάβει τη δίψα και η δίψα την όραση. Ποτέ το ανάποδο». Και η δίψα – δεν μπορώ να προχωρήσω παραπέρα – μας επαναφέρει εμβρόντητους μπροστά στο ανάστημα. Στην ίδια την ποίηση.

Τελειώνοντας θα ήθελα να πω δυο λόγια για τον τρόπο ή το ύφος του ποιητή. (Ο ποιητής έχει πάντοτε ύφος και όχι στυλ· «Άλλωστε είναι γνωστό τοις πάσι ότι το στυλ είναι ένα πανίσχυρο εργαλείο διαμόρφωσης της ιστορίας»). Ο Στίγκας γράφει με τον μοναδικό, κατά τη γνώμη μου τρόπο με τον οποίο μπορεί να γράψει σήμερα κανείς ποίηση. Μοναδικό, όχι τόσο γιατί διανύουμε την ακραία απάνθρωπη εποχή που εγκαινίασε το Άουσβιτς, αλλά λόγω της βάναυσης κακοποίησης που υπέστη η ποίηση από την οίηση.

Σήμερα, με άλλα λόγια, για να μιλήσει σοβαρά και μετρημένα για τα ουσιώδη της ύπαρξης και την πιο τραχιά καθημερινότητα, ο ποιητής δεν πρέπει να παίρνει ούτε κατ’ ελάχιστο στα σοβαρά τον εαυτό του, αλλά μονάχα την ποίηση. Πρέπει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του διαρκώς ως σεσωσμένο από την ποίηση και όχι ως διασώστη της. Εξ ου και ο ακόλουθος ορισμός του ποιητή, που εγκαθιδρύει μέσα στην θνητότητά του ένα ιδανικό όπως είδαμε πολίτευμα: «Σιγά σιγά / βρίσκω μέσα μου τις λέξεις / για να επιζήσω κουβεντιαστά / Αυτό δεν είναι σχέδιο πτήσης / Είναι το δικό μου / επείγον πολίτευμα».

Γι’ αυτό και ο τρόπος του Στίγκα είναι βαθιά αυτοσαρκαστικός και επιθετικά σαρκαστικός. Καταλήγοντας πάντα όμως σε μια εξομολογητική γονυκλισία, σε μια ταπεινότητα. Στο «Humility is endless» του Έλιοτ. «ΚΙ εγώ δεν έχω ούτε ένα στίχο που να σώζει από τη φωτιά. / (Ίσως μόνο δυο-τρεις για το κοινό κρυολόγημα)». Καταλήγει με άδεια χέρια και την πιο πολύτιμη σωκρατική απορία στα χείλη. «Να με λοιπόν εδώ / ξοπίσω απ’ τα νυχτιάτικα / αγγίζοντας το μυαλό μου / με αμφίβολη τρυφερότητα / ποιος είμαι εν τέλει / λέξη προς λέξη / μεσουρανεί ο αστερισμός της απορίας μου». Γιατί στο τέλος κάθε ποιήματος καραδοκεί βασανιστικό πάνω απ’ το κεφάλι του πεπτωκότα ποιητή το ερώτημα της επόμενης πτήσης, το «ποιος είμαι και που πάω», το οποίο ισοδυναμεί τελικά με την ιδρυτική απορία του «τι είναι η ποίηση».

 

info: Γιάννης Στίγκας,Εξυπερύ σημαίνει χάνομαι, Μικρή Άρκτος, 2017

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΝτύρρενματτ, Η διπλή ταυτότητα της Επιστήμης (της Σωτηρίας Καλασαρίδου)
Επόμενο άρθροΜετα-αφηγήσεις εαυτού σε τρίτο πρόσωπο (της Ειρήνης Σταματοπούλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ