Έλενα Χουζούρη.
Στα 48 του χρόνια ο Δημήτρης Μαμαλούκας συγκαταλέγεται ήδη στο αξιοπρόσεκτο δυναμικό της νεώτερης γενιάς των Ελλήνων συγγραφέων αστυνομικής λογοτεχνίας, έχοντας ήδη πίσω του τέσσερα αστυνομικής υφής μυθιστορήματα. «Ο κρυφός πυρήνας των Ερυθρών Ταξιαρχιών» είναι το πέμπτο και ίσως το αρτιότερο και σίγουρα τολμηρότερο μυθιστόρημά του, το οποίο, επί πλέον, φλερτάρει και με το πολιτικό μυθιστόρημα, στα χνάρια του γαλλικού pollar.
Στα χρόνια της κορύφωσης της τρομοκρατίας στην Ιταλία, δηλαδή, την δεκαετία του 1970, καταδύεται ο Μαμαλούκας, προσπαθώντας να φωτίσει, όχι τις πολιτικές της πτυχές, αλλά τις εσωτερικές και καλά καταχωνιασμένες στις μνήμες των ανθρώπων που συμμετείχαν σε τρομοκρατικές ενέργειες, με καθοριστικές έως και διαλυτικές επιδράσεις και συνέπειες στην μετέπειτα ζωή τους. Κεφάλαιο καθόλα ζόρικο και αμφιλεγόμενο ως προς το πού θα κατευθυνθεί και θα επικεντρωθεί η συγγραφική ματιά, με δεδομένη, αφενός την χρονική απόσταση, αφετέρου την πλήρη διαφοροποίηση δεδομένων και οπτικών ανάμεσα στο τότε και στο σήμερα. Η ιδεολογική φόρτιση με επίκεντρο την ρητορική των ανατροπών, πολιτικών και κοινωνικοπολιτισμικών που ξεκίνησε την δεκαετία του 1960 με κορύφωση τον γαλλικό Μάη του 1968 και τις απανταχού σχεδόν φοιτητικές, μικρές ή μεγάλες, εξεγέρσεις, άρχισε σταδιακά να ξεθυμαίνει από τις αρχές του 1970 και στη θέση αυτής ακριβώς της υποχώρησης και κυρίως της απογοήτευσης και διάψευσης–θυμίζω την χαρακτηριστική γαλλική ταινία Mourir a trente ans– ξεπετάχτηκε δριμύτερο, βιαιότερο και κατά πάντων καταστροφικότερο, ουσιαστικά μια τραγική μετάλλαξη της ιδεολογίας των ‘60ς, τρομοκρατικό ρεύμα. Στην Ιταλία, με τα ποικίλα πολιτικά προβλήματα εκείνη την εποχή, -θυμίζω την ακροδεξιάς προέλευσης βομβιστική ενέργεια στο Μιλάνο το 1969 με πολλά θύματα- εμφανίζονται οι Ερυθρές Ταξιαρχίες. Στην γειτονική Γερμανία, ήδη δρα η RAF. Στην Ελλάδα, τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, έρχεται η 17 Νοέμβρη.
Ο Δημήτρης Μαμαλούκας, αν και δεν ανήκει στις γενιές του ’60 και του ’70, ή ίσως γι’ αυτό ακριβώς, εστιάζει στο φαινόμενο της τρομοκρατίας αρκούντως αποστασιοποιημένα και χωρίς ιδεολογικές εμπλοκές ένθεν και ένθεν. Χωρίς δηλαδή ούτε να ηρωοποιεί αλλά ούτε και να θυματοποιεί. Η φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος που χρησιμοποιεί, με πολλά στοιχεία βέβαια, νουάρ και πολιτικού θρίλερ, για να στήσει, πλοκή, ήρωες και σκηνικά, συντελεί στην αποτελεσματικότερη πραγμάτωση της οπτικής του.
Στο μυθιστόρημα εξελίσσονται παράλληλα δύο αφηγήσεις σε αντίστοιχους μυθιστορηματικούς χρόνους οι οποίοι από ένα σημείο και μετά, διαπλέκονται και κουμπώνουν η μία με την άλλη.
Το μυθιστόρημα ανοίγει με το μυθιστορηματικό χρόνο να δείχνει Τρίτη 20 Μαρτίου 1979 το αντίστοιχο «ρολόι» -γνώριμη συνήθεια του συγγραφέα- να έχει σταματήσει στις 06.1 το πρωί και ως τόπος να σηματοδοτείται το Μιλάνο. Στις επόμενες σελίδες, και καθώς οι ωρολογιακές ενδείξεις μετατοπίζονται, ο αναγνώστης παρακολουθεί τις τελευταίες ετοιμασίες μια ομάδας νέων ανθρώπων, που κατονομάζεται ως πυρήνας Φραντσέσκο Λορούσο», λίγο πριν το τρομοκρατικό τους χτύπημα, με στόχο την απαγωγή του βιομήχανου Τζιανπέρο ντε Σάντις, και λίγο μετά κατά την διάρκειά της, η οποία καταλήγει σε μια αιματηρή συμπλοκή με νεκρούς τον βιομήχανο, τον αρχηγό της τρομοκρατικής ομάδας, ενός μέλους της και ενός αστυνομικού. Ο αναγνώστης, από τις πρώτες σελίδες έχει καρφωθεί και θέλει να συνεχίσει. Ότι πληροφορίες θα διαβάσει από κει και πέρα σχετικά με την αποτυχημένη επιχείρηση απαγωγής του ντε Σάντις θα τις έχει από τα επινοημένα αποκόμματα εποχής της γνωστής ιταλικής εφημερίδας Corriere dela Sera καθώς και από το πινακάκι που σκιτσάρει ο ερασιτέχνης, Ελληνοιταλός, ντετέκτιβ-παλαιοπώλης Νικόλα Μιλάνο, όπου προσθέτει σταδιακά νεώτερα στοιχεία, κυρίως όσον αφορά τα κρυμμένα, πίσω από τα λεγόμενα «ονόματα μάχης», πραγματικά πρόσωπα των μελών της τρομοκρατικής οργάνωσης «Φραντσέσκο Λορούσο». Η διαφορά ανάμεσα στα αποκόμματα και στα στοιχεία που προστίθενται στο πινακάκι, καθώς η πλοκή προχωρεί, είναι ο χρόνος: Από το 1979 κάνουμε ένα μεγάλο χρονικό άλμα και φτάνουμε στο 2007. Και τι πυροδοτεί αυτήν την χρονική μετατόπιση και βάζει μπροστά την μυθιστορηματική μηχανή; Η εξαφάνιση του νεαρού φοιτητή Αλεσάντρο Φοντάνα από τη Μπολόνια, όπου σπουδάζει και η βοήθεια που ασμένως και επιτακτικά ζητάει η, ακόμα θελτική, ώριμη πια μητέρα του, Κιάρα από τον παλιό της φίλο, ανέκαθεν και ματαίως ερωτευμένο μαζί της, ερασιτέχνη ντετέκτιβ, συλλέκτη βιβλίων και εντύπων, λίαν ιδιόρρυθμο, Γκαμπριέλε Αμπιάτι. Που με τη σειρά του προσφεύγει στη συνεργασία του φίλου του Νικόλα Μιλάνο, χαρακτηριστικού θερμόαιμου μεσογειακού εραστή. Παρενθετικά να σημειωθεί ότι αυτό το εκκεντρικό ντουέτο είναι γνώριμο από το προηγούμενο μυθιστόρημα του Δ. Μαμαλούκα Η Χαμένη Βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα. Κι ενώ η αναζήτηση αρχίζει, με τον Γκαμπριέλε Αμπιάτι από χλιαρό, αμήχανο, έως και αρνητικό και τον Νικόλα, αντίθετα, εξαιρετικά ενεργό και θερμό, κυκλοφορεί το νέο αστυνομικό μυθιστόρημα του συγγραφέα Ντίνο Μπατάλια με τίτλο Τα καταραμένα αντίτυπα και τα πράγματα αποκτούν σταδιακά απρόσμενες διαστάσεις ενώ το 1979 ορμά με βία στο 2007, απειλώντας να διαλύσει πρόσωπα και καταστάσεις. Και το κατορθώνει. Διότι εκείνο το αιματηρό παρελθόν συνδέεται και με την εξαφάνιση του Αλεσάντρο αλλά και με το μυθιστόρημα του Μπατάλια, το οποίο όπως θα αποδειχθεί αργότερα , είναι προιόν κλοπής του χειρόγραφου μυθιστορήματος με τίτλο Τα επτά μοιραία αντίτυπα που είχε γράψει ο νεαρός πριν εξαφανιστεί. Και φυσικά τα ερωτήματα πέφτουν βροχή. Πώς και γιατί ο Μπατάλια υφάρπαξε το χειρόγραφο του νεαρού Αλεσάντρο; Τι το επικίνδυνο και για ποιους έγραφε εκείνο το χειρόγραφο και μετέπειτα τυπωμένο μυθιστόρημα, έστω και με αλλοιωμένο τίτλο; Τι ρόλο παίζουν στην υπόθεση της εξαφάνισης του Αλεσάντρο, ο κυνικός και αδίστακτος γερουσιαστής του ακροδεξιού κόμματος Εθνική Συμμαχία Αντρέα Ρονκάτο, ο αγρότης και ιδιοκτήτης μιας απομονωμένης φάρμας Ρενάτο Γκαρέλα, τι έκρυβε, ο σχετικά πρόσφατα αποθανών, πατέρας του εξαφανισμένου φοιτητή, Μάρκο Φοντάνα και τι κρύβει ακόμα και ο ίδιος ο ιδιωτικός ντετέκτιβ, Γκαμπριέλε Αμπιάτι; Το σπουδαιότερο, τι συνδέει όλους αυτούς και το οποίο αγνοεί αρχικά ο Νικόλα Μιλάνο και του αποκαλύπτεται σταδιακά, κατά την διάρκεια της έρευνάς του για τον Αλεσάντρο, βάζοντας σε άμεσο κίνδυνο ακόμα και την ζωή του;
Αν εξαιρέσουμε τις ερεθιστικές, αναγνωστικά, πρώτες σελίδες, όπου περιγράφεται η προετοιμασία και η επιχείρηση της απαγωγής του Ντε Σάντις, οι υπόλοιπες που συγκροτούν το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος και έχουν ως χρονικό φόντο το 2007, εμφανίζονται σχετικά χαλαρές και εν πολλοίς επαναλαμβανόμενες. Το έντονο αναγνωστικό ενδιαφέρον που προκαλούν οι πρώτες σελίδες χαλαρώνει και ο αναγνώστης αρχίζει να αδημονεί καθώς παρακολουθεί τις, χωρίς χειροπιαστό αποτέλεσμα, έρευνες του Μιλάνο , τις ερωτικές του συνευρέσεις με την ώριμη Κιάρα, καθώς και με την νεαρή Έλενα, με την οποία συζούσε ο Αλεσάντρο, ή τις περιγραφές του περιθωριακού μπαρ Κοκομπίλ με τον, κολλημένο στη δεκαετία του ’70, ιδιοκτήτη της και τους παρεμφερείς θαμώνες του, μεταξύ των οποίων και ο Αμπιάτι. Παρά το ότι, κατά την άποψή μου, το πρώτο μέρος θα λειτουργούσε πιο αποτελεσματικά αν ήταν πιο ευσύνοπτο, ωστόσο, ακόμα κι έτσι, ο συγγραφέας κατορθώνει να χειρίζεται με δεξιοτεχνία το παιχνίδι των υπαινιγμών και των συνεχών ερωτημάτων που, εκ των πραγμάτων, θέτει ο Νικόλα Μιλάνο, μέσω της πρωτοπρόσωπης αφήγησής του, αλλά και ο αναγνώστης που παρακολουθεί την υπόθεση, ως άλλος ντετέκτιβ αυτός, μέσω της τριτοπρόσωπης αφήγησης, έτσι ώστε κάποτε να γνωρίζει περισσότερα από τον ίδιο τον Μιλάνο. Το εναλλασσόμενο αυτό αφηγηματικό παιχνίδι και οι ρυθμοί του μυθιστορήματος γίνονται κυριολεκτικά καταιγιστικοί καθηλώνοντας στην κυριολεξία τον αναγνώστη στα επόμενα τέσσερα μέρη του μυθιστορήματος. Οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που ήδη έχουν τεθεί στο πρώτο μέρος είναι αναπάντεχες, η μία έρχεται να δέσει με την άλλη, κατά τον ίδιο τρόπο που ο Μιλάνο συμπληρώνει αφενός το πινακάκι με τα πραγματικά ονόματα των μελών του Πυρήνα Φραντσέσκο Λορούσο και αφετέρου την Καρτέλα Εξαφανισμένου Προσώπου με τα στοιχεία από την αναζήτηση του Αλεσάντρο. Θεωρώ ότι τόσο το πινακάκι όσο και η καρτέλα λειτουργούν σαν ένα τρίτο, παράλληλο, αφηγηματικό επίπεδο, μέσα στην μυθιστορηματική εξέλιξη, ιδιαίτερα ενδιαφέρον έτσι όπως, με δεξιοτεχνία, διεισδύει σ’ αυτήν, συμπληρώνοντάς την.
Εκτός από τους γερά υφασμένους και αλληλοπλεγμένους αφηγηματικούς ιστούς, ο Μαμαλούκας «φιλοτεχνεί» πειστικούς και ολοκληρωμένους χαρακτήρες, καταφέρνοντας να κατανοήσει τις σκοτεινές πλευρές των ανθρώπων που επιλέγουν να αυτοανακηρυχθούν εκδικητές, ερήμην και για λογαριασμό της κοινωνίας και των αδικιών που επιφέρει σ’ αυτήν το εκάστοτε Σύστημα εξουσίας, με την συνενοχή κάποτε και κάποιων κοινωνικών ομάδων, που σύμφωνα με την ορολογία του 21ου αιώνα, αποκαλούνται εγωπαθείς. Ωστόσο ο Μαμαλούκας δεν στέκεται μόνον στην ψυχοσύνθεση αυτών των ανθρώπων, ούτε και τους αντιμετωπίζει καταγγελτικά. Ο 48χρονος συγγραφέας, παρά το ότι δεν έζησε εκείνες τις, με αιτία ή άνευ, εξεγερτικές – με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- εποχές καταφέρνει να καταδείξει την απολύτως φαντασιακή και ως εκ τούτου εσωστρεφή, ατομική και εγωπαθή, διάσταση, της, με ένοπλο και αιματηρό τρόπο, υποτιθέμενης «επανάστασης», η οποία ακριβώς γι αυτούς τους λόγους μπορεί εύκολα να διαβρωθεί και να χειραγωγηθεί από ένα παντοδύναμο σύστημα εξουσίας. Αποτέλεσμα, τα θύματα δεν είναι μόνον όσοι αποτελούν στόχους αλλά και οι ίδιοι οι θύτες αφού η εκ των υστέρων κατανόηση του παραλογισμού τους, η μικρόψυχη προσχώρηση τους στο Σύστημα που προσπάθησαν να ανατρέψουν, οι εφιάλτες ενός σκοτεινού παρελθόντος που τους ακολουθούν στην μετέπειτα ζωή τους και προπαντός το αίμα που εξαιτίας τους χύθηκε, θα αποτελούν τα δικά τους φαντάσματα, έτσι ώστε ένα απρόσμενο γεγονός μπορεί να εισβάλλει και να ανατρέψει εκ βάθρων την φαινομενικά τακτοποιημένη ζωή τους. Και στην περίπτωση του μυθιστορήματος του Μαμαλούκα είναι η εξαφάνιση του Αλεσάντρο. Θεωρώ, επιπροσθέτως εξαιρετικά ενδιαφέρον το πώς ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται και στη συνέχεια δίνει μυθιστορηματικά τον Αλεσάντρο και ιδιαίτερα τους δύο συνομηλίκους του, τον Ματέο και την Πάολα, οι οποίοι με την σειρά τους στήνουν τον δικό τους «επαναστατικό» πυρήνα στα χνάρια εκείνων της δεκαετίας του’ 70. Η πλήρης όμως αναντιστοιχία των πολιτικών και κοινωνικών συμφραζομένων εκείνης της εποχής που γέννησε και τροφοδότησε τις ένοπλες τρομοκρατικές οργανώσεις, με την σημερινή, οδηγεί τα μέλη του νεότευκτου «πυρήνα» σε μια εξ ολοκλήρου ψευδεπίγραφη και εν κενώ μίμηση εκείνων των οργανώσεων. Από τις συμπεριφορές τους, τα λόγια τους, όσο τα ονόματα και τα ρούχα τους. Δεν είναι παρά τα κακέκτυπα της δεκαετίας του ’70, μεταφερόμενοι φαντασιακά σ’ αυτήν, αφού η ύπαρξή τους και η δράση τους δεν έχει που να ακουμπήσει σήμερα. Όσο για τον Αλεσάντρο η βασική του παρόρμηση είναι η εκδίκηση του αίματος.
Με το πέμπτο μυθιστόρημά του ο Μαμαλούκας έχει ήδη ταυτοποιήσει το συγγραφικό του προφίλ. Και εδώ καταγράφονται βασικά στοιχεία αυτού του προφίλ, όπως ο εγκλεισμός – εξαιρετικές αυτές οι σελίδες στο μυθιστόρημα- οι εμμονές των ηρώων του, πότε με το αλκοόλ και τις γυναίκες, πότε με τα βιβλία, πότε με την εκδίκηση. Άλλα κοινά χαρακτηριστικά του μυθιστορηματικού του κόσμου είναι η προσήλωση στη λεπτομέρεια και στην χρονική ακρίβεια [ο πολύπλοκος μηχανισμός του ωρολογιού τον συναρπάζει]. Τελευταίο αφήνω την τοπιογραφία. Οι ιταλικές πόλεις, Μιλάνο, Φλωρεντία, Μπολόνια, Ρώμη – πόλεις που γνωρίζει καλά ο συγγραφέας- αποτελούν το φόντο όπου ακουμπάει και εξελίσσεται η πλοκή. Συν, την ιταλική εξοχή όπου ζει ο Μπατάλια.
Γράφτηκε ότι το μυθιστόρημα του Δημήτρη Μαμαλούκα τα διαθέτει όλα: Αστυνομικό, μυστήριο, νουάρ, πολιτικό θρίλερ και είναι συναρπαστικό. Δεν έχω παρά να συνυπογράψω.
INFO: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΜΑΛΟΥΚΑΣ: Ο ΚΡΥΦΟΣ ΠΥΡΗΝΑΣ ΤΩΝ ΕΡΥΘΡΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΙΩΝ [ΕΚΔ. ΚΕΔΡΟΣ].