Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Πολλά γράφτηκαν και ειπώθηκαν για τη βράβευση του Μπομπ Ντύλαν με το Νόμπελ Λογοτεχνίας: ότι περιμένουν πολλοί μυθιστοριογράφοι και ποιητές στη σειρά προτού επιλεγεί ένας τραγουδοποιός, ότι ο ίδιος τραγουδοποιός έχει σωρεύσει τις διεθνείς διακρίσεις και βραβεύσεις για να χρειάζεται και το Νόμπελ, ότι η Σουηδική Ακαδημία έριξε τα φώτα στον Ντύλαν για να ξεμπερδέψει τις επόμενες δεκαετίες με το αμερικανικό μυθιστόρημα, το οποίο επιμένει να θεωρεί δευτέρας διαλογής, ότι oι Σουηδοί θέλησαν να κλείσουν το μάτι στην ποπ κουλτούρα και στο πνεύμα εξέγερσης της δεκαετίας του 1960, όπως και ότι η Επιτροπή του Νόμπελ μάς έμαθε, τόσο με τον Ντύλαν φέτος όσο και με τη Σβετλάνα Αλεξέγιεβιτς πέρσι, να μην περιορίζουμε τη λογοτεχνία εντός ασφαλών συνόρων και να βλέπουμε την οργανική της όσμωση με τέχνες που έχουν την ικανότητα να την υπηρετούν μέσα από παραπλήσιους δρόμους, στο πνεύμα μιας εποχής όπου κανένα θέσφατο δεν μπορεί να θεωρείται ακλόνητο.
Ο Γιάννης Ν. Μπασκόζος ξεκίνησε πρώτος τη συζήτηση για το θέμα από τις στήλες του Αναγνώστη, κάνοντας μια πυκνή αναδρομή στις συχνά αντιφατικές επιλογές της Επιτροπής του Νόμπελ κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων. Λέγοντας προκαταρκτικά πως οι αντιφάσεις των επιτροπών λογοτεχνικών βραβείων αποτελούν εγγενές στοιχείο της λειτουργίας τους, αλλά και πως οι αλληλοσυγκρουόμενες επιλογές προδίδουν πολλές φορές πνεύμα ανήσυχο και αναζωογονητικό, θα προσπαθήσω να συζητήσω το τι ακριβώς δηλώνει περί λογοτεχνίας η Σουηδική Ακαδημία με τη φετινή της απόφαση.
Σύμφωνοι, ουδείς δικαιούται στον καιρό μας να υψώνει προστατευτικά τείχη γύρω από τη λογοτεχνία, αναλαμβάνοντας χρέη αυτόκλητου υπερασπιστή, αποτελεί, όμως, άλλο ζήτημα η περσινή επιλογή της Αλεξέγεβιτς και εντελώς άλλο η τωρινή του Ντύλαν. Τα βιβλία της Αλεξέγιεβιτς έχουν να κάνουν με το λογοτεχνικό ντοκουμέντο και το λογοτεχνικό ρεπορτάζ και όσοι τα κοίταξαν μετά τη βράβευσή της δεν δυσκολεύτηκαν, υποθέτω, να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι εκπροσωπούν μια πιο προωθημένη μορφή της λογοτεχνίας των τεκμηρίων, ακολουθώντας τη γραμμή του μη μυθοπλαστικού μυθιστορήματος. Η προσωπική μου αντίδραση όταν διάβασα την Αλεξέγιεβιτς είναι πως ο λόγος της διαθέτει έναν πολύ ισχυρό συγκινησιακό μηχανισμό, πως το συγκινησιακό αποτέλεσμα της δουλειάς της είναι ατόφιο αποτέλεσμα του λόγου της.
Συμβαίνει άραγε το ίδιο αν διαβάσουμε τους στίχους του Ντύλαν τυπωμένους στο χαρτί ή αναρτημένους στο Web; Όποιος θέλει, ας δοκιμάσει το πείραμα: να διαβάσει τους στίχους του αποσπασμένους από το ακουστικό τους περιβάλλον (τη μουσική που παράγεται από τα όργανα και από τη φωνή του τραγουδιστή). Το αποτέλεσμα μοιάζει απείρως ισχνότερο από όταν ακούμε τα τραγούδια του – που μας κινητοποιούν συγκινησιακά όσο παραμένουν τραγούδια. Πρόκειται για κάτι που είπε σε ανύποπτο χρόνο ο Φίλιπ Λάρκιν (όχι μόνο ποιητής, αλλά και κριτικός της τζαζ), σχολιάζοντας τα τραγούδια του Ντύλαν: αν βγάλουμε τον στίχο τους από τον μουσικό του περίγυρο, η ποίησή τους δείχνει half-baked. Τουτέστιν ημιτελής και ανολοκλήρωτη, μισοψημένη, χωρίς τη θερμότητα και τη δύναμη που είναι αναγκαίες για να την απογειώσουν.
Πώς αλλιώς να εκλάβουμε τη δήλωση της Σουηδικής Ακαδημίας περί λογοτεχνίας με τη βράβευση του Ντύλαν; Εκτός κι αν πρέπει να επιστρέψουμε στην παράδοση των τροβαδούρων, των λυρικών ποιητών της μεσαιωνικής Προβηγκίας. Εκείνοι, όμως, αναζητούσαν με την ποίησή τους ένα νέο ηχόχρωμα, μια καινούργια μουσική, όπως και η Αλεξίεβιτς επιδιώκει με τα μυθιστορήματά της να πάει ένα βήμα πάρα πέρα τη λογοτεχνία των τεκμηρίων. Τα τραγούδια του Ντύλαν έχουν δημιουργήσει τη δική τους μουσική παράδοση, αλλά τι καινούργιο ακριβώς φέρουν, με κλεισμένη την πρώτη δεκαπενταετία του 20ου αιώνα, έστω και δια της πλαγίας οδού, στη λογοτεχνία;