του Στρατή Χαβιαρά (*)
Φυσάει αιθάλη στροβιλίζει νιφάδες από στάχτη το στρώνει στους ώμους στο κεφάλι στην καμένη γη. Φυσάει στάχτη από καμένο πεύκο κάνεις έτσι με το χέρι σηκώνεται απ’ τα μαλλιά – ξανακάθεται. Kαι είναι σούρουπο αργό ώρες πριν ξημερώσει.
Δυο νύχτες το περπάτημα κι η ώρα δεν περνάει. Μπροστά ο μάστορας με κλεφτοφάναρο κι ένα ζεμπίλι βαρύ μ’ εργαλεία δεύτερος ο μουγγός με ντενέκα παραμάσχαλα και φτυάρι στον ώμο τελευταίος εγώ παραγιός και τσιράκι του χτίστη.
Φυσάει σιωπή. Ο αέρας πάει να μας σπρώξει από πίσω αλλά περνάει ανάμεσα χέρια και πόδια δεν φτουράει να φτάσουμε στα όρια του χωριού πριν σκοτεινιάσει κι άλλο. Τρίτος και τελευταίος στο μονοπάτι που ανοίγουμε γέρος αργός από παιδί δεν ακούω καλά τι μουρμουρίζει ο μάστορας φοβάμαι μήπως παρακούσω όταν ζητήσει κάτι αν και ανάμεσα στους δυο μας βασιλεύει η σιωπή του μουγγού.
Παραγιέ πού είσαι ορέ ακράχαφτε ακούω τον μάστορα και τρέχω στο πλευρό του στ’ απάτητα. Μια ώρα ορέ και απόκαμα μου λέει απ’ το κεφάλι του τινάζοντας μαυρίλα τα μακριά μαλλιά του λίγο πιο ανοιχτά. Και συνεχίζει Μικρό χωριό και οι ώρες ανάστροφες – πώς να σου φέξει μέρα.
Μάστορα λέω μέσα μου μη και θυμώσει ο μουγγός εγώ σ’ ακούω όμως τ’ αυτιά ξέρεις ποιανού χάσκουν σακούλια τρύπια. Κι εσένα όσο πιο σιγανή η φωνή τόσο πιο παλιά τα λόγια κι ας πλέκεις λέξεις που γνωρίζω από το διάβασμα με άλλες που δεν έχω μάθει ακόμα και μπερδεύομαι.
Έτσι όπως το λες απαντάει ο μάστορας και είναι εντάξει ο μουγγός έχει φορτσάμενη καρδιά δε λέει πολλά μα και δεν μας ζαλίζει. Ούτε λέξη για τις άγνωστες λέξεις του και ύστερα από λίγο μου νεύει να πάω πίσω στη θέση μου στο τέλος της σειράς μη μας θυμώσει ο άλλος. Και άντε τώρα να βρεις εσύ τι εστί φορτσάμενη.
Στη δουλειά μ’ ενθαρρύνει να προσέχω τα χέρια του όταν χτίζει να τσιτώνω τ’ αυτιά μου όταν μιλάει και να λερώνω τα χέρια μου αλλιώς πώς θα μάθω την τέχνη.
Διαμετρημένοι οι παράχωροι συνεχίζει ο μάστορας το ίδιο κι οι παράκτιστοι ξέρεις όμως πώς στο καλό οι μισοί εκατό να πληρώσουνε παπά και κορφοκλάστη; Η πιο κοντινή παπαρδόπολη σε τι τσαϊρια βόσκει πίσω απ’ τα φοβουνέικα πίσω κι απ’ τα βουνά – χέσε του αψήλου κι αγνάντευε.
Κουνάω κεφάλι και καλά πως κατέχω το νόημα καθεμιανής του λέξης επιπλέον να τινάξω απ’ τα μαλλιά την αιθάλη. Και σφίγγομαι μη με ρωτήσει άξαφνα Για πες ξερόλα εξήγα μας τι ’ναι τα φοβουνέικα; Η αλήθεια όταν προσέχω της φωνής του τα χρώματα ή τους τόνους σιγανοί όπως είναι κουτσοβγάζω το νόημα παρά τις άγνωστες λέξεις.
Κι άμα παπαγαλίσω από κείνες που δεν έχω μάθει ακόμα όπως φοβουνέικα ή πηλοτράχωνες ούτε κι εκείνος μοιάζει να τις αναγνωρίζει. Ίσως γιατί πάντοτε τους αλλάζω λίγο τη σειρά.
Οι μισοί εκατό του χωριού που αγγάρεψαν τον μάστορα κι εκείνος βρήκε τον μουγγό όχι γιατί είναι μουγγός – εμένα με είχε μαζέψει κιόλας απ’ τον δρόμο όταν απάντησα σωστά τα αινίγματά του – θέλανε λέει να τους χτίσουμε έναν Οικίσκο του Θεού για τα γερόντια τους και ας μην έσωνε να φτάσει ως εκεί να λειτουργήσει παπάς έστω και τραγοψάλτης. Μάθε οι πιστοί είναι ελάχιστοι μου εξηγεί σε λίγο άσε που σε μακρινά χωριά σβησμένα από τον χάρτη ακόμα και οι άπιστοι δεν έχουνε λεφτά.
Με λίγα ξεπρησμένα λόγια όπως θα ’λεγε πάλι ο μάστορας ονειρεύονται ένα εκκλησάκι τόσο δα να χωράει με μια στάλα αγνόσωστη ψητοφουρνιά είκοσι τουλάχιστον γέρους και γριές αν κατάλαβα.
Το μονοπάτι στ’ άραχλα όταν κλωτσάς αιθάλη ίσα που διακρίνεται σαν να μην το ’χει σόλα βοσκού ή διχάλα κατσίκας πατήσει. Η πεδιάδα δεξιά κι αριστερά βγάλε τα ελάχιστα ξερά χορτάρια που ούτε θροϊζουν στο πάτημα κι έχεις μπροστά σου εκτάσεις που δεν είναι εκτάσεις αφού δεν υπάρχουν ορόσημα μέτρησης. Εξαίρεση η καψαλισμένη από καιρό φοινικιά μ’ έναν αστρίτη που δεν είναι αστρίτης αλλά το διάφανο κουφάρι του τυλιγμένο στον μαύρο κορμό.
Κοίτα να δεις κορμόλιανε τι θα σ’ αρμέξει η τύχη με αγγίζει στον ώμο ο μεγάλος να δώσω προσοχή ιδιαίτερα στους κάλους που όπως λέει μεταφέρουν τα χέρια του στην πέτρα που χτίζει και ύστερα από λίγο μου νεύει να γυρίσω πίσω στη θέση μου για να μη νιώθει ο μουγγός τελευταίος.
Αναρωτιέμαι πώς πορεύεται μέσα του με τόση σιωπή. Φοβάμαι πως τα υλικά που κουβαλάει στη σκαλωσιά και η ανάσα του δε συμβαδίζουν πάντα. Κι αναρωτιέμαι τι στο καλό να κρύβει μια φωνή που δε μπαίνει στ’ αυτιά του που δε βγαίνει απ’ το στόμα του.
Ο μάστορας σχεδιάζει στο μυαλό του κάθετες γραμμές οριζόντια γράμματα και πλάγια σύμβολα κηροπηγίων στασιδιών και εικονισμάτων καθώς νύχτα ξενύχτα στήνω εγώ το εργοτάξιο και αμέσως σκάβω θεμέλια για να φυτέψω στο κονίαμα την πρώτη μου πέτρα ίσως να σφάξω επάνω της για γούρι κι έναν άτυχο κόκορα. Ύστερα πάλι τη μια πέτρα επάνω ή πλάι στην άλλη μέχρι τις ωραίες αψίδες στα πορτοπαράθυρα και τις πέτρες που τις λέμε κλειδιά να καταργούν στον Οικίσκο του Θεού τα λεγόμενα πρέκια από άχαρο οπλισμένο τσιμέντο.
Μέρα τη μέρα ορθώνω πάνω απ’ το έδαφος τοίχους κι ανάμεσά τους χώρους σε κλίμακα και αναλογία όπως πρέπει – ακόμα και αντίχωρους όπως το Ιερό με τον φεγγίτη στην ανατολή να περιμένει τον ήλιο.
Η δουλειά που μου δίνει ο μάστορας ν’ ανακατεύω το κονίαμα να μην πήζει πρόωρα να καθαρίζω και να έχω έτοιμα τα εργαλεία να βράζω τον ασβέστη στο λάκκο του και να του διαλέγω την τέλεια πέτρα για τη θέση που ετοιμάζει στον τοίχο. Α και να του βρίσκω απ’ το ζεμπίλι σφυρί και καλέμι για όσες άκρες εξέχουν και δεν αφήνουν την πέτρα να κάθεται στ’ αυγά της καλά.
Στο μυαλό μου έχω χρόνο να ξεχνώ τον παραγιό και να κάνω τον μάστορα.
Τα θαλασσώνω μόνο πιάνοντας στα χέρια μου υλικά οικοδομών ή εργαλεία πρώτη μου φορά. Το ίδιο λάθος ξανά ζητάει κατραπακιά στο σβέρκο και η χεράκλα του μεγάλου κατεβαίνει βαριά. Προτιμάει την καρπαζιά απ’ το να βρίζει ή να εξηγεί με το νι πώς να το κάνεις σωστά. Ό,τι μαθαίνω λέει ανάγκη πάσα να το μάθω σπικάζοντας όχι αντίκοντας ή απειθώντας. Αναρωτιέμαι αν στην περίπτωση του μουγγού η σιωπή στο στόμα και στ’ αυτιά του οφείλεται ή όχι στις σφαλιάρες που έτρωγε τσιράκι.
Οι πέτρες μία πάνω και πλάι στην άλλη βρίσκουν τη θέση τους όπως προβλέπει ο μάστορας που τις αφήνει ασήκωτες σε στρώση από παχύ τσιμέντο ακριβώς όπως βάζει στη σειρά και τις λέξεις του. Πότε-πότε τον προσέχω όταν αρμόζει μια κοτρόνα και δεν χρειάζεται να την αγγίξει δεύτερη φορά. Όπως το βλέπω εγώ είναι ένας θρίαμβος μικρός του ματιού που ξέρει περισσότερα απ’ όσα βλέπει και του χεριού που ακολουθεί το μάτι και μαθαίνει αλλά σαν το μουγγό κρύβει λόγια.
Ώσπου να φανεί το χωριό και να ’ναι εκείνο ακριβώς που ψάχνουμε θα έχω ολοκληρώσει στο μυαλό μου το χτίσιμο. Εκεί όμως που θαρρώ πως ξέρω τι κάνω είναι όταν διαλέγω για το μάστορα την τέλεια πέτρα κι εκείνος με διαψεύδει αφήνοντας την στην άκρη και απλώνοντας το χέρι για άλλη πιο μεγάλη πιο μικρή ή πιο ίσια. Εγώ τις βάζω στη σειρά σαν τις δικές μου λέξεις είτε τις ξέρω είτε τις έχω ακουστά είτε δεν. Όμως ο μάστορας αγνοεί τις προβλέψεις μου ακόμα και στην τελευταία στρώση όπου κάθεται η οροφή και χρυσίζει ο τρούλος.
Συχνά εκεί που δεν το περιμένω ο μάστορας με κλέβει και στο ζύγι που λέει ο λόγος δηλαδή με βαρίδι στην κάτω άκρη του νήματος αφήνοντας κάποιες απ’ τις πέτρες να εξέχουν στην πρόσοψη ώστε κανείς να σκαρφαλώνει ως τη στέγη δίχως σκαλωσιά ή ανεμόσκαλα.
Το λεγόμενο αρμολόγημα αφού πάρουν οι πέτρες τη θέση τους στον τοίχο γίνεται πριν αρχίσει να στεγνώνει το τσιμέντο που εκεί θέλει μεγάλη ακρίβεια. Να μην περισσεύει και λερώνει την πρόσοψη όπως φαντάζει γυμνή χωρίς επίχρισμα κι ασβέστη ή να πέφτει λειψό και να δείχνει σκιτζίδικο.
Όταν κρατάς την πέτρα σου σωστά έχεις την αίσθηση ότι μαθαίνει στα χέρια σου γράμματα. Την προκαλείς και ισιώνει όχι μονάχα λέξεις που δεν ξέρεις μαλακώνει ακόμα και το βλέμμα σου προτού την εξετάσεις. Έτσι με τον καιρό και την τριβή σ’ ετοιμάζει να τολμάς και το ανέκφραστο.
Αν το σφυρί και το καλέμι απαιτούν επιδέξια χέρια το μυστρί διεκδικεί άλλη τόση μαεστρία για ένα τραβηχτό ή σπρωγμένο τσιμεντάρισμα και μετά το γέμισμα του αρμού μια συρτή και λεπτή χαρακιά με την άκρη του εργαλείου σαν την παύλα μετά την τελεία.
Αλφάδι ζύγι ράμμα μόνο αν κάτι πάει να ξεφύγει απ’ τη θέση του δίχως την άδεια μου. Το μάτι μου παίζει διαρκώς και είναι δύσκολο να μάθω απ’ το βλέμμα του μάστορα όταν δίνει στα χέρια οδηγίες. Είναι φορές που αναγκάζομαι να κατουρήσω από τη σκαλωσιά για να μη λείψω στιγμή απ’ του μεγάλου το μάθημα. Κι απ’ του μουγγού που το λέω μισομάθημα αφού ούτε μιλιέται ούτε γράφεται.
Ρητά σαν του μάστορα συλλέγω στη δουλειά κι είναι αποστάγματα δε λέω μόνα τους όμως δεν γνωρίζουν χορό απαιτούν δικό τους χώρο για να μην πω δική τους σειρά. Ποτέ το ένα πάνω στ’ άλλο ποτέ χωρίς αλφάδι ή τσιμεντάρισμα πάντοτε σαν ξερολιθιά βαριά πλην αεράτη.
Βάζω τελεία από στιγμή σε στιγμή. Όπου να ’ναι η στέγη στρωμένη με τάβλες από πεύκο πάνω απ’ τις τάβλες φολίδες σχιστόλιθου αντί κεραμίδια. Τέλος πελεκάω και τους δυο σταυρούς γιατί σε λίγο θα γίνουν τα εγκαίνια του Ναϊσκου κι ας μην ούτε παπάς ούτε διάκος φανεί να πει Δόξα Σοι. Το εκκλησάκι μου αστράφτει. Το εκκλησίασμα θα μετράει τις ώρες να ντυθεί τα καλά του να ζητήσει μπαστούνι.
Σαν νεόκοπος μάστορας που τον λόγο του αρθρώνουν υλικά οικοδομών κι εργαλεία σηκώνω από τα γόνατα στα πόδια τους όσους πιστούς και άπιστους μπορώ να χωρέσω στον κυρίως Ναό και τους χωράω όλους.
Φαντάσου όμως σκέφτομαι αύριο λίαν πρωί ποιανής γιορτής ευαγγέλια στο χωριό αν επιτέλους το βρούμε στήσουμε εργοτάξιο και πιάσουμε να σκάβουμε θεμέλια για ν’ αποθέσει ο μάστορας την πρώτη του πέτρα και να σφάξει επάνω της κοκόρι.
Όλα αυτά κατά γράμμα: από λόγο σε πράξη από πράξη σε πράγματα.
Το σκέφτομαι τώρα που έχω βάλει την πρώτη μου πέτρα στην ίδια θέση ακριβώς που θα τη βάλει την επαύριο ο μάστορας αλλά δεν έκανα το ίδιο με τις πέτρες μου βάζοντάς τες στην ίδια σειρά με τις λέξεις του. Τις έβαλα με τη σειρά που βάζω τις δικές μου είτε τις έχω αποστηθίσει είτε όχι.
Θα μπορούσε βέβαια να με είχε πιάσει το μάτι του και αμέσως να έπεφτε η γνωστή κατραπακιά μπορεί ακόμα και να φώναζε – σιγανά όπως το συνηθίζει για ν’ ακούνε όλοι ακόμα κι ο μουγγός: Θα μαζοκράξει ο τοίχος σου. Θα μας ξεκάμψει όλους!
(*) Το διήγημα του Στρατή Χαβιαρά Ο Μάστορας ο παραγιός ο μουγγός δημοσιεύεται και στο φθινοπωρινό διπλό τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού Απόπλους (#77-78 Φθινόπωρο-Χειμώνας 2018 ), αφιέρωμα στον ποιητή και πεζογράφο Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, με 41 συνεργασίες.