της Ξένης Δ.Μπαλωτή
Δεν ξέρω, εάν είναι η υπόθεση του έργου που κινείται μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας, εάν είναι η εξαιρετική μετάφραση ή η περιγραφή της καθημερινής ζωής στη Βιέννη που ετοιμάζεται να μεταπηδήσει, το 1938, από τον κοσμοπολιτισμό του ανθρωπισμού στην απομόνωση της απανθρωπιάς, που κάνουν τον «Καπνοπώλη» του Ρόμπερτ Ζέεταλερ να το απολαμβάνεις όσο ένα πούρο.
Ξέρετε! Ένα πούρο, όπως αυτό που συχνά βλέπουμε να κρατά ο Σίγκμουντ Φροϋντ, στις φωτογραφίες του. Δεν έχει σημασία αν είναι Parejos ή Figurados. Αυτό, μόνο ο καπνοπώλης Ότο ήξερε να το ξεχωρίζει και να παίζει στα δάκτυλα όλη την πραμάτεια του μαγαζιού του. Γι’αυτό και ο Φρόυντ προτιμούσε να είναι πελάτης του. Φιγούρα κλασσική της Βιέννης, καθηγητής πασίγνωστος, με τη φήμη να τον ακολουθεί πως «μπορεί να διορθώνει τα κεφάλια των ανθρώπων». Άραγε, ήταν μόνο φήμη; Σε κάθε περίπτωση, ήταν αυτό ακριβώς που είχε ανάγκη ο Φραντς, ο μαθητευόμενος καπνοπώλης του Ότο, που πριν ακόμη μάθει να ξεχωρίζει τις εφημερίδες και τα έντυπα του μαγαζιού μαζί με τις συνήθειες των πελατών του, έμπλεξε με την «μποέμ» Ανέζκα, την λίμπιντο του και μπερδεύτηκε!
Έτσι, γεννήθηκε μία φιλία ασυνήθιστη ανάμεσα στον Φραντς και τον Φρόυντ και ένα συνεχές πήγαινε-έλα από το καπνοπωλείο του πρώτου στο σπίτι του δεύτερου, μία απόσταση περίπου 2 χλμ που στο χάρτη η διαδρομή της σχηματίζει την μισή σβάστικα, ώστε να παρακολουθούμε μέρα με τη μέρα την εξέλιξη μίας πόλης, τους βηματισμούς των ανθρώπων της και τις αντιδράσεις τους χωρίς να ξεχνάμε τον αγκυλωτό σταυρό που πλέον διαμορφώνει την ζωή τους.
Αυτά τα δρομολόγια που ενίοτε περιλαμβάνουν τις παρακάμψεις έως την Μεγάλη Ρόδα του Πράτερ ή σε ανήλιαγα στενά με τρώγλες για σπίτια, είναι στην πραγματικότητα η πορεία προς την ενηλικίωση του νεαρού Φραντς που φεύγει από την καλύβα του χωριού του για να πάει στην πρωτεύουσα να συναντήσει την τύχη του και ταυτόχρονα ο δρόμος προς την αυτοκτονία ενός λαού με την μοιραία επιλογή του να αποδεχτεί την προσάρτησή του στη ναζιστική Γερμανία.
Ανάμεσα στον καθολικό Φραντς και τον Χίτλερ υπάρχει ο Εβραίος Ότο. Ένας ανάπηρος καπνοπώλης που προσέφερε το πόδι του στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου για το χατίρι της Αυστρο-ουγγρικής Αυτοκρατορίας και που έως το 1938 μετεξελίχθηκε από ήρωα σε «παραβάτη της δημόσιας τάξης και ησυχίας», μεταξύ άλλων. Πώς έγινε αυτό; Μόνο οι «τρόφιμοι» του βιεννέζικου Hotel Metropol, που εν τω μεταξύ είχε γίνει έδρα της Γκεστάπο, το γνώριζαν.
Αυτοί, οι ίδιοι, είναι που δημιούργησαν και έναν ήρωα, αρχικά προορισμένο να τρέχει, από φόβο, στην ασφάλεια του παπλώματός του κάθε φορά που εμφανίζονταν οι βίαιες καταιγίδες, αλλά που οι καταστάσεις τού είχαν μάθει πως το μόνο που μπορεί κάποιος να αφήσει πίσω του φεύγοντας είναι «ένα στίγμα, ένα μικρό φως στο σκοτάδι.» Αν δεν το αφήσει, είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Άλλωστε, η ατομική αντίσταση δεν έχει ανάγκη από συλλογικές αποφάσεις.
Ο Ρόμπερτ Ζέεταλερ με το «Καπνοπώλη» έγραψε ένα λογοτεχνικό έργο που διαβάζεται και ως ιστορικό αφήγημα, ένα βιβλίο περιηγητισμού στη Βιέννη της εποχής που απεμπολεί τη δημοκρατία της, με συμβολισμούς δανεισμένους από την περίοδο που ήταν η πρωτεύουσα μίας Αυτοκρατορίας, με κεντρικούς ήρωες ανθρώπους της πόλης και του χωριού, αλλά και παροικούντες ενός ονείρου που αγωνίζονται με κίβδηλα μέσα να βγουν από την εγκατάλειψη. Και στο κέντρο μία εκκλησιά, του Βίτοβ, ταυτισμένη με μία απόπειρα δολοφονίας και μία κατάρρευση!
Η γραφή του Ζέεταλερ είναι τόσο λιτή όσο απαιτούν τα μεγάλα έργα, παρασύρει τον αναγνώστη του σ’ένα ευχάριστο τέμπο ανάγνωσης έως του σημείου που μια απλή σκέψη γίνεται ολόκληρη φιλοσοφική σχολή και τότε αλλάζει άρδην το λογοτεχνικό τοπίο. Η προσπερνάς ή κάθεσαι στο πασίγνωστο ντιβάνι.
Ο «Καπνοπώλης» διαβάζεται σε χρόνο όσο ένα τσιγάρο ή ένα πούρο. Είναι θέμα επιλογής και απόλαυσης.
Robert Seethaler : Ο καπνοπώλης, Μετάφραση: Καρίνα Λάμψα- Παυλίνα Δηράνη, Ποταμός