Κώστας Λογαράς.
Ο σημερινός μαθητής είναι ο αυριανός αναγνώστης. Σ’ αυτόν αναφέρεται η ετήσια έκθεση του ΟΟΣΑ : ‘ Οι έλληνες μαθητές με χαμηλή επίδοση στην κατανόηση και την ανάγνωση κειμένου έχουν αυξηθεί κατά πολύ στη διάρκεια των τριών τελευταίων χρόνων. Η Ελλάδα, από την 25η θέση έφτασε στην 42η μεταξύ 65 χωρών’ επισημαίνει ο Διεθνής Οργανισμός και χτυπάει το καμπανάκι.
Τα αποτελέσματα της έρευνας έχουν, ως γνωστό, τις χρόνιες αιτίες τους που οφείλονται στις παθογένειες του εκπαιδευτικού συστήματος. Αλλά, εξίσου φοβάμαι και τις περαιτέρω παρενέργειες.
Ο σημερινός μαθητής (κι αυριανός αναγνώστης) είναι εθισμένος να του παρέχει ο εκπαιδευτικός τη γνώση μασημένη. Σε κλισέ, για να είναι πιο αποτελεσματική η αποστήθιση. Δεν χρειάζεται ούτε να ψάξει ούτε να σκεφτεί ο ίδιος. Αυτή είναι η πρακτική του εκπαιδευτικού συστήματος, στο Λύκειο προπάντων. Ως εκ τούτου, η διαπιστωμένη αδυναμία προσέγγισης σ’ ένα κείμενο, η δυστοκία στην ανάγνωση και την κατανόηση, έχει τη μία ρίζα της εδώ.
Μία ακόμα αιτία της αμβλυμμένης αναγνωστικής ικανότητας των σημερινών μαθητών έχει σχέση με το χρόνο ως αναγκαία προϋπόθεση πρόσληψης και αφομοίωσης ενός κειμένου· αφορά δηλαδή στη διαχείριση του χρόνου, στους ρυθμούς με τους οποίους σπάζει κανείς το κέλυφος και διεισδύει στο περιεχόμενο και την ουσία του λόγου.
Όμως οι ψηφιακές γενιές συνηθισμένες στις ταχύτητες και τα μέσα που τους δίνει η εποχή – από την ακατάπαυστη ροή της τηλεοπτικής εικόνας μέχρι το αστραπιαίο μήνυμα του facebook και του twitter– μοιραία αναζητούν το ταχύτατα αναλώσιμο, το άμεσα αντιληπτό· δίχως άλλη επεξεργασία. Να τρέχουνε οι λέξεις, να φεύγει η εικόνα, το κείμενο να προχωράει μ’ ευκολία. Ύφος κοφτό, περιεχόμενο απλοϊκό όχι κάποιο που να γρατζουνάει το μυαλό, να ξύνει πληγές, να αναμοχλεύει μνήμες ή να παραπέμπει σε ενδοσκοπήσεις. Τρίχες όλα αυτά.
Η κουλτούρα της ταχύτητας ακυρώνει τους βραδείς ρυθμούς που απαιτεί η γόνιμη ανάγνωση ενός κειμένου – κυρίως του απαιτητικού. Η χρήση του χρόνου στοχεύει μάλλον προς τη λήθη παρά στην καλλιέργεια της μνήμης. Ο σημερινός μαθητής κι αυριανός αναγνώστης αναζητάει εύπεπτα κείμενα που να μην σκοντάφτει στις γραμμές τους, στις λέξεις τους, χωρίς μεγάλη συνδρομή της σκέψης, δίχως επεξεργασία διανοητική· ίσως και αισθήματα εξίσου ανώδυνα που δεν αγγίζουνε τα παραμέσα. (Δεν διεκδικώ το αλάθητο των εκτιμήσεών μου, αλλά αν ρίξεις μια ματιά σ’ αυτά που γράφονται από νέους ανθρώπους στο facebook, σε εντυπωσιάζει το κοινότοπο και το κλισέ: πιο στεγνός και τετριμμένος λόγος δεν γίνεται. Μακάρι να είναι ένα παιχνίδι όλο αυτό, μια επίφαση κι η πραγματικότητα να ’ναι διαφορετική)
Κι όμως αυτός ο αναγνώστης – σκέφτομαι τα περαιτέρω – μπορεί να επιβάλλει και να διαμορφώνει, ίσως, συγγραφικές συνήθειες και ήθη. Να απαιτεί κείμενα που περνάει από πάνω τους ο νους σαν από νάιλον. Χωρίς να αφήνουνε κανένα ίχνος. ( Άλλωστε, αν πρέπει να προσάψεις κάτι στη φαστ- φουντ λογοτεχνική παραγωγή με τις διαδικασίες του φασόν, είναι ακριβώς αυτό, ότι συντελεί στη λήθη όπως έλεγα πιο πάνω).
Δεν τα βάζω με κανέναν. Αλλά με τρομάζει το ενδεχόμενο ενός τέτοιου μέλλοντος, ( ποιανού μέλλοντος; ήδη το μέλλον είναι εδώ, έχει ξεκινήσει ήδη από τη απίσχναση των ηλεκτρονικών κειμένων στις ιστοσελίδες– πλην εξαιρέσεων που μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού). Ο χτεσινός μαθητής και σημερινός αναγνώστης απαιτεί υπεραπλουστευμένα κείμενα και περιορισμένο, τηλεγραφικό ει δυνατόν, αριθμό λέξεων. Κι ούτε μπορείς ν’ αρνηθείς την εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά και να την αρνιόσουν, θα γινόταν τίποτα; Να παρέμβεις όμως, ναι.
Παλιότερα – το ’βλεπες καθαρά, φαινότανε το πράγμα ότι πήγαινε κατά κρημνών – είχα κατ’ επανάληψη προτείνει τη μεθοδική διδασκαλία τής Ανάγνωσης ως αντικειμένου της εκπαιδευτικής ύλης (ΤΑ ΝΕΑ, Ιούλιος 2006 , Ανάγνωση: διάλογος με το «διαφορετικό»). Όμως, τα πρόσφατα αποτελέσματα του ΟΟΣΑ καθιστούν πιο αναγκαία από ποτέ την αφύπνιση των ιθυνόντων και την αντιμετώπιση ενός προβλήματος που συνεχώς επιδεινώνεται.