του Νίκου Σκοπλάκη
Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς (Αθήνα, 1926 – Κέα, 1992) έχει χαρακτηριστεί από την κριτική επίμονος πολιτικός συγγραφέας∙ στις κλίμακες της μυθιστορηματικής αφήγησης, διερευνά και «μεταποιεί» από διαφορετικές γωνίες τη γενική κι απρόσωπη ύλη της σύγχρονης ιστορίας μας σε ιστορικά προσδιορισμένο προσωπικό βίωμα, σε συσχετισμό μιας δραματικά πυκνής αμφισημίας του ιστορικού συμβάντος με το ατομικό πεπρωμένο και με το λανθάνον, συχνά τραγικό, νόημά του. Με αυτό τον τρόπο, το λαβυρινθώδες μυθοπλαστικό σύμπαν του Αλέξανδρου Κοτζιά είναι κι ένα σύμπαν επίπονα ανοιχτό και οδυνηρά διαλογικό προς την ιστορία, αλλά κι ένα ανοιχτό στοίχημα για εκείνους κι εκείνες που ανιχνεύουν τις διασταυρώσεις της ιστορίας, της λογοτεχνίας και της ιδεολογίας δίχως να υποτάσσονται στις παγιωμένες τομές.
Η νεοελληνική πραγματικότητα δεν παρέχει ένα οποιοδήποτε ιστορικό πλαίσιο στο έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά. Πλαίσιο γίνεται ο «ελληνικός Τριακονταετής Πόλεμος», «ο πόλεμος που άρχισε το 1943», «ο δικός μας ο πόλεμος», καθώς επισημαίνει ο συγγραφέας στο πρώτο του μυθιστόρημα Πολιορκία (1953), ως ολοκληρωτικός πόλεμος ανάμεσα στην παράταξη του ΕΑΜ και τον κόσμο του εθνικόφρονος δοσιλογισμού, και μοιάζει να κλείνει τον κύκλο του το 1973, με την εξέγερση του Πολυτεχνείου, όπως εκείνη αποτυπώνεται στο προτελευταίο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Κοτζιά, Αντιποίησις Αρχής (1979), μαζί με την υπαρξιακή κατάρρευση του παρακρατικού χαφιέ στη δικτατορική παρόξυνση του κράτους των εθνικοφρόνων που τρίζει συθέμελα. Το συγκεκριμένο πλαίσιο γίνεται δίνη, στην οποία, περισσότερο ή λιγότερο εμφατικά, οι πιο βίαιες διαστάσεις αυτής της ιστορίας συμπλέκονται και στον πυρήνα της προβληματικής των μυθιστορημάτων που παρεμβάλλονται – Μια σκοτεινή υπόθεση (1954), Ο Εωσφόρος (1959), Η Απόπειρα (1964), Ο Γενναίος Τηλέμαχος (1972) – αλλά και του τελευταίου μυθιστορήματος, Φανταστική Περιπέτεια (1985).
Το φιλόδοξο αφηγηματικό πρόγραμμα του Κοτζιά διέπουν και κατευθύνουν στοιχεία σε άρρηκτη σχέση με την κρίσιμη τριακονταετία, «στοιχεία που συνθέτουν (μαζί με όσα μας προσφέρει η περιγραφή συμπεριφορών και νοοτροπιών) τους μηχανισμούς που ορίζουν, καθοδηγούν και τελικά καταρρακώνουν τα μυθιστορηματικά πρόσωπα, πρόσωπα τραγικά», όπως έγραφε πριν από τριάντα χρόνια ο Π. Α. Ζάννας. Ακόμα και στα μυθιστορήματα στα οποία τα πρόσωπα μοιάζουν να σπαράσσονται από απροσδιόριστες κι ανεξιχνίαστες δυνάμεις που παρεισδύουν στη ζωή τους, δεν λείπουν ούτε στιγμή οι καταναγκασμοί ενός κρίσιμου ιστορικού χρόνου. Ο κρίσιμος ιστορικός χρόνος καταβροχθίζει τα μυθιστορηματικά πρόσωπα, «τα παιδιά του», γίνεται ο χρόνος που τα γεννά και τα αφανίζει μέσα στην ιστορική οικονομία της κίνησης και της άρνησης, η οποία αποτελεί την έγχρονη ύπαρξή τους∙ είναι ένας χρόνος κρόνιος.
Αυτό το υπερκειμενικό διάβημα, αυτή η ολοένα μεγαλύτερη εστίαση στον κρίσιμο χρόνο (σε σχέση με τον ουδέτερο) δεσπόζει στη δεύτερη δημιουργική φάση του Αλέξανδρου Κοτζιά, εκείνη που ορίζεται από τις νουβέλες υπό τον γενικό τίτλο Τα Παιδιά του Κρόνου και κλείνει το πεζογραφικό του έργο. Σύμφωνα με μαρτυρία του ίδιου του συγγραφέα, οι νουβέλες αρχίζουν να σχεδιάζονται «γύρω στο ’79-‘80»: Ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε επτά νουβέλες, αλλά ο Αλέξανδρος Κοτζιάς πρόλαβε να γράψει μόνο τέσσερις. Οι τίτλοι τους είναι Ιαγουάρος (1987), Η μηχανή (1989), Ο πυγμάχος (1991), Το σοκάκι (1993). Όλες οι νουβέλες εκδόθηκαν από τον Κέδρο με την εποπτεία του συγγραφέα, εκτός από την τελευταία, η οποία κυκλοφόρησε μετά τον αδόκητο χαμό του. Τα Παιδιά του Κρόνου αναδιατάσσουν την έκταση ενός εικοσιτετραώρου στο εύρος της ιστορικής εμπειρίας στην οποία αναφέρονται∙ αυτό το εικοσιτετράωρο είναι η 21η Μαΐου του 1958. Η ημερομηνία συντονισμού για τις τέσσερις νουβέλες θέτει στο φόντο το αεροπορικό δυστύχημα της KLF. Το έτος, το 1958, βρίσκεται στο μέσο της κρίσιμης τριακονταετίας και συνιστά ιστορική τομή: Δέκα μέρες πριν από το κοινό για τις τέσσερις νουβέλες εξωτερικό συμβάν που προαναφέρθηκε, οι εκλογές της 11ης Μαΐου ανέδειξαν την Ε.Δ.Α. σε αξιωματική αντιπολίτευση και δρομολόγησαν την αγριότερη μετάλλαξη της μετεμφύλιας εξουσίας, η οποία κορυφώθηκε με τη δικτατορία. Σε σχέση με την πολύσημη «τομή» του 1958, οι τέσσερις νουβέλες που γράφτηκαν λειτουργούν «σαν επιλεγόμενα» για τα τέσσερα πρώτα μυθιστορήματα και για τα τρία πρώτα κεφάλαια από το μυθιστόρημα Ο Γενναίος Τηλέμαχος, ενώ οι τρεις νουβέλες που δεν γράφτηκαν είχαν σχεδιαστεί να λειτουργήσουν «σαν προλεγόμενα» για το τέταρτο κεφάλαιο του ίδιου μυθιστορήματος όπως και για τα δύο τελευταία μυθιστορήματα.
Από τις υπάρχουσες νουβέλες, η Μηχανή διχάζεται ανάμεσα σε δύο μείζονα κέντρα του αφηγηματικού χρόνου, ώστε να φωτιστεί καλύτερα η διάπλαση του κεντρικού χαρακτήρα της, του Κώστα, τόσο κατά το κρίσιμο εικοσιτετράωρο του 1958 όσο και στο μυθιστόρημα Μια σκοτεινή υπόθεση. Και στις άλλες τρεις νουβέλες, οι κεντρικοί χαρακτήρες των Παιδιών του Κρόνου δεν παρουσιάζονται μυθοπλαστικά για πρώτη φορά, αλλά επανέρχονται πρωταγωνιστικά (μαζί και με άλλα πρόσωπα) από τα μέρη του προγενέστερου μυθιστορηματικού κύκλου, όπου είχαν διαδραματίσει δευτερεύοντες ρόλους: Διασυνδέουν, έτσι, την Πολιορκία με τον Ιαγουάρο, τον Εωσφόρο με τον Πυγμάχο, την Απόπειρα με Το σοκάκι, νουβέλα στην οποία οι εναλλαγές μεταξύ της ατομικής και της συλλογικής ιστορίας προκαλούν αιφνίδιες μεταπτώσεις σε περισσότερα χρονικά επίπεδα και επιλέγεται ως κεντρικός χαρακτήρας ο Σπύρος Ζαλαγκάρας, άνθρωπος του χρέους, ένας θετικός ήρωας, κατά παρέκκλιση στο πεζογραφικό έργο του Κοτζιά. Η πολύπλοκη κειμενική μνήμη, οι στιβάδες γλωσσών και ομιλιών, οι ετερογλωσσικές κατασκευές, ο αφηγηματικός ιστός με τις επισκοπήσεις, τις καταδύσεις, τις ακροβασίες και τις πανοραμικές εικόνες υποτείνουν τις παραπομπές στον μυθιστορηματικό κύκλο και επιτείνουν τις αλληλεξαρτήσεις, φέρνοντας στον νου όσα είχε αναφέρει ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, ήδη το 1980, στην εφημερίδα Μεσημβρινή: «Θεωρώ όλα μου τα βιβλία σαν ένα έργο που άρχισε κάποτε να γράφεται, συνεχίζεται και θα τελειώσει μαζί με μένα. Δεν ξέρω αν είναι σωστή ή λαθεμένη αυτή η αντίληψη. Πάντως, βλέπω, κατά κάποιον τρόπο, το κάθε νέο βιβλίο να βγαίνει μέσα από τα προηγούμενα, σαν μια προέκτασή τους, σαν επανεξέταση ή αναψηλάφηση θεμάτων που έχουν παρουσιασθεί. Ακόμη, σαν μια διεύρυνση εκφραστικών τρόπων που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί».
Επιθυμία του συγγραφέα ήταν να κυκλοφορήσουν Τα Παιδιά του Κρόνου σε ενιαίο τόμο. Σε αυτό το αίτημα ανταποκρίνεται με τον καλύτερο τρόπο η έκδοση με φιλολογική επιμέλεια της Μαρίας Ρώτα, η οποία είναι επίκουρη καθηγήτρια στον Τομέα Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ακάματη και συστηματική ερευνήτρια του πεζογραφικού και κριτικού έργου του Αλέξανδρου Κοτζιά. Οι σημειώσεις και το αναλυτικό επίμετρο (που συνέταξε με τη συνεργασία του Μιλτιάδη Γεωργούλη, όπως διαβάζουμε στη σελίδα 497) υποδεικνύουν κατευθύνσεις και δυνατότητες για τη σύγχρονη προσέγγιση ενός σύνθετου λογοτεχνικού οικοδομήματος.
Για την εποχή μας, βεβαίως, ισχύουν στο πολλαπλάσιο όσα είχε γράψει πριν από πολλά χρόνια ο Αλέξης Πανσέληνος σχετικά με το λογοτεχνικό οικοδόμημα και τον δημιουργό του: «Σήμερα που η ανάγνωση σαν άθλημα του νου όλο και χάνει έδαφος, αναρωτιέμαι ποια θα’ ναι η μοίρα των βιβλίων του. Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς θα πρέπει κι αυτός να προσμένει κάποιες γενιές που ίσως έλθουν και που θα’ χουν ανάγκη να δουν μέσα τους για να προχωρήσουν σε δρόμους που δεν είναι χαραγμένοι από τους συρμούς κι από design centres. Αμφιβάλλω αν θα ζήσουμε για να τις δούμε, ακόμα κι εμείς οι νεότεροι». Κι όμως, ακόμα κι αν δεν μας κάνουν περισσότερο αισιόδοξους, εκδοτικά εγχειρήματα όπως το ανά χείρας αποτελούν ανεκτίμητα σημεία προσανατολισμού τόσο για αναγνωστικές διεργασίες όσο και για την προετοιμασία των καίριων κραδασμών μιας γραφής, που θα επιχειρήσει όχι απλώς να αναμοχλεύσει το σκοτάδι, αλλά να θέσει ως αντικείμενο αφήγησης τον δικό μας κρόνιο χρόνο με όλες τις τραγικές (και τραγελαφικές) εμπλοκές του. Διότι, όπως μας θυμίζει στο επίμετρο η Μαρία Ρώτα, με παραπομπή στον Πολ Ρικέρ, ο χρόνος γίνεται πραγματικά ανθρώπινος μόνο από τη στιγμή που αρθρώνεται με τρόπο αφηγηματικό.
info: Αλέξανδρος Κοτζιάς, Τα Παιδιά του Κρόνου, νουβέλες. Φιλολογική επιμέλεια – επίμετρο – υπομνηματισμός στα κείμενα, Μαρία Ρώτα. Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2018, 550 σελίδες.