Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος συναντά τον πρώιμο Θοδωρή Καλλιφατίδη

0
326

 

 

 

 

Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος ανακαλύπτει το πρώτο διήγημα του Θοδωρή Καλλιφατίδη.

 

 

Η Άνκα του 1962, η πρωταγωνίστρια στο διήγημα του Καλλιφατίδη Ενοικιάζεται το έκτο πάτωμα, που ακολουθεί παρακάτω, υπάρχει σαν χαρακτήρας σήμερα το 2018; Αυτό είναι το πρώτο ερώτημα που σχηματίζεται στο μυαλό μας καθώς παρακολουθούμε την ιστορία της. Πόσο οικείος γίνεται στον αναγνώστη, τόσο ο τύπος της Ανκα όσο και του νεαρού αδέξιου εραστή της; Την ξέρουμε την Άνκα; Την έχουμε δει να περνάει από μπροστά μας κάπου εδώ, στην Αθήνα, πενήντα πέντε χρόνια μετά την πρώτη της εμφάνιση, την έχουμε συναντήσει; Έχουμε μιλήσει μαζί της, γνωρίζουμε ποιά είναι; Επιχειρήσαμε ποτέ να την κατανοήσουμε;

Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης (γεν. 1938), θύμα της αποτρόπαιης μετεμφυλιακής ιστορίας και των δεινών πού επέπεσαν μεταπολεμικά σαν λαίλαπα στον τόπο, διωγμένος από τις απάνθρωπες αυτές συνθήκες, θα μεταναστεύσει το 1965 στη Σουηδία. Στη Στοκχόλμη που εγκαθίσταται θα μάθει σε σύντομο χρονικό διάστημα τη γλώσσα, θα ολοκληρώσει τις πανεπιστημιακές του σπουδές στη Φιλοσοφία, θα διδάξει για μερικά χρόνια στο ίδιο Πανεπιστήμιο, θα δημιουργήσει οικογένεια και ανάμεσα στ’ άλλα, θα αξιωθεί να γράψει στα σουηδικά περισσσότερα από 30 βιβλία, που έχουν όλα σχεδόν μεταφραστεί σε περισσότερες από 25 γλώσσες (στην γλώσσα μας, από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης).

Το συγκεκριμένο διήγημα, που αποτελεί, απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε την πρώτη δημοσίευση του Θοδωρή Καλλιφατίδη, δεν μπορεί να ξεφύγει ασχολίαστο. Το βραχύβιο περιοδικό Θερμοπύλες, που εκδιδόταν στον Πειραιά από το 1961 ως το 1963, με το εν λόγω κείμενο φιλοξένησε τον νεαρό τότε σπουδαστή της δραματικής σχολής του Θεάτρου Τέχνης Θοδωρή Καλλιφατίδη, στο τ. 04, Ιούλιος – Αύγουστος 1962, σ.σ. 200-203. Το διήγημα εντοπίστηκε με την πολύτιμη συμβολή του φίλου συλλέκτη Γιώργου Ζεβελάκη.

Εδώ ακριβώς, σε αυτό το πρωτολειακό σε πρώτη ανάγνωση και παρ’ όλα αυτά πλήρες σε σημαινόμενα κείμενο, αρχίζει να σχηματίζεται εν σπέρματι η πρώτη ύλη του συγγραφέα. Τα βασικά χαρακτηριστικά που συναντάμε στο Ενοικιάζεται το έκτο πάτωμα θα αναπτυχθούν, θα καλλιεργηθούν και θα στερεοποιηθούν στην μετέπειτα ώριμη δουλειά του. Αν επιχειρήσουμε μια πρώτη καταμέτρηση, προκύπτει η παρακάτω συλλογή υφολογικών στοιχείων που αυξομειώνουν τη θερμοκρασία της λογοτεχνικής αφήγησης και κρατούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο: συγκρατημένη ειρωνεία, σαρκασμός, χιούμορ, αυτοσαρκασμός, σκοτεινά σημεία, σιωπές, παρασιωπήσεις και αποσιωπήσεις, κινήσεις φυγής, βλέμμα προς τα πίσω.

Εκείνο όμως που κυριαρχεί σε όλα σχεδόν τα βιβλία του είναι το ανομολόγητο. Το ανομολόγητο του Καλλιφατίδη δεν είναι ακριβώς το κρυμμένο αλλά είναι αυτό που δεν λέγεται, δεν ακούγεται καν, αυτό που πολλές φορές και ο ίδιος ο συγγραφέας το αγνοεί ή δεν το υποψιάζεται. Αν σκύψει κανείς προσεχτικά πάνω από το Ενοικιάζεται θα διακρίνει την δισυπόστατη και συναρπαστική ταυτόχρονα φύση του ανθρώπου, την άγρια και την ήμερη, από την οποία αναδύονται, συχνά ερήμην του, όλα τα μεταφυσικά σκοτάδια που καλπάζουν, κυκλώνουν και πολύ συχνά ακυρώνουν την καθημερινή μας ζωή.

Ενοικιάζεται το έκτο πάτωμα

Του ΘΟΔΩΡΗ ΚΑΛΛΙΦΑΤΙΔΗ

 

Η Άνκα, -είχε βαφτιστεί Άννα- έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη. Η τελευταία ματιά ήταν πάντα η αρχή της σοβαρότερης διαδικασίας. Στην ηλικία της οι άλλες γυναίκες αυτή την ώρα νανούριζαν ένα μωρό ή ετοίμαζαν το δείπνο ενός κουρασμένου συζύγου.

Αυτή περίμενε τον τριακοστό εραστή της με την ίδια ανυπομονησία που περίμενε και τον πρώτο. Απόψε όμως, την κάτεχε ένας περίεργος εκνευρισμός. Έφταιγε κι αυτή η ηλίθια πωλήτρια του οίκου καλλυντικών.

«Θέλω ένα διακριτικό κραγιόν με άσπρους τόνους», της είχε πει.

Κι εκείνη της έδωσε ένα, τόσο γελοίο κι ενοχλητικό που θύμιζε τον βάκιλο του  Κωχ!

Τώρα ήταν αργά να το αλλάξει. Νευρίασε που το σκεφτόταν τόσο πολύ. Είχε αρχίσει ν’ απορεί πώς αποφάσισε να καλέσει αυτόν τον νεαρό βλάκα στο διαμέρισμά της. Διόρθωσε μιαν άσπρη τρίχα που ξέφευγε προκλητικά και ασυνείδητα, κρύβοντάς την με πολύπειρα δάχτυλα κάτω από μια τούφα γυαλιστερά μαλλιά.

Βγήκε στο μπαλκόνι. Κρατούσε ένα μικρό διαμέρισμα στο έκτο πάτωμα μιας καινούργιας πολυκατοικίας. Κοίταξε κάτω την πόλη πνιγμένη μέσα στα λαμπερά φώτα, πολύχρωμη, και είχε την εντύπωση πως αντίκριζε μια μεθυσμένη πολιτεία. Της ήρθαν στο νου κάποιοι στίχοι κι αμέσως ένοιωσε αστεία. Τελευταία δεν μπορούσε    να μεταχειριστεί όμορφες καλοβαλμένες φράσεις. Τριάντα χρόνια αδιάκοπης προσπάθειας την είχαν κουράσει. Τριάντα χρόνια να προσέχεις την κάθε σου λέξη, την πιο μικρή κίνηση. Κι όλα αυτά για να εξασφαλίσεις μιαν αντρική αγκαλιά.

Πρωτογνώρισε τον έρωτα σε μιαν απόμερη αμμουδιά που μύριζε πίσσα και σάπια φύκια. Γιόρταζε το τέλος της σχολικής χρονιάς. Μόλις είχε μπει το καλοκαίρι.

Ήταν ένα καλοκαίρι ζεστό, φωτεινό. Βρέθηκε να χορεύει με την συντροφιά της σε ένα συμπαθητικό παραθαλάσσιο κέντρο. Χόρευε.… χόρευε. Είχε μεθύσει. Πέταξε τα παπούτσια, την μπλούζα της. Τα φώτα χαμήλωναν, έμεινε μόνο ένα μικρό γιαπωνέζικο φαναράκι, κρυμμένο στη γωνιά του τζακιού. Τ’ αγόρια σφίξανε στην αγκαλιά τους τα κορίτσια πιο δυνατά.

Ο καβαλιέρος της, ένας μελαχρινός νέος που θύμιζε αθλητή μετά από κούρσα, μ’ εκείνο το εξαντλημένο ύφος του, της χαμογελούσε. Κοίταζε τα άσπρα του δόντια κι ένοιωθε τα δυνατά του χέρια στη μέση της. Χωρίς να καταλάβει πώς, βρέθηκε να χορεύει έξω μαζί του. Η αμμουδιά ήταν έρημη κι άσπρη κάτω από το φεγγάρι. Ανατρίχιασε. Εκείνος την έσφιξε πιο πολύ. Είχε πια φτάσει κοντά στη θάλασσα. Έστρεψε το βλέμμα της πίσω. Το μοναδικό φωτάκι του κέντρου της φάνηκε μακριά, πολύ μακριά. Πότε περπάτησαν τόσο; Ύστερα κοίταζε ένα παγωμένο αστέρι και πονούσε.

Πέρασε από κείνο το ίδιο μέρος πολλά χρόνια μετά. Τούτη τη φορά ήταν μαζί της ένας νεαρός που σπούδαζε αρχαιολογία. Όσην ώρα εκείνος της εξηγούσε πως κάπου εδώ κοντά -να, σ’ αυτό τον βράχο- βρέθηκε το περίφημο άγαλμα της Αφροδίτης, η Άνκα έψαχνε τον αγέρα και την άμμο, ανάσαινε την πίσσα και τα σάπια φύλλα. Κι όταν ο νεαρός θέλησε να στρώσει την χωρίστρα του, την έφτιαξε εκείνη. Η κίνηση αυτή είναι η συνισταμένη της τρυφερότητας, της στοργής και του έρωτα. Ο αρχαιολόγος το κατάλαβε και το απόδειξε.

 

Τώρα πια ζύγωνε τα τριάντα. Όμως το μικρό της κορμί, το σπαρμένο με σταχτιές φακίδες, διατηρούσε όλη του τη νεανικότητα. Ακόμα, είχε κάτι από εναν χαριτωμένο έφηβο. Και τα μάτια της λάμπανε πάντα με το ξεχωριστό υγρό τους φως. Ο τρόπος που αντίκριζε τους άλλους ήταν αποτέλεσμα πολύχρονων προσπαθειών, μελετών μπροστά στον καθρέφτη. Ανασήκωσε λίγο τα φρύδια… σε ένα ορισμένο ύψος από τη μύτη τα έσμιγε και μόνο τότε άφηνε το βλέμμα της να πλανηθεί πάνω στον νέο αντίπαλο. Συνήθως δεν κοιτούσε κανέναν. Κάρφωνε τα μάτια της στο ποτήρι που κρατούσε ή στο μούσι ενός σεβάσμιου κατά τα άλλα γέροντα και αποξεχνιόταν στις δικές της απλές, μικρές σκέψεις. Αυτό της έδινε έναν ελκυστικό τόνο απομάκρυνσης από τη ζωή, που θέλγει ιδιαίτερα τους σπυριάρηδες νεαρούς των είκοσι χρόνων.

Με το ίδιο βλέμμα κοιτούσε κάτω στην πόλη. Η μέρα είχε περάσει συννεφιασμένη, σε μιαν ατμόσφαιρα ακινησίας και το βράδυ ήρθε για πρώτη φορά τόσο φυσικά. Να νυχτώνει ήταν για την Άνκα ένα παράλογο γεγονός. Αντιπαθούσε τη νύχτα. Αντιπαθούσε τα κακομοίρικα αστέρια και το χλωμό φεγγάρι. Τη νύχτα έκανε πάντοτε ψύχρα… Εκείνη αγαπούσε τη ζεστασιά και τον ήλιο. Ποτέ, όσες φορές μπόρεσε, δεν έκανε έρωτα βράδυ. Προτιμούσε τις λαμπρές, ολόφωτες ώρες του μεσημεριού, κοντά στη θάλασσα στον ίσκιο μιας πικροδάφνης.

«Είμαι άνθρωπος της φύσης», συνήθιζε να λέει.

 

Χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Ένοιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά. Για μια στιγμή σκέφτηκε να μην ανοίξει. Φοβόταν κάποιο αόριστο κακό. Μα τι είχε πάθει σήμερα; Χάιδευε το λοβό του αυτιού της κοιτώντας την πόρτα χωρίς  ν’ αποφασίζει. Τώρα χτύπησαν με το χέρι. Η Άννα τινάχτηκε και πήγε να ανοίξει. Πίσω από μιαν ανθοδέσμη, από ένα σκωτσέζικο κασκόλ και τα μαλλιά που του έπεφταν στο μέτωπο, φάνηκε ένας νεαρός, Ήταν ψηλός. Την κοιτούσε και δίσταζε.

«Έλα μέσα αγάπη μου. Δε σκοπεύεις βέβαια να ξενυχτήσουμε στο διάδρομο!»

Ο νεαρός προχώρησε με χορευτικό βήμα προς τον καναπέ, κοντά στο παράθυρο. Η Άνκα έμεινε πίσω να κοιτάζει τα μακριά του πόδια. Κλείνοντας την πόρτα σκέφτηκε πως μόνο γι αυτή τη στιγμή άξιζε να ζει κανείς τριάντα χρόνια. Πήγε σιμά του. Πήρε τα λουλούδια στα λεπτά της χέρια. Άρχισε να τα τοποθετεί με πολύ γούστο στα όμορφα βάζα που βρίσκονταν σκόρπια μες στο δωμάτιο.

«Τι θαυμάσια λουλούδια. Α, αυτό το ευγενικό χρυσάνθεμο θα το βάλω μόνο του στο μικρό κινέζικο βαζάκι. Θα ’ναι σαν αδέλφια, δεν νομίζεις;»

«Χμ, ίσως… δεν ξέρω …», μουρμούρισε αδέξια.

Είχε καρφώσει τα μάτια του στα ολόισια πόδια της και τις τέλεια τεζαρισμένες κάλτσες.

«Είσαι τόσο διαφορετική από τις άλλες…»

Το πρώτο πράγμα που πρέπει να πεις σε μια γυναίκα για να φανείς ολότελα ηλίθιος, είναι αυτό. Σίγουρα ο νεαρός δεν είχε μέχρι τώρα γνωρίσει παρά κοριτσόπουλα που φορούσαν σοσόνια και γέμιζαν πιτυρίδα το σακάκι του όταν τρίβονταν στο στήθος του.

«Ποιες άλλες;» ρώτησε η Άνκα τακτοποιώντας ένα υπέροχο τριαντάφυλλο.

«Μα τις γυναίκες, φυσικά…»

«Μα οι άλλες δεν είναι γυναίκες αγάπη μου. Ένας γνωστός μου κύριος, άκουσέ το, είναι πολύ νόστιμο, χωρίζει τις γυναίκες σε δυο κατηγορίες: στις γυναίκες και στα γυναικοειδή. Οι πρώτες είναι ελάχιστες.»

Ο νεαρός γέλασε συγκρατημένα. Φαινόταν πολύ ταραγμένος.

«Μπορώ να βγάλω το παλτό μου;»

«Ω, μα τι απρόσεκτη που είμαι! Βέβαια καλέ μου, άφησέ το σε μένα.»

Κρατώντας το παλτό στα χέρια προχώρησε στο μισοφωτισμένο χολ όπου βρισκόταν το πορτμαντό. Πόσες φορές είχε κάνει αυτή την κίνηση; Έμεινε τεντωμένη στο κενό με τα χέρια ψηλά. Μέσα της είχε παραλύσει. Έμοιαζε σαν αφηρημένο πουλί που ετοιμάστηκε να πετάξει και το λησμόνησε. Θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια: πριν λίγες μέρες είχε πιάσει το παλτό ενός άλλου άντρα. Εκείνος έφυγε με σκυφτό κεφάλι, χωρίς να πει καληνύχτα. Ή καλύτερα, την είπε όταν η πόρτα του ασανσέρ είχε κλείσει πίσω του.

Το ξανθόμαλλο αγόρι την κοιτούσε. Του φάνηκε απροστάτευτη. Σηκώθηκε και με το απαλό του βήμα πνιγμένο στα παχιά χαλιά την πλησίασε και στάθηκε πίσω της.

Άπλωσε τα χέρια του, ακράγγιξε τους λεπτούς, στητούς ώμους της. Πόσο αυτή η γυναίκα έμοιαζε με τρομαγμένο παιδί.

Η Άνκα έμεινε για λίγο να αισθάνεται τα ζεστά, νευρικά δάχτυλα πάνω της.

Απότομα έστρεψε και χώθηκε στην αγκαλιά του. Εκείνος αναζήτησε το στόμα της, ψηλάφησε το λαιμό της, ένοιωσε τα υγρά γυαλιστερά μαλλιά της στο πρόσωπό του και κόλλησε τα χείλια του στα μισάνοιχτα δικά της.

«Σ’ αγαπώ!» (Ποιος ξέρει τι εννοούσε;)

«Σς… μη μιλάς, φίλησέ με».

Έπρεπε να ξεχάσει η Άνκα. Έπρεπε!

 

 

Τον είχε πάρει ο ύπνος. Σε μια στιγμή, ολότελα ξαφνικά, ανάμεσα σε δυο τρυφερές φράσεις, είχε στρίψει την πλάτη του κι αποκοιμήθηκε ήσυχα. Στον ύπνο του μουρμούριζε και χαϊδευόταν. Αυτό τη νευρίαζε. Έσβησε το φως και προσπάθησε να κοιμηθεί.

Από τις γρίλιες της μπαλκονόπορτας τρύπωναν στο σκοτεινό δωμάτιο φωτεινές αχτίνες. Της φαίνονταν σαν καρφίτσες που, κινημένες από κάποιου μάγου χέρι, έψαχναν να την βρουν. Ξεχώρισε τον παλιό βενετσιάνικο καθρέφτη και θυμήθηκε τη μητέρα της. Ήταν δικό της δώρο. Πόσο είχε ποθήσει ν’ ακούσει το χαρούμενο γέλιο αυτής της γυναίκας που, ως τα δεκαπέντε της χρόνια ήταν η «μητέρα». Είχε να τη δει από τότε που πήρε διαζύγιο. Ύστερα, γυρνούσε από χώρα σε χώρα, μοναχική ταξιδιώτισσα – πάντα μόνη. Κάθε χρόνο, στα γενέθλια της Άνκας, ερχόταν ένα πολύτιμο δώρο, πότε από τη Βενετία, πότε από τη Μαδρίτη, άλλοτε από τη Νέα Υόρκη. Το στερνό ήταν από την προτελευταία πρωτεύουσα της Κούβας. (Στο μεταξύ γίνηκε επανάσταση και άλλαξε.)

Ο νεαρός άπλωσε το χέρι αναζητώντας την μέσα στον ύπνο του. Η Άνκα τραβήχτηκε στην άκρη του κρεβατιού. Η σκέψη της πήγε στον πατέρα της. Τον έβλεπε πάντα πίσω από το μεγάλο, δρύινο γραφείο του με τα χέρια ακουμπισμένα πάνω στον ακριβό πέτσινο χαρτοφύλακα. Δεν χαμογελούσε ποτέ. Ήταν κι ακόμα είναι ο μεγαλύτερος σιδηροβιομήχανος. Της έδινε πάντα όσα λεφτά ήθελε. Δεν ανακατευόταν στη ζωή της. Το κεφάλι του είχε γεμίσει σίδερο. Η Άνκα τον αγαπούσε. Πολλές φορές είχε θελήσει να τρέξει να κρυφτεί στην αγκαλιά του. Όταν ήταν ακόμα μια μικρή δεσποινίς με σκωτσέζικη φούστα και άβαφα χείλη, αυτό μπορούσε ίσως να γίνει. Τώρα θα ήταν ένα χοντρό αστείο. Έψαξε στα σκοτεινά για τα τσιγάρα. Δεν τα βρήκε κι ανασηκώθηκε με κάποιαν υπερβολική ανυπομονησία. Ο νεαρός δίπλα της ξύπνησε.

«Πού πάς; Γιατί σηκώνεσαι;»

«Τίποτα μικρό μου. Τα τσιγάρα ψάχνω.»

«Στην τσέπη του σακακιού μου.»

Η Άνκα άναψε το πορτατίφ. Ο νεαρός ανοιγόκλεισε τυφλωμένος τα βλέφαρα κι ήταν αλήθεια πολύ κωμικός. Τα μάτια του είχαν κόψει και το χαμόγελό του ήταν ένας θλιβερός μορφασμός.

Εκείνη άναψε ένα τσιγάρο πηγαίνοντας προς το παράθυρο. Η πόλη χαμηλά έμοιαζε σαν τσίρκο που σχόλασε. Αυτοκίνητα, θέατρα, μπαρ, πόρνες, διαβάτες, όλα πλέανε μέσα σε μιαν απρόσωπη κούραση.

«Έλα κοντά μου.»

«Άσε με ήσυχη.» (Πώς μιλούσε έτσι; Δεν μπορούσε να καταλάβει. Κάτι μέσα της την έσπρωχνε να φερθεί άσχημα, να τον κάνει να πονέσει.)

«Μα τι συμβαίνει; Τι έπαθες;»

«Τι έπαθα; Τίποτα! Ακούς; Τίποτα! Μου δίνεις στα νεύρα, αυτό είναι όλο.» Το αγόρι πετάχτηκε έξω από το κρεβάτι. Ξαφνικά θυμήθηκε πως ήταν γυμνός και ένοιωσε άσχημα. Η Άνκα δεν τράβηξε τα μάτια από πάνω του. Τα ξυπόλητα πόδια του μπερδεύτηκαν στο χαλί κι έπεσε μονοκόμματος κάτω.

Η Άνκα έβαλε τα γέλια. Γελούσε ασταμάτητα… Το βλέμμα της έπεσε στον παλιό βενετσιάνικο καθρέφτη. Αναρρίγησε. Ρυτίδες αυλάκωναν το πρόσωπό της. Τα μάτια της τρέχανε δάκρυα. Φοβήθηκε. Το μικρό της κορμί έτρεμε.

Ο έφηβος πεσμένος στο χαλί, δεν έλεγε να σηκωθεί. Εκείνη έριξε μια ρόμπα. Βγήκε. Κατέβηκε στο θυρωρείο. Όλα ήταν σιωπηλά. Ένοιωθε ήρεμη. Πήρε μια κόλλα χαρτί κι έγραψε με μεγάλα καλλιγραφικά γράμματα:

«Ενοικιάζεται το έκτο πάτωμα»

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΣτην Μεγάλη μας Πόλη (της Τζέμης Τασάκου) 
Επόμενο άρθροCesare Pavese ,Διάλογοι με την Λευκώ (μτφρ:Γιάννης Η.Παππάς)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ