Μιχάλης Γρηγορίου (1947-2025), δίσκοι, ανέκδοτα έργα, κείμενα (του Γιάννη Μουγγολιά)

0
323

 

του Γιάννη Μουγγολιά

Ο ξαφνικός θάνατος στις 12 Οκτωβρίου 2025 του Μιχάλη Γρηγορίου, ενός ξεχωριστού συνθέτη που δραστηριοποιήθηκε αφήνοντας εκλεκτά δείγματα δουλειάς στην ελληνική μουσική και κατά κανόνα κινήθηκε αθόρυβα παρότι κάποια έργα του δημιούργησαν θόρυβο ειδικά αν αναλογιστούμε τις χρονικές συγκυρίες που κυκλοφόρησαν, αποτελεί σοβαρή απώλεια για την καλλιτεχνική ζωή της χώρας μας.

Ένας σπουδαίος συνθέτης στην αφρόκρεμα της ελληνικής δημιουργίας που είχε ευαίσθητες κεραίες σε ένα ευρύτατο φάσμα επιρροών και άφησε έργο που κινήθηκε από το ελληνικό τραγούδι και τη μελοποιημένη ποίηση έως τα συνθεσάιζερς και την πρωτοποριακή μουσική. Πολύ σημαντικός και άφθαρτος ωστόσο για να παγιδευτεί στη μέγγενη της ευρείας δημοσιότητας και των αποτελεσματικών δημοσίων σχέσεων. Αυτή η σεμνότητα και η ευγένεια που τον χαρακτήριζε άλλωστε ήταν και αυτή που τον καταξίωσε και πρέπει να τονιστεί σε μια ολοκληρωμένη αποτίμηση της ιδιαίτερης προσωπικότητάς του.

Το βιβλίο που δεν μπόρεσε να δει τυπωμένο

Η καρδιά του τον πρόδωσε στα 78 του αφού ο θάνατός του προήλθε από καρδιακή ανακοπή και δεν πρόλαβε να δει τυπωμένο ένα βιβλίο στο οποίο πρωταγωνιστούσε και εμείς θα έχουμε την ευκαιρία να το ξεφυλλίσουμε και να το μελετήσουμε στις αρχές του 2026. Πρόκειται για το βιβλίο με τίτλο «Μιχάλης Γρηγορίου-Μέσα από τον καθρέφτη» και υπότιτλο «Άρθρα, συνεντεύξεις, σημειώματα 1978-2025» σε επιμέλεια του δημοσιογράφου για θέματα μουσικής, διαχειριστή του ιστολόγιου «Μουσικά Προάστια» και συντάκτη στο περιοδικό «Μετρονόμος», Ηρακλή Οικονόμου που θα κυκλοφορήσει από τον εκδοτικό οίκο «Μετρονόμος» του Θανάση Συλιβού.

Παλαιότερο τεύχος του «Μετρονόμου», αφιερωμένο στον Τάσο Λειβαδίτη που εμπεριέχεται άρθρο του Μιχάλη Γρηγορίου. Από τις εκδόσεις «Μετρονόμος θα κυκλοφορήσει το βιβλίο για τον συνθέτη

Ο Μιχάλης Γρηγορίου νοιαζόταν ιδιαίτερα και εργάστηκε συστηματικά για το βιβλίο αυτό έχοντας τον απόλυτο έλεγχο του υλικού. Ο ίδιος είχε επιλέξει άρθρα και σημειώματα που είχε γράψει ο ίδιος τόσο με αφορμή δίσκους του αλλά και για άλλα θέματα που άπτονται της μουσικής, καθώς και συνεντεύξεις που είχε παραχωρήσει σε πολλά έντυπα και διαδικτυακά μέσα και μέσα από τις οποίες είχε αρθρώσει τον πάντα βαρύνοντα λόγο του. Συνεντεύξεις που ξεκινούν από παλαιά έντυπα που ανήκαν τόσο στον χώρο της μουσικής όσο και της πολιτικής όσο και φτάνουν μέχρι πρόσφατες εξομολογήσεις του με αφορμές συναυλίες του.

Τα άρθρα, τα σημειώματα και οι συνεντεύξεις που εμπεριέχονται στο βιβλίο, γράφτηκαν από το 1978, ένα χρόνο μετά την έκδοση του πρώτου του προσωπικού δίσκου «Ανεπίδοτα Γράμματα» και φτάνουν μέχρι σήμερα (2025) καλύπτοντας ένα ευρύτατο χρονικό πλαίσιο περίπου μισού αιώνα και ρίχνοντας φως σε ποικίλες πλευρές του δημιουργού αλλά και του πολιτικοποιημένου ανθρώπου. Ενδεικτικά αναφέρουμε κάποια από τα άρθρα του: «Οι δισκογραφικές εταιρείες και το δίλημμα του συνθέτη» (Τέχνη και Πολιτισμός, τχ. 9, Ιούλιος-Αύγουστος 1981), «Οι αιρετοί και οι “αυθαίρετοι”: Οι ιδιωτικές επιχορηγήσεις και η κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών (περιοδικό Πολίτης, Νοέμβριος- Δεκέμβριος 1992), «Μουσική αχρωματοψία. Τα ΜΜΕ και η καταστροφή της ανθρώπινης ευαισθησίας» (Εισήγηση στο Σεμινάριο Λαϊκής Επιμόρφωσης για τα ΜΜΕ, Κέρκυρα,  29 και 30 Ιανουαρίου 2000), ενώ εξαιρετικά ενδιαφέρον αποδεικνύεται ένα τελευταίο του άρθρο που έγραψε μέσα στο 2025 με τίτλο «Περί μουσικού “αυτισμού”. Σύντομο δοκίμιο αμφισβήτησης της “πρωτοποριακής μουσικής”».

Ο πρόλογος που φέρει τον τίτλο «Τhrough the looking glass» είναι γραμμένος από την εκλεκτή δημοσιογράφο Λιάνα Μαλανδρενιώτη, ενώ το βιβλίο κλείνει με έναν «Επίλογο: Αυτοβιογραφία».

Ωστόσο το βιβλίο θα συνοδευτεί από μια πολύ σημαντική έκπληξη, την κυκλοφορία ενός ένα cd που θα συμπεριληφθεί στη γενικότερη έκδοση και αφορά τα «Τραγούδια της Χριστίνας» που ο Μιχάλης Γρηγορίου έγραψε σε στίχους της μητέρας του, ποιήτριας Μαρίας Παπαλεονάρδου (1917-2008) και τα τραγουδά η Σαβίνα Γιαννάτου. Πρόκειται για ανέκδοτο στη δισκογραφία μέχρι σήμερα έργο του Μιχάλη Γρηγορίου που μέσω της έκδοσης του βιβλίου από τον «Μετρονόμο» θα κυκλοφορήσει για πρώτη φορά. Ουσιαστικά πρόκειται για την πρώτη δουλειά του Μιχάλη Γρηγορίου στη μουσική που βέβαια στην πορεία η αρχική της μορφή επανεξετάστηκε και συμπληρώθηκε. Είναι διαφωτιστικό το σημείωμα του Μιχάλη Γρηγορίου για το μουσικό αυτό υλικό στην ιστοσελίδα «Μουσικά Προάστια» όπου είναι αναρτημένα τα τραγούδια:

«Τα τραγούδια αυτού του κύκλου βασίζονται σε τραγούδια που είχα φτιάξει σε πολύ απλή μορφή για πιάνο την περίοδο 1965-66, πάνω σε ποιήματα της μητέρας μου, από τις συλλογές “Φωνές στην Έρημο” (1942), “Φλόγα δεμένη” (1963) και “Συμφωνικές Παραλλαγές” (1964). Όταν η μητέρα μου κυκλοφόρησε το 1942 την πρώτη της ποιητική συλλογή ήταν 25 χρονών. Εγώ, όταν καταπιάστηκα για πρώτη φορά να φτιάξω τραγούδια πάνω σε ποιήματα της, είμουνα 18 χρονών και πολύ ερωτευμένος με μια Χριστίνα! Ένα απ’ αυτά τα τραγούδια της το έστειλα λοιπόν εκείνη την εποχή και την κατάφερα να “τα φτιάξουμε”! Μετά βεβαίως χωρίσαμε κι η ζωή συνεχίστηκε. Για μένα όμως είναι εντελώς σαφές πως αυτό που με έκανε να αποφασίσω λίγο αργότερα να γίνω συνθέτης ήταν αυτός ο πρώτος νεανικός έρωτας κι εκείνα τα πρώτα νεανικά τραγούδια.

Πολύ αργότερα, το 1990, καθώς ξαναζούσα μέσα από τις προσωπικές μου σημειώσεις την ερωτική ένταση εκείνων των χρόνων, ανακάλυψα αυτά τα παληά τραγούδια (που τα χαρακτηρίζω ως “έργο 1”) κι αποφάσισα να τα επεξεργαστώ. Ενοποίησα κάποια ποιήματα, πρόσθεσα το “Υποθήκη” (από τη συλλογή “Koρφές του Ανέμου” του 1966) και τα ενορχήστρωσα (με samplers, στο computer). Στη συνέχεια παρακάλεσα την Σαβίνα Γιαννάτου να τα τραγουδήσει στο στούντιο του φίλου μου Βαγγέλη Κατσούλη και τα χάρισα στην μητέρα μου. Έτσι λοιπόν, πρόκειται για το αρχαίο “έργο 1” που ήταν αφιερωμένο στην Χριστίνα, το οποίο μεταβλήθηκε στο “έργο 62”, που είναι βέβαια αφιερωμένο στην μητέρα μου».

Τραγούδια σπάνιας ευαισθησίας και έντονου λυρισμού που στη φωνή της Σαβίνας Γιαννάτου συνάντησαν την ιδανική ερμηνεία.

Τα Ανεπίδοτα Γράμματα

Όλο μιλάω για γραμμές επίπεδα και πέτρες

Για να μην τύχει και προσέξεις

Πόσο διστάζω να σε αγγίξω

Σαν τον κατάδικο που στέκει μες στη νύχτα

Διστάζοντας να βάλει το απολυτήριο στη τσέπη

Γιατί το ξέρει

Πως τόσο φως δε θα το αντέξει

 

Είχα πάντα έτοιμο

Ένα μικρό μπουκάλι πού ’ριχνα στη θάλασσα

Βόρειο πλάτος – αλλάζει κάθε μέρα

Μεσημβρινός – αλλάξει κάθε νύχτα

Στίγμα – οι χειροπέδες μου

Δεν το’ριξα ποτέ

Φαίνεται πως πάντοτε υπήρχε

Όσο υπάρχεις

Ταξιδεύω

 

Θα σε βρω

Όπου πατάς

Πέφτουν πράσινα φύλλα

 

Ίσως και να ’ναι πρόφαση

Όπως προφασίζουμε τα φύλλα

Κι έχω κατά νου μου το νερό

Όπως μιλάω για γεράνια

Και βλέπω εκεί που αγγίξανε

Τα χείλη σου το φως

 

Τις νύχτες σκάβαμε κρυφά

Μια υπόγεια σήραγγα

Μ’ένα σουγιά μ’ένα πιρούνι με τα νύχια

Σκάβαμε τις πέτρες

Ξέροντας πως θα φτάσουμε το πολύ ως τη θάλασσα

Κι όμως μας ήταν ανάγκη

να βλέπουμε τα χέρια μας να ζούνε

μου ήτανε ανάγκη

να βλέπω πως κοντεύω πόντο – πόντο

να σε φτάσω

Αυτούς τους στίχους έγραφε ο Άρης Αλεξάνδρου στο αριστουργηματικό του ποίημα «Άννα» που συμπεριλήφθηκε στη δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Άγονη Γραμμή» (πρώτη έκδοση: 1952) μεταξύ της δεύτερης εξορίας του και της φυλάκισής του. Αυτούς τους στίχους έκανε τραγούδι ο συνθέτης Μιχάλης Γρηγορίου μεταξύ 1972-1973. Αυτό το τραγούδι τραγουδισμένα εξαιρετικά από το ντουέτο της Αφροδίτης Μάνου και του Σάκη Μπουλά έμελλε να συμπεριληφθεί στο θαυμάσιο δισκογραφικό του ντεμπούτο «Ανεπίδοτα Γράμματα» (Λύρα, 1977) με το οποίο ο Γρηγορίου στα 30 του συστήθηκε στο κοινό (τα περισσότερα τραγούδια τα έγραψε στα 25 του) προσφέροντας ένα μοναδικό δείγμα μουσικής ευαισθησίας, έναν από τους πολύ σπουδαίους δίσκους της ελληνικής δισκογραφίας. Όλα τα τραγούδια είναι βασισμένα σε ποιήματα του Άρη Αλεξάνδρου. Στον ίδιο δίσκο υπάρχουν σπάνιας ομορφιάς τραγούδια με αιχμή το «Σύντροφε κοιμάσαι;» που το ντουέτο αποδίδει με έναν συγκλονιστικό τρόπο αφήνοντας τον σπόρο της αμφισβήτησης, της απογοήτευσης για τους αγώνες και της ειρωνείας του ποιητή να ευδοκιμήσει μέσα από μια βαθιά εκφραστική και έντονα συναισθηματική μουσική («Σύντροφε, κοιμάσαι; / Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμμιά σελίδα μαρξισμού / που να βουλιάζουνε οι λέξεις στο χαρτί / σαν τη σιωπή μου / στις κόρες των ματιών της; /… / Θέλω να σου γράψω / μα τι σε νοιάζει εσένα η σιωπή του / κάτω απ΄ τη βροχή»). Μαζί με τα δυο αυτά τραγούδια, υπάρχουν κι άλλα, πάντα σε ποίηση Άρη Αλεξάνδρου: «Ανεπίδοτα γράμματα», «Με τι μάτια τώρα πια», «Ήθελε να ζήση», «Παραλλαγή», «Επιστροφή».

Στον θαυμάσιο αυτό δίσκο έπαιξαν οι μουσικοί Δ. Βράσκος, Χ. Ζαραλής, Στ. Μαργαρίτης (βιολί), Σ. Πουμπουρίδης (βιόλα), Βύρων Φιδετζής, Χρήστος Σφέτσας, Γ. Ταχιάτης (βιολοντσέλο), Τ. Σούτης (κοντραμπάσο), Β. Χριστόπουλος (όμποε), Γ. Αργυρόπουλος (αγγλικό κόρνο), Γ. Κούφαλης (κλαρινέτο), Σ. Καζιάνης, Σ. Αργυρόπουλος (φαγκότο), Ν. Σπίνουλας (κόρνο), Νέλλη Σεμιτέκολο, Μιχάλης Γρηγορίου (πιάνο). Ενορχήστρωση, διεύθυνση: Μιχάλης Γρηγορίου.

Το αυθεντικό εξώφυλλο του δίσκου όπως και το γενικότερο layout του δίσκου ήταν της συγγραφέως και εικονογράφου παιδικής λογοτεχνίας Σοφίας Ζαραμπούκα (με σπουδές Καλών Τεχνών και θεάτρου στην Ελλάδα αλλά και γραφικών τεχνών και εικονογράφησης στην Αμερική) που δυο χρόνια πριν την κυκλοφορία του, το 1975 είχε κυκλοφορήσει το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Στο δάσος» το οποίο είχε γράψει κατά την περίοδο της δικτατορίας (1967-1974) εξηγώντας στα παιδιά τι σημαίνει η λέξη αυτή. Ένα εξώφυλλο με το πέταγμα των πουλιών στον ουρανό, προσαρμοσμένο και εναρμονισμένο πλήρως στο πνεύμα του δίσκου αλλά και στις ιπτάμενες, μετέωρες ελπίδες και τα ερωτικά, ανεπίδοτα γράμματα που ταξιδεύουν.

Τα «Ανεπίδοτα Γράμματα» ήταν ένα έργο καμπής, ειδικά για την περίοδο που γράφτηκε αλλά και για τότε που κυκλοφόρησε. Ο Μιχάλης Γρηγορίου άντλησε από δυο κυρίαρχες δεξαμενές επιρροής. Από τη μια μεριά από το πολιτικό τραγούδι της Μεταπολίτευσης που πλέον μπορούσε να εκφράσει τις ανησυχίες που εκδηλώθηκαν στο τέλος της δικτατορίας αλλά και από τη σύγχρονη μουσική που αποτελούσε πόλο έλξης για τον συνθέτη.

Ο ίδιος ο Μιχάλης Γρηγορίου στο εσωτερικό του εξώφυλλου του δίσκου σημειώνει: «Τα τραγούδια από τα οποία αποτελείται η καντάτα “Ανεπίδοτα Γράμματα” γράφτηκαν τα περισσότερα μέσα στο 1972-73, αρχικά για φωνή και πιάνο, με προοπτική να παρουσιαστούν κάποτε σε συναυλία. Μέσα στο 1976, όταν αποφασίστηκε η έκδοση αυτού του δίσκου, έγραψα το “Σύντροφε κοιμάσαι;” Και ενορχήστρωσα τα υπόλοιπα τραγούδια, για ένα βασικό σύνολο από κουιντέτο εγχόρδων και πιάνο, μέσα στο οποίο εναλλάσσονται διάφορα πνευστά (κλαρινέττο, όμποε, φαγκότο, αγγλικό κόρνο και κόρνο). Ταυτόχρονα πρόσθεσα τα μέρη της αντρικής φωνής καθώς και το μέρος του αφηγητή.

Ύστερα απ΄ αυτά αντιμετώπισα το έργο σαν ένα σύνολο από 7 μέρη κι όχι σαν κύκλο τραγουδιών γιαυτό αποφάσισα να του δώσω τον χαρακτηρισμό “καντάτα” που πιστεύω πως περιγράφει πιο σωστά και την ενότητα του μουσικού ύφους και την ενότητα που προέρχεται από το ποιητικό νόημα.

Τα ποιήματα του Άρη Αλεξάνδρου υπήρξαν για μένα το κίνητρο για να καταπιαστώ μ΄ αυτό το έργο. Γραμμένα τα περισσότερα στην εξορία είναι στη βάση τους γράμματα σε μια γυναίκα, δηλαδή ερωτικά ποιήματα. Ταυτόχρονα όμως αποτελούν και μια πολιτική μαρτυρία που δύσκολα μπορεί κανείς να αγνοήση.

Τα ποιήματα αυτά μού δείχνουν για μια ακόμη φορά πως πολιτική τέχνη δεν είναι αναγκαστικά μόνο η τέχνη που μιλάει άμεσα για τα πολιτικά πράγματα. Μέσα στο αδιαχώριστο σύμπλεγμα του πολιτισμού τα πολιτικά και τα πολιτιστικά συμβάντα ταυτίζονται γιατί αποτελούν διαστάσεις του ίδιου του συνειδητοποιημένου ανθρώπου που προσπαθεί να βελτιώση ταυτόχρονα και τις υλικές και τις ηθικές συνθήκες της ζωής του.

Πέρα απ΄ όλα αυτά η καντάτα ¨Ανεπίδοτα Γράμματα” αποτελεί για μένα μια πρώτη απόπειρα να αντιμετωπίσω σοβαρά ένα μεγάλο πρόβλημα: πως θα μπορούσε δηλαδή να υπάρξη ένα γεφύρωμα ανάμεσα σε μια μουσική που χαρακτηρίζεται σαν “σοβαρή” και σε μια μουσική που λειτουργεί σαν “ελαφριά”.

Εάν και κατά πόσο πέτυχα ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση αρμόδιος να το κρίνη είναι ο ακροατής».

Το έργο κυκλοφόρησε το 1977, λίγα χρόνια μετά την πτώση της χούντας μέσα σε ένα άκρως φορτισμένο κλίμα τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και όσον αφορά τις απόψεις περί σοβαρής μουσικής. Έτσι η υποδοχή του έργου είχε δύο επίπεδα. Από τη μια οι συνάδελφοι του Μιχάλη Γρηγορίου εκείνη την εποχή ήταν επιφυλακτικοί και λόγω των κραταιών απόψεων περί σοβαρής και έντεχνης μουσικής μάλλον το αντιμετώπισαν ως ελαφριά μουσική και από την άλλη λόγω του περιεχομένου των στίχων (γράμματα γραμμένα με αποδέκτη μια γυναίκα) αλλά και λόγω της συγκεκριμένης στάσης του ποιητή Άρη Αλεξάνδρου που τότε διαφοροποιήθηκε αισθητά από τα πολιτικά ρεύματα, θεωρήθηκε ρεφορμιστικό και ότι χαλούσε τη συνταγή. Αυτό πάντως που συμπεραίνει ακούγοντας κανείς τον σπουδαίο αυτόν δίσκο έχει να κάνει περισσότερο με την ικανότητα του Γρηγορίου να φτιάχνει εξαιρετική μουσική απευθυνόμενος με την ίδια άνεση τόσο προς το πιο πλατύ κοινό όσο και στους υποψιασμένους ακροατές με απαιτητικά ακούσματα και γνώση. Ο δίσκος βέβαια τότε δεν συνάντησε τον εμπορικό δρόμο της επιτυχίας σημειώνοντας μεγάλους αριθμούς πωλήσεων αλλά στο πέρασμα των χρόνων θεωρήθηκε ένα από τα διαμάντια της ελληνικής δισκογραφικής παραγωγής.

Τα πρώτα έργα του

Αυτή βέβαια δεν ήταν και η πρώτη του απόπειρα στη σύνθεση μουσικής αφού, εκτός από «Τα Τραγούδια της Χριστίνας», από το 1971 ήδη ξεκίνησε να γράφει επηρεασμένος από τους άνεμους πρωτοπορίας που έπνεαν στην Ευρώπη και έρχονταν δυναμικά στην Ελλάδα εκείνη την εποχή. Οι πρώτες του συνθέσεις περιλάμβαναν μουσική ηχητικών μαζών, κλάστερς, ηχητικές επιφάνειες, γραφικές παρτιτούρες και μορφικές δομές τύπου Penderecki, Lutoslawski κ.α. Χαρακτηριστικό ήταν το έργο του «Από ένα έργο του Λουίτζι Νόνο, για πιάνο» που έγραψε το 1971-72 με εκκίνηση τη δουλειά του σπουδαίου Ιταλού συνθέτη σύγχρονης, πρωτοποριακής μουσικής. Ακολούθησαν πολλά ανάλογα έργα όπως: «Κομμάτι για πιάνο και bongos» (1971), «Κομμάτι για πιάνο και τρομπέτα» (1972), «Septet, για κουιντέτο εγχόρδων, πιάνο και τρομπέτα» (1973) με το οποίο εκπροσώπησε την Ελλάδα στο «Διεθνές Βήμα Συνθετών της UNESCO» στο Παρίσι, «Leit-Motiv, για μικρό σύνολο» (1974), ενώ στο πέρασμα του χρόνου ακολούθησε μια στάση που κράτησε αποστάσεις από τις αιχμές της πρωτοπορίας, κάτι που παρατηρήθηκε στο έργο του «Ανεπιστρεπτεί για δυο πιάνα» (1975).

Ο γεννημένος το 1947 στην Αθήνα Μιχάλης Γρηγορίου, γιός του σπουδαίου σκηνοθέτη Γρηγόρη Γρηγορίου και της ποιήτριας Μαρίας Παπαλεονάρδου, πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου με την Καίτη Παπαλεονάρδου στα 5 του, έκανε σπουδές Αρχιτεκτονικής αλλά και θεωρητικών και σύνθεσης με τον Γ.Α. Παπαϊωάννου, αλλά κατά βάση ήταν αυτοδίδακτος μουσικός. Ως συνθέτης που το έργο του δεν ακολουθούσε σχολές, τάσεις και ρεύματα και συγκεκριμένα προτάγματα και χαρακτηριστικά που απέρρεαν από αυτά, είχε στο ενεργητικό του μια ογκώδη εργογραφία σε πολλούς και διαφορετικούς χώρους και είδη: για σύνολα μουσικής δωματίου, για ορχήστρα και χορωδία, για πιάνο, για συνθεσάιζερς, κύκλους τραγουδιών, καθώς και μουσική για το θέατρο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και τον χορό.

Γράφοντας σε ποίηση Μανώλη Αναγνωστάκη

Η δεύτερη δισκογραφική δουλειά του και ταυτόχρονα η δεύτερη απόπειρά του στον χώρο της μελοποιημένης ποίησης ήταν ο κύκλος τραγουδιών «Η αγάπη είναι ο φόβος» σε ποίηση του Μανώλη Αναγνωστάκη, που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβρη του 1980 από τη δισκογραφική εταιρεία Minos.

Σε σημείωμά του στον δίσκο αυτό αναφέρει σχετικά: «Γράφοντας το έργο αυτό αναρωτήθηκα μερικές φορές, μήπως ακολουθώ κάποιο δρόμο, που δεν οδηγεί πουθενά. Μήπως δηλαδή, η ανάγκη να συμφιλιώσω μέσα μου τις μνήμες και τις μυθολογίες ενός χτες που δεν μου ανήκει απόλυτα, με τις απαιτήσεις και τους μύθους ενός σήμερα, με οδηγεί σε μια μουσική, που δεν εκφράζει ούτε το χτες ούτε το σήμερα, αλλά στέκεται μετέωρη κάπου ανάμεσα στα δυο.

Στο ερώτημα αυτό δεν μπορώ να δώσω απάντηση. Ξέρω όμως πως αν η μουσική που γράφω έχει αντιφάσεις – γιατί τι άλλο είναι άραγε η συνύπαρξη ενός ρυθμού ζεϊμπέκικου, π.χ., μ’ έναν ήχο μουσικής δωματίου; η απλή μελωδική αντίληψη και οι μορφολογικές προθέσεις ενός κύκλου τραγουδιών; – αυτές οι αντιφάσεις βρίσκονται μέσα σε μένα τον ίδιο και είμαι μάλιστα διατεθειμένος να τις αποδεχτώ και γιατί όχι, να τις υπερασπιστώ.

Μ’ αυτήν λοιπόν τη διάθεση έγραψα μέσα στο 1979 τα τραγούδια που αποτελούν τον κύκλο “Η αγάπη είναι ο φόβος” πάνω σε ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη και μπορώ να πω πως απ’ όσα έργα έχω γράψει ως τώρα, αυτό μου γέννησε τη μεγαλύτερη ικανοποίηση τη στιγμή που το έγραφα».

Τα τραγούδια ερμηνεύουν εξαιρετικά η Μαρία Φαραντούρη και ο Γιάννης Κούτρας. Ο Μιχάλης Γρηγορίου έπαιξε πιάνο, ενώ οι υπόλοιποι μουσικοί που ακούγονται εδώ είναι οι Νίκος Σπινούλας (κόρνο), Σπύρος Καζιάνης (φαγκότο) και Βύρων Φιδετζής (βιολοντσέλο). Ο δίσκος ηχογραφήθηκε στην Columbia από τον Σήφη Σιγανό, με βοηθό τον Γιάννη Παπαϊωάννου, το εξώφυλλο και τη μακέτα επιμελήθηκε η Ξανθίππη Μίχα – Μπανιά. O δίσκος δεν επανεκδόθηκε σε cd.

Τραγούδια σαν το ομώνυμο, τα «Τοπίο», «Φίλοι που φεύγουν», «Θα τραβήξεις μπροστά», «Όταν σφυρίζουν τα πλοία», «Το καινούργιο τραγούδι» και «Μια ημερομηνία πριν από χρόνια» άφησαν ανεξίτηλο το ίχνος τους, ενώ το υλικό του δίσκου συμπληρώνεται με τρία ορχηστρικά και τη δεύτερη εκδοχή του ομώνυμου τραγουδιού.

Με τους στίχους των Τάκη Σινόπουλου και Άρη Αλεξάνδρου

 Το 1985 από τη δισκογραφική εταιρεία «Σείριος» του Μάνου Χατζιδάκι κυκλοφορεί ο επόμενος κύκλος τραγουδιών, αυτή τη φορά σε ποίηση του Τάκη Σινόπουλου από τις ποιητικές του συλλογές «Αντίστιξη 1957» και «Μεταίχμιο Β» με τίτλο «Ο Οδυσσέας στο ποτάμι» για κοντράλτο, τενόρο, συνθεσάιζερς, πιάνο τσέλο, βιολί, φλάουτο, κλαρινέτο, με τις θαυμάσιες φωνητικές ερμηνείες της Σαβίνας Γιαννάτου και του Βασίλη Λέκκα.

Τον συνθέτη που παίζει πιάνο, συνθεσάιζερς ανά περίπτωση συνοδεύουν οι Χρήστος Σφέτσας (τσέλο), Θύμιος Παπαδόπουλος (φλάουτο, κλαρινέτο) και Στάμος Σέμσης (βιολί).

Με την ποίηση του Τάκη Σινόπουλου και του Άρη Αλεξάνδρου ο συνθέτης ασχολήθηκε και στο άλμπουμ «Αποχαιρετισμοί Της Θάλασσας» που κυκλοφόρησε το 1997 από τη δισκογραφική εταιρεία EMI με παραγωγό τον Θάνο Μικρούτσικο. O Γρηγορίου παίζει πιάνο και συνθεσάιζερς, ενώ η Σαβίνα Γιαννάτου ερμηνεύει. Πρόκειται για τους κύκλους τραγουδιών «Μεσούρανα του Αυγούστου» σε ποίηση Άρη Αλεξάνδρου και «Nτοάνα» σε ποίηση Τάκη Σινόπουλου, καθώς και για την καντάτα για συνθεσάιζερ και φωνή «Αποχαιρετισμοί της θάλασσας» σε ποίηση Τάκη Σινόπουλου από τη συναυλία του 1991 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Ένα ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα να αποδοθεί και να αγκαλιαστεί μουσικά ο ποιητικός λόγος με εκτεταμένη πεζόμορφη μορφή ποιητών όπως των Σινόπουλου και Αλεξάνδρου. Σπάνια ευαισθησία και μια αξέχαστη γυναικεία ερμηνεία, ενώ ο Μιχάλης Γρηγορίου ξετύλιξε τις πολύτιμες ιδέες και εμπνεύσεις τους συνδυάζοντας με τον καλύτερο τρόπο ένα εξπρεσιονιστικό ύφος με την έντονη μελωδικότητα που καθ΄ όλη τη διάρκεια της δημιουργίας του υπηρέτησε υποδειγματικά. Ωστόσο η πρώτη γραφή του έργου χρονολογείται από το 1982.

Η «Σκοτεινή Πράξη» με τα ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη

Το 1993 ήταν η χρονιά που ο Μιχάλης Γρηγορίου ασχολήθηκε με έναν άλλον σπουδαίο Έλληνα ποιητή, τον Τάσο Λειβαδίτη. Τότε ο συνθέτης έγραψε ένα από τα κορυφαία μουσικά του έργα, το ορατόριο σε ποίηση Λειβαδίτη, έργο 71.

Ήταν βασισμένο στο ομώνυμο έργο-χορικό που έγραψε το 1974 ο ποιητής. Το έργο γράφτηκε το 1993 κατόπιν παραγγελίας του Θάνου Μικρούτσικου, καλλιτεχνικού διευθυντή τότε του «Μουσικού Αναλογίου» και πρωτοπαρουσιάστηκε στην Αίθουσα Δημήτρη Μητρόπουλου του Μεγάρου Μουσικής τον Απρίλη του 1994. Τότε είχε σκηνική μορφή και οι θεατές άκουσαν το εξαιρετικό έργο σε μια πληθωρική παρουσίαση πλαισιωμένη με κίνηση και προβολές. Μετά από δυο χρόνια περίπου, τον Νοέμβριο του 1995 το μουσικό έργο παρουσιάστηκε σε συναυλία στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, με αφορμή τη συμπλήρωση ενός αιώνα από την ίδρυσή του. Το 1997 κυκλοφόρησε σε διπλό cd με τίτλο «Σκοτεινή Πράξη» από τη δισκογραφική εταιρεία Λύρα. Συμμετείχαν η Ορχήστρα των Χρωμάτων υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη και η χορωδία Fons Musicalis σε διδασκαλία Κωστή Κωνσταντάρα. Το κυρίως φωνητικό μέρος αναλαμβάνουν η Σαβίνα Γιαννάτου (σοπράνο) και ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος (βαρύτονος) ο οποίος έχει και τον ρόλο του αφηγητή μαζί με τον Μιχάλη Γρηγορίου και ο Μιχάλης Χριστογιαννόπουλος (τενόρος). Στα keyboards εκτός από τον συνθέτη παίζει και ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος.

Το θαυμάσιο εξώφυλλο είναι έργο του ζωγράφου Κυριάκου Κατζουράκη.

Ο Μιχάλης Γρηγορίου περιγράφει τη σχέση του με το ποιητικό έργο για τη σύνθεση του δικού του μουσικού έργου δυο ολόκληρες δεκαετίες μετά τη γραφή της ποιητικής συλλογής, στο κείμενό με τίτλο «Βαθύς στοχασμός, σοφία και τρυφερότητα· σχεδόν αγιοσύνη-Ο Μιχάλης Γρηγορίου για τον Τάσο Λειβαδίτη» (επιμέλεια: Ηρακλής Οικονόμου) που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 49 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2023) του περιοδικού «Μετρονόμος» και στο αφιέρωμα «Τάσος Λειβαδίτης 25 χρόνια μετά» στο οποίο δημοσιεύεται και ολόκληρο το κείμενο από το Ορατόριο του συνθέτη:

«Η ιδέα να γράψω ένα μουσικό έργο βασισμένο σε ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη χρονολογείται από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν διάβασα για πρώτη φορά τον «Νυχτερινό Επισκέπτη» και λίγο μετά τη «Σκοτεινή Πράξη». Την περίοδο 1973-74 είχα επιχειρήσει να γράψω ένα έργο εμπνευσμένο από την «Σκοτεινή Πράξη», δεν κατάφερα όμως να ολοκληρώσω, γιατί εκείνα τα χρόνια δεν είχα ούτε την απαραίτητη τεχνική, ούτε, βέβαια, και την απαραίτητη συναισθηματική ωριμότητα. Πάντως, η πεποίθηση ότι είχα ανακαλύψει έναν πολύ σημαντικό ποιητή δεν με εγκατέλειψε από την πρώτη στιγμή που διάβασα την ποίησή του. Σήμερα, μάλιστα, θα έλεγα πως ο Λειβαδίτης δεν είναι μόνο ένας μεγάλος Έλληνας ποιητής αλλά κι ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ου αιώνα. Και αυτός ο θαυμασμός που μου γεννούσε ανέκαθεν ο συγκλονιστικός και τόσο προσωπικός ποιητικός λόγος του Λειβαδίτη ήταν που με έκανε να διστάζω επί χρόνια να γράψω ένα τέτοιο μουσικό έργο. Πάντα με σταματούσε η αίσθηση ότι δεν έχω να προσθέσω τίποτα σε κάτι που είναι από μόνο του ολοκληρωμένο.

Τελικά, ύστερα από 20 σχεδόν χρόνια, το 1993, τόλμησα να κάνω αυτό που δεν είχα τολμήσει να κάνω τότε. Ο θαυμασμός μου για το έργο του ποιητή παρέμενε ο ίδιος, όμως, καθώς είχαν περάσει τα χρόνια, ο θαυμασμός άρχισε να συνοδεύεται κι από μία διαφορετική κατανόηση αλλά κι από μια αγάπη…

…Αν υπήρξε κάποια τεχνική δυσκολία, αυτή οφειλόταν στο γεγονός ότι η συγκεκριμένη ποίηση δεν βασιζόταν σε κάποιο φανερό ρυθμό, σε κάποια “ρίμα”, ας πούμε. Έλειπαν οι οποιεσδήποτε φαινομενικές διευκολύνσεις μιας ποίησης που μπορεί να λειτουργήσει ως στίχος για μελοποίηση. Τούτο όμως αποτέλεσε τελικά και πλεονέκτημα γιατί με υποχρέωσε να σκεφθώ εξ αρχής με καθαρά μουσικούς όρους, δηλαδή με όρους μουσικής αφήγησης, και όχι με λογικές «επένδυσης» και «μπογιατίσματος» κάποιων στίχων.  Η σύνθεση  της «Σκοτεινής Πράξης» αποτέλεσε για μένα μια ιδιαίτερη εμπειρία. Η  συναισθηματική μου φόρτιση κατά τη διάρκεια του χτισίματος του έργου ήταν πολύ έντονη· κατά κάποιο τρόπο, ήταν σαν να είχα τον Λειβαδίτη πίσω από την πλάτη μου, να βλέπει τι γράφω. Με άλλα λόγια, η συνθετική προσέγγιση έγινε και μέσα από τέτοια συναισθηματικά κι όχι απλώς τεχνικά ή φορμαλιστικά κριτήρια. Ήταν ένα έργο που με συγκινούσε προσωπικά όταν το έγραφα  κι αυτή τη συγκίνηση προσπάθησα να μεταδώσω και στον ακροατή…

…Αντιμετώπισα από την αρχή τη «Σκοτεινή Πράξη» σαν ένα ορατόριο με σχεδόν βιβλικό περιεχόμενο. Υπάρχουν στο έργο οργανικά ιντερλούδια, χορικά, ρετσιτατίβι, άριες, δηλαδή όλα τα στοιχεία που βρίσκει κανείς στην φόρμα του ορατόριου. Ο Λειβαδίτης μιλάει για μεγάλες μνήμες, θρηνεί μεγάλες απώλειες και οδηγείται σε μια αποδοχή της ανθρώπινης μοίρας, που δεν είναι ωστόσο στερημένη από ελπίδα. Υπάρχουν στιγμές που μέσα από τους στίχους του διαφαίνεται μια σχεδόν πρωτοχριστιανική πίστη, μια εγκαρτέρηση και μια βαθύτατη αγάπη για τον άνθρωπο.

Ξέρω βέβαια ότι στις μέρες μας δεν γράφονται πλέον «ορατόρια» μιάμισης ώρας γιατί έχουν χαθεί τα συλλογικά σύμβολα που θα μπορούσαν να τα στηρίξουν, κι ακόμα, γιατί έχουν επιταχυνθεί οι ρυθμοί ζωής και έχουν μειωθεί τα όρια αντιληπτικής προσοχής και ανοχής του ακροατή. Το έργο που έγραψα, λοιπόν, το 1993 θα μπορούσε να θεωρηθεί από τότε σαν κάτι το ξεπερασμένο και το ανεδαφικό. Δεν με πείραζε, όμως, αυτό τότε και εξακολουθεί να μη με πειράζει. Σήμερα που εξαπλώνεται ραγδαία ο μικροαστισμός κι η απάθεια, αλλά πλέον κι ο φασισμός κι η βαρβαρότητα, σήμερα που η τέχνη μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε υλικό επένδυσης του ελεύθερου χρόνου και χάνει την ικανότητα να κινητοποιεί και να συγκινεί, σήμερα που χάνεται κάθε μεταίσθημα και κάθε απόηχος, και μαζί τους κι η ικανότητα της αντίστασης απέναντι στον κυνισμό και στη βλακεία, ίσως η ανεδαφικότητα να αποτελεί την μοναδική στάση που μπορεί να προσφέρει μία αίσθηση ασφάλειας και ειρμού, στοιχειώδους αξιοπρέπειας αλλά και ελπίδας για το μέλλον. Εξάλλου, αυτή υπήρξε ανέκαθεν και εξακολουθεί να είναι η δικιά μου δουλειά: να υπηρετώ την ανεδαφικότητα».

Χαρακτηριστικοί οι στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη αντανακλούν αυτό που οδήγησε τον Μιχάλη Γρηγορίου να γράψει «μια σχεδόν θρησκευτική μουσική»:

Αιώνια κυνηγημένοι, διωγμένοι από παντού, και μόνο το τραγούδι μας, καμιά φορά, θλιμμένο

μαρτυρούσε το δρόμο, ή άλλοτε για να ξεφύγουμε, σε θρύλους, όπως σε σιωπηλή γυναίκα,

γερνάμε, ή γινόμαστε απλοί, τόσο που μας έχαναν.

Κι αλήθεια, κατά πού πέφτει η βασιλεία,

και μόνος ο καθένας μας θ’ ακούσει το ράγισμα ενός άστρου,

αργά, τη νύχτα.

&

Αιώνια, σκοτεινή αποδημία, λαοί που πλανιούνται από όνειρο σε όνειρο,

πουλιά που διασταυρώνονται με το ποτέ ή το πουθενά.

Κι ίσως τα δέντρα στάθηκαν μαντεύοντας το άσκοπο του δρόμου.

Και όπως υπογραμμίζει ο συνθέτης της «Σκοτεινής Πράξης»: «Δεν αναφέρομαι φυσικά σε κάποια συγκεκριμένη θρησκεία, αλλά σε μια πανανθρώπινη θρησκεία που μιλάει για τη μοίρα του ανθρώπου. Δεν κρύβω άλλωστε ότι εξ αρχής είχα σαν πρότυπο μου τα “Κατά Ματθαίον Πάθη” του Μπαχ, κάτι που νομίζω ότι αντιλαμβάνεται κι ένας έμπειρος ακροατής – χωρίς βεβαίως να συγκρίνω τον εαυτό μου με τον …Μπαχ…».

«Μπλε» πάνω στη μοναδική ποιητική συλλογή της Ρηνιώς Παπανικόλα

Η ποιήτρια και εκλεκτή ραδιοφωνική παραγωγός Ρηνιώ Παπανικόλα παίρνει τη σκυτάλη στο ενδιαφέρον του Μιχάλη Γρηγορίου στον δίσκο με τίτλο «Μπλε» που κυκλοφόρησε το 2003 από τη δισκογραφική εταιρεία Legend με ερμηνευτές τους Μαρία Φαραντούρη, Σαβίνα Γιαννάτου, Τάση Χριστογιαννόπουλο και την Ορχήστρα των Χρωμάτων υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη αποτυπώνοντας τη ζωντανή ηχογράφηση συναυλίας στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 15 Δεκεμβρίου 2022. Η Ρηνιώ Παπανικόλα έφυγε από τη ζωή στις Φεβρουαρίου 2001, λιγότερο από ένα χρόνο πριν τη διεξαγωγή της συναυλίας κι έτσι δεν είχε τη δυνατότητα να απολαύσει το μουσικό έργο του Γρηγορίου όταν αυτό ήταν έτοιμο που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Το μουσικό έργο βασίστηκε στη μοναδική ποιητική συλλογή που είχε εκδώσει η Ρηνιώ Παπανικόλα με τον ομώνυμο τίτλο το 1996 (ιδιωτική έκδοση).

«Κόκκινη Κλωστή» σε ποίηση Κώστα Καρτελιά

Το 2014 κυκλοφορεί μουσικό του έργο  ως ένθετο cd στην ποιητική συλλογή του Κώστα Καρτελιά «Μπλοκ Ιχνογραφίας» (εκδ. Αιγόκερως). Τίτλος του δίσκου «Κόκκινη Κλωστή)». Μουσικό έργο του Μιχάλη Γρηγορίου από τον κύκλο «Ούτις, έργο 85» που γράφτηκε αρχικά το 2001 για ορχήστρα, μέτζο και βαρύτονο σε εννέα μέρη, μοιρασμένα στα όργανα και τις δύο φωνές: τρία ορχηστρικά («Χορός της Κίρκης», «Ούτις», «Χορός του Άδη») και έξι μελοποιημένα ποιήματα του Κώστα Καρτελιά, ερμηνευμένα από τη Μαρία Φαραντούρη («Στη Μουσική», «Η Νύχτα», Κόκκινη κλωστή») και τον Δώρο Δημοσθένους («Φεύγοντας», «Στο Κύμα», «Ο Χρόνος»). Στίχοι ερωτικοί και λυρικοί που αποπνέουν μελαγχολία από έναν ποιητή που στο παρελθόν μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Νίκο Κυπουργό και που στην περίπτωσή μας έτυχαν της ζεστής μουσικής αγκαλιάς του Γρηγορίου.

Μιχάλης Γρηγορίου και ηλεκτρονική μουσική

 Ο Μιχάλης Γρηγορίου είχε μια έντονη δραστηριότητα στον χώρο της ηλεκτρονικής μουσικής και ειδικά σε αυτόν των συνθεσάιζερς. Η στροφή του στα συνθεσάιζερ (συνθετητές), όργανα που του έδωσαν τη δυνατότητα να αφομοιώσει τις αναφορές και να εφαρμόσει τις προσωπικές του ιδέες στον χώρο του μουσικού μοντερνισμού, συντελέστηκε το 1982 με την πρώτη γραφή του έργου «Αποχαιρετισμοί της θάλασσας, για synthesizers». Ακολούθησαν τα ακόλουθα έργα «Puzzle, για synthesizer και φωνή» (1983), «Overdubbing, για synthesizers» (1984), «Καλοκαίρι και η ζωή περνά, πρελούντια για synthesizers και vocoder» (παραγγελία του Α΄ Προγράμματος της ΕΡΑ, 1984), «Pictures from another exhibition», op.38a  (1984), “Cool Variations”, για synthesizers, op.38b  (1984), «Σάρτη, τρία σχέδια για το καλοκαίρι του 1985, για synthesizers και vocoder» (1985), «Το Παράσημον του Λουτρού, για synthesizers» (παραγγελία Φεστιβάλ Πάτρας επί καλλιτεχνικής διεύθυνσης Θάνου Μικρούτσικου, 1986), «Το Μουσικό Εργαστήρι του Τρίτου»: δύο έργα-«Μικρές χαρές, μικρές λύπες, για synthesizers» και «Για τον Μονόκερω, σπουδές για synthesizers» (1986), «Maha, για synthesizers, φλάουτο, βιολοντσέλο, σοπράνο σαξόφωνο και φαγκότο» (παραγγελία του Γ΄ Προγράμματος της ΕΡΑ, 1986), «Destinies, για synthesizers, σαξόφωνο, μπάσο, τσέλο και άλτο» (Μουσικά εργαστήρια Εύμαρος, 1986), «Σελεφαΐς», βασισμένο στο ομότιτλο διήγημα του Λάβκραφτ (εργαστήρι του Τρίτου, 1986), «Time as an helix of semi-precious stones» (μουσικό εργαστήρι του Τρίτου, 1989), «When we went to see the end of the world (μουσικό εργαστήρι του Τρίτου, 1990)», «Νυχτερινή Προβολή, πρελούντια για synthesizers» (1990), «Pulses», op.94 (2008), «Παλίμψηστο ΙΙ, Suite for keyboards», op. 104b  (2017), «Retrospective», οp. 104c  (2017), «Το Παράσημον ΙΙ, 10 Variations» , op.106   (2019), ενώ το 2000 έγραψε και το έργο για synthesizers και φωνή «Η πόλη των αθανάτων» σε κείμενο Borges, ορ. 82. Πιο πρόσφατα έργα του για ορχήστρα, synthesizers και χορωδία είναι τα «Εικόνες Μεσοπολέμου», «Παράδοξες Διαδρομές» και «Ανήσυχες Σχέσεις» που έως σήμερα δεν έχουν παιχτεί.

Μόνο κάποια από τα παραπάνω έργα του τα συναντάμε στη δισκογραφία.

Στον δίσκο «Βίλχελμ Τσομπλ, Μιχάλης Γρηγορίου, Θάνος Μικρούτσικος: Αντιθέσεις» (Εταιρία Νέας Μουσικής, 1985) όπου συμπεριλαμβάνονται η «Σονάτα Του Σεληνόφωτος» του Μικρούτσικου με τον ίδιο στο πιάνο και τον βαθύφωνο Φραγκίσκο Βουτσίνο να ερμηνεύει τους στίχους του Γιάννη Ρίτσου, αλλά και το έργο «Φούγκα Θανάτου» του πρόωρα χαμένου Γερμανού συνθέτη της αβανγκάρντ Wilhelm Zobl (1950-1991), βασισμένο στην ποίηση του κορυφαίου ποιητή Paul Celan, γραμμένο για χορωδία και 2 πιάνα, ερμηνευμένο από τη Χορωδία Άρνολντ Σαίνμπεργκ, τους πιανίστες Frederic Rzewski (σπουδαίος Αμερικανός συνθέτης) και Kate Wittlich, o Μιχάλης Γρηγορίου καταθέτει την μοναδική οργανική σύνθεση ηλεκτρονικής μουσικής του δίσκου, το «Overdubbing», έργο 38, μοιρασμένο σε τρία μέρη («Ostinato», «Rekindling», «Cool Variations»). Ο ίδιος ο συνθέτης εκτελεί τη μουσική του στο συνθεσάιζερ.

Στον δίσκο «Vangelis Katsoulis, Lena Platonos, Michael Gregoriou, Minas Alexiades: Keyboard Music» που κυκλοφόρησε από τη δισκογραφική εταιρεία Music-box το 1987, μαζί με τα έργα «Η Νύχτα» του Βαγγέλη Κατσούλη (1983), «Η Πρώτη τους Επαφή» της Λένας Πλάτωνος (1978-80), «Προσευχές» του Μηνά Αλεξιάδη (1997), εμπεριέχεται και το έργο του Μιχάλη Γρηγορίου «Για τον Μονόκερω…». Πρόκειται για δυο αυτοσχεδιασμούς για συνθεσάιζερς που ο συνθέτης έγραψε τον Οκτώβριο 1986.

Ο συνθέτης σημειώνει σε σημείωμά του στο σαλόνι του δίσκου:

«Κάθε στυλ είναι σαν ένα άδειο σκηνικό που σου επιτρέπει να φαντάζεσαι ορισμένους ρόλους και χειρονομίες, που σε προκαλεί να φωτίσεις μερικά μόνο πράγματα και να αφηγηθείς καταστάσεις που μόνο μέσα σ΄ αυτό το σκηνικό θα μπορούσαν να υπάρξουν.

Οι αναφορές σε διάφορα στυλ που χαρακτηρίζουν τα τελευταία χρόνια τη μουσική μου γεννιούνται από τη διάθεση να ξαναφτιάξω με τα χέρια μου αυτά τα παλιά σκηνικά και να ξαναδιηγηθώ, με τα δικά μου λόγια πλέον, ιστορίες και παραμύθια που με συγκίνησαν στο παρελθόν.

Τα δυο κομμάτια για synthesizers, που παρουσιάζονται σ΄ αυτόν τον δίσκο αυτοσχεδιάστηκαν τον Οκτώβριο του 1986. Το πρώτο θα μπορούσε να αποτελέσει ένα σκίτσο για κάποιο φανταστικό κοντσέρτο που θάχε νόημα να γραφτεί, γιατί είναι ένα είδος ανύπαρκτο πλέον, όπως κι ο Μονόκερως. Το δεύτερο κομμάτι είναι αφιερωμένο σ΄ ένα συνθέτη που αγαπώ ιδιαίτερα, τον Robert Schumann».

Στον δίσκο «Βαγγέλης Κατσούλης, Μιχάλης Γρηγορίου – Celephais / Through The Door Into A Dream» που κυκλοφόρησε το 1990 ως παραγωγή της ΕΡΤ από το μουσικό εργαστήρι του Τρίτου Προγράμματος Ελληνικής Ραδιοφωνίας, εκτός από έργο του Βαγγέλη Κατσούλη, εμπεριέχεται το έργο του Μιχάλη Γρηγορίου «Σελεφαϊς», μουσική σε μια φανταστική ταινία βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του H.F. Lovecraft. Το έργο είναι χωρισμένο σε πέντε μέρη: «The City In The Valley Of Ooth-Nargai (Beyond Tanarian Hills)», «The Journey To The Port», «The Voyage To The Cloud-Fashioned Serannian», «The Awaking And The Search Into The Dream» και «The Fulfilment». Ο Γρηγορίου με αφετηρία το τόσο πικρό και γοητευτικό διήγημα, έγραψε το μουσικό κομμάτι. Όπως ο ίδιος αναφέρει στο σημείωμα του δίσκου:

«Η “Σελεφαϊς” είναι η πόλη που είδε κάποτε σαν παιδί στο όνειρό του ο ήρωας του διηγήματος. Την πόλη αυτή την αναζητάει στα όνειρά του ο ήρωας του διηγήματος. Την πόλη αυτή την αναζητάει στα όνειρά του σ΄ όλη την υπόλοιπη ζωή και δεν την ξαναβρίσκει παρά μόνο τη στιγμή του θανάτου του.

Το έργο το ηχογράφησα μόνος μου σε τετρακάναλο κασετοφωνάκι βασισμένος κυρίως σε μια διαδικασία αυτοσχεδιασμού, πράγμα που εξηγεί και μερικές τεχνικές ατέλειες του τελικού αποτελέσματος. Προτίμησα ωστόσο να θυσιάσω ως ένα βαθμό τις απαιτήσεις τεχνικής αρτιότητας προκειμένου να διατηρήσω μια ιδιωτική και χαλαρή στάση τη στιγμή της δημιουργίας αυτού του κομματιού».

Από τα υπόλοιπα έργα του, χωρίς συνθεσάιζερς, θα υπογραμμίζαμε επίσης το «Regression για ορχήστρα, πιάνο και τσέλο, op.37» που παρουσιάστηκε στο Ηρώδειο το καλοκαίρι του 1984 και με το οποίο εισήγαγε συμβολικά εκ νέου το σύστημα της τονικότητας στη μουσική του, προκαλώντας έκπληξη και κάποιες αντιδράσεις στους κύκλους που τότε υπερασπίζονταν την πρωτοπορία στην Ελλάδα, το «Μωβ», έργο 39, κύκλο τραγουδιών σε στίχους Επτανήσιων ποιητών (Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, Λορέντζου Μαβίλη, Άγγελου Σικελιανού) που έγραψε το 1999 ανταποκρινόμενος σε παραγγελία του Φεστιβάλ Λευκάδας, «Purple», κύκλο τραγουδιών πάνω σε σονέτα του William Shakespeare, έργο 81 που έγραψε το 2000, το «Αmor», κύκλο τραγουδιών σε στίχους του Pablo Neruda, op.72 που έγραψε το 1996 για ορχήστρα, σολίστ και χορωδία κατόπιν παραγγελίας του οργανισμού Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997 χωρίς τελικά να παιχτεί, το ξαναέγραψε το 2010 με τη μορφή για δύο φωνές, χορωδία, συγκρότημα τζαζ και συμφωνική ορχήστρα, σε παραγγελία του Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και το οποίο είχε αναγγελθεί αλλά τελικά δεν παίχτηκε ποτέ, το ορατόριο «Αντιγόνη» για ορχήστρα, χορωδία και σολίστες., op.78 που έγραψε το 1999 και παρουσιάστηκε στο πλαίσιο της παράστασης «Εγώ, η Αντιγόνη» στην Επίδαυρο, με την Φιλαρμονική της όπερας της Σοφίας και την χορωδία Fons Musicales, υπό την διεύθυνση του Μ. Λογιάδη, σε σκηνοθεσία Νίκου Κούνδουρου, με ηθοποιούς τους Δήμητρα Χατούπη, Χρίστος Τσάγκας κ.α. και κορυφαίους του γυναικείου και ανδρικού χορού τη Σαβίνα Γιαννάτου, τη Λυδία Κονιόρδου και τον βαρύτονο Τάσση Χριστογιαννόπουλο και τους κύκλους τραγουδιού «Η Λήδα και ο κύκνος» (2003) και «Τα παγώνια της Μονής Βλατάδων» (2012) σε ποίηση Κατερίνας Καριζώνη. Επίσης στη δισκογραφία του συνυπολογίζεται και το «Να’χαμε και τι να’χαμε» (παραγωγή ΥΠ.Ε.Π.Θ. και Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο πλαίσιο του προγράμματος εκπαίδευσης μουσουλμανοπαίδων, 1999) που περιλαμβάνει 6 παιδικά τραγούδια, με τα παιδιά από τον Δήμο Δάφνης και τους μαθητές της 6ης δημοτικού του Σχολείου του Ελληνογερμανικού Εκπαιδευτικού Συλλόγου.

Μουσική για τον κινηματογράφο και το θέατρο

 Ο Μιχάλης Γρηγορίου έγραψε τη μουσική για τις μεγάλου μήκους κινηματογραφικές ταινίες «Οι Προστάτες» του Παύλου Τάσσιου (1973), «Η Παρεξήγηση» του Δημήτρη Σταύρακα (1983), «Υπόγεια Διαδρομή», του Απόστολου Δοξιάδη (1983), «Ο Παράδεισος ανοίγει με αντικλείδι» του Βασίλη Μπουντούρη (1987) και για τη μικρού μήκους ταινία «Ευτυχώς» του Χρήστου Χριστοδουλίδη (1984). Από αυτές στη δισκογραφία έχει κυκλοφορήσει μόνο το σάουντρακ της ταινίας «Ο Παράδεισος ανοίγει με αντικλείδι» από τη Minos το 1988.

O Μιχάλης Γρηγορίου υπογράφει 11 μουσικά θέματα ενώ το ομώνυμο θέμα είναι του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Η μουσική παρακολουθεί την γοητευτική περιπλάνηση τριών παιδιών στην Αθήνα των 50s που παίρνουν τους δρόμους σε μια χώρα καθόλου παραδεισένια, γίνονται φίλοι με έναν ακροβάτη, βοηθούν να σωθεί η βοηθός του που έχει συλληφθεί μέσω κυνηγητού με την αστυνομία και τελικά διαφεύγουν μαζί με τον ακροβάτη με το αερόστατό του.

Στο θέατρο ο συνθέτης έγραψε πολλές μουσικές: «Μουσική για το Σκιάχτρο της Λουζιτάνιας» του Peter Weiss από το Θέατρο Στοά σε σκηνοθεσία Θανάση Παπαγεωργίου (1973), «Ο Δάσκαλος» του Brecht από τον θίασο Γιάννη Φέρτη-Ξένιας Καλογεροπούλου σε σκηνοθεσία Ξένιας Καλογεροπούλου (1974), «Ο Παπουτσωμένος Γάτος» του Bernard Bear από την παιδική σκηνή της Ξένιας Καλογεροπούλου (1974), «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του W. Shakespeare από τον θίασο Δοξιάδη σε σκηνοθεσία Απόστολου Δοξιάδη (1976), «Ο Κεραμιδοτρέχαλος» της Άλκης Ζέη σε ελεύθερη διασκευή της Άστριντ Λίντγκρεν «Ο Κάρλσον πάνω στη στέγη» από την παιδική σκηνή του Θεάτρου Στοά σε σκηνοθεσία Λήδας Πρωτοψάλτη (1981), «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Γιάννη Μαργαρίτη (1987), «Το όνειρο του Τζίτζιρη», παιδική θεατρική παράσταση βασισμένη στο  ομώνυμο θεατρικό έργο του Γιώργου Αρμένη από τον Θίασο ΄81 στο θέατρο Αθήναιον (1988), «Ιππής» του Αριστοφάνη από το Κ.Θ.Β.Ε. σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου (1989), «Όνειρο θερινής νύχτας» του W. Shakespeare από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καλαμάτας σε σκηνοθεσία Γιάννη Μαργαρίτη (1989), «Φουέντε Οβεχούνα» του Λόπε ντε Βέγκα από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Κοραή Δαμάτη (1990), «Φαύστα» του Μποστ από το ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία Γιάννη Μαργαρίτη (1993) και «Του έρωτα και του φόνου: μια δραματουργική σύνθεση βασισμένη στα σονέτα του W. Shakespeare και σε αποσπάσματα από τον Μάκβεθ» σε σκηνοθεσία Γιάννη Μαργαρίτη (2000).

Από αυτές σε κασέτα ανεξάρτητης παραγωγής του θιάσου ΄81 τον Οκτώβριο του 1988 κυκλοφόρησε η μουσική του Μιχάλη Γρηγορίου για την παιδική θεατρική παράσταση «Το όνειρο του Τζίτζιρη». Ο συνθέτης έγραψε 22 μουσικά θέματα, μεταξύ των οποίων ορχηστρικά αλλά και τραγούδια σε στίχους των Γιώργου Αρμένη, Άννας Νικολάου, Γιώργου Μιχαλάκη.

Έγραψε μουσική για χορό, τα έργα «Αφήγηση για μαγνητοταινία, χορό, αφηγητή» (1973) και «Κασσάνδρα, μικρό μπαλέτο» (1992), καθώς και για την τηλεόραση και συγκεκριμένα τη μουσική για το θεατρικό «Το Όνειρο του Δωδεκάμερου» του Γιώργου Θεοτοκά για την τηλεόραση που μεταδόθηκε την 1η Ιανουαρίου 1974 σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη, το κωμικό τηλεοπτικό σήριαλ της ΕΤ2 «Μια μέσα, μια έξω» σε σκηνοθεσία Γιώργου Πετρίδη (1988), το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ «Τριήρις» του Κ. Αντωνιάδου που προβλήθηκε από την ΕΤ2 (1988) και την τηλεταινία του Γιάννη Σολδάτου «Η απολογία του Θ.Τζάφου (1992).

Τα χρόνια στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ

 O Μιχάλης Γρηγορίου ανέπτυξε στενή σχέση με την Ελληνική Ραδιοφωνία και Τηλεόραση ήδη από το 1975 αφού πέρασε κατά καιρούς από διάφορα πόστα στα οποία η ιδιότητά του ως συνθέτης του έδωσε το απαραίτητο μπακγκράουντ και για τις άλλες δραστηριότητές του εκεί. Την αξία του από πολύ νωρίς, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ΄70 την εκτίμησε ο Μάνος Χατζιδάκις αφού ήταν από τους πρώτους νέους Έλληνες συνθέτες που ο Μάνος κάλεσε να δουλέψουν στο Τρίτο Πρόγραμμα. Υπήρξε παραγωγός και μέλος της ομάδας προγραμματισμού (1975-80), επικεφαλής του τμήματος σοβαρής μουσικής της ΕΤ1 (1981) και μέλος πενταμελούς επιτροπής (έτερα μέλη οι Βύρων Φιδετζής, Αντώνης Κοντογεωργίου, Ελένη Καραΐνδρου, Τάσος Μπαντής) στη διεύθυνση του Τρίτου Προγράμματος (1982) καθώς και στα προγράμματα της κλασικής μουσικής της ΕΤ2. Από το 1985 μέχρι το 1994 συνεργάστηκε ως παραγωγός της σειράς εκπομπών «Το μουσικό εργαστήρι του Τρίτου» και από το 1987 καλλιτεχνικός υπεύθυνος και παραγωγός της σειράς ηχογραφήσεων που προέκυψαν στο πλαίσιο αυτό, ένα πολύ ιδιαίτερο πρόγραμμα που επιδίωκε την προώθηση της σύγχρονης μουσικής δημιουργίας και τη γνωριμία του ελληνικού κοινού με τους Έλληνες συνθέτες και μουσικούς του είδους.

Ο Μιχάλης Γρηγορίου με τον Βαγγέλη Κατσούλη στο «Μουσικό Εργαστήρι του Τρίτου»

Αξίζει να δούμε τον τρόπο λειτουργίας του «Μουσικού Εργαστηρίου του Τρίτου» όπως περιγράφεται στο σαλόνι του δίσκου «Βαγγέλης Κατσούλης, Μιχάλης Γρηγορίου – Celephais / Through The Door Into A Dream» (ΕΡΤ, 1990):

«Μέσα στη νέα πλουραλιστική πραγματικότητα που έχει δημιουργηθεί στο χώρο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (κρατικών και ιδιωτικών) το Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας καλείται να παίξει ένα ιδιαίτερο πολιτιστικό, καλλιτεχνικό και επιμορφωτικό ρόλο, καλείται να καλύψει την απαίτηση για την ύπαρξη μιας “τρίτης” φωνής, μιας φωνής που δεν θα περιορίζεται στην απλή ενημέρωση και στην αναψυχή, που δεν θα αρκείται σε μια παθητική αναπαραγωγή της υφιστάμενης πολιτιστικής πραγματικότητας, αλλά που θα αντιπαρατίθεται ενεργητικά, μπροστά στον πολύ ορατό πλέον κίνδυνο της πολιτιστικής ισοπέδωσης. Ειδικώτερα ατον τομέα της μουσικής δημιουργίας ο ρόλος του Τρίτου Προγράμματος υπήρξε και εξακολουθεί να είναι ένας ρόλος ενεργητικής παρέμβασης.

Μια τέτοια παρέμβαση είναι κι η σειρά των ηχογραφήσεων έντεχνης, πειραματικής και αυτοσχεδιαζόμενης μουσικής με γενικό τίτλο “Το Μουσικό Εργαστήρι του Τρίτου”, που ξεκίνησαν το 1987 και συνεχίζονται με συχνότητα μιας κάθε εβδομάδα. Οι ηχογραφήσεις αυτές δίνουν την ευκαιρία σε νέους Έλληνες –αλλά συχνά και σε ξένους- μουσικούς να πειραματιστούν ελεύθερα, χρησιμοποιώντας όλες τις ευκολίες που μπορεί να προσφέρει η σύγχρονη μουσική τεχνολογία. Οι μουσικοί που συμμετέχουν στο “Μουσικό Εργαστήρι” καλούνται να αντιμετωπίσουν το studio ηχογράφησης και τα διάφορα τεχνικά μέσα που τους παρέχονται με τον ίδιο τρόπο που θα αντιμετώπιζε ένας ζωγράφος τα σύνεργα ενός atelier ζωγραφικής. Στις ηχογραφήσεις αυτές δεν μπαίνουν αισθητικοί περιορισμοί, υπάρχει όμως ένας πρακτικός περιορισμός, που προσδίδει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο καλλιτεχνικό αυτό παιχνίδι και που διασφαλίζει το στοιχείο του αυθορμητισμού και της αβίαστης και χαλαρής καλλιτεχνικής χειρονομίας, κάθε μουσικός ή συγκρότημα έχει στη διάθεσή του 12 ώρες, στη διάρκεια των οποίων καλείται να δημιουργήσει 20-25 λεπτά πρωτότυπης μουσικής. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι ακόμα και κάτω από την πίεση ενός τέτοιου πρακτικού περιορισμού ένα μεγάλο μέρος των μουσικών κομματιών που έχουν δημιουργηθεί στην πορεία αυτών των “Μουσικών Εργαστηρίων” ξεφεύγει από τον χαρακτήρα του απλού “μουσικού σκίτσου” και παρουσιάζει ένα σημαντικό βαθμό αρτιότητας, πράγμα που έχει πολλά να μας πει για τη βαθύτερη ουσία της μουσικής δημιουργίας και του αυτοσχεδιασμού».

Εκτός της δράσης του στην ΕΡΤ, ο Μιχάλης Γρηγορίου το 1984 συνίδρυσε και ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση της μη κερδοσκοπικής Εταιρείας Μουσικής και Θεάματος που οργάνωσε σειρά σεμιναρίων και workshops. Το 1984 επίσης συμμετείχε μαζί με τους Γιώργο Κουρουπό, Δημήτρη Μαραγκόπουλο και Νίκο Κυπουργό στην ομάδα που συνέταξε την «Πρόταση για τη Μουσική Εκπαίδευση στα Δημοτικά Σχολεία» για λογαριασμό του Υφυπουργείου Νέας Γενιάς. Συνέβαλε καθοριστικά στην ίδρυση του Πρότυπου Μουσικού Κέντρου Πειραιά, του οποίου υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής.

Εκπροσώπησε την Ελλάδα σε εκδηλώσεις στο εξωτερικό, όπως το International Dance Course for Professional Composers and Choreographers στο Surrey της Αγγλίας, καθώς και ως μέλος της κριτικής επιτροπής απονομής του διεθνούς βραβείου σύνθεσης Valentino Bucchi στη Ρώμη. Το 2007 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ του Ιόνιου Πανεπιστημίου στους τομείς της σύνθεσης και της μουσικολογίας. Δίδαξε κοινωνική ιστορία της μουσικής και στοιχεία ψυχολογίας της μουσικής αντίληψης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Παρέδωσε επίσης σειρά μαθημάτων για μεταπτυχιακούς φοιτητές του Παιδαγωγικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο συγγραφέας και μεταφραστής Μιχάλης Γρηγορίου

 Εκτός του σπουδαίου συνθετικού του έργου, η κατάρτιση και οι γνώσεις του στην κοινωνική ιστορία της τέχνης, την ψυχολογία της αισθητικής αντίληψης, την κοινωνιολογία του αισθητικού γούστου, αλλά και η ευαισθησία του για τα παιδιά τον οδήγησαν στη συγγραφή ενός δίτομου εκπαιδευτικού βιβλίου με τίτλο «Μουσική για παιδιά και για έξυπνους μεγάλους» αλλά και στη μετάφραση σπουδαίων θεωρητικών, μουσικολογικών βιβλίων καταξιωμένων διεθνώς συγγραφέων και συνθετών.

Το «Μουσική για παιδιά και για έξυπνους μεγάλους» (εκδ. Νεφέλη 1994), όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο, είναι ένα διασκεδαστικό εικονογραφημένο βιβλίο που έχει ως στόχο να μυήσει τα παιδιά στον κόσμο της μουσικής. Στο πρώτο μέρος του πρώτου τόμου δίνονται, με όσο γίνεται πιο απλό και γλαφυρό τρόπο πληροφορίες για “τα υλικά και τα εργαλεία” της μουσικής, δηλαδή για τους ήχους και για τα διάφορα μουσικά όργανα. Στο δεύτερο μέρος επιχειρείται, με εξίσου απλό τρόπο, μια σταδιακή μύηση των παιδιών σε βασικές έννοιες που αφορούν στη “γραμματική και το συντακτικό” της μουσικής, δηλαδή στη μουσική οργάνωση (μελωδία, ρυθμός, αρμονία, ενορχήστρωση κ.λπ.). Το βιβλίο απευθύνεται σε παιδιά των τελευταίων τάξεων του δημοτικού και των πρώτων τάξεων του γυμνασίου, μπορεί να διαβαστεί όμως κι από άτομα μεγαλύτερης ηλικίας που θα θα έχουν την ανεκτικότητα -και την εξυπνάδα!- να παραβλέψουν την -σκόπιμα- απλή γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας του.

Το βιβλίο “Οι Γλώσσες και οι Λειτουργίες της Μουσικής” γράφτηκε το 1991 και αποτελεί τον δεύτερο τόμο της σειράς “Μουσική για παιδιά και για έξυπνους μεγάλους”, μπορεί όμως να διαβαστεί και ως ένα αυτόνομο βιβλίο που έχει αντικείμενό του την ιστορία της μουσικής στην Ευρώπη και την Αμερική, από τα χρόνια του Μεσαίωνα μέχρι τη σημερινή εποχή της τεχνολογίας και των μέσων μαζικής επικοινωνίας.

Όσο για το μεταφραστικό έργο του Μιχάλη Γρηγορίου, αυτό εκτείνεται στους τίτλους: «Μουσική Ποιητική», του Ιγκόρ Στραβίνσκυ (εκδ. Νεφέλη, 1980), «Μουσική και φαντασία», του Άαρον Κόπλαντ (εκδ. Νεφέλη, 1980), «Η έκφραση της ανθρώπινης μουσικότητας», του Τζον Μπλάκινγκ (εκδ. Νεφέλη, 1981), «Μουσική- Κοινωνία- Εκπαίδευση», του Κρίστοφερ Σμωλ (εκδ. Νεφέλη, 1983) και «Η ιστορία της ορχήστρας», του Πολ Μπέκερ (εκδ. Νεφέλη, 1989).

 

Η απώλεια του Μιχάλη Γρηγορίου πέραν του καλλιτεχνικού του εκτοπίσματος σε πολλούς και διαφορετικούς μουσικούς χώρους αποτελεί σοβαρό πλήγμα και σε έναν άλλο τομέα. Στοχαστές και προσωπικότητες με διευρυμένη αντίληψη των περί της μουσικής και στην κοινωνική τους διάσταση διαρκώς αναχωρούν. Και ο Μιχάλης Γρηγορίου ήταν ένας από αυτούς.

Προηγούμενο άρθροΕλένη Κoσμά: Ο κυκλος του καβοδέτη (γράφει ο  Αντώνης Ψάλτης)
Επόμενο άρθρο10 φθινοπωρινά διαβάσματα, “Φασαίοι”, δεσμοφύλακες, χορεύτριες, τρελοί, ερωμένες κ.ά (του Γιάννη Ν.Μπασκόζου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ