Ο καθηγητής (διήγημα της Αθηνάς Βογιατζόγλου)

0
1908

 

           Αθηνά Βογιατζόγλου (*)                

 

‘Ηταν ο μόνος άνθρωπος που κατάφερε να με κάνει να συγκινηθώ με αρχαιοελληνικούς στίχους: «τυφλός τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματ’ ει»· ο τρόπος που ανέλυσε το σχετικό χωρίο του Οιδίποδα στο μάθημα ειδίκευσης της τρίτης Λυκείου ήταν υποδειγματικός. Κατά τα άλλα ποτέ μου δεν αγάπησα τα αρχαία. Δεν είχα μυαλό παρά μόνο για τη νεότερη ποίηση. Αλλά κι εκεί τα κατάφερνε καλά. Έγραφε όμορφους στίχους, που μου έδωσε μια μέρα στο διάλειμμα, αντιγραμμένους για μένα σ’ ένα αυτοσχέδιο τετράδιο. Καλλιγραφικά γράμματα, συμβολική και διανοητική πυκνότητα, τολμηρός ερωτισμός· δεν μπορούσα, στα δεκαεφτά και κάτι μου, παρά να εντυπωσιαστώ. Εγώ τότε έγραφα ποιήματα όπως:

 

Σ’ αγαπώ σα μνημείο πελεκημένο

απ’ του προγόνου τη φαντασία.

Σα μια γαλέρα παρμένη απ’ τους πειρατές.

Σαν όνειρο που λυώνει στη φωτιά της λογικής

 

κι εκείνος όπως:

 

Πρέπει να σε αποτεφρώσω

σε κλιβάνους σιωπής

για να πάψεις να είσαι

ζώσα συνείδηση

μέχρι μυελού των οστέων μου·

εσύ που επαληθεύεσαι

στους λαβύρινθους του υποσυνείδητου

σα χλόη υπέρπουσα

και ζητώντας εκδίκηση.

 

Η διαφορά μας φάνταζε καταλυτική, αγεφύρωτη.

Με ενοχλούσε που οι συμμαθήτριές μου δεν εκτιμούσαν αρκετά τον διδακτικό ζήλο του. Τον κορόιδευαν για την αφηρημάδα του, για τo ελαφρύ σύρσιμο του δεξιού ποδιού του, για το ψεύδισμά του, για τον τρόπο με τον οποίο κάλυπτε τη φαλάκρα του με μια ισχνή τούφα μαλλιών. Για μένα όλα αυτά συνέτειναν στην ευθραυστότητα του, εγγυούνταν την αυθεντικότητα της διδασκαλίας του, της ύπαρξής του. Ήταν ο τρωτός μου ήρωας. Όταν οι φίλες μου κατάλαβαν την αδυναμία που του έτρεφα άρχισαν το δούλεμα. Δεν θα έλεγα ότι με πείραζε, μάλλον μου άρεσε γιατί ένιωθα ξεχωριστή, ήμουν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να καταλάβει την αξία ενός ιδιάζουσας σύστασης πολύτιμου μετάλλου.

Από την αρχή σχεδόν της χρονιάς είχαμε αρχίσει να ανταλλάσσουμε χαμόγελα όλο σημασία όποτε διασταυρωνόμασταν στις σκάλες ή στους διαδρόμους του σχολείου. Ήταν Ιανουάριος, νομίζω, όταν μου πρότεινε να βρεθούμε ένα απόγευμα για να μου αναλύσει τα ποιήματά του και γενικά για να τα πούμε – του είχα πει ότι γράφω κι εγώ. Το ραντεβού κανονίστηκε σε παρακείμενο σιδηροδρομικό σταθμό. Ήμουν κολακευμένη, περίεργη και αναστατωμένη. Δεν είχα καταλάβει ακριβώς πώς τον έβλεπα ή πώς με έβλεπε, δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω από τι συστατικά αποτελούταν ο θαυμασμός μου γι’ αυτόν. Τον βρήκα να με περιμένει στο αυτοκίνητό του, που ήταν παλιό και αφρόντιστο. Άρχισε να οδηγεί αφηρημένα όπως ζούσε, έκανε συνεχώς λάθη και φρέναρε απότομα. Φορούσε μια κολώνια που δεν μου άρεσε. Φαντάστηκα ότι θα πάμε κάπου για καφέ, αλλά μου πρότεινε μια βόλτα στην Πεντέλη για να δούμε τη φύση. Παραξενεύτηκα αλλά φυσικά συγκατένευσα. Ανεβαίναμε και ανεβαίναμε χωρίς τελειωμό, ώσπου φτάσαμε σε ένα πλάτωμα και σταμάτησε. Είχε πάρει να νυχτώνει. Γύρισε και με κοίταξε με ένα απερίφραστα ερωτικό βλέμμα και ακούμπησε απαλά το χέρι του στο γόνατό μου. Άρχισα να τρέμω και με ρώτησε αν φοβάμαι. Όχι, του είπα, δεν φοβόμουν, απλώς αισθανόμουν παράξενα. Με φίλησε τότε στο στόμα και γρήγορα αφέθηκα στην αγκαλιά του με κάτι από την πειθήνια ενδοτικότητα μιας καλής μαθήτριας. Μετά μιλήσαμε για πολλή ώρα μέσα στο σκοτάδι. Για καφέ δεν πήγαμε, κατάφερε όμως με τις κουβέντες του να με κάνει να ξεχαστώ. Η φωνή του ήταν χαμηλή κι έβαζε την παλάμη κυρτή κοντά στο στόμα του όταν μιλούσε, λες κι ήταν κάποιος εκεί κοντά και δεν έπρεπε να τον ακούσει· σκέφτηκα ότι θα ήταν κι αυτό μια από τις ιδιορρυθμίες του και το συνήθισα γρήγορα.

Συναντίομασταν, τους επόμενους μήνες, πάντα στο ίδιο σημείο και στην αρχή ακολουθούσαμε το ίδιο δρομολόγιο, ανεβαίναμε στο ίδιο βουνό. Μου απήγγελλε ώρα πολλή ποιήματα του Ελύτη αλλά και δικά του, μου τα μαγνητοφώνησε μάλιστα και σε μια κασέτα – παίζει ακόμη, αλλά αλλοιωμένα, η φωνή του λες και αναδύεται από το υπερπέραν. Μου χάρισε και μελοποιήσεις ποιημάτων από τον Χατζιδάκη, τον Θεοδωράκη και άλλους, ήταν πρωτόγνωρα για μένα όλα αυτά, στο σπίτι μου κανείς δεν διάβαζε ποίηση ούτε ακούγαμε έντεχνη μουσική, με την παρέα μου χορεύαμε μόνο ροκ. Μου τραγουδούσε κιόλας. Ήταν διαποτισμένος από τον Ελύτη, μου έδωσε και την ποιητική αυτοανθολογία του από τις εκδόσεις Άκμων κι έβαλε ανάμεσα στις σελίδες λουλούδια, που με τον καιρό ξεράθηκαν κι έγιναν αναπόσπαστο μέρος του βιβλίου, ταίριαζαν πολύ με τα κολάζ και τα ποιήματα. Ήταν ο πιο φυσιολάτρης εραστής που είχα ποτέ. Την άνοιξη βγαίναμε μερικές φορές νωρίς το απόγευμα και μ’ έβαζε να κυκλοφορώ γυμνή ανάμεσα στα δέντρα του δάσους, μια μέρα βρήκαμε και μια πηγή και μου είπε ότι ήμουν χάρμα οφθαλμών όταν έσκυψα να πιω νερό. Ήμουν η Αμαδρυάδα του. Εγώ πάλι προτιμούσα να βλέπω τον εαυτό μου ως μούσα του, ήταν κολακευτικό. Είχε δυο μακροχρόνιες εξωσυζυγικές σχέσεις πριν από μένα. Την πρώτη ερωμένη του την ονόμαζε ήλιο, γιατί ήταν θερμή και δοτική, τη δεύτερη φεγγάρι γιατί ήταν πιο ποιητική και εσωστρεφής, εγώ ήμουν, λέει, ήλιος και φεγγάρι μαζί γι’ αυτόν, μια αρμονία κοσμική που ήρθε στη ζωή του σαν δώρο.

Κάναμε έρωτα στο αυτοκίνητο, στο πίσω κάθισμα. Στη συνέχεια άρχισε να φέρνει κουβέρτες και τις στρώναμε στις πευκοβελόνες, δεν ήταν πολύ αναπαυτικά αλλά του άρεσε, εγώ έτσι κι αλλιώς συμφωνούσα σε όλα, καθότι ήμουν, όπως είπαμε, η  μούσα, και ούτως ή άλλως ηδονή δεν ένιωθα, έβλεπα μόνο ότι ο άνθρωπος αυτός ζούσε μαζί μου – αν και κατ’ουσίαν χωριστά μου – κάτι που έμοιαζε όμορφο και σημαντικό. Μια μέρα εκεί που κάναμε έρωτα το αμάξι άρχισε να ταρακουνιέται· δεν ήταν σεισμός, ένας ηδονοβλεψίας μάς έβλεπε μέσα από το τζάμι. Αυτή ήταν η τελευταία πράξη του υπαίθριου έρωτά μας· συνεχίσαμε στα παράνομα ξενοδοχεία της εθνικής οδού. Ήταν σίγουρα βολικότερα, αλλά τελείως εκτός του λυρικού πλαισίου της σχέσης μας. Μέσα από τους λεπτούς μεσότοιχους ακουγόταν κραυγές ηδονής που μου έκαναν τρομερή εντύπωση· πώς κάνουν έτσι αυτοί οι άνθρωποι; σκεφτόμουν. Τα ταβάνια είχαν μεγάλους καθρέφτες, τα κρεβάτια ήταν στρογγυλά, με κατακόκκινα κλινοσκεπάσματα. Ένιωθα ότι ήμουν πρωταγωνίστρια σε μια παράσταση χωρίς να έχω διαβάσει το σενάριο. Περιοριζόμουν λοιπόν στο βουβό ρόλο της ερωμένης που χαϊδεύει τον εραστή της και ακολουθεί πρόθυμα τις ορέξεις του· φυσιολογικές ήταν άλλωστε, απλώς ποτέ δεν καταλάβαινα τι πάθαινε όταν ερχόταν σε οργασμό, έμοιαζε μυστηριώδης στα μάτια μου η μεταρσίωσή του. Το πώς, δηλαδή, αυτός ο εγκεφαλικός άνθρωπος γινόταν για λίγο άλλος. Υποδυόμουν τη θερμή γυναίκα για να είμαι μούσα ολοκληρωμένη, αλλά κάτι είχε καταλάβει, φυσικά. Μου δάνειζε βιβλία του αγαπημένου του Βίλχελμ Ράιχ μπας και με ξεμπλοκάρει. Τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η βιοηλεκτρική θεωρία του για τη σεξουαλικότητα και το άγχος και μου εξηγούσε ότι η «μυική θωράκιση» είναι μια «βιοπαθητική κατάσταση ισορροπίας», προκειμένου να αποφύγει κανείς τόσο το άγχος της συστολής όσο και την ηδονή «της διαστολής και της οργαστικής σύσπασης», κάπως έτσι. Φαίνεται ότι εγώ είχα μπόλικη από αυτή τη θωράκιση του Ράιχ, γιατί φυλαγόμουν πολύ αποτελεσματικά από την ηδονή.

Για χάρη του, πάντως, κατέστρεψα την ευκαιρία να ξεσκάσω στην πενταήμερη εκδρομή, που την περιμέναμε όλα τα χρόνια του σχολείου, τότε δεν πήγαιναν κάθε χρόνο εκδρομή οι μαθητές όπως τώρα. Στη Ρόδο δεν ήπια, δεν χόρεψα, δεν κάπνισα, δεν ξενύχτησα, κι επιπλέον μάλωνα τις φίλες μου που παρεκτρέπονταν. Ήμουν πιστή στον ποιητή μου. Εξάλλου δεν τον θαύμαζα μόνο, τον λυπόμουν και λίγο. Ήταν, όπως συχνά μου έλεγε, θύμα ενός αταίριαστου γάμου – όχι ότι δεν έφταιγε, πήγε και διάλεξε τη γυναίκα του από φωτογραφία γιατί του θύμιζε, λέει, την Παναγία. Η Παναγία αποδείχτηκε ακαλλιέργητη και χωρίς καμία ευαισθησία, έκανε παράνομη σχέση με ένα χασάπη και πήγαινε σ’ ένα μάγο για να εξοντώσει τον σύζυγό της, είχε βρει σχετικές επιστολές της σε ένα συρτάρι κι ένα κουκλάκι βουντού στη φρουτιέρα τους με μια καρφίτσα στο κεφάλι, ανατριχιαστικά πράγματα…

Όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο του είπα να χωρίσουμε, ένιωθα ότι ο κύκλος αυτός είχε κλείσει, ήθελα να φύγω για την επαρχία χωρίς δεσμεύσεις. Διαμαρτυρήθηκε έντονα, μου είπε ότι κάνω μεγάλο λάθος, αλλά δεν πτοήθηκε. Άρχισε να μου στέλνει τεράστιες επιστολές στον τόπο των σπουδών μου, όπου με ήλεγχε για την επιπολαιότητα, τις αντιφάσεις μου και τα συναφή, και παράλληλα προσπαθούσε να εκμαιεύσει υποσχέσεις συνέχισης εκείνου που είχαμε αφήσει ημιτελές. Όποτε έβλεπα δικό του φάκελο στο ταχυδρομικό κουτί μ’ έπιανε πανικός. Άντε πάλι διυλήσεις του κόνωπα, αιτιάσεις, εντοπισμός ανακριβειών στις δικές μου επιστολές, ώρες μου έπαιρνε να του απαντήσω κάθε φορά· αντί να ικανοποιηθεί, τα ερωτήματα και οι παρατηρήσεις πολλαπλασιάζονταν, τα γράμματα γινόταν όλο και πιο πολυσέλιδα, οι φάκελοι έρχονταν φουσκωμένοι, έτοιμοι να εκραγούν στα χέρια μου, γεμάτοι αποφθέγματα από τους προσωκρατικούς μέχρι τον Αριστοτέλη και από τον Κούντερα μέχρι τον Μαρκήσιο ντε Σαντ. Ακόμη και υποσημειώσεις έβαζε, και γλωσσάρι για τις αρχαίες λέξεις. Δυο ολόκληρα χρόνια μετά τον χωρισμό μας συνέχιζε με ζέση να στοχάζεται πάνω στο τι συνέβη με τη σχέση μας. Γράφει μεταξύ άλλων σε μια δεκαπεντασέλιδη επιστολή του:

 

«Καιρός τοις πάσιν», λεγανε οι αρχαίοι μας -«πάντα γαρ καιρώ καλά», λέει και ο Κρέοντας στον φορτωμένο γνώση, υποτίθεται, Οιδίποδα. Έτσι κι εγώ τώρα, απ’ τη μια αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σ’ έναν «καιρό γνώσης» κι απ’ την άλλη αναρωτιέμαι αν η γνώση αυτή μ’ έκανε πιο ικανό να διακρίνω τον «καιρό». […] Έχω στο νου μου τη λέξη «καιρός» εδώ με δυο σημασίες: η μια αυτής του χρόνου, που σαν Κρόνος κατατρώγει τα πάντα («Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος», Ελύτης)· και η άλλη «καιρός»=περίσταση, εποχή («κάθε πράγμα στον καιρό του» κλπ.). Επιχειρώ, λοιπόν, να εξετάσω κατά πόσο ο «καιρός» και με τη μία και με την άλλη σημασία έχει αφήσει σα γλύπτης τα ίχνη του στη σχέση μας. Νομίζω ότι πρέπει να υπάρχει μια δύναμη αντιρρόπησης στη φθορά που επιφέρει ο Χρόνος στην περίπτωσή μας, μια αντιρρόπηση κάθε φορά ανανεούμενη, που επιβεβαιώνει την αίσθηση ότι δεν έχουμε τελειώσει όλα όσα θα είχαμε να πούμε. […] Στο διπολικό σχήμα Καιρός-Έρως, όπου από μόνοι τους οι δυο πόλοι ορίζουν ένα πεδίο ανταγωνιστικό, ποιος απ’ τους δυο πόλους ανταγωνίστηκε επικρατέστερα τον έτερο; Ο καιρός τον έρωτα ή ο έρωτας τον καιρό; (Μιλώντας εδώ για τον έρωτα τον εννοούμε στη στενή αλλά και στην ευρεία σημασία του, στην οποία υπάγεται και ο λεγόμενος παιδαγωγικός έρωτας). Δύσκολο και περίπλοκο, όπως αντιλαμβάνεσαι, το ερώτημα. Θα βάλω πάνω απ’ τη φλόγα του αναλυτικού πάθους μου της «συλλογής» μου, κι ό, τι μπορεί ας επιζήσει· θέλει επιζήσει η «ποίηση» ας επιζήσει, θέλει η φιλοσοφία, ας επιζήσει η φιλοσοφία. Πάντα ερίζανε αυτές οι δύο εξάλλου, όπως λέει ο Πλάτων.

Στο τέλος των επιστολών του πότε κέρδιζε η φιλοσοφία, πότε η ποίηση. Πάντα, όμως, χαμένη έβγαινα εγώ. Ούτε θυμάμαι τι απαντούσα σε όλα αυτά. Κράτησα  όμως δυο μικρά σαρκαστικά και αυτοσαρκαστικά πεζά που έγραψα τότε γι’ αυτή την ψυχοφθόρα ιστορία:

 

Στα δεκαεφτά μου έγινα η αγγελική μαθήτρια με τον φιόγκο ενός φιλήσυχου καθηγητή κι αφέθηκα στις πλατωνικές ακροβασίες και τις λεξιλαγνικές του ορμές. Γέννησε μέσα μου κάμποσα κομψοτεχνήματα, όπως μου είπε. Του παραχώρησα το μύθο του συλλογιζόμενη κυρίως τις αϋπνίες του. Μου έγραψε άπειρα ποιήματα, των οποίων τις εκτάσεις καλλιεργημένης ευαισθησίας ποτέ μου δεν κατάφερα στ’ αλήθεια να διασχίσω. Η γεύση του θαύματος και η δυσάρεστη αίσθηση του πονηρεμένου πιστού με κυνηγούν ακόμα. Το κακό είναι ότι μόλις πατήσω τα τριάντα θα στραφώ στις τρυφερές ηλικίες. Αφόρητα γερασμένη, θα θέλγομαι από τους αλογίσιους νεανικούς λαιμούς και τα φώτα έξω από τα φλιπεράκια. Κι ίσως τότε εκπέσω κι εγώ, με τη σειρά μου, σε φιλόδοξη ψυχοπαιδαγωγό.

Η προφητεία μου δεν επαληθεύτηκε, καθώς ακόμα και σήμερα, με κάμποσες δεκαετίες στη ράχη μου, δεν έχω αλλάξει και πολύ στα ερωτικά μου γούστα. Το δεύτερο κείμενο είναι λίγο πιο υποδόρια σκληρό, έβγαλα φαίνεται το άχτι μου για την ταλαιπωρία στην οποία είχα οικειοθελώς υποβάλει τον εαυτό μου:

Μύριζα αφηρημένα τις τρυπωμένες στο σκοτάδι λεμονιές όση ώρα ο καθηγητής θαυμαζε τις ραχοκοκκαλιές των φύλλων τους – οι γυμνασμένες αισθήσεις του τού χάριζαν το φώσφορο της γάτας. Τα φασκιωμένα με πάχνη λεμόνια και τα ζευγαράκια που διέσχιζαν τον κεντρικό μ’ έκαναν ευάλωτη σε ποιητικές κινήσεις. Ήξερα προκαταβολικά, πάντως, πως το αποχαιρετιστήριο φιλί μας θα γινόταν  αντικείμενο εξαντλητικής ανάλυσης στο επόμενο γράμμα του· τελεολογικά σχήματα θα ζητούσαν γρήγορα τη συμπλήρωσή τους. Ούτε και ξέχασα πως ο χρόνος ακολουθεί μια γραμμική διαδοχή, και συνεπώς τελετουργίες όπως εκείνη μέσα στο εσπεριδοειδές σκοτάδι δεν κατατάσσονται αυτοστιγμεί στην αιωνιότητα. Γύρισα σπίτι πατώντας με προσοχή σε μια σειρά από πλάκες του πεζοδρομίου. Με την ίδια ευθύγραμμη χάρη πήρα την πτήση της επομένης για τον τόπο της Σχολής μου. Το γράμμα του έφτασε σήμερα το πρωί.

Τα μικρά πεζά μου, λίαν επιτηδευμένα, δίνουν το μέτρο της απόστασης που πλέον μας χώριζε. Ο ιλιγγιώδης αρχικός θαυμασμός μου είχε δώσει τη θέση του, μετά από δυο χρόνια σπουδών στο πανεπιστήμιο, στη συγκατάβαση, τον οίκτο και μερικές φορές την αγανάκτηση. Σιγά-σιγά το πήρε απόφαση πως δε θα κατάφερνε τίποτα ούτε δι’ αλληλογραφίας ούτε δια ζώσης, οπότε βλεπόμασταν πλέον φιλικά για καφέ στις διακοπές μου. Με έθλιβαν όλο και περισσότερο οι συναντήσεις μας, όχι μόνο γιατί μου θύμιζαν την αμηχανία, την απροσδιοριστία που βίωσα στην ερωτική σχέση μας, αλλά και γιατί τον ένιωθα να κλείνεται κάθε μέρα και περισσότερο στον μικρόκοσμό του, να αναδύει μια μιζέρια που μετατρεπόταν σε φουκαροσύνη. Κάτι είχε αρχίσει να μην πηγαίνει καλά, αλλά το κατάλαβα κατόπιν εορτής. Μιλούσε όλο και πιο ψιθυριστά, τόσο που σχεδόν δεν ακουγόταν, η παλάμη καπάκωνε σχεδόν το στόμα του, έψαχνε για τα πιο απομονωμένα τραπέζια της καφετέριας. Μου εκμυστηρεύτηκε ότι ο γονείς ορισμένων μαθητών του είχαν βάλει κοριό στο τηλέφωνό του, έπρεπε να προσέχει πολύ. Και στο τηλέφωνο μιλούσε σιγανά, δυσκολευόμασταν να συνεννοηθούμε. Οι συναντήσεις μας αραίωσαν, για λίγο χαθήκαμε, ώσπου πληροφορήθηκα με φρίκη ότι έπαθε κρίση συνδρόμου καταδίωξης και μπήκε στο Δαφνί, όπου αυτοκτόνησε… Κλονίστηκα. Όταν ηρέμησα κατάλαβα ότι ήταν άρρωστος από καιρό· οι μάγοι και οι κουκλες βουντού, και ο χασάπης εραστής ακόμη, θα πρέπει να ήταν προϊόντα της φαντασίας του.

Ακολούθησαν και άλλοι καθηγητές και μεταφραστές και ποιητές και φιλόσοφοι, ή και απλώς θυμόσοφοι, στη ζωή μου. Κανείς δεν είχε την πρωτοτυπία εκείνου αλλά όλοι είχαν μιαν απόκλιση από την πραγματικότητα, ακόμη και ο μελαγχολικός μαραγκός μου, που δεν είχε ιδέα από τέχνη και πέθανε από καρκίνο λίγα χρόνια αργότερα. Κανέναν δεν άφησα να διασαλεύσει την κατά Ράιχ «βιοπαθητική κατάσταση» της ισορροπίας μου, σε αρκετούς όμως ενέπνευσα λογοτεχνικά κείμενα και σε όλους χάρισα αφειδώς την ηδονή. Ένα από τα ποιήματα του ημερολογίου μου στα είκοσι τόσα μου, πάντως, δείχνει ότι δεν ήταν τελείως ανώδυνο όλο αυτό:

 

Φίδι νωπό κυλάει ο χρόνος

πάνω μου,

με την κατάρα του σαλιγκαριού

και την ευλυγισία ανθρώπου

που αυνανίζεται.

Μαύρο

Μαύρο

Γράφοντας με σάλιο

τις διαδρομές της παιδικής μου

φρίκης.

 

Έτσι παραπονιόμουν με το δέρμα

στο μισοσκόταδο του κρεβατιού.

Στριμωγμένη στου μυαλού σου τα εμπειρίκια

πλήθη [εδώ επιχειρώ μια ατυχή διακειμενική σύνδεση με την «Οδό των Φιλελλήνων» του Εμπειρίκου]

δεν έβρισκα ανακούφιση στα χάδια.

Όταν τελείωνες,

μες στην απόλυτη σιωπή,

έπαιρνα τη σκηνοθεσία στα χέρια μου.

Σ’ έβλεπα να γράφεις

όσα νόμιζες πως έζησες.

Μια στάλα περηφάνειας δρόσιζε

το αιδοίο μου.

Ήμουν η αφορμή

των ψευδαισθήσεων που γεννάνε τους μεγάλους

στίχους.

 

Αρκετοί από τους εραστές μου είναι πλέον νεκροί· ένα από τα τιμήματα, κι αυτό, της επιλογής αντρών με μεγάλη διαφορά ηλικίας. Τους σκεπάζει όλους, νεκρούς και ζωντανούς, ένα ανάλαφρο νέφος και τους νιώθω να συνυπάρχουν σε μια περίεργη ισοπολιτεία, όπου ο έρωτας ρέει σε υπόγειες υδρορροές, καλυμμένος από πολλαπλές ψυχικές, πολιτισμικές και άλλες επιστρωματώσεις. Στον βωμό τους θυσίασα αρκετούς νέους, ωραίους και ευαίσθητους άντρες. Έζησα την ερωτική ζωή μου από την ανάποδη, ή μάλλον αρνήθηκα να τη ζήσω. Το πώς κατέληξα στο λιμανάκι της αγκαλιάς του συζύγου μου, που στην αρχή τον απέρριπτα γιατί ήταν μόνο οχτώ χρόνια μεγαλύτερός μου -μια αντεστραμμένη αιωνιότητα, όπως μου υπογράμμιζε εκείνος-, είναι ένα από τα μυστήρια που δεν ήρθε η ώρα ακόμη να αποκαλύψω.

 

(*) Η Αθηνά Βογιατζόγλου ετοιμάζει συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Παράταιροι έρωτες». Το βιβλίο της Ποίηση και πολεμική. Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα (εκδόσεις Κίχλη) πήρε το βραβείο δοκιμίου του Αναγνώστη το 2016.

 

 

Προηγούμενο άρθροΣήμερα 19 συγγραφείς στον Ευριπίδη για το Ανθολόγιο, έκθεση φωτογραφίας, ποτό, μουσική
Επόμενο άρθροΛέσχες ανάγνωσης – συμπεράσματα μιας συζήτησης (της Βενετίας Αποστολίδου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ