H Γιούλη Αναστασοπούλου μάς συστήνει τον Πάνο Ζερβό (*)
Πώς προέκυψε το βιβλίο;
Αρχικά η ιδέα προέκυψε από μία σειρά εφιαλτών την άνοιξη του 2004. Ήταν, από κάθε άποψη, αντικειμενικά τρομαχτικοί· ό,τι έπρεπε για μία ιστορία κλασικού, παραδοσιακού, κοινότοπου τρόμου. Και με αυτή τη λογική ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο, ένα κείμενο που σήμερα, όταν το κοιτάζω καμιά φορά, μου έρχονται γέλια. Ωστόσο, για να είμαι ειλικρινής, εκείνη την εποχή θεωρούσα ότι έγραφα μία ιστορία που σου πάγωνε το αίμα. Πίστευα, ο ανόητος, ότι μπορεί να τρομάξει ο σημερινός αναγνώστης, με τόση φρίκη με την οποία είναι εξοικειωμένος. Καθώς περνούσαν τα χρόνια –διότι η σοβαρή, εσκεμμένη συγγραφή του διήρκεσε περίπου δέκα χρόνια, γεμάτα ανασφάλειες και φαινομενικά αδιέξοδα–, συνειδητοποίησα ότι η ιστορία μου είχε προεκτάσεις που ήθελα κι άξιζε τον κόπο να εξερευνήσω. Πρώτα, όμως, έπρεπε να αποτινάξω την επιθυμία μου να προκαλέσω ανατριχίλες – με την όχι-και-τόσο-καλή-έννοια. Αυτό ήταν και το πιο δύσκολο κομμάτι. Όταν, πλέον, καταστάλαξε μέσα μου η κεντρική ιδέα, δηλαδή τι ήθελα να πω, τα πράγματα έγιναν πιο εύκολα και δούλεψα το μυθιστόρημα προς την κατεύθυνση της αλληγορίας. Ώστε εντέλει δεν με ενδιέφερε να γράψω μία τρομαχτική ιστορία, αλλά μία ιστορία ανησυχητική.
Βάλε μας λίγο στο κλίμα με ένα μικρό απόσπασμα
«Νὰ μιλήσουμε νηφάλια. Χά, μιὰ κουβέντα εἶν’ αὐτό! Ἀλήθεια, πόσο καιρὸ ἔχω νὰ μιλήσω ἢ νὰ σκεφτῶ ἔτσι; Ἀπὸ τότε ποὺ ἄρχισε νὰ μὲ πολιορκεῖ ὁ ἐφιάλτης, νοιώθω σὰν ὑπνωτισμένος, σὰν χαμένος μέσα στοὺς δρόμους μιᾶς ἄγνωστης καὶ ξένης πόλης ποὺ ἔχει ἐξωφρενικὴ ρυμοτομία καί, λόγῳ τῆς ἄγνοιας τῆς γλώσσας, δὲν μπορῶ νὰ συνεννοηθῶ μὲ κανέναν καὶ νὰ βρῶ βοήθεια.
»Ὑπολογίζω τὸν καιρὸ ποὺ ἔχει περάσει: σὲ λίγες μέρες κλείνουν τρεῖς μῆνες – τρεῖς μῆνες ἀνελέητου, λυσσαλέου καὶ ἐπιδεινούμενου φόβου. Πέρασε κιόλας τόσος καιρός! Γιά φαντάσου! Κι ὅμως, τὸ ἀστεῖο σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν ἱστορία εἶναι ὅτι κάπως τὸν συνήθισα τὸν φόβο. Ἡ ταλαιπωρία τοῦ λίγου ἀλλὰ ἐξαντλητικοῦ ὕπνου, φορτωμένου μὲ ἀπαίσια ὁράματα ποὺ γιγαντώνονται ὁλοένα καὶ περισσότερο κάθε νύχτα, ἔχει γίνει πιὰ μέρος τῆς καθημερινότητας, ὅπως τὸ φαγητό, ἡ ἐκκένωση τῶν ἐντέρων καὶ τὸ πήγαιν’ ἔλα στὴν δουλειά. Ἔχω συνηθίσει τὸ καμπούριασμα τῆς πλάτης, τὸ ἀποστεωμένο πρόσωπο, τὰ κόκκινα μάτια, τὴν ψιθυριστή καί, ἐνίοτε, τρεμουλιαστὴ φωνή. Ὑπομένω στωικὰ τὴν πίεση τῆς δουλειᾶς, τὰ μέτρα τῆς κυβέρνησης καὶ τὴν τρομοκρατία τοῦ ὀνείρου. Κι ὅλ’ αὐτὰ ἐπειδή, κατὰ βάθος, ἐλπίζω ὅτι ὅλα θὰ περάσουν, ὅλα θὰ γίνουν καλύτερα, χωρὶς νὰ κάνω ὁτιδήποτε.
»Ὡστόσο, ἡ πραγματικότητα στραγγαλίζει καὶ τὸ παραμικρὸ ψῆγμα ἐλπίδας.»
Πώς γράφεις; Είσαι τύπος που τα κλείνει όλα και συγκεντρώνεται;
Γράφω συνήθως τα βράδια. Δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο σύστημα, λόγου χάριν να φτιάχνω έναν σκελετό της ιστορίας, αλλά είναι οπωσδήποτε σημαντικό να έχει κατασταλάξει η ιδέα μιας ιστορίας μέσα μου προτού στρωθώ μπροστά στον υπολογιστή. Από κει και πέρα, μέχρι να έρθει η ώρα της συγγραφής, το μυαλό μου επεξεργάζεται τα επεισόδια ή τις ενδιάμεσες παραγράφους που θα καθοδηγήσουν τη συνέχεια και την κατάληξη της ιστορίας. Παρά ταύτα, επηρεάζομαι από την καθημερινότητα κι από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης· είναι φορές, και τ’ ομολογώ με κάποια ντροπή, που αποβλακώνομαι στο διαδίκτυο ενώ έχω ανοιχτό ένα αρχείο κειμένου που με περιμένει. Από την άλλη πλευρά, δεν ακολουθώ την καθιερωμένη συμβουλή να γράφω ακόμη κι αν είναι βλακείες και μετά να διορθώνω και να σβήνω. Μού είναι σημαντικό αυτό που γράφω να έχει λογική συνέπεια, κάθε παράγραφος να γεννά την επόμενη, αλλιώς δεν γράφω τίποτα. Όταν ξέρω επακριβώς τι πρόκειται να γράψω, έχω τρομερή αυτοσυγκέντρωση. Αν όχι, η συγκέντρωση πάει περίπατο. Θα πρέπει να τονίσω εδώ, πως όταν δουλεύω κάτι συγκεκριμένο, το μυαλό μου είναι σ’ αυτό σχεδόν όλη την ημέρα. Για παράδειγμα, ενώ είμαι στη δουλειά, ενίοτε ακόμη και για καφέ ή ποτό με φίλους, το μυαλό μου μηχανεύεται τη συνέχεια της ιστορίας. Η ζωή είναι έξω και, συχνά, μία βόλτα ή μία συνομιλία μπορεί να ξεκλειδώσει, μέσα από μία φαινομενικά τυχαία φράση, το μπλοκάρισμά μου. Ειρήσθω εν παρόδω, πολλές από τις ιδέες μου έχουν προκύψει έτσι – από μία τυχαία κουβέντα, από μία παρερμηνεία μιας φράσης, τη συμπεριφορά κάποιου περαστικού ανθρώπου, τέτοια πράγματα.
Ποιος είναι ίσως ο μεγαλύτερος εχθρός της διαδικασίας της γραφής;
Το να μη γράφεις. Τίποτα. Απολύτως. Το να περιμένεις τη θεία έμπνευση – δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανοησία απ’ αυτό.
Τι θεωρείς υπερεκτιμημένο σε ένα βιβλίο;
Πέραν της σκόπιμης επίδειξης γλωσσικού πλούτου ή τεχνικής, που όποτε την βλέπω μού προκαλεί ρίγη αποστροφής και κοσμικού τρόμου, θεωρώ υπερεκτιμημένο το βιβλίο που εφησυχάζει, αυτό που δεν σε βάζει στη διαδικασία να αμφισβητήσεις ό,τι θεωρείς αλήθεια ή δεδομένο.
Αγαπημένο απόσπασμα ή φράση από βιβλίο που σε καθήλωσε;
Δύσκολη αποστολή. Λοιπόν, ένα από τα αγαπημένα μου αποσπάσματα είναι το εξής: «Η δυστυχία μας δεν φτάνει στο ζενίθ της παρά μονάχα όταν έχουμε βρεθεί, αρκετά κοντά, στην εφικτή πιθανότητα της ευτυχίας» (Τα στοιχειώδη σωματίδια, Μισέλ Ουελμπέκ, ΕΣΤΙΑ, σελ. 327).
Τι θα φέρει το μέλλον στα Ελληνικά συγγραφικά πράγματα;
Καταρχάς, όταν μιλάμε για λογοτεχνία, συνήθως εννοούμε τη λεγόμενη σοβαρή πεζογραφία, μία ταξινόμηση που τίθεται υπό πολύ μεγάλη συζήτηση. Αυτή διακρίνεται χονδροειδώς σε δύο κατηγορίες: το κοινωνικό μυθιστόρημα (που επικεντρώνεται στα θέματα που έχουν πέραση στις μέρες μας, όπως η οικονομική κρίση, το προσφυγικό/μεταναστευτικό, ο ρατσισμός κ.τ.ό.) και τα έργα μυθοπλασίας. Η πρώτη κατηγορία, όπως το διαπιστώνω προσωπικά ως βιβλιοϋπάλληλος και αναγνώστης, υπερέχει αριθμητικά κατά πολύ από την δεύτερη, ίσως επειδή είναι «πιασάρικη», με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Επειδή όμως υπάρχουν εξαιρετικά δείγματα προς τη δεύτερη κατεύθυνση, εκ των οποίων πολλά έχουν ήδη αγαπηθεί από αναγνώστες και κριτικούς (βλέπε Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου, Οι Τυφλοί του Νίκου Μάντη κ.ά.), θεωρώ ότι μελλοντικά η γνήσια μυθοπλασία, με στόχους αφενός την αναγνωστική απόλαυση και αφετέρου την τεχνική αρτιότητα, θα κερδίσει έδαφος. Αυτή είναι και η προτροπή μου σε φίλους συγγραφείς. Έχουμε ανάγκη από μία καινούργια Φόνισσα, έναν Κίτρινο Φάκελο, έναν Εξώστη, μία Καρδιά του Κτήνους, κείμενα με πλούσια πλοκή, δηλαδή, που θα μπορούσαν ενδεχομένως να ενδιαφέρουν και ένα ξένο αναγνωστικό κοινό.
Πού βλέπεις τον εαυτό σου, τι επιθυμείς;
Πέρα από ψεύτικες μετριοφροσύνες, φυσικά και επιθυμώ ό,τι επιθυμούν όλοι οι συγγραφείς παγκοσμίως: λογοτεχνική καταξίωση και χρήματα. Όσο για το προσεχές μέλλον, δουλεύω δύο νουβέλες και μία συλλογή διηγημάτων (όλα στο επονομαζόμενο είδος της πεζογραφίας τρόμου) και μία νέα φιλόδοξη έκδοση μερικών διηγημάτων τού Χ. Φ. Λάβκραφτ. Στα σκαριά έχω και δύο ανθολογήσεις, που θέλουν πολύ διάβασμα και έρευνα, όπως όλες οι ανθολογήσεις. Ίσως κάποια στιγμή να καταπιαστώ με τη σάτιρα –που συγγενεύει με τον τρόμο στο θεμελιώδες στοιχείο τού απροσδόκητου–, εφόσον έχω μία δυνατή ιδέα.
Δώσε τη σκυτάλη σε κάποιον νέο-νέα συγγραφέα, ποιον προτιμάς;
Προτείνω τον Μάκη Μαλαφέκα, με την εξαιρετικά απολαυστική, από πολλές απόψεις, νουβέλα του Δε λες κουβέντα, εκδ. Μελάνι.
(*) Μικρό βιογραφικό
Ο Π. Μ. Ζερβός ζει στον Πειραιά. Έχει εκδώσει δύο μυθιστορήματα (Ανάμεσα, biblio εκδόσεις, Η εξορία του προσώπου, Nightread, που αποτελούν τα δύο πρώτα μέρη μιας άτυπης τριλογίας για τον Πειραιά), έχει συμμετάσχει σε ανθολογίες διηγήματος (Θρύλοι του Σύμπαντος, Συμπαντικές Διαδρομές, Γράψε-σβήσε, Φαρφουλάς) και έχει δημοσιεύσει διηγήματα και δοκίμια για την πεζογραφία φρίκης σε διάφορα περιοδικά (ενδεικτικά: Οδός Πανός, Φαρφουλάς). Επίσης, έχει εργαστεί ως επιμελητής κειμένων και έχει δακτυλογραφήσει/επιμεληθεί πολυτονικά κείμενα.