της Έρης Σταυροπουλου (*)
Η φετινή χρονιά, αφιερωμένη στον Νίκο Καζαντζάκη με τη συμπλήρωση 60 χρόνων από το θάνατό του, υπήρξε εξαιρετικά πλούσια σε εκδηλώσεις. Το γεγονός δείχνει αναμφισβήτητα την πολύ μεγάλη απήχηση που εξακολουθεί να έχει το έργο του τόσο σε φορείς-οργανωτές (Πανεπιστήμια, δήμους, λογοτεχνικά σωματεία, βιβλιοθήκες, αναγνωστικές λέσχες κ.ά.) όσο και κυρίως στους αναγνώστες.
Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να ενταχτεί η έκδοση του βιβλίου Ο Νίκος Καζαντζάκης στον κινηματογράφο, αν και το ενδιαφέρον θέμα του δείχνει το διαχρονικό του χαρακτήρα. Πρόκειται για το τέταρτο σχετικό με τον Καζαντζάκη βιβλίο του Αγάθου, καλού γνώστη της καζαντζακικής δημιουργίας, αν συνυπολογίσουμε (αφήνοντας έξω μια μεγάλη σειρά σχετικών εργασιών του) και την ανέκδοτη διατριβή του: Οι γυναικείοι χαρακτήρες στα μυθιστορήματα του Νίκου Καζαντζάκη. Τμήμα Φιλολογίας, Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών 2005, Από το Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά στο Zorba the Greek, Αιγόκερως 2007, Οι επιστολές του Νίκου Καζαντζάκη προς την οικογένεια Αγγελάκη, Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη, Ηράκλειο Κρήτης 2013.
Όπως τα προηγούμενα, διακρίνεται για την εξονυχιστική έρευνα των πηγών και την εξαιρετική επιμέλεια στην κατάταξη και παρουσίαση του σχετικού υλικού. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε την ιδιαίτερα φροντισμένη έκδοση, που τη σχεδίασε και την επιμελήθηκε ο Γιάννης Μαμάης των εκδόσεων Gutenberg, που διακρίνονται για την υψηλή ποιότητα τους. Χωρίζεται σε δύο σαφώς διακριτά μέρη. Στο πρώτο παρουσιάζονται τα σενάρια του μεγάλου Κρητικού συγγραφέα, τα οποία προόριζε για τα σοβιετικά και τα αμερικανικά στούντιο. Στο δεύτερο μέρος, που εκτείνεται σε τέσσερα κεφάλαια, παρουσιάζονται διεξοδικά οι τρεις ταινίες που γυρίστηκαν βασισμένες σε ισάριθμα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη, και σχολιάζονται άλλες τρεις που αφορούν τη ζωή και το έργο του.
Ομολογώ, ότι το έμπρακτο ενδιαφέρον του Καζαντζάκη για τον κινηματογράφο και η συγγραφή από τον ίδιο αρκετών σεναρίων με εντυπωσίασε, όταν πριν από χρόνια το άκουσα για πρώτη φορά. Την εποχή που άρχισε να γράφει σενάρια, την τετραετία 1928-1932, ο κινηματογράφος ήταν ένα αρκετά νέο είδος τέχνης, αν και ήδη και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού είχαν γυριστεί ταινίες, που ακόμη και σήμερα θεωρούνται αριστουργήματα, όπως το Θωρηκτό Ποτέμκιν το 1925 του Αϊζενστάιν ή η Μισαλλοδοξία το 1916 του Γκρίφιθ. Την ίδια εποχή, όμως, ο Καζαντζάκης, ανάμεσα σε πολλά ταξίδια και έργα, αναμετριόταν με την Οδύσσειά του, ενώ τα λογοτεχνικά του πρότυπα, που ο ίδιος απαρίθμησε με διάφορες αφορμές ήταν «κλασικότερα» θα έλεγα ή διαχρονικά και αιώνια, όπως ο Όμηρος, ο Ντάντε, ο Θερβάντες. Τι λοιπόν «έβλεπε» στη νέα αυτή τέχνη της εικόνας;
Το βιβλίο μας δίνει απάντηση σε αυτό το ερώτημα μέσα από την παράθεση αποσπασμάτων από επιστολές του συγγραφέα και από το σχετικό σχολιασμό του Αγάθου. Τα στοιχεία που τράβηξαν την προσοχή του ήταν κυρίως η δύναμη της κινηματογραφικής εικόνας να μεταφέρει ιδέες και έννοιες ή όνειρα και οράματα (που παίζουν σημαντικό ρόλο στο έργο του μεγάλου Κρητικού συγγραφέα) σε απλές, καθαρές εικόνες, επιπλέον η δυνατότητα της ταινίας να γίνεται γνωστή και να επηρεάζει χιλιάδες ανθρώπων σε όλο τον κόσμο ταυτόχρονα, αλλά ακόμη και η οικονομική ανακούφιση που θα προσέφερε στον βιοπαλαιστή της πένας Καζαντζάκη η κινηματογράφηση ενός σεναρίου του. [1] Δεν είναι, άλλωστε, άσχετο με το ζήτημα αυτό το ότι ο Καζαντζάκης αρχίζει να γράφει σενάρια στη Σοβιετική Ένωση, έχοντας διαπιστώσει το ρόλο του κινηματογράφου στην πολιτιστική ζωή της αχανούς αυτής χώρας.
Μελετώντας ο Αγάθος τα σενάρια «Το κόκκινο μαντίλι» (1928), που αναφέρεται στην Ελληνική Επανάσταση, «Λένιν», «Άγιος Παχώμιος και Σία» (1928), «Βούδας» (1931-1932), «Δον Κιχώτης» (1932), «Μουχαμέτης» (1932), «Μια έκλειψη ηλίου» (1932), «Δεκαήμερο» (1932) και το πολύ μεταγενέστερο «Μια ελληνική οικογένεια» (1956), παρουσιάζει τις ως τώρα μελέτες άλλων σχετικά με αυτά, βρίσκει τα κοινά τους σημεία με το υπόλοιπο έργο του Καζαντζάκη, τον τρόπο δηλαδή που ξετυλίγει τις ιδέες του από έργο σε έργο και στο πέρασμα του χρόνου, αλλά και τις ομοιότητες και διαφορές με τα πρωτότυπα έργα που διασκευάζει σε ορισμένα από τα σενάριά του.
Συνολικά τα σενάρια αυτά, χωρίς να απέχουν από τα θέματα, τα μοτίβα και τα ιδέες, που τον απασχόλησαν στο υπόλοιπο έργο του, δείχνουν τον Κρητικό δημιουργό να εργάζεται με πολύ κέφι, φαντασία, όρεξη και επινοητικότητα σε αυτή τη «μοντέρνα τέχνη». Ωστόσο, κανένα σενάριό του δεν υλοποιήθηκε. Να τολμήσω μια απάντηση, παράλληλη σε όσα γράφει και ο Αγάθος: όλα απαιτούσαν εξαιρετικά ακριβές παραγωγές, ήταν πολυπρόσωπα, είχαν εξωτερικά γυρίσματα και μεγάλες αλλαγές χώρων, προωθημένες τεχνικές και εφέ δύσκολα για την εποχή εκείνη. Επιπλέον, ο κινηματογράφος, ενώ όπως και ο Καζαντζάκης σχολίαζε, έχει τη δυνατότητα να παρουσιάσει με εξαιρετική επιτυχία εικόνες της φαντασίας, όνειρα και οράματα, είναι μια τέχνη κατά βάση ρεαλιστική, σε σχέση με τη λογοτεχνία (συμπεριλαμβανομένου και του θεάτρου), ενώ τα σενάριά του ήταν γεμάτα πυκνούς και αλλεπάλληλους συμβολισμούς, όπως και τα έργα του άλλωστε. Έπειτα μια ταινία με διάρκεια δύο περίπου ωρών, πρέπει να παρουσιάζει μια σχετικά απλή ιστορία, γιατί δεν δίνει στο θεατή χρόνο να σκεφτεί τα όσα συμβαίνουν, όπως συμβαίνει με το βιβλίο, που επιτρέπει στον αναγνώστη τον αναστοχασμό και το ξαναδιάβασμα. Ο ίδιος ο Καζαντζάκης αναγνώριζε ότι δεν ήξερε να γράφει σενάρια, παρά τα σχετικά με τον κινηματογράφο βιβλία που είχε διαβάσει, γι’ αυτό θα ήθελε να έχει και τη βοήθεια κάποιου ειδικού.
Το ζήτημα αυτό μπορεί να μας βοηθήσει στο σχολιασμό των ταινιών που γυρίστηκαν από δικά του μυθιστορήματα (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, 1957, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, 1964 και Ο τελευταίος πειρασμός 1988). Όπως επισημαίνει ο Αγάθος: «Ο Καζαντζάκης είναι ο μόνος Έλληνας πεζογράφος του οποίου τρία κορυφαία μυθιστορήματα μεταφέρονται στον κινηματογράφο ως διεθνείς παραγωγές που φέρουν την σκηνοθετική υπογραφή μεγάλων σκηνοθετών παγκοσμίου φήμης» και σωστά παραλληλίζει το γεγονός με την αντίστοιχη τεράστια επιτυχία της ταινίας Ζ που γυρίστηκε με βάση το ομότιτλο έργο του Βασίλη Βασιλικού. Συνεχίζοντας ο Αγάθος χαρακτηρίζει και τις τρεις ταινίες «σχόλια» με την έννοια ότι δεν αποτελούν πιστές μεταφορές των μυθιστορημάτων στον κινηματογράφο, και υπογραμμίζει αφενός ότι αποτέλεσαν «μιντιακά γεγονότα της εποχής τους» και ότι ενώ δεν αποτιμήθηκαν απολύτως θετικά από τους κριτικούς, αγαπήθηκαν από το κοινό. [2]
Στη συνέχεια παρουσιάζει με πολλές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες και πλήθος στοιχείων τις ταινίες, τις ομοιότητες και διαφορές με τα μυθιστορήματα, την όλη παραγωγή και τον αντίκτυπο της κριτικής. Ήμουν μαθήτρια, όταν γυριζόταν ο Ζορμπάς, και παρακολούθησα μέσα από εφημερίδες και περιοδικά την προβολή και τα ποικίλα σχόλια σχετικά με τα γυρίσματα. Πράγματι η προβολή στην Ελλάδα ήταν τεράστια, τόσο θετική όσο και αρνητική όταν οι Κρητικοί κυρίως ξεκίνησαν μια μεγάλη και έντονη συζήτηση για την αρνητική προβολή του νησιού τους. Εν τέλει, όμως, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο τουρισμός της Κρήτης αλλά και της Ελλάδας γενικότερα ωφελήθηκε πάρα πολύ από αυτή την ταινία, από όλους τους καταπιεσμένους από την καθημερινότητα τους ξένους στην πλειοψηφία τους επισκέπτες, που έψαχναν να βρουν στη χώρα μας τη μαγική ξένοιαστη «Ζορμπαδία», όπως άλλοτε, άλλοι και για διαφορετικούς λόγους αναζητούσαν στα Ιμαλάια και το Θιβέτ τη Σαγκρι λά (Τζέιμς Χίλτον, Χαμένος ορίζοντας).
Στα αντίστοιχα κεφάλαια του βιβλίου αναπτύσσεται όλη η πορεία της δημιουργίας αυτών των τριών ταινιών σε μεγάλες παραγωγές με εξαίρετους ηθοποιούς, ενώ ιδιαίτερος λόγος γίνεται για την παγκόσμια φρενίτιδα για τον Ζορμπά, καθώς και για το πολύ θλιβερό γεγονός της κατακραυγής για τον Τελευταίο πειρασμό και των διαδηλώσεων παραεκκλησιαστικών κύκλων εναντίον της προβολής της ταινίας, γεγονός που ουσιαστικά την ακύρωσε και απέτρεψε το πλατύ κοινό από το να τη δει. Ωστόσο, αναρωτιέμαι αν κανένας από τους εχθρούς της ταινίας και προηγουμένως του μυθιστορήματος πρόσεξε ότι στο τέλος μετά την έντονη αντιπαράθεση του Χριστού με τους μαθητές του, το όραμα διακόπτεται και ο Ιησούς επανέρχεται στο σταυρό του μαρτυρίου του, αποδεχόμενος ότι έτσι είναι σωστό: «Τα πάντα έγιναν όπως πρέπει, δόξα σοι ο Θεός!» [3]
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με το σχολιασμό τριών ακόμη ταινιών: της εξαιρετικής βιογραφικής ταινίας του Λευτέρη Χαρωνίτη, Ακροβάτης πάνω από το χάος, (που χάρη στις ενέργειες του Θανάση Αγάθου είχε προβληθεί σε πρώτη προβολή στο συνέδριο για τον Καζαντζάκη που είχε οργανώσει το Τμήμα Φιλολογίας της Αθήνας το 2007), της πολύ ενδιαφέρουσας ταινίας 33.333: Η Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη, που συνδυάζει εικαστικές εικόνες με μαρτυρίες πολλών μελετητών για το ποίημα αυτό, ενώ στοιχεία επίσης δίνονται για την ταινία Καζαντζάκης του Γιάννη Σμαραγδή, που το γύρισμά της δεν είχε ολοκληρωθεί, όταν γραφόταν το βιβλίο. Είναι προφανές ότι η προσωπικότητα και η καλλιτεχνική δημιουργία του Κρητικού συγγραφέα ακόμη και τη σημερινή εποχή ενδιαφέρουν, συγκινούν και δραστηριοποιούν σύγχρονους δημιουργούς στο χώρο της έβδομης τέχνης, όπως και το ευρύ κοινό. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με εκτενή βιβλιογραφία (σ. 301-342), Ευρετήρια και φωτογραφίες.
Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να επισημάνω απλώς ένα μεγάλο θέμα που, κατά τη γνώμη μου, αξίζει να συζητηθεί διεξοδικά και ίσως να αποτελέσει θέμα ειδικής εργασίας, τώρα που έχουμε μπροστά μας το πανόραμα του έργου του Καζαντζάκη για τον κινηματογράφο, αλλά και του έργου άλλων για την κινηματογράφηση της πεζογραφίας του. Εννοώ τον τρόπο γραφής του Καζαντζάκη, που είναι ιδιαίτερα σύνθετος. Ένα πολύ μικρό αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα μας δίνει μια σύντομη περιγραφή της φύσης στο Ζορμπά: «Έμοιαζε το κρητικό ετούτο τοπίο, έτσι μου φάνηκε, με την καλή πρόζα, καλοδουλεμένο, λιγόλογο, λυτρωμένο από περίτεχνα πλούτη, δυνατό και συγκρατημένο. Διατύπωνε με τ’ απλούστερα μέσα την ουσία. Δεν έπαιζε, δεν καταδέχουνταν να χρησιμοποιήσει κανένα τερτίπι, δε ρητόρευε, έλεγε ό,τι ήθελε να πει με αντρίκια αυστηρότητα. Μα ανάμεσα από τις αυστηρές γραμμές του ξεχώριζες στο κρητικό ετούτο τοπίο απροσδόκητη ευαιστησία και τρυφεράδα – σε απάνεμες γούβες μοσκοβολούσαν οι λεμονιές κι οι πορτοκαλιές, και πέρα από την απέραντη θάλασσα, ξεχύνουνταν αστέρευτη ποίηση.»[4] Στο ελάχιστο αυτό απόσπασμα το αφεντικό-αφηγητής «βλέπει» με θαυμασμό τη φύση, δίνοντας ταυτόχρονα τα κατά την άποψή του συστατικά του ύφους της καλής πεζογραφίας, ενώ παράλληλα υποβάλλει και τα στοιχεία που συγκροτούν τον καζαντζακικό αφηγηματικό λόγο.
Τα κείμενα του Καζαντζάκη (όπως και άλλων σημαντικών συγγραφέων) περιλαμβάνουν αλλεπάλληλα στρώματα: μια σχετικά απλή ή και περιπετειώδη ιστορία στην επιφάνεια, με αρκετά υποστρώματα φιλοσοφικού, ιδεολογικού, διακειμενικού σχολιασμού. Είναι δυνατόν ο τρόπος αυτός να κινηματογραφηθεί; Ο Καζαντζάκης προσπάθησε να γράψει σενάρια, διατηρώντας σε αυτά τον τρόπο της γραφής του. Ίσως αυτός να ήταν ένας από τους λόγους που δεν κινηματογραφήθηκαν.
Τα μυθιστορήματά του μετατράπηκαν σε σενάρια από άλλους σεναριογράφους, που ανέλαβαν τη δύσκολη δουλειά της μεταγραφής τους στην κινηματογραφική γλώσσα. Από τις σχετικές ταινίες η πρώτη, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται ή Αυτός που πρέπει να πεθάνει, παραμόρφωσε ως ένα βαθμό τόσο την υπόθεση όσο και το ιδεολογικό υπόστρωμα του βιβλίου. Η ταινία Ζορμπάς (Zorba the Greek), επειδή μεγάλο μέρος του σχολιασμού του Καζαντζάκη μπορούσε να αποδοθεί μέσα από τα επεισόδια της θανάτωσης της χήρας και του τέλους της μαντάμ Ορτάνς αλλά και μέσα από την εκρηκτική προσωπικότητα του ομώνυμου ήρωα που ευτύχησε να παιχτεί από τον εξαιρετικό Άντονι Κουίν, δεν πρόδωσε. κατά τη γνώμη μου, το μέρος του φιλοσοφικού προβληματισμού του δημιουργού του, που ο Κακογιάννης επέλεξε να προβάλει. Τέλος, η ταινία Ο τελευταίος πειρασμός, επειδή στήριξε με ρεαλισμό την αγωνία και το όραμα του Ιησού, προκάλεσε (άδικα, κατά την άποψή μου) τεράστια κατακραυγή. Αντίθετα όταν το ίδιο μυθιστόρημα διασκευάστηκε και παραστάθηκε στο θέατρο με πολύ λιτό και πλάγιο τρόπο βέβαια, στηριγμένο περισσότερο στο λόγο παρά στην εικόνα, δεν προξένησε καμιά αντίδραση. [5]
Οι δύο πρώτες ταινίες πάντως αγαπήθηκαν πολύ από ένα παγκόσμιο κοινό, που δεν είχε πιθανότατα διαβάσει τα αντίστοιχα μυθιστορήματα. Αυτό μας επιβάλλει να κατανοήσουμε ότι τόσο σε επίπεδο δημιουργίας όσο και σε επίπεδο υποδοχής από το κοινό, άλλη είναι η τέχνη του λόγου και άλλη της εικόνας, και να θυμηθούμε ότι διεθνώς τα καλύτερα μυθιστορήματα συνήθως δεν γίνονται επιτυχημένες ταινίες, αν ο σεναριογράφος και ο σκηνοθέτης υποταχθούν στα βιβλία.
Συμπερασματικά το βιβλίο του Θ. Αγάθου, που περιέχει ένα πλούτο στοιχείων και πληροφοριών, δίνει εκτός από απαντήσεις και αφορμές για ερωτήματα και παρατηρήσεις. Είναι λοιπόν ένα βιβλίο που στη μορφή και το περιεχόμενο πράγματι αξίζει στον Καζαντζάκη και τη φετινή χρονιά την αφιερωμένη στο έργο του.
[1] Αγάθος, Ο Νίκος Καζαντζάκης στον κινηματογράφο.Gutenberg, 2017, ενδεικτικά στις σ. 17, 22, 23, 37-38.
[2] Στο ίδιο, σ. 294-295.
[3] Ν. Καζαντζάκης, Ο τελευταίος πειρασμός. Εκδόσεις Ελ. Καζαντζάκη, 81973, σ. 515.
[4] Ν. Καζαντζάκης, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Εκδόσεις Καζαντζάκη, 2010, σ. 43.
[5] Εθνικό Θέατρο, Νέα Σκηνή, σκηνοθεσία Σ. Χατζάκη, θεατρική περίοδος 2003-2004.
info: Θανάσης Αγάθος, Ο Νίκος Καζαντζάκης στον κινηματογράφο. Gutenberg, Αθήνα 2017
(*) H Έρη Σταυροπούλου είναι Ομότιμη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας