Του Αιμίλιου Σολωμού.
Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ ζει. Όχι, δε βρίσκεται πια στο περίφημο καφέ Γκλουκ, στην οδό Άλσερ, στη Βιέννη. Μετακόμισε στη Ζωοδόχου Πηγής 2-4, στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί βρίσκεται το στρατηγείο του, το γραφείο-βιβλιοπωλείο Βιβλιοανιχνευτής. Ονομάζεται Γιώργος Ζούκας. Φτάσαμε κοντά του με τη σύσταση ενός φίλου, ψάχνοντας το εξαντλημένο βιβλίο «Η σφαγή στο Δήλεσι», έκδοση του 1980. Δεν υπήρχε σε άλλα βιβλιοπωλεία. «Ναι, του Τάσου Βουρνά», χαμογέλασε. «Κάπου εδώ το έχω», είπε κι έσκυψε πάνω από μια στοίβα βιβλία. Τότε θυμήθηκα τον παλαιοβιβλιοπώλη Μέντελ, τον ήρωα του ομώνυμου διηγήματος του Στέφαν Τσβάιχ.
«Αυτό το μοναδικό δευτερόλεπτο που έστρεψα το βλέμμα εντός μου άρκεσε για να αναδυθεί ανάγλυφη στο πίσω μέρος των βλεφάρων η απαραγνώριστη μορφή του, στο κόκκινο φως των αιμοφόρων αγγείων. Μεμιάς τον είδα, με σάρκα και οστά, έτσι όπως ήταν θρονιασμένος πάντα εκεί, στο τετράγωνο τραπέζι με τη βρόμικη γκριζωπή μαρμάρινη επιφάνεια, τη διαρκώς καλυμμένη από ετοιμοπαράδοτες στοίβες βιβλίων και χαρτιών. Πώς διάβαζε ακάματος και απερίσπαστος, με το διοπτροφόρο βλέμμα του υπνωτισμένα άκαμπτο κι αγκιστρωμένο σε ένα βιβλίο…»*
«Έχετε διαβάσει τον Παλαιοβιβλιοπώλη Μέντελ;» ρώτησα τον Γιώργο Ζούκα. Χαμογέλασε ξανά. «Είναι το μανιφέστο μου!», απάντησε ενθουσιασμένος. Τον θυμάμαι τον Γιώργο, από τα φοιτητικά μου χρόνια, στο βιβλιοπωλείο της Φιλοσοφικής Σχολής στου Ζωγράφου. Ισχνός και τότε, με τα στρογγυλά του γυαλιά. Έκτοτε εργάστηκε σε πολλά βιβλιοπωλεία στο κέντρο της Αθήνας. Μέχρι που άνοιξε το δικό του, τον Βιβλιοανιχνευτή. Όπως ο Μέντελ, αγοράζει και πουλάει βιβλία. Ζει και αναπνέει για το βιβλίο. Από το κατάφορτο δωμάτιο με τα βιβλία, ανασύρει από τα ράφια, τις στοίβες, τις κούτες, όποιο τίτλο ζητήσει κανείς. Η μνήμη του έχει κάτι από την περιβόητη μνήμη του Μέντελ, μια μνήμη που θαυμάζει κανείς στους παλαιούς βιβλιοπώλες που έγιναν βιβλιοπώλες εκ πεποιθήσεως, από στάση ζωής, για την αγάπη τους προς το βιβλίο.
«Για κάθε έργο, είτε χθεσινό είτε διακοσίων ετών, γνώριζε αμέσως τόπο έκδοσης, συγγραφέα, τιμή καινούργιου ή μεταχειρισμένου, και θυμόταν, διατηρώντας αλάθητη την εικόνα στο μυαλό του, το δέσιμο ταυτόχρονα με την εικονογράφηση και τα παραρτήματα που το συνόδευαν. Κάθε έργο, είτε το’ χε πιάσει στα χέρια του ο ίδιος είτε το’χε κατασκοπεύσει κάποτε από μακριά σε κάποια έκθεση ή βιβλιοθήκη, το έβλεπε με την ίδια οπτική ευκρίνεια όπως ο καλλιτέχνης δημιουργός το ενδόμυχο ακόμα δημιούργημα, αθέατο ακόμα από τον υπόλοιπο κόσμο. Αν, για παράδειγμα, ένα βιβλίο προσφερόταν στον κατάλογο ενός παλαιοβιβλιοπωλείου του Ρέγκενσμπουργκ προς έξι μάρκα, θυμόταν στη στιγμή ότι το ίδιο ακριβώς, σε άλλο αντίτυπο, είχε εμφανιστεί σε έναν βιεννέζικο πλειστηριασμό δυο χρόνια πριν, προς τέσσερις κορόνες, καθώς και ποιος το απέκτησε∙ όχι, ο Γιάκομπ Μέντελ ποτέ δεν ξεχνούσε τίτλους και αριθμούς…»
«Πόσο κάνει;» τον ρωτήσαμε για το εξαντλημένο βιβλίο «Η σφαγή στο Δήλεσι». Ναι, παραλίγο να πει και σε μας όπως ο Μέντελ, «Δυο κορόνες». Τόσο φτηνό για εξαντλημένο βιβλίο. Οι τιμές του είναι εξαιρετικές. Ίσως οι καλύτερες που μπορεί να βρει κανείς στο κέντρο της Αθήνας. Είναι αλήθεια, ο Γιώργος Ζούκας δεν έχει καλή σχέση με τα χρήματα. Ούτε καν την επωνυμία της επιχείρησής του δεν την έχει τοποθετήσει έξω από την πολυκατοικία! Ορισμένες φορές αναγκάζεται να πωλήσει τα βιβλία του σε χαμηλότερες τιμές από αυτές που τα αγόρασε. Ο φίλος που με πήγε στο στρατηγείο του, συμφοιτητής από τη Φιλοσοφική, μου είπε πως όταν τον καλούν σε σπίτια για να αγοράσει βιβλία, όταν εντοπίζει κάτι πολύ αξιόλογο, τους αποτρέπει να το πωλήσουν! «Ζημιώνω, αλλά βγάζω τα απαραίτητα», λέει ο Γιώργος Ζούκας. Δεν είχε άλλωστε θέση στον κόσμο του το χρήμα. «Μόνο το τσιγάρο δεν μπορώ να στερηθώ», προσθέτει. Μα, ο Μέντελ, αυτός ο «τιτάνας του μνημονικού» δεν κάπνιζε ποτέ.
«Ενώ, κατά κανόνα, όταν έβαζε κανείς μπροστά του κάποιο ευτελές βιβλίο έκλεινε περιφρονητικά το εξώφυλλο και μουρμούριζε απλώς: «Δυο κορόνες», έτσι κι ερχόταν αντιμέτωπος με κάτι σπάνιο ή μοναδικό έγερνε πίσω γεμάτος σεβασμό, έστρωνε ένα φύλλο χαρτί και τον έβλεπες να ντρέπεται ξαφνικά για τα βρόμικα μελανωμένα δάχτυλά του με τα μαύρα νύχια. Κατόπιν άρχιζε να ξεφυλλίζει τρυφερά, προσεκτικά το σπάνιο κομμάτι, με απέραντο σεβασμό, σελίδα τη σελίδα. Σε μια τέτοια στιγμή δεν μπορούσε να τον ενοχλήσει κανείς, όπως δεν μπορείς να ταράξεις έναν αληθινό πιστό κατά τη διάρκεια της προσευχής. Και, πράγματι, αυτή η θέαση, το άγγιγμα, το μύρισμα και το ζύγιασμα, καθεμιά από τούτες τις ενέργειες ξεχωριστά είχε κάτι από τον τελετουργικό χαρακτήρα, από την κανονιστικά ρυθμισμένη λατρευτική ακολουθία μιας θρησκευτικής πράξης. […] Ζύγιαζε τέλος το παλιό βιβλίο στο χέρι του γεμάτος σεβασμό και, με μισόκλειστα μάτια, οσφραινόταν κι ανάσαινε τη μυρωδιά του ξεχαρβαλωμένου δεσίματος, συνεπαρμένος σαν αισθητική κοπελίτσα που μύριζε άλικο τριαντάφυλλο. Εννοείται πως κατά τη διάρκεια της κάπως επεισοδιακής αυτής διαδικασίας ο ιδιοκτήτης του βιβλίου όφειλε να δείξει υπομονή. Όμως, μετά την ολοκλήρωση της εξέτασης, ο Μέντελ είχε όλη την καλή διάθεση, τον ενθουσιασμό, θα λέγαμε, να παράσχει κάθε δυνατή πληροφορία, εμπλουτίζοντάς τη με τα απαραίτητα μακροσκελή ανέκδοτα και με κάποιες δραματικές αφηγήσεις για την τιμολόγηση παρόμοιων αντιτύπων. Τέτοιες στιγμές έμοιαζε να φωτίζεται, να ζωντανεύει, έδειχνε νεότερος κι ένα πράγμα μόνο μπορούσε να τον πικράνει απέραντα: να θελήσει κάποιο φυντάνι να του προσφέρει χρήματα για την εκτίμησή του. Μαζευόταν τότε προσβεβλημένος, όπως πάνω-κάτω κάποιος επιμελητής της Βασιλικής Πινακοθήκης, που ένας Αμερικανός ταξιδιώτης θα επιχειρούσε να του βάλει στο χέρι πουρμπουάρ για τις διασαφήσεις που του παρείχε. Γιατί το άγγιγμα ενός πολύτιμου βιβλίου ισοδυναμούσε για τον Μέντελ με ό, τι θα σήμαινε για κάποιον άλλον η συνεύρεση με μια γυναίκα. Αυτές τις στιγμές ήταν οι πλατωνικές ερωτικές του νύχτες. Μόνο το βιβλίο ασκούσε πάνω του εξουσία, ποτέ το χρήμα».
Τον Γιώργο Ζούκα μπορεί να τον βρει κανείς στη Ζωοδόχου Πηγής 2-4, αλλά και στον ιστότοπό του, τον Βιβλιοανιχνευτή (vivlioanihneftis.wordpress.com), έναν ιστότοπο πλούσιο, με άρθρα και μελέτες για το βιβλίο, την ποίηση, προτάσεις ανάγνωσης και χαμηλές προσφορές.
Φύγαμε από το βιβλιοπωλείο ελπίζοντας πως η παρατεταμένη οικονομική κρίση δε θα τσακίσει τον Γιώργο Ζούκα, όπως τσάκισαν τον Γιάκομπ Μέντελ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της αυτοκρατορικής Αυστρίας στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Τέτοιοι άνθρωποι, είτε υπαρκτοί, με σάρκα και οστά, όπως ο Γιώργος Ζούκας είτε πεζογραφικοί ήρωες όπως ο Γιάκομπ Μέντελ, είναι πολύτιμοι για το βιβλίο.
*Τα αποσπάσματα που παρατίθενται προέρχονται από τη μετάφραση της Μαρίας Τοπάλη, Stefan Zweig, Ο Παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ. Η αόρατη Συλλογή, εκδ. Άγρα, 2010
…κι επειδή Ζούκας δεν είναι μόνο ένας… ας φανταστούμε μπαίνοντας στο παλαιοβιβλιοπωλείο ένα μικρό ράφι με τα έργα των Ζουκών, όπως το ακόλουθο (πηγή; biblionet):
Ζούκας, Ιωάννης. Αναμνήσεις από τη διαδρομή ενός στρατηγού / Ιωάννης Ζούκας. – 1η έκδ. – Θεσσαλονίκη : University Studio Press, 2010. – 290σ. · 24×17εκ.
ISBN 978-960-12-1961-5 (Μαλακό εξώφυλλο) [Κυκλοφορεί – Εκκρεμής εγγραφή]
€ 18,00 (Τελ. ενημ: 28/1/2011) · Η τιμή περιλαμβάνει Φ.Π.A. 6,5%.
Αυτό το έργο υποθέτω ότι με την έκπτωση του 45-50% θα κόστιζε 9 ευρώ, αλλά θα’ταν βιβλίο για να θυμάσαι και στον στρατηγό και τον “αποθηκάριο” της πύρινης ύλης.