Της Λίλας Κονομάρα.
Η ζωή ενός ανθρώπου σύμφωνα με την Μ. Γιουρσενάρ απαρτίζεται από τρία στοιχεία που συγκλίνουν και αποκλίνουν διαρκώς: αυτό που ένας άνθρωπος πίστεψε πως είναι, αυτό που θέλησε να είναι και αυτό που υπήρξε. Τα στοιχεία αυτά ενυπάρχουν σε οποιοδήποτε αυτοβιογραφικό εγχείρημα και συμπλέκονται μεταξύ τους κατά τρόπο αξεδιάλυτο καθώς ο εκάστοτε συγγραφέας επιχειρεί να ανασυστήσει τη ζωή του.
Η αυτοβιογραφία του Ναμπόκοφ καλύπτει μια περίοδο τριάντα επτά χρόνων, από τον Αύγουστο του 1903, όπου τοποθετεί τις πρώτες του αναμνήσεις, «τις απαρχές της συνείδησης του στοχαζόμενου εαυτού» που συμπίπτουν με «την ανάφανση της αίσθησης του χρόνου», έως τον Μάιο του 1940 λίγο πριν επιβιβαστεί στο υπερωκεάνιο Champlain που θα τον οδηγήσει στην Αμερική. Το εγχείρημα αυτό του Ναμπόκοφ παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες προς τις κλασικότροπες αυτοβιογραφίες αλλά και σημαντικές διαφορές όσον αφορά τη διαδικασία γραφής του και την προσέγγιση των διαφόρων θεμάτων με τα οποία καταπιάνεται. Αυτές ακριβώς τις ιδιαιτερότητες θέλησε να καταδείξει ο συγγραφέας στο δέκατο έκτο κεφάλαιο το οποίο είναι μια ψευδής βιβλιοκρισία της αυτοβιογραφίας, γραμμένη από τον ίδιο και η οποία συμπεριλαμβάνεται για πρώτη φορά στην παρούσα έκδοση.
Η συγγραφή των δεκαπέντε κεφαλαίων του «Μίλησε, Μνήμη» έγινε σε διαφορετικές εποχές και όχι με τη χρονολογική σειρά με την οποία δημοσιεύτηκαν τελικά το 1966. Κάποια απ’ αυτά είχαν ήδη δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά στη Γαλλία και στην Αγγλία. Αρχικά, όλα γράφτηκαν στα αγγλικά για να μεταφραστούν στη συνέχεια στα ρωσικά από τον ίδιο τον Ναμπόκοφ ο οποίος επ’ ευκαιρία προέβη σε αρκετές αλλαγές και προσθήκες.
Εκφράζοντας συχνά τις επίπονες προσπάθειές του να παραμείνει όσο το δυνατόν πιο πιστός στα γεγονότα και στις ημερομηνίες, χωρίς να καλύπτει τα κενά της μνήμης, – δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι αρχικά ο Ναμπόκοφ ήθελε να δώσει στην αυτοβιογραφία του τον τίτλο «Αδιάσειστα στοιχεία» – ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται πως προκειμένου να αποδοθούν η αλήθεια και η πολυπλοκότητα των πραγμάτων χρειάζεται, πέραν της επιστράτευσης των αισθήσεων, να συσχετισθούν με γεγονότα και σκέψεις άλλων εποχών, συνενώνοντας παρόν με παρελθόν και αναδεικνύοντας έτσι τους βασικούς άξονες του βίου του. «Το ν’ ακολουθεί τέτοιους θεματικούς σχηματισμούς μέσα στη ζωή του ανθρώπου είναι, κατά τη γνώμη μου, ο αληθινός προορισμός της αυτοβιογραφίας», λέει ο Ναμπόκοφ στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου. Έτσι, παρότι ξαναβρίσκουμε στο «Μίλησε, Μνήμη» όλα τα αναμενόμενα στοιχεία όσον αφορά την παιδική ηλικία, τους γονείς, τον τρόπο ζωής μιας εύπορης οικογένειας της εποχής, τη μόρφωση που έλαβε, τους πρώτους έρωτες κλπ., ο Ναμπόκοφ – θυμίζοντας σ’ αυτό τον Ζιντ και τον τρόπο που προσέγγισε την αυτοβιογραφία – προβαίνει σε διάφορους συσχετισμούς και ένα συνεχή διάλογο με τον χρόνο, τα κενά της μνήμης, τη φαντασία και τις δυνατότητες ή τους κινδύνους της μυθοπλασίας, υπαινισσόμενος διαρκώς τη ρευστότητα των εικόνων και πολλαπλασιάζοντας έτσι τις ερμηνείες ενός γεγονότος ή μιας προσωπικότητας. Ενθυμούμενος τη Μαντεμουαζέλ, την ελβετίδα τροφό του, καθώς παρατηρεί ένα γέρικο κύκνο να χτυπάει απεγνωσμένα τα φτερά του, αναρωτιέται αν απέδωσε πράγματι την προσωπικότητά της, αν την έσωσε από τη μυθοπλασία ή αν τόσα χρόνια που την γνώριζε άλλο δεν έκανε παρά να παραβλέπει διαρκώς κάτι που ήταν πολύ περισσότερο ψυχή της απ’ αυτά που κατέγραψε και που, «λικνιζόμενος στην ασφάλεια της παιδικότητάς του», δεν μπόρεσε να εκτιμήσει παρά μόνο αφού είχε χαθεί. «Η αγωνία του κύκνου συγγενεύει» καθώς λέει «με την αλήθεια της τέχνης». Με την ίδια λογική συσχετίζει το φαινόμενο της μίμησης στις πεταλούδες – των οποίων υπήρξε μανιώδης συλλέκτης και ερευνητής σε όλη του τη ζωή – με την τέχνη, ανακαλύπτοντας και στα δυο τις μη ωφελιμιστικές χαρές που δημιουργούν «μια μορφή μαγείας, ένα παιχνίδι αξεδιάλυτης γοητείας και πλάνης». Εξίσου συχνές είναι επίσης οι αναφορές στο σκάκι και τις ομοιότητες που παρουσιάζουν οι πολύπλοκοι συνδυασμοί των κυρίαρχων θεμάτων της ζωής του με τους γρίφους των σκακιστικών προβλημάτων. Στην προσέγγιση του παρελθόντος μέσω αυτών των συσχετισμών οφείλονται και οι πιο εμπνευσμένες σελίδες του βιβλίου.
Ανασυνθέτοντας το παρελθόν, ο Ναμπόκοφ απορρίπτει καθ’ ολοκληρίαν τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις του Φρόυντ, τον οποίο αποκαλεί «Βιεννέζο κομπογιαννίτη», και επιζητεί να ξαναβρεί την ιδιαίτερη υφή των πραγμάτων ανατρέχοντας στις αισθήσεις και στη μαγεία της φύσης. Σε όλα σχεδόν τα κεφάλαια εμφανίζονται σκηνές από περίπατους σε πάρκα, περιπλανήσεις στα δάση γύρω από το οικογενειακό κτήμα όπου περνούσε τα καλοκαίρια του, κυνήγι πεταλούδων, παρατηρήσεις ζώων, δέντρων και φυτών, αναφορές σε χρώματα και μυρωδιές της ρωσικής υπαίθρου, το συχνά επανερχόμενο θέμα «του ουράνιου τόξου». Η φύση είναι ο τόπος των πρώτων του ερώτων αλλά και η πρώτη πηγή έμπνευσής του που θα συντελέσει στην οριστική του μεταμόρφωση. Ως προς αυτά τα στοιχεία, αλλά και ως προς την αντίληψη του χρόνου και της παιδικής ηλικίας ως χαμένου παράδεισου, ο Ναμπόκοφ υπέστη σαφέστατα την επιρροή του Προυστ. Σκηνές όπως η προσμονή του μητρικού φιλιού λίγο πριν από τη βραδινή κατάκλιση, τα μονοπάτια γύρω από το κτήμα που οδηγούν το καθένα “από τη μεριά του …”, οι αισθήσεις και κυρίως οι μυρωδιές που, ως άλλη μαντλέν, ξυπνούν έναν ολόκληρο χαμένο κόσμο φέρνουν έντονα στο νου το Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο. Ίσως αυτή ακριβώς η αντίληψη της παιδικής ηλικίας ως χαμένου παράδεισου καθώς και η μεταγενέστερη εξορία να εξηγούν το γιατί η περίοδος αυτή περιγράφεται από τον Ναμπόκοφ ως μαγική, χωρίς κανένα ψεγάδι τόσο όσον αφορά τον οικογενειακό περίγυρο όσο και την κατάσταση της χώρας τις παραμονές της οκτωβριανής επανάστασης. Τον συγγραφέα μοιάζει να μην τον απασχολεί η φτώχεια, η εξαθλίωση, ο πολιτικός αναβρασμός που επικρατεί στη Ρωσία και οι αλλαγές που συντελούνται και όταν πλέον βρίσκεται εξόριστος στην Αγγλία και κατόπιν στη Γαλλία, θρηνεί όχι για την απώλεια της περιουσίας του αλλά για «την αίσθηση χαμένης παιδικότητας». Για έναν άνθρωπο σαν τον Ναμπόκοφ που έζησε σε μια κοσμοπολίτικη οικογένεια και που έμαθε την αγγλική πολύ πριν από τη μητρική του γλώσσα, την οποία στην πορεία εγκατέλειψε για να συγγράψει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του στα αγγλικά, η γλωσσική αυτή περιπλάνηση διαμόρφωσε την ταυτότητά του και τη σχέση του με τον κόσμο παράλληλα με τις αισθητικές επιλογές και τη δομή των έργων του. «Ο ανταγωνισμός στα σκακιστικά προβλήματα», όπως λέει στην αυτοβιογραφία του, «δεν είναι μεταξύ Λευκών και Μαύρων, παρά μεταξύ του συνθέτη και του υποθετικού λύτη (όπως ακριβώς και στο καλό μυθιστόρημα: η πραγματική σύγκρουση δεν είναι μεταξύ χαρακτήρων, παρά μεταξύ συγγραφέα και εγκοσμίων)».
Info: Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ Μίλησε, Μνήμη (εκδόσεις Πατάκη)