Του Κώστα Μποτόπουλου.
Ημέρες δυσωδίας. Ο χρυσαυγίτικος λόγος πανταχού παρών –τώρα πια και από τους κατηγόρους του. Πράξεις και πρόσωπα γεμάτα βία και λόγια γεμάτα μίσος. Δεν υπάρχει μακρινότερος κόσμος από τον κόσμο του Λόγου και του Βιβλίου. Που όμως δεν μπορούν να κάνουν τίποτα –δεν υπάρχουν καν- μπροστά στη συλλογική βύθιση. Όχι λόγω κρίσης αλλά λόγου α-παιδείας.
•
Όποιος μπορεί, ας βρει καταφύγιο στην ποίηση. Ευκαιρίες να θυμηθούμε τους (πραγματικούς) ποιητές δεν λείπουν. Ένας αφήνει πεθαίνοντας την κληρονομιά των κρυστάλλινων στίχων του και ιδίως το άγγιγμά τους στις αισθήσεις – ο Σίμους Χίνι. Ο άλλος, δικός μας, ποιητής της «ήττας», μαζεύει τίτλους και νίκες στα δυσμά του δικού του μακρύτερου βίου – ο Τίτος Πατρίκιος. Ας ανοίξουμε το υπέροχο «Σε βρίσκει η ποίηση», που μόνο με έργο ογδοντάρη, ηττημένου ή επαναπαυμένου στις δάφνες του δε μοιάζει.
•
Ποιος είναι άραγε ο μεγάλος κριτικός; Ο χολερικός, που κατατροπώνει με θράσος και πρωτοτυπία τους πάντες και γίνεται αυτός το κέντρο της προσοχής (της δικής του και του κοινού, κάνοντας βέβαια το κοινό να ενδιαφερθεί και να μιλήσει για βιβλία); Αν ναι, τότε ο Μαρσέλ Ραιχ – Ρανίτσκι ήταν μεγάλος κριτικός. Για όσους δυσπιστούμε έναντι κάθε αυθεντίας, προτείνω να ξαναδιαβάσουμε τον Γκρας και τον Βάλσερ χωρίς τις παρωπίδες του, για αν δούμε αν θα του δώσουμε δίκιο.
•
Οι τριλογίες-τετραλογίες κλπ είναι της μόδας. Σίγουρα στο σινεμά αλλά και στη λογοτεχνία, ιδίως στην αποκαλούμενη «ελαφρή». Σπάνια δεν έχεις, ακόμα και αν είσαι οπαδός, την αίσθηση του de trop. Επειδή λοιπόν είμαι οπαδός, καταθέτω ότι το τελευταίο μέρος της «τετραλογίας της Μαρί» του Jean – Philippe Toussaint, παρά τον ωραίο τίτλο (“Nue”), είναι de trop. Αναμασά παρά ξανασυγκινεί. Έχει πάντως δυο-τρεις ιδέες (μελένιες) και κάποιες φράσεις που θυμίζουν την αισθητική δύναμη των προηγούμενων βιβλίων. Φυσικά, αυτό, το λιγότερο καλό, θα έχει –ίσως έχει ήδη- τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία.
Πάντως σίγουρα θέλουμε ένα κριτικό που να τολμά να πει τη γνώμη του και να τα βάζει, αν έτσι πιστεύει, ακόμα και με τους φίλους του. Μόνο έτσι η κριτική δικαιώνει τον ρόλο της. Ο Ρανίτσκι είχε αυτή τη στόφα, παρά την αλαζονεία του.