της Ειρήνης Σταματοπούλου.
Απομακρυνόμενος φαινομενικά από τους κύριους άξονες που δομούν τα συγγραφικά του ενδιαφέροντα στα προηγούμενα βιβλία του, ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, στο νέο του μυθιστόρημα, Ίσως την επόμενη φορά, αφηγείται μια ερωτική ιστορία, που μέσα από μια σειρά συμπτώσεων, παρεξηγήσεων και παρερμηνειών οδηγείται στη ματαίωση και την αποτυχία, ιδωμένη από το πρίσμα των δύο βασικών χαρακτήρων του: του Πέτρου, συγγραφέα στο επάγγελμα, και της Βασιλικής.
Χωρίς αφορισμούς και εξιδανικεύσεις, και μέσω της τριτοπρόσωπης αφήγησης, ο Τζαμιώτης μοιάζει να επιτυγχάνει μια ισορροπία μεταξύ της έκτασης και του βάθους της διοχετευόμενης στον αναγνώστη πληροφορίας, σκηνοθετώντας την αφηγηματική του παρουσία στο μεταίχμιο της εναρμόνισης των προσωπείων του υπονοούμενου συγγραφέα, του ενδοδιηγητικού ήρωα και του επιδέξιου αποκρυπτογράφου των σημαινόντων της πλοκής. Κατ’ αυτό τον τρόπο, και με μια γλώσσα ακριβή και διεισδυτική, φωτίζει τις αδυναμίες των χαρακτήρων του και θωπεύει τις ρωγμές τους χωρίς ποτέ να τους χαρίζεται, και, στήνοντας ένα παιχνίδι απόκρυψης – αποκάλυψης, καιροφυλακτεί πίσω από τις λέξεις, ξετυλίγοντας γενναιόδωρα, υπαινικτικά αν και ωμά την ιστορία του, δίχως να γίνεται ερμητικός, δυσνόητος ή επιφυλακτικός στην αναγνωστική του διαθεσιμότητα.
Με σκηνικό την Αθήνα του σήμερα, και χωρίς να χάνει από το βλέμμα του τους δευτερεύοντες χαρακτήρες, η δράση των οποίων συνίσταται άλλωστε και σε κάποια αφετηριακά ερείσματα της πλοκής (η περιγραφή της σχέσης του Πέτρου με τον Ηλία είναι αξιοζήλευτης αληθοφάνειας και ενορατικότητας), το κέντρο βάρους της μυθοπλασίας παραμένει εκείνο της διυποκειμενικής αλληλεπίδρασης του Πέτρου με τη Βασιλική. Ο Τζαμιώτης, αλλοιώνοντας τα φτιασίδια τους και την επινοημένη γοητεία τους στο ανελέητο φως της μέρας, και εξανθρωπίζοντας τη λογοτεχνικότητα στον ειρμό του ρεαλισμού των ερωτικών σκηνών, χωρίς να αποκαθηλώνει τον έρωτα, αποκαλύπτει τους ήρωες στην αδιέξοδη ατομικότητα και ιστορικότητά τους· ως έλλογα και υπερβατικά υποκείμενα, ως αισθησιακές υπάρξεις και ερώμενα όντα, αναδεικνύοντας την πολεμική του έρωτα και τη διαλεκτική της εξουσίας καθώς και όλα τα στερεότυπα των κοινωνικών και προσωπικών ενσυνειδησιακών τους επενδύσεων.
Ο Πέτρος και η Βασιλική ελίσσονται μεταξύ των γραμμών του κειμένου, τόσο ως έμφυλες αναπαραστάσεις μιας συμπτωματολογίας της σύγχρονης πόλης, όσο και ως επιθυμούντα υποκείμενα με σάρκα και οστά, αγωνιζόμενοι για μια αλήθεια πέρα από οποιαδήποτε νοηματοδότηση, μια αλήθεια που έγκειται στην άρνηση του νοήματος, ή στην «ενσωμάτωση του διλήμματός τους μέσα στο δίλλημα του κόσμου», για να δανειστώ μια έκφραση του Στέφανου Ροζάνη,[1] και δεν είναι άλλη από την αλήθεια της σάρκας. Τη μόνη κοινωνήσιμη αλήθεια, της σάρκας του άλλου ως καθρέφτη τού εγώ και ως όχημα της επαφής μας με τον κόσμο, που διεκδικεί το απροκάλυπτο βλέμμα τού αναγνώστη, όσο και του ίδιου του γράφοντος, μέσω της υπογάστριας αφηγηματικής του φωνής.
Η σωματικότητά μας, μοιάζει να μας λέει ο Τζαμιώτης, είναι εκείνο που μας ορίζει ως έγχρονα υποκείμενα, είναι το μέσο της εσωτερίκευσης της εμπειρίας, όπως και το μόνο αντικείμενο διαπραγμάτευσης και μοιράσματος τού εαυτού με τον κόσμο.
Έτσι ο συγγραφέας, γνωρίζοντας πως δεν υπάρχει μεγαλύτερο όπλο από τη γύμνια, δεν μας παραδίδει απλώς μια ερωτική ιστορία, αλλά ένα σαγηνευτικά και υποβλητικά προβοκατόρικο κείμενο, στήνοντας τον αναγνώστη ανυπεράσπιστο μπροστά στον καθρέφτη του σώματος – του σώματος του κειμένου εν τέλει· ενός κειμένου που αναπνέει τη σκέψη από τους πόρους της σάρκας – φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με όλες τις αγκυλώσεις του νεωτερικού υποκειμένου, στο πλαίσιο ενός αναστοχασμού της κοινωνικής ύπαρξης μέσα στη σύγχρονη αστική ουτοπία. Ενός αναστοχασμού ο οποίος, χωρίς διανοητικούς ακροβατισμούς, ναρκισσιστικές προβολές και ρητορικά σχήματα, αρθρώνει επιπλέον μια αλληγορία πάνω στην έννοια του ιδανικού αναγνώστη, για να μας πει πως ο στόχος της λογοτεχνίας δεν είναι άλλος από την περιφρόνηση της γραφής· την περιφρόνηση, την εξάλειψη, την ίδια την καταστροφή της.
Ο Τζαμιώτης, επιχειρώντας να μιλήσει για τον έρωτα ως διαβρωτική και ηδονική συνθήκη, και γνωρίζοντας πως καταστατικός όρος της διέγερσης που προκαλεί η ομορφιά, κάθε είδους ομορφιά, είναι ακριβώς η προοπτική της καταστροφής της, η αναζήτηση του ρήγματος (ή της σχισμής) και η διάνοιξη του σε πληγή, αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο η επιθυμία για γνώση μετατρέπεται στο αγωνιώδες διακύβευμα και στη διακινδύνευση της ταυτότητας του υποκειμένου μέσω των μεταμορφώσεων και μετατοπίσεων της λαγνείας, και αναδεικνύεται, παραπέμποντας στον Λούκατς, σε έναν μεστό χειροτέχνη της γραφής.
Αναφερόμενος στην «επιδεξιότητα του χειροτέχνη», ο Γκέοργκ Λούκατς επισημαίνει: «Κανείς δε διακρίνει σαφέστερα απ’ αυτόν την απόσταση ανάμεσα σε ό,τι είναι τέλειο και στο άριστο, που είναι ο ίδιος προορισμένος να δημιουργήσει. Αλλά η συνείδηση αυτής της απόστασης ζει μέσα του με μια δύναμη τόσο άμεση κι εξισορροπημένη, ώστε στην πράξη να μην παίζει τελικά κανένα ρόλο. Έχει κανείς την εντύπωση ότι πρόκειται για κάτι που διατυπώθηκε μια για πάντα, κι αποτελεί έκτοτε τη σιωπηρή προϋπόθεση για ό,τι μέλλει να ειπωθεί».[2] «Ίσως την επόμενη φορά» που λέει και ο Τζαμιώτης· σε ένα κείμενο που ενσωματώνει ενδοδιηγητικά αυτή την απόσταση από τις πρώτες κιόλας φράσεις: «Από τη δυσάρεστη αίσθηση πως είναι κανείς μονίμως σε λάθος μέρος έως την ακόρεστη επιθυμία να βρίσκεται ταυτόχρονα παντού και πουθενά μεσολαβεί ακριβώς μια συνηθισμένη ζωή». Η ζωή του Πέτρου εν προκειμένω, αλλά και η ζωή του ίδιου του λογοτεχνικού κειμένου· που μέσω της ατέρμονης αντιμετάθεσης των αφηγηματικών προσωπείων τελειώνει ως εξής: «Αν ήμουν στη θέση του Πέτρου, αυτή η γυναίκα που τον πλησιάζει θα ήθελα να είναι η Βασιλική. Ο Πέτρος όμως σκέφτεται διαφορετικά».
«Ο απολαυστικός συγγραφέας», διαπιστώνει ο Μπαρτ, «παραιτούμενος από την ηδονή, έχει το δικαίωμα και τη δυνατότητα να την πει: το γραφτό είναι η απόλαυσή του· είναι η ψύχωσή του, όπως συμβαίνει με όλους όσους αγαπούν τη γλώσσα».[3]
info: Κωνσταντίνου Τζαμιώτη, «Ίσως την επόμενη φορά», εκδ. Μεταίχμιο
[1] Στέφανος Ροζάνης, Το κείμενο και ο σωσίας του, Αθήνα: Ψυχογιός, 2003, σελ. 25.
[2] Γκέοργκ Λούκατς, Η ψυχή και οι μορφές, μτφρ. Αντώνης Οικονόμου, Αθήνα: Θεμέλιο, 1986, σελ. 143.
[3] Ρολάν Μπαρτ, Η απόλαυση του κειμένου, μτφρ. Φούλα Χατζιδάκη, Γιάννης Κρητικός, Αθήνα: εκδ. Ράππα, 1995, σελ. 37.