Της Σωτηρίας Καλασαρίδου.
Οι τέσσερις εποχές του χρόνου εν είδει κεφαλαίων και ένα «καιρών επίμετρο» με τη μορφή επιλόγου συνθέτουν τη δομή του πρώτου μυθιστορήματος της Χριστίνας Καράμπελα που φέρει τον τίτλο Καιροί τέσσερεις και το οποίο πρόσφατα (Φεβρουάριος, 2014) τυπώθηκε και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις. Καθένας καιρός ή αλλιώς το κάθε κεφάλαιο τιτλοφορείται με το όνομα ενός εκ των ηρώων του βιβλίου, και προϊόντος του χρόνου, καθώς η εκάστοτε εποχή ξετυλίγεται και διαδέχεται την άλλη, η συγγραφέας στρέφει τον φακό της και δίνει τον λόγο σε έναν διαφορετικό κάθε φορά εκ των κεντρικών πρωταγωνιστών.
Ποιοι είναι ωστόσο και κυρίως πώς σκιαγραφούνται και αναπαρίστανται οι κεντρικοί ήρωες του μικρόκοσμου που συνθέτει η Καράμπελα σ’ αυτό το γύρισμα των εποχών; Είναι η Ρούλα Ιατρίδου, κάτοικος ενός παλιού πύργου στο Μαρούσι, που κατά τη διάρκεια του Φθινοπώρου μας μιλάει για το πάθος της με τα γλυκά του κουταλιού, την εγκατάλειψη από την κόρη της, την παρηγοριά που αισθάνεται από την οικονόμο του σπιτιού που τη φροντίζει, το μίσος για τον άνδρα και πατέρα της κόρης της και για τους άνδρες εν γένει, τη συμπάθεια για μια καινούρια επισκέπτρια που γίνεται μέρος της λιγοστής ζωής της, η οποία φυλλορροεί και τερματίζεται, μόλις το Φθινόπωρο τελειώνει. Είναι ο Χαριτόπουλος, ο συμβολαιογράφος που τον Χειμώνα αναλαμβάνει να εκτελέσει τους όρους της ιδιόμορφης διαθήκης της Ρούλας και να βρει τη χαμένη κόρη της, την Πέρσα. Καθώς ο Χειμώνας προχωρεί, ο Χαριτόπουλος μας εξιστορεί την ανεύρεση της κληρονόμου και μας εκμυστηρεύεται την έλξη που νιώθει γι’ αυτήν, την έλξη που γίνεται έρωτας, το πάθος που μετεξελίσσεται σε εμμονή. Τη σκυτάλη της αφήγησης την εποχή της Άνοιξης την αναλαμβάνει η πιστή οικονόμος του σπιτιού, η Ευρυδίκη, που μας μυεί σε έναν κόσμο που στην κουζίνα η δημιουργία του φαγητού ταυτίζεται με την τελετουργία, ενώ από τη σκοπιά της Ευρυδίκης προσλαμβάνουμε την ανταπόκριση της Πέρσας στον έρωτα του Χαριτόπουλου. Τέλος, είναι η Πέρσα Ιατρίδου, που με τη ζέστη του Καλοκαιριού αποφασίζει να δραπετεύσει από την αγκαλιά του Χαριτόπουλου που της προκάλεσε συναισθηματική ασφυξία και να ξεκινήσει ένα ταξίδι αναζήτησης ταυτότητας και αυτογνωσίας.
Η πινακοθήκη των πορτρέτων ― αφηγητών του μυθιστορήματος γίνεται ακόμη πιο πολύχρωμη, καθώς ενισχύεται από τον κυρίαρχο ρόλο που διαδραματίζουν οι πέντε αισθήσεις: οι μυρωδιές από τα λουλούδια του κήπου και τα γλυκά του κουταλιού, το άρωμα γυναίκας και της ατμόσφαιρας σε καθεμιά από τις τέσσερις εποχές, οι γεύσεις από τα φαγητά και τα γλυκά, τα χρώματα και οι ήχοι της φύσης, του σπιτιού, και των ανθρώπων και τέλος η αφή που τρέφει τον έρωτα, φορτίζουν τη μυθιστορηματική ατμόσφαιρα διεγερτικά. Πρόκειται επομένως για μια απόπειρα επιστράτευσης των αισθήσεων ως διαύλων περιγραφής, οι οποίες, διαπλέκονται αρμονικά και αδιάρρηκτα με τον νου, συμβάλλοντας καθοριστικά στη συμβολιστική αναπαράσταση της αφήγησης μέσω των εικόνων αλλά και με τη σύγχρονη αρωγή μιας ιδιόμορφα γλαφυρής γλώσσας που κινείται αμφίδρομα ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον λυρισμό.
Η Καράμπελα καταθέτει ένα μυθιστόρημα έντονων διπολικών αντιθέσεων, που προικοδοτούν το κείμενο με μια εξημμένη αμεσότητα, εξασφαλίζοντάς του ταυτόχρονα έναν θεματικό πυρήνα με καλά σταθμισμένο το κέντρο του: ζωή και θάνατος συνυπάρχουν, θα τολμούσε να πει κανείς, αρμονικά, οι αποχρώσεις του έρωτα καλύπτουν ένα φάσμα με άκρα του αφενός την απόλυτη σωματική ανάγκη και αφετέρου το ψυχικό άλγος, τα πικρά συναισθήματα αντισταθμίζονται από τη ζάχαρη των γλυκών, οι πράξεις των ηρώων ερμηνεύονται μέσα από τις ίδιες τις σκέψεις τους, η ελευθερία είναι ταυτόχρονα και δεσμός οδύνης. Επιπροσθέτως, το εν λόγω γυναικείο μυθιστόρημα καταρρίπτει το στερεότυπο του ρομαντικού έρωτα ― από πλευράς κυρίως γυναικών ― καθώς τον αναπαριστά με έναν χαρακτήρα υφέρποντος αλλά συνάμα και ισχυρού βιολογισμού, που κάποιες φορές στο συγκεκριμένο έργο καθορίζει τη γυναικεία ερωτική συμπεριφορά, υπερβαίνοντας την κυρίαρχη ανάγκη του θηλυκού πρώτιστα για ψυχική επαφή με το άλλο φύλο.
Το μυθιστόρημα της Καράμπελα κυρίως όμως συμβάλλει στη δημιουργία μιας ιδιότυπης μυθιστορηματικής πολυφωνίας «τύπου κολλάζ» που συναρμόζεται κυρίως από μονολόγους και από διαφορετικές οπτικές αφήγησης και εναλλαγές των αφηγηματικών προσώπων ακόμη και μέσα στο ίδιο κεφάλαιο. Η εν λόγω πολυφωνία πέρα από ευφάνταστη, λειτουργεί αναζωογονητικά για τον αναγνώστη, αφού φαίνεται να καταργεί τη μονοκαθεδρία του ενός αφηγητή στον βαθμό που ο ήρωας ― αφηγητής που κάθε φορά αναλαμβάνει να μας μιλήσει και να μας δεξιωθεί στα ενδότερα του σπιτιού και του μυαλού του μας συστήνει τον εαυτό και τους άλλους κυρίως πρωτοπρόσωπα, υιοθετώντας τον έντονα εξομολογητικό χαρακτήρα του ημερολογίου. Ταυτόχρονα, ένας αφηγητής ανώνυμος ― μήπως η συγγραφέας ή και ο ίδιος ο πρωταγωνιστής του εκάστοτε κεφαλαίου; ― κυκλοφορεί στις σελίδες του βιβλίου και μας μιλάει άλλοτε στο τρίτο ενικό και άλλοτε απευθύνεται στον αφηγητή ― εαυτό στο δεύτερο ενικό πρόσωπο, επιχειρώντας να αναπτύξει έναν διάλογο μαζί του, χωρίς ωστόσο ανταπόκριση, ενώ και οι αγαπημένοι νεκροί συγγενείς των ζωντανών προσώπων του έργου μονολογούν, παραινώντας και προσφέροντας μια αιθέρια οπτική των γεγονότων. Και είναι ίσως αυτή η παλινδρομική ακροβασία ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον λυρισμό, την πρόζα των λέξεων και την ποίηση των εικόνων, η οποία κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, κερδίζοντας ταυτόχρονα και το λογοτεχνικό διακύβευμα.