Του Κώστα Καλημέρη
Ένα μόνιμο στοιχείο στα έργα του Ανδρέα Μήτσου, κυρίως στα διηγήματά του, είναι το ζωομορφικό-ανθρωπομορφικό κλίμα που μεταμορφώνει και συνδέει υπόγεια ήρωες,ζώα και φυτά, πράγματα και φυσικά φαινόμενα. Υπάρχει μια σοφή αφέλεια στη γραφή του Μήτσου, μια κατάσταση μυθική, σκοτεινή, παγανιστική, αντιορθολογική στις σχέσεις των ηρώων και ηρωίδων του. Τον Ανδρέα Μήτσου τον ενδιαφέρει η ασύμπτωτη γλώσσα , γι’ αυτό η γραφή του αναζητά προς το συμφέρον της λογοτεχνίας το ονειρικό στοιχείο, τον αρχετυπικό συμβολισμό, την έξοδο σ’ ένα χώρο άμεσης και παράλογα βιωμένης εμπειρίας. Την βιωμένη εμπειρία των αισθημάτων και της ματαίωσής τους.
Με ειρωνεία και μαύρο χιούμορ η αφήγησή του εισχωρεί στον πυρήνα του μυθολογικού. Γι’ αυτό δεν ψάχνει απαντήσεις. Ενδιαφέρεται για τον μυθολογική καρδιά της πραγματικότητας. Για το παράλογο. Για τον εξω-λογικό χώρο. Γι’ αυτό που ο Κάφκα ονόμαζε κόσμο του αναληθοφανούς. Με αυτόν τον τρόπο τοποθετεί την ομπρέλα μαζί με την ραπτομηχανή πάνω στο τραπέζι, υπερβαίνοντας την διχοτόμηση υποκειμένων και αντικειμένων. Και αυτό είναι το πραγματικό μέσα στην πραγματικότητα, δηλαδή αποκαλύπτει την αδιαμεσολάβητη εμπειρία του κόσμου, πριν αυτός γίνει αντικείμενο θεωρητικής εξέτασης.
Στα κείμενα του Μήτσου, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, δεν υπάρχουν «καθαρά» πράγματα. Υπάρχουν υπόγειες, σκοτεινές, κρυφές , ακόμα και βρώμικες όψεις της πραγματικότητας.
Εργαλείο του το σώμα, ο έρωτας, το πάθος, η τρέλα κι η απώλεια. Ακόμα η απιστία, η προδοσία, οι ενοχές και οι φόβοι. Τα μπερδέματα και οι παρανοήσεις. Άλλωστε, η ανθρώπινη σκέψη δεν αποκαλύπτεται ως κάτι υγιές και καθαρό. Εμφανίζεται και μαθαίνουμε πώς λειτουργεί μέσα από παθολογίες, αποκλίσεις και διαστροφές. Αυτός είναι ο λόγος που η μυθοπλασία του συγγραφέα είναι εκδικητική. Επιστρέφει συνέχεια στον τόπο των αρχικών τραυμάτων και εγκλημάτων.
Με ήπιο και παραπλανητικό τρόπο σε αυτά τα διηγήματα ψάχνει καταγωγικά σημεία στα οποία συγκατοικούν και τέρατα. Το πέτρινο σπίτι, η πλατεία του χωριού, οι αυλές και τα πηγάδια, τα ποτάμια και η άγρια βλάστηση, δημιουργούν το κλίμα ενός λαβυρίνθου, μιας γλωσσικής Βαβέλ.
Με υποθετικό, μεταφορικό , ειρωνικό και υπερβολικό τρόπο κινείται στα σύνορα του λογικού με το παράλογο, χωρίς να εγκαταλείπει ποτέ τον μαγικό κύκλο της ζωής, ο οποίος αν δεν ληφθεί υπ’ όψη θα εκδικηθεί.
Σε όλα του τα διηγήματα δεν φορτώνει την αφήγηση με περιττές πληροφορίες, συντηρεί επιτήδεια τον αινιγματικό τους χαρακτήρα, αφήνει τα κείμενά του ελεύθερα από εξηγήσεις. Επιτρέπει έτσι στην λογοτεχνία να είναι λογοτεχνία. Γιατί το επιθυμητό και το φανταστικό συναντιούνται αστυνομικά σε ένα παραμυθητικό κόσμο γεμάτο γκρεμούς, άγριες πλαγιές, βαθιά κρυμμένες εικόνες ζωής που παραμονεύουν την εικόνα του κόσμου και την ανανεώνουν.
Τα διηγήματα της συλλογής “Ο Ορφέας και ο Ανδρέας” είναι μικρά σε έκταση , διατηρούν όμως μεγάλη ένταση και εκπλήξεις. «Ο μοχθηρός Δάσκαλος» φέρνει κοντά το χιούμορ με την οδύνη. «Το χωριό των κουφών» είναι βουτηγμένο στην απόγνωση και την ενοχή. Συμβολίζει όλη την Ελλάδα και το ανατιναγμένο γιοφύρι συντηρεί το μετεμφυλιακό κλίμα. ‘Το κοστούμι-κασμίρ» μπλέκει την παλικαροσύνη με την δειλία, αναδεικνύει την πλαστοπροσωπία σε εθνικό άθλημα και αποκαλύπτει τον ρόλο των Εγγλέζων πριν τον Εμφύλιο. «Σκάρτες δουλειές», λοιπόν. Μια βραχνή καραμούζα θυμίζει τον ξεχασμένο Πάνα. Στην «Πάραλο» ο συγγραφέας ενώνει μαγικά όλη την Μεσόγειο μέσα από τον φόβο των γαρίδων, ενώ στον «Γιατρό και τον Αστυνόμο» ενώνονται οι δυνάμεις για να εκδικηθούν ερωτικά ένα δένδρο. Παντού λοιπόν πρωταγωνιστεί το πάθος του μη ανακτημένου εαυτού. Στο διήγημα «η άγνωστη γυναίκα» έχουμε ένα σπάνιο κομμάτι της ξενότητας που κουβαλάμε άνισα μέσα μας, και στην «Τελευταία συνάντηση» η σωματοποίηση είναι ψυχική. Ο «κουσουριασμένος» μου θύμισε Έρμαν Έσσε. Έρωτας χωρίς κουσούρια δεν υπάρχει. Το «Ορφέας και Ανδρέας» είναι υπέροχο, όμως «Το κοίταγμα της μπζιάκας» δίνει μια αριστουργηματική επαφή με το ασυνείδητο, το οποίο όσο το αποφεύγεις τόσο περισσότερο ψάχνει να σε συναντήσει.
info: Ανδρέα Μήτσου, Ο Ορφέας και ο Ανδρέας. Εκδ. Καστανιώτη