της Γιολάντας Γραμματικάκη
Σήμερα, όπως κάθε μέρα, το πρωινό στον πύργο θα σερβιριστεί στις 7 ακριβώς. Οι κυνηγοί θα κατέβουν ένας ένας και θα καθίσουν γύρω από το μεγάλο τραπέζι του κήπου. Όλοι εκτός από τη Λου. Μια αποπνικτική ησυχία έχει κάτσει παντού. Η εξοχή της Οξφόρδης ξεδιπλώνεται στο κατώφλι του κτήματος και ο αέρας μυρίζει υγρασία και ομίχλη. Στο βάθος κυλάει το ποτάμι και κόβει το τοπίο στα δύο. Μετά το ποτάμι ξεκινάει το δάσος.
Σε αυτό το δάσος πάνε για να κυνηγήσουν ελάφια. Οι άντρες και μπροστά η Λου. Στη Λου αρέσει πολύ το κυνήγι. Από παιδί, την έπαιρνε μαζί ο πατέρας της, ο ιδιοκτήτης του πύργου, και ας ήταν κορίτσι. Έλεγε ότι έχει το χάρισμα. Η Λου ξέρει να μαγεύει το θύραμά της- το καρφώνει με το βλέμμα της και αυτό παγώνει, στέκεται ακίνητο και περιμένει τη μοίρα του. Η Λου τότε στοχεύει με ακρίβεια και με μια επιδέξια βολή το ρίχνει κάτω. Δεν αστοχεί ποτέ η Λου. Με τον ήχο του όπλου μεθάει και με την εικόνα του νεκρού ζώου βουλιάζει σε έκσταση. Δεν την νοιάζει να το φάει, μόνο να το σκοτώσει θέλει, να το κερδίσει. Με την πρώτη βολή.
Εχθές, οι άντρες και η Λου πήγαν πάλι για κυνήγι. Η Λου αστόχησε στην πρώτη της βολή. Αστόχησε και στη δεύτερη. Η καρδιά της χοροπηδούσε στο στήθος της, η αναπνοή της πάλευε στα πνευμόνια της και το μυαλό της είχε γίνει χιλιάδες κομμάτια σκορπισμένα μέσα στο όμορφο κρανίο της. Τα αυτιά της βούιζαν από την πίεση. Δεν κατάφερνε να συγκεντρωθεί, ίδρωνε. Τα χέρια της έτρεμαν. Κοίταξε το τουφέκι, της φάνηκε ξένο. Ένιωθε μια πρωτόγνωρη δύναμη, σκοτεινή και ανελέητη να την κυριεύει, κάποιος έκλεβε τη δύναμή της. Γύρισε τρέχοντας στον πύργο. Παράχωσε το τουφέκι στη ντουλάπα και βούτηξε με απόγνωση στο κρεβάτι της. Πίεσε τον εαυτό της να κλάψει όσο περισσότερο μπορούσε, να ξεπλύνει τα σωθικά της.
Το ίδιο πρωί στις 7 ακριβώς, στον πύργο είχε εμφανιστεί ένας νέος κυνηγός. Ερχόταν από τη Σκωτία και έφτασε στην Οξφόρδη καλεσμένος της Μεγάλης Κυρίας. Κοίταξε επίμονα τη Λου. Της μίλησε για το κυνήγι στα δάση της Σκωτίας, για τα αγριογούρουνα και τα ελάφια, τους σκοτεινούς χειμώνες και τα σύντομα καλοκαίρια. Ήταν όμορφος και γεροδεμένος. Η φωνή του καρφωνόταν στα αυτιά της και κυλούσε μεθυστικά στον εγκέφαλό της. Τα μακρυά του δάχτυλα έπιασαν με δύναμη το μαχαίρι και έκοψαν το ψωμί. Της πρόσφερε μια φέτα. Μετά, ήπιε μια γουλιά καφέ και η Λου έμεινε αποσβολωμένη να κοιτά τα χείλια του πως αγκάλιαζαν τη λευκή πορσελάνη της κούπας. Πάνω από την κούπα που άχνιζε, το σκούρο βλέμμα του τρυπούσε τα μάτια της.
Η Λου σκέφτηκε τότε τα ελάφια. Για πρώτη φορά ένιωσε το πάγωμα τους, όταν τα κοιτούσε με το διαπεραστικό της βλέμμα και εκείνα έμεναν ακίνητα, απροστάτευτα.