Ο Κινέζος Εραστής της Μ.Ντυράς (της Νίκης Κώτσιου)

0
1850
Από τη μεταφορά του έργου στην οθόνη σε σκηνοθεσία Ζαν Ζακ Ανό

 

 

Της Νίκης Κώτσιου.

Εμβληματικό έργο της Μαργκερίτ Ντυράς(1914-1996),ο « Εραστής» (μτφρ. Έφη Κορομηλά, πρόλογος:Χριστίνα Ντουνιά, εκδ. Μεταίχμιο) είναι μια υποβλητική  αφήγηση με αυτοβιογραφικά στοιχεία, που τοποθετείται στη γαλλική Ινδοκίνα, όπου η συγγραφέας πέρασε την παιδική και εφηβική ηλικία  μαζί με την οικογένειά της. Στο πλαίσιο αυτής της αφήγησης ακτινογραφούνται οι οικογενειακές σχέσεις και τίθεται στο επίκεντρο η πρώτη ερωτική σχέση της εφήβου με έναν μεγαλύτερό της πλούσιο Κινέζο άντρα, που συνδέθηκε μαζί της παρά το νεαρό της ηλικίας της και παρά τις επιμέρους σημαίνουσες διαφορές,ηλικιακές, κοινωνικές, φυλετικές , ταξικές, που εμπόδιζαν και δυσχέραιναν τη συνύπαρξη του ζευγαριού. Συγχρόνως τίθενται και πάλι μετ’ επιτάσεως ζητήματα που  διαχέονται σε ολόκληρο το ντυρασικό έργο, όπως ο έρωτας, η σεξουαλικότητα, η απώλεια, η φθορά, ο χρόνος.

Ο  Εραστής είναι μόνο η αφορμή για να διερευνηθούν σε βάθος  οι παθογένειες  μέσα στη δυσλειτουργική οικογένεια της πρωταγωνίστριας. Η  αφηγήτρια, μεσήλικη πλέον, «επισκέπτεται» την  παιδική-εφηβική της ηλικία στην Ινδοκίνα  για να ανατάμει τον οικογενειακό ιστό και  να αναδείξει τις σχέσεις των μελών μεταξύ τους. Ο πατέρας έχει πεθάνει, η μητέρα είναι διευθύντρια του γαλλικού Λυκείου  και υπάρχουν δυο ακόμη άρρενα αδέλφια, εκτός από την έφηβη κόρη. Η κόρη περιγράφει το  «άγριο, δολοφονικό μίσος» που συνδέει τον μικρό και τον μεγάλο αδελφό και καταθέτει τη δική της σχεδόν αιμομεικτική αγάπη  για τον μικρό. Ο μεγάλος είναι μια τυραννική φιγούρα, που  επισύρει την αντιπάθεια και το μίσος των μικρότερων αλλά δεν παύει να αποτελεί τον αδιαμφισβήτητο εκλεκτό στην καρδιά της βασανισμένης μητέρας. Η μητέρα, μόνη σε ξένο τόπο, υφίσταται κατά καιρούς κρίσεις τρέλας και  προσπαθεί  απεγνωσμένα να αντιπαρέλθει τη φτώχεια με σπασμωδικές, ανεπιτυχείς προσπάθειες, που την οδηγούν σε όλο και μεγαλύτερη απελπισία.

Πρόκειται,λοιπόν, για μια οικογένεια με απόντα πατέρα, με νευρωτική, συναισθηματικά απούσα μητέρα και λυσσαλέα διαπάλη ανάμεσα στα άρρενα μέλη, μια οικογένεια που έχει καταρρεύσει οικονομικά  και  μαστίζεται από μια διαρκή κακοδαιμονία  ενώ απειλείται διαρκώς από το φάσμα της ανέχειας και τη συνεχιζόμενη συναισθηματική αστάθεια και ανισορροπία. Η ύπαρξη πολλαπλών ελλείψεων, πραγματικών και συμβολικών, μέσα σε μια εν πολλοίς τοξική οικογενειακή εστία, σπρώχνουν την έφηβη στη γενναιόδωρη αγκαλιά του εραστή. Το κορίτσι,  δεκαπεντέμισι χρονών, ήδη με  την εκκεντρική μικρομέγαλη αμφίεση του(φθαρμένο μεταξωτό φόρεμα από τα αποφόρια της μητέρας, λαμέ παπούτσια με στρας, αντρικό καπέλο, βαμμένα χείλη),δείχνει ότι  ανυπομονεί να μεγαλώσει. Ο εραστής τείνει ευήκοον ους , την ερωτεύεται παράφορα και της προσφέρει επιβεβαίωση, αποδοχή, αίσθημα ασφάλειας και, φυσικά, χρήμα.

Ο εραστής είναι μια ενδιαφέρουσα φιγούρα, πολύσημη και αμφιλεγόμενη, που έρχεται να εκτροχιάσει ακόμη περισσότερο μια κατάσταση ήδη εύφλεκτη και  οξυμμένη. Κάνει εντυπωσιακή είσοδο στην αφήγηση με όλα τα χαρακτηριστικά του πλούτου και της κοινωνικής του τάξης, καθώς παρακολουθεί την έφηβη μέσα από την πολυτελή λιμουζίνα του και, στη συνέχεια, την πηγαινοφέρνει στο σχολείο με το ίδιο αυτό επιβλητικό  όχημα. Είναι πλούσιος, αργόσχολος, σπάταλος, έχει ζήσει στην Ευρώπη, διατηρεί γκαρσονιέρα και συνάπτει μια θυελλώδη ερωτική σχέση με τη νεαρή μαθήτρια, την οποία ερωτεύεται. Κατά την πορεία της σχέσης, θα φανεί απρόσμενα τρωτός κι ευάλωτος και θα αναδειχθεί ίσως στον πιο αδύναμο κρίκο του ζευγαριού. Το προφίλ του είναι αυτό ενός  ευαίσθητου,εύθραυστου, ανασφαλή άντρα με έντονα συναισθήματα και παράφορη συμπεριφορά, που ενίοτε δε διστάζει ακόμη και να υποταχθεί στο κορίτσι. Ενίοτε ο εραστής λειτουργεί και ως γονεϊκή φιγούρα καλύπτοντας το υπαρκτό κενό από την έλλειψη πατέρα και αναπληρώνοντας την πλημμελή φροντίδα της μητέρας.

Η αφηγήτρια  τον παρουσιάζει  στους αντίποδες του στιβαρού αρσενικού, λεπτοφυή και λεπταίσθητο, αδύναμο και διακριτικό, ανυπεράσπιστο μέσα στο ερωτικό του πάθος, περίπου εκθηλυμένο. « Μυρίζει ωραία εγγλέζικο τσιγάρο, ακριβό άρωμα, μυρίζει μέλι, το δέρμα του έχει πάρει τη μυρωδιά του αέρινου μεταξιού, αυτή τη φρουτώδη μυρωδιά του λεπτού μεταξιού…». Στερούμενος πυγμή, αποφασιστικότητα, δύναμη, καθόλου «ανδροπρεπής», ελλιποβαρής κυριολεκτικά και μεταφορικά, ο κινέζος εραστής άγεται και φέρεται από τον έρωτά του, υφιστάμενος ακόμα και εξώφθαλμες ταπεινώσεις από την οικογένεια της νεαρής. «Το δέρμα (του)έχει μια εξαιρετική απαλότητα. Το σώμα. Το σώμα(του) είναι αδύνατο, χωρίς ρώμη, χωρίς μυς, σα να βγαίνει από αρρώστια, να είναι σε ανάρρωση, είναι άτριχο, χωρίς άλλον ανδρισμό πέραν  του φύλου, είναι πολύ αδύναμος, μοιάζει να βρίσκεται στο έλεος μιας προσβολής, να υποφέρει».  Ωστόσο, παραμένει ακαταπόνητος εραστής και γεμάτος (μητρική) φροντίδα για την μικρή του αγαπημένη,  πηγή συνεχούς τρυφερότητας και ανεξάντλητου, αδιαπραγμάτευτου πάθους. Αυτός ο αδύναμος αλλά παθιασμένος άντρας αναγνωρίζει πάνω στη μαθήτρια την ιδανική ερωμένη και πραγματικά την αποθεώνει ζώντας μαζί της το ντελίριο ενός έρωτα δίχως αύριο, ενός έρωτα καταδικασμένου.

Τόσο ο εραστής όσο και το κορίτσι παραμένουν σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης ανώνυμοι. Αν και υπάρχουν πολλά βιογραφικά στοιχεία που μπορούμε να αντιστοιχήσουμε στην πραγματική ζωή της Ντυράς,  δεν θα βρούμε πουθενά μέσα στο βιβλίο μία ξεκάθαρη  δήλωση ότι πρόκειται για αυτοβιογραφία, ούτε μια δηλωμένη ταύτιση της αφηγήτριας με τη συγγραφέα. Η ανωνυμία  του κοριτσιού και η διαχείριση της πλοκής σα να πρόκειται για μυθιστόρημα μυθοπλασίας περισσότερο , μας απομακρύνουν από  την αυτοβιογραφία, μολονότι υπάρχουν αυτοβιογραφικοί πυρήνες και πρόσωπα υπαρκτά, που δηλώνονται ευθέως με το κανονικό τους όνομα, όπως π.χ. η μητέρα. Δικαιούμαστε ίσως να υποθέσουμε ότι, ως προς το κορίτσι και τον εραστή, έχει  συντελεστεί μια « επανεπινόηση» και μια εκ των υστέρων μυθοπλαστική επεξεργασία  έτσι ώστε να αποτελούν πλέον μυθιστορηματικούς πλαστούς χαρακτήρες, μολονότι εκκινούν και πηγάζουν από πραγματικά πρόσωπα. Άλλωστε, ούτως ή άλλως, κάθε αυτοβιογραφία δεν παύει να αποτελεί, λίγο-πολύ, μια επανεπινόηση, αν σκεφτούμε τους περιορισμούς της μνήμης, τη χρονική απόσταση που μεσολαβεί συνήθως ανάμεσα στα τελεσθέντα και την γραπτή αποτύπωσή τους και την τάση της ανάμνησης να συμπληρώνει δημιουργικά τα αναπόφευκτα κενά της βιωμένης εμπειρίας.

Η γραφή της Ντυράς στον «Εραστή», θραυσματική έκκεντρη παράδοξη, πολύμορφα εκφραστική και δραστική μέσα στην ιδιομορφία της, επιχειρεί να αποτυπώσει το κατακερματισμένο  μετανεωτερικό υποκείμενο. Η εκκωφαντική κατάργηση της γραμμικής αφήγησης μέσα από τις απότομες  και αλλεπάλληλες εκτινάξεις στο χώρο και το χρόνο, η απουσία διαλόγου, η  αμφισημία και η αίσθηση ρευστότητας, η ενατένιση των  μεταμορφώσεων του εαυτού μέσα στη χρονική ροή υπό το (αναστοχαστικό) πρίσμα του παρόντος, η ανίχνευση κραυγαλέων  ρηγμάτων και ασυνεχειών στη συγκρότηση του πολυδιασπασμένου «εγώ»  συνθέτουν ένα πολύ ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο μεταμοντέρνο ύφος, που η Ντυράς καλλιέργησε με ζήλο.

 

 

info:Μαργκερίτ Ντυράς: Ο Εραστής, μτφρ. Έφη Κορομηλά,πρόλ. Χριστίνα Ντουνιά, σελ. 136, εκδ. Μεταίχμιο, 2017

Προηγούμενο άρθροΗ γοητεία της αρχαιολογίας  (της Μαρίζας Ντεκάστρο)
Επόμενο άρθροΤρεις νέοι ποιητές: Αντωνίννη Σμυρίλλη, Πηνελόπη Δεληγιάννη, Σάββας Καράμπελας (του Γ. Λίλλη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ