Της Κατερίνας Γούλα.
Για να αποφύγουμε ύποπτες εννοιολογικές κατασκευές όπως αυτή του μέσου μεταφραστή και της μέσης δυσκολίας κειμένου που περιχαρή αναδεικνύουν πολλές φορές τα ποσοτικά δεδομένα, θα επιχειρήσουμε μια προσέγγιση του επαγγέλματος του λογοτεχνικού μεταφραστή στη Γαλλία (όπου λογοτεχνικός μεταφραστής νοείται ο μη τεχνικός μεταφραστής, οποιοσδήποτε δηλαδή μεταφραστής μεταφράζει για λογαριασμό κάποιου εκδοτικού οίκου, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο του κειμένου) βάσει ορισμένων ποιοτικών αξόνων. Θεωρείται ότι την τελευταία δεκαπενταετία ο προς τα γαλλικά μεταφραστής έχει χάσει το 25% περίπου της αγοραστικής του δύναμης, παρόλο που η τιμή της σελίδας ορίζεται πάνω-κάτω στα 23 ευρώ (ποσό σχεδόν διπλάσιο ή μάλλον τριπλάσιο σε σχέση με τα ελληνικά δεδομένα) και παρόλο που η μεταφρασμένη λογοτεχνία στη Γαλλία δεν έχει σταματήσει να καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερη θέση στη λογοτεχνική παραγωγή της.
Οι μεταφράσεις προς τα γαλλικά πληρώνονται βάσει του μεταφρασμένου τυπογραφικού ή σελίδας (25 γραμμές x 60 τυπογραφικά στοιχεία ανά γραμμή) και όχι του προς μετάφραση δεκαεξασέλιδου (άλλο θέμα για τις ελληνικές μεταφράσεις ο λόγος των οποίων αποδεικνύεται στις περισσότερες περιπτώσεις σαφέστατα πιο μακροπερίοδος και βλέπουμε το αγγλικό ή γαλλικό κείμενο των 100 σελίδων να γίνεται 130 στα ελληνικά…). Τα πράγματα στα μάτια μας λοιπόν μόνο τραγικά δεν είναι. Τι συμβαίνει όμως επί του περιεχομένου;
Η εικόνα του μεταφραστή που στρεφόταν στη μετάφραση από αγάπη για το κείμενο, μεράκι για τη γλώσσα και συγκίνηση από εκείνη τη μαγική στιγμή της μετάφρασης που η αναζήτηση της λέξης της μητρικής γλώσσας που εκράζει ιδανικά στο μυαλό του μεταφραστή το νόημα ή το αίσθημα της αρχικής γλώσσας γίνεται έμμονη καταβύθιση στα γλωσσικά, νοηματικά νερά, ηδονική παλινδρόμηση μεταξύ της ακρίβειας, της ορθότητας, της αισθητικής και του αισθήματος της γλώσσας ανήκει μάλλον στο παρελθόν. Τη θέση της, στη Γαλλία τουλάχιστον, έχουν πάρει 20 περίπου ανά τη χώρα μεταπτυχιακά προγράμματα επαγγελματικής μετάφρασης τα οποία προσφέρουν στην αγορά μέσα σε δύο χρόνια άτομα με χαμηλό κίνητρο, μέτριο επίπεδο γαλλικών, ασθενή πολιτισμικά σημεία αναφοράς και ανεπαρκή γενική κουλτούρα. Λίγα χρόνια πριν θα μας ήταν αδιανόητο να φανταστούμε έναν μεταφραστή του οποίου μόνη πολιτισμική αποσκευή είναι μια τριετής εκπαίδευση γαλλικής φιλολογίας, χωρίς σπουδές σε άλλον τομέα, κάποιον που δεν έχει προλάβει να ταξιδέψει, να διαβάσει για λογαριασμό του και να προβεί σε μια ορισμένη μετασκέψη για τα ααναγνώσματά του, να αποκτήσει βιώματα. Τα μάστερ δε αυτά συντονίζονται τις περισσότερες φορές από καθηγητές οι οποίοι δεν έχουν υπογράψει ούτε μία δική τους μετάφραση.
Οι τάσεις που παρατηρούνται μεταξύ των γαλλόφωνων μεταφραστών αντανακλούν πιστά το παγκοσμιοποιημένο πεδίο που ζητά αχόρταγα κι άλλη εξειδίκευση, κι άλλη επαγγελματοποίηση: το ποσοστό των γυναικών είναι συντριπτικό – παραδοσιακά ιδωμένο ως επάγγελμα που κάνει κανείς «από το σπίτι» τραβά περισσότερο τις γυναίκες κι όχι τους άντρες που πρέπει να δραστηριοποιηθούν «εκεί έξω». Συντριπτικό είναι και το ποσοστό αυτών που μεταφράζουν από τα αγγλικά: σύμφωνα με τον Pierre Assouline[1] (2011), το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 90% του συνόλου των μεταφραστών και αφορά το 60% των μεταφρασμένων μυθιστορημάτων, κάτι παραπάνω από 50% των κοινωνικών επιστημών, ενώ το 83% των μεταφράσεων από τα αγγλικά εκδίδονται στο Παρίσι και το υπόλοιπο μόλις 17% σε όλη την υπόλοιπη χώρα.
Βασικός αρωγός του μεταφραστικού έργου στη Γαλλία είναι το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (CNL). Δέκα είναι οι επιτροπές που ασχολούνται αποκλειστικά με τα βοηθήματα προς εκδοτικούς ή απευθείας προς τους μεταφραστές, τα οποία κυμαίνονται ανάλογα με το προφίλ του εκδοτικού ή του μεταφραστή, τη «διαπιστευμένη» αξία του συγγραφέα, τη δυσκολία του κειμένου. Πλήθος υποτροφιών σε εθνικό, πολυεθνικό ή και παγκόσμιο επίπεδο καθιστούν τα πράγματα οικονομικά πολύ πιο εύκολα ενώ ειδικές ρυθμίσεις προβλέπονται γαι μεταφράσεις ποίησης ή θεατρικών έργων.
Σχετικά τώρα με την αξιοπιστία και τη λογοτεχνική αξία του μεταφρασμένου κειμένου, τα παράπονα είναι σφοδρά και από τις δύο μεριές. Οι μεταφραστές παραπονιούνται για έλλειψη σεβασμού στη δουλειά τους, για τις χαμηλές αμοιβές τους…, για σαρωτικές τροποποιήσεις του έργου τους προκειμένου μια έκδοση να ανταποκριθεί στα γούστα του κοινού. Οι γάλλοι εκδότες από την άλλη συγκαταλέγονται μεταξύ των πιο δυσαρεστημένων από τους μεταφραστές τους: οι παλιότεροι μεταφραστές οχυρώνονται πίσω από ένα γερασμένο, ακαδημαϊκό λεξιλόγιο και αντιδρούν με ψυχολογική ακαμψία στο πνεύμα των καιρών∙ οι δε νεότεροι κατηγορούνται ευθέως για κακά γαλλικά, έλλειψη στοιχειωδών γνώσεων γραμματικής και συντακτικού, απουσία επαφής με το αρχικό κείμενο και με την πραγματικότητα στην οποία πρόκειται να εγγραφεί το μεταφρασμένο. Περισσότερο από άλλους μεταφραστές, οι γαλλόφωνοι κατηγορούνται για γλωσσικές στερεοτυπίες και.. «συνωνυμίτιδα», αυτή την τάση να αποφεύγονται οι επαναλήψεις με την εύρεση πάση θυσία συνωνύμων, ακόμη κι αν πρόκειται για υφολογική επιλογή του συγγραφέα. Για να αναφέρει κάποιος τη λέξη χρόνος δέκα φορές σε μια παράγραφο, κάποιο λόγο έχει, δύσκολο μάλλον να του ξέφυγε…
[1] Assouline, P. , La Condition du Traducteur, 2011, το αρχείο είναι προσβάσιμο στην ιστοσελίδα του CNL.