Ο κήπος με τις μηλιές (δύο διηγήματα της Γεωργίας Συλλαίου)

0
987
3-M19-A6 Macke, August 1887-1914. "Landschaft mit drei Maedchen" (Abend- landschaft mit drei Maedchen), um 1911. Oel auf Pappe, 55 x 63,5 cm. Inv.Nr. G 684 Wuppertal, Von der Heydt-Museum.

της Γεωργίας Συλλαίου

 

Ο κήπος με τις μηλιές

«Θα ήθελα ένα μήλο. Ένα αχλαδόμηλο».  Αυτή ήταν η απάντησή της όταν τής ανακοινώθηκε το αναπόφευκτο. Δεν ήταν η αναμενόμενη για την προϊσταμένη, η οποία ανασήκωσε τα φρύδια απορημένη. Περίμενε διαμαρτυρίες, κλαψουρίσματα, κάποιες ερωτήσεις διευκρινιστικές τουλάχιστον. Όλοι κάπως έτσι αντιδρούσαν όταν έπαιρναν στο χέρι το χαρτί που ανακοίνωνε τη μετάθεσή τους σε κάποιο άλλο πόστο, σε ένα από τα αμέτρητα γραφεία της κρατικής υπηρεσίας στην οποία εργάζονταν, άλλοι πλήρες, άλλοι μειωμένο ωράριο. Φυσικά δεν υπήρχε περίπτωση να αλλάξει υπέρ τους η απόφαση, κανένας τους εκεί μέσα δεν θα εργαζόταν σ’ αυτή την υπηρεσία αν υπήρχε κάποια έστω και αμυδρά καλύτερη προοπτική γι’ αυτόν. Όλοι οι εργαζόμενοι στην ΚΟΕΠ είχαν χαρακτηριστεί «ανεπιθύμητοι», το έγραφε υπογραμμισμένο αυτό το «ανεπιθύμητος» σαν ένα ντροπιαστικό στίγμα, στο χαρτί που προσκόμιζαν κάθε φορά στο νέο τους πόστο, πάντοτε προσωρινοί, διεκπεραιώνοντας ακατανόητα έγγραφα και δυσνόητες αναφορές προς αγνώστους, περιμένοντας τη μετάθεσή τους κάθε χρόνο σε ένα πανομοιότυπο γραφείο, σε μια παρόμοια πόλη.

Η Ρωξάνη κοίταξε για λίγο τη βαριά πλάτη της προϊσταμένης να απομακρύνεται και στράφηκε πάλι στον υπολογιστή της. Τελείωσε εύκολα τη δουλειά της χωρίς να της αποσπάσει την προσοχή  καμμία άλλη σκέψη. Όταν οι συνάδελφοί της σηκώθηκαν για τη μεσημεριανή διακοπή και όδευσαν προς το κυλικείο, αυτή έσπρωξε λίγο πίσω την καρέκλα και έβγαλε από την τσάντα της ένα τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο σάντουιτς και ένα μπουκαλάκι νερό.

Μασουλώντας αφηρημένα θυμήθηκε την Κίττυ, μια συμμαθήτριά της από το δημοτικό σχολείο. Οι συνειρμοί της είχαν αξιοσημείωτη αυτονομία αυτή τη μέρα. Τίναξε τα ψίχουλα από τα χέρια της και έψαξε στο βάθος ενός από τα πολλά συρτάρια του γραφείου της από όπου ανέσυρε ένα πακετάκι. Το ξετύλιξε και κράτησε μετά από πολύ καιρό ένα από τα  δώρα της Κίττυ. Το κορίτσι αυτό τής έκανε πολλά δωράκια εκείνη τη μακρινή χρονιά. Το καλύτερο ήταν αυτό και τής το είχε χαρίσει στα γενέθλιά της: ένα μεγάλο σημειωματάριο επενδυμένο με βελούδο και με ανάγλυφα σχέδια που έκλεινε με μικρή κλειδαριά στο πλάι. Το ξεκλείδωσε και ξεφύλλισε τις άγραφες φίνες σελίδες. Το άφησε μπροστά της, πήρε ένα μολύβι και σχεδίασε ένα μεγάλο μήλο, μετά  πήρε μαρκαδόρους και το χρωμάτισε χρυσοκόκκινο.

Ήταν τη μέρα που έκαναν στο σχολείο τη βατσίνα. Τα αγόρια ήταν γδυτά από τη μέση και πάνω, τα κορίτσια ήταν με το φανελάκι. Στέκονταν στη σειρά στην αίθουσα που μύριζε οινόπνευμα και απολυμαντικό και προχωρούσαν προς το γιατρό και τη νοσοκόμα συνοφρυωμένα, μόλις ο προηγούμενος μαθητής παραχωρούσε τη θέση του στον επόμενο και πήγαινε στην άκρη κοιτώντας το μπράτσο του. Μερικοί το μύριζαν. Η Ρωξάνη φορούσε ένα κοντομάνικο φανελάκι με πράσινες βούλες. Ούτε που ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα όταν ένιωσε το κάψιμο, αλλά ένιωσε ζάλη και πήγε να καθήσει σ’ ένα θρανίο με το μανικάκι ανεβασμένο πάνω από τον ώμο. Η Κίττυ ήρθε δίπλα της αμέσως «κατέβασέ το», της είπε «δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι. Και σήμερα είναι τα γενέθλιά σου. Λοιπόν θα κάνουμε πάρτυ στο σπίτι μου, ορίστε, τώρα το αποφάσισα, πολύ μας ταλαιπώρησαν σήμερα». Και έτσι ακριβώς έγινε, και της χάρισε την ίδια μέρα το σημειωματάριο.

Η Ρωξάνη έκανε λίγες διορθώσεις στο μήλο και γύρισε σελίδα για να αρχίσει ένα κλαδί. Το σχεδίασε προσεκτικά, επέμεινε στα νεύρα των φύλλων, τα έβαψε με γκρίζο και πράσινο χρώμα. Μετά γύρισε κι άλλη σελίδα και σχεδίασε ένα ολόκληρο δέντρο, ακόμη μία, έκανε δύο μήλα και μετά θεώρησε ότι είχε εργαστεί αρκετά για πρώτη μέρα.

Την επομένη ήρθε ξανά η προϊσταμένη. «Νομίζω ότι δεν έχετε συναίσθηση της πραγματικότητας» είπε στη Ρωξάνη, «σε μία εβδομάδα φεύγετε. Δεν έχετε τίποτε να πείτε; Τίποτε να ρωτήσετε;» Η Ρωξάνη κούνησε το κεφάλι και συνέχισε τη δουλειά της. Η μέρα προχωρούσε αργά, οι ομιλίες των συναδέλφων έφταναν συγκεχυμένες στ’ αυτιά της, μερικοί φώναζαν οργισμένοι, άλλοι κλαψούριζαν. Η αναστάτωση της μετάθεσης ήταν πάντοτε μεγάλη, έπρεπε να διεκπεραιωθούν πολλά μέσα σε λίγο χρόνο, τους το έλεγαν πάντα λίγες μέρες πριν το τετελεσμένο. Μερικοί δεν πήγαιναν ούτε για μεσημεριανό, χλωμοί και περιδεείς είχαν στηλωθεί μπροστά στις οθόνες των υπολογιστών.

Η Ρωξάνη σχεδίασε κι άλλα δέντρα. Οι σελίδες είχαν φτάσει σχεδόν στη μέση. Καθώς σχεδίαζε ένα τοιχάκι μεταξύ των άτακτων δενδροσειρών, είδε ένα χρυσοκάνθαρο να περπατά διστακτικά πάνω στη σελίδα. Τον έσπρωξε προσεκτικά με το δάχτυλο στην άκρη και συνέχισε τη δουλειά της.

Τη μέρα της βατσίνας και των γενεθλίων της είχε φορέσει το καλύτερό της φόρεμα. Ένα πράσινο βελούδινο με δαντελένιο γιακά. Όταν πήγε στο πάρτυ τα έχασε. Τα κοριτσάκια ήταν ντυμένα με απογευματινά φορέματα, με σορτσάκια, φορούσαν ανάλαφρα πέδιλα. Το πάρτυ γινόταν στον κήπο και ήταν απόγευμα. Η Κίττυ ήταν κοσμοπολίτισσα, είχε οργανώσει ένα πικνίκ στο μεγάλο τους κήπο, με πάγκο όπου υπήρχε σπιτική λεμονάδα και διάφορα εξωτικά γλυκίσματα και φρούτα. Είχε κρεμάσει και φαναράκια στα κλαδιά των δέντρων για να τα ανάψουν όταν θα σουρούπωνε. Η Ρωξάνη ήξερε από φυτά και αναγνώρισε τα δέντρα. Ήταν μηλιές και είχαν μικρούς πρώιμους καρπούς. Δεν ήξερε όμως από απογευματινά πικνίκ και ήρθε με τα βελούδα. Η Κίττυ την πήγε στο δωμάτιό της και την έντυσε με ένα κοντό λινό παντελόνι και ένα κόκκινο φανελάκι. Της χτένισε και τα μαλλιά αλογοουρά και τα έδεσε με κορδέλα. Της έβαλε και λίγο κοκκινάδι στα μάγουλα. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ποτέ ο εαυτός της δεν της είχε φανεί τόσο όμορφος.

Η Ρωξάνη στηρίχτηκε στους αγκώνες και κοίταξε από το παράθυρο χαμογελώντας σχεδόν. Ο ουρανός γέμιζε σύννεφα πάνω από τα κτίρια και τις κεραίες, τα χρώματα άλλαζαν. Ξαναγύρισε στο σημειωματάριο και σχεδίασε ένα ψηλό καμπαναριό. Το θυμόταν από χριστουγεννιάτικες κάρτες. Δεν έβαλε όμως χιόνια, έβαλε  τα χρώματα που έβλεπε από το παράθυρο. Άκουγε τη φωνή της προϊσταμένης πίσω από τη στοίβα με τα βιβλία με την οποία είχε οχυρώσει το μικρό της γραφείο. Τώρα πια δεν μπορούσε να τη δει, η στοίβα είχε ψηλώσει πολύ, άκουγε μόνο έναν βόμβο από θυμωμένα ή προστακτικά λόγια. Ξαναέσκυψε στις ζωγραφιές της με ανανεωμένο ζήλο. Κι άλλα δέντρα. Με πολλά φύλλα. Και ένα ακόμη δέντρο, αφύσικα ψηλό, αλλά τη διασκέδαζε να το βλέπει έτσι όπως έμοιαζε  με υπερφυσικό κυπαρίσσι ή με κέδρο του Λιβάνου. Ήξερε από δέντρα, τα είχε μάθει, τα είχε ξεχάσει και τώρα τα θυμόταν ξανά.

Όταν είχε τελειώσει το πικνίκ των γενεθλίων της εκείνη την παράξενη μέρα με τη μαγική κατάληξη στον κήπο της Κίττυ, την έπιασε τη νύχτα πυρετός. Οι παρενέργειες της βατσίνας. Το μπράτσο της πρήστηκε και έγινε πρασινωπό γύρω από τη μικρή πληγή, πονούσε το χέρι και το κεφάλι της. Όλη τη νύχτα έστρεφε το μπράτσο για να δει πότε θα εμφανιστεί το ανεξίτηλο σημάδι του εμβολίου. Την παραξένευε κάπως  το γεγονός ότι θα είχε ένα δια βίου σημάδι στο χέρι σαν στίγμα, ότι θα ήταν σ’ όλη της τη ζωή κατά κάποιο τρόπο σταμπαρισμένη και αναγνωρίσιμη και ότι αυτό συνέβη ακριβώς τη μέρα των γενεθλίων της, τη μέρα που φόρεσε όμορφα ακριβά ρούχα, ήπιε λεμονάδα και κρυφά λίγη μπίρα, το δειλινό άναψαν τα φαναράκια στις μηλιές και η Κίττυ έφερε μια υπέροχη τούρτα με σοκολάτα και φράουλα και λίγα κεριά. Την έβαλαν να σβήσει τα κεριά και μετά όλα τα κοριτσάκια χειροκρότησαν, τραγούδησαν και τη φίλησαν, δεν είχαν τελειωμό οι εκπλήξεις. «Θα ήθελα ένα μήλο. Ένα αχλαδόμηλο» είχε πει και τότε και κατάλαβε ότι η μπίρα και η χαρά την είχαν χτυπήσει στο κεφάλι γιατί χαχάνιζε και λικνιζόταν με ένα ποτήρι στο ένα χέρι και ένα γλύκισμα στο άλλο.

Η Ρωξάνη κλείνει το σημειωματάριο. Η ώρα είναι περασμένη, όλοι έχουν φύγει. Είναι μόνη στο κτίριο, είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα, κάποιοι θα την έλεγαν με λιγότερο κομψό τρόπο γριά. Το φόρεμά της τη στενεύει, δεν είναι βελούδινο, είναι συνθετικό. Τα πόδια της είναι πρησμένα και στριμωγμένα στα παλιά της σκαρπίνια,  για να σηκωθεί από την περιστρεφόμενη καρέκλα της πρέπει να χρησιμοποιήσει και τα δυό χέρια. Την επομένη κανονικά πρέπει να πάει σε μια παρόμοια πόλη, σε ένα πανομοιότυπο γραφείο για να συνεχίσει ακόμη ένα χρόνο την ίδια δουλειά και μετά να γυρίσει στο σπίτι της, να αποσυρθεί και να ξεκουραστεί. Όμως η Ρωξάνη έχει ζωγραφίσει τις τελευταίες μέρες πάρα πολλά δέντρα και στην τελευταία σελίδα έναν ψηλό και γερό τοίχο. Ανοίγει το παράθυρο και ανασαίνει βαθιά τον νυκτερινό αέρα. Βγάζει τα σκαρπίνια της και σκαρφαλώνει ευλύγιστη στο περβάζι. Το ψηλό δέντρο, η γιγάντια κυπαρισσομηλιά είναι εμπρός της, πιάνει το πρώτο κλαδί, πατά επάνω του και αγκαλιάζει τον ευωδιαστό κορμό. Σκαρφαλώνει γρήγορα και ξέρει ότι πολύ εύκολα, με έναν πήδο και μόνο θα βρεθεί στο καμπαναριό και μετά θα είναι πια πολύ μακριά. Θα περπατήσει μετά ανάλαφρη και ξυπόλητη στον κήπο με τις μηλιές που είναι τεράστιος, ένα πυκνό δάσος με καρποφόρα.

Το πρωί, όταν θαρθεί η προϊσταμένη και το προσωπικό ασφαλείας, θα διαπράξουν το λάθος να γκρεμίσουν τον τοίχο. Και τότε θα βρεθούν κι αυτοί στον κήπο με τις μηλιές. Αλλά πρώτον αποκλείεται να τη βρουν και δεύτερον είναι σχεδόν σίγουρη ότι αυτοί θα χαθούν, γιατί δεν ξέρουν από δέντρα.

Η διαθήκη

       Η κυρία Σαράντη ξύπνησε όπως κάθε μέρα στις έξι το πρωί. Τράβηξε τις κουρτίνες και επιθεώρησε όπως πάντα τον καιρό. Οι μέρες είχαν ήδη αρχίσει να μεγαλώνουν αμυδρά, ήταν κιόλας Απρίλιος. Δεν τακτοποίησε το κρεβάτι, ούτε έβγαλε το νυχτικό της. Μετρούσε ήδη δύο παρασπονδίες στην καθημερινή  της ιεροτελεστία. Έριξε στους ώμους της το αφημένο στο πάτωμα σάλι και πήγε στην τουαλέτα. Μετά από δέκα περίπου λεπτά καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας με ένα φλιτζάνι καφέ μπροστά της.

       «Καλημέρα αγαπητή μου» είπε ο σύζυγός της και του ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. Ο κύριος Σαράντης ήταν ήδη ντυμένος, έτοιμος για αναχώρηση. Τον παρακολούθησε για λίγο να κινείται στο χώρο, να αδειάζει το υπόλοιπο του φλιτζανιού του στο νεροχύτη, να βάζει δυο πιάτα στο πλυντήριο πιάτων, να σκουπίζει τα χέρια του, να επιθεωρεί το χτένισμά του στον καθρέφτη, να φοράει το παλτό του και να κλείνει απαλά πίσω του την πόρτα.

       Η κυρία Σαράντη έμεινε μόνη στην ησυχία του σπιτιού. Πάντα της άρεσε αυτή η ώρα. Δεν υπήρχε λόγος να σηκώνεται τόσο νωρίς αφού και πριν βγει στη σύνταξη η δουλειά της άρχιζε στις εννιά, αλλά είχε πάντα με αυτόν τον τρόπο πάνω από δύο πολύτιμες ώρες μοναξιάς. Τα παιδιά τους είχαν φύγει από το σπίτι εδώ και αρκετά χρόνια, έρχονταν μόνο για σύντομες διακοπές. Έσφιξε το σάλι γύρω από το σώμα της και κούνησε το κεφάλι δεξιά και αριστερά παρακινώντας τα δάκρυα να έρθουν επιτέλους, περιμένοντας τη θλίψη να της σφίξει το λαιμό, αλλά παρέμενε κενή και ασάλευτη. Αισθάνθηκε πάλι την ανάγκη να πάει στην τουαλέτα και παραξενεύτηκε κάπως που όλα εξακολουθούσαν να συνεχίζονται με τον ίδιο ρυθμό, σαν να μην είχε μεσολαβήσει καμία οριστική διακοπή, καμία υπενθύμιση απώλειας.

      Μιάμιση  ώρα μετά ήταν ακόμη στην ίδια θέση, μουδιασμένη από την ακινησία. Η ακαταστασία του σπιτιού έδινε ένα μικρό κοροϊδευτικό σημάδι διασάλευσης της καθημερινότητας. H κυρία Σαράντη κοίταξε τις κατσαρόλες που περίμεναν επάνω στα μάτια της κουζίνας, μια στοίβα σιδερωμένα ρούχα στην άκρη του καθιστικού, που πάνω τους αναπαυόταν μια ακόμη στοίβα με βιβλία τα οποία είχαν τον ίδιο τίτλο: Το καινούργιο και τελευταίο βιβλίο της φίλης της το οποίο κυκλοφόρησε την προηγούμενη μέρα. Την ημέρα της κηδείας. Αλλά αυτή δεν σκέφτεται ούτε το θάνατο, ούτε την κηδεία, σκέφτεται τον εαυτό της κάνοντας έναν αιφνίδιο και χωρίς λογικό ειρμό απολογισμό.  Ζαλίζεται κυριολεκτικά  κάνοντας αυτή την πρόχειρη καταγραφή των φαγητών που έχει μαγειρέψει, των πλυντηρίων που έχει βάλει, τον αριθμό σιδερωμάτων που έλαβαν χώρα μπροστά στο παράθυρο που έβλεπε στο  μπαλκόνι με τα γεράνια και τις αζαλέες και τους τροπικούς ιβίσκους στα σαράντα και πλέον χρόνια που ζει σ’ αυτό το σπίτι.

       Σηκώθηκε με δυσκολία. Κυκλοφόρησε στα δωμάτια και έπιασε στα χέρια της σχεδόν κάθε αναθεματισμένο πραγματάκι που είχε κεντήσει, πλέξει, κολλαρίσει, κάθε ασημικό που είχε τρίψει μέχρι θανάτου ώστε να το ακουμπήσει και πάλι καλογυαλισμένο στη θέση του. Πήρε στα χέρια της ένα από τα βιβλία. Το φυλλομέτρησε χωρίς συγκίνηση, το ήξερε ήδη απέξω, στην ουσία αυτό το βιβλίο είχε γραφτεί κι από τις δυό τους. Όταν η Ελισάβετ πληροφορήθηκε την προχωρημένη ασθένειά της άρχισε να βάζει σε τάξη το ήδη υπάρχον κείμενο με πρωτοφανή ταχύτητα. Όπως ήταν αναμενόμενο κουραζόταν πια πολύ πιο εύκολα και  η κυρία Σαράντη πήγαινε στο σπίτι της σχεδόν κάθε μέρα. Μαζί έκαναν τις διορθώσεις και τις προσθήκες, αμέσως μετά η κυρία Σαράντη ξαναπληκτρολογούσε το κείμενο στον υπολογιστή. Όταν η Ελισάβετ δήλωνε ότι δεν άντεχε άλλο, η κυρία Σαράντη της χάιδευε τα χέρια, στερέωνε τα δαχτυλίδια στα αδυνατισμένα δάχτυλα και σέρβιρε δυό δάχτυλα κρασί στην κάθε μια τους.

     Με την Ελισάβετ μετρούσαν επίσης κάπου σαράντα χρόνια φιλίας. Ήταν υπερήφανη για τη φίλη της, την τόσο διαφορετική σε όλα, αυτή την αεικίνητη γυναίκα που ό,τι ξεκινούσε το τελείωνε με συνέπεια και αξιοθαύμαστη υπομονή. Η Ελισάβετ ζούσε μόνη σε μια μονοκατοικία στα περίχωρα με αμέτρητες γάτες και δύο σκυλιά, αποφάσιζε και πραγματοποιούσε ταξίδια σε ανύποπτο χρόνο χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Ο κύριος Σαράντης χαμογελούσε με ανωτερότητα και συγκατάβαση λέγοντας ότι ήταν φυσικό να ζει έτσι εφόσον δεν υπήρχε και κανείς για να του δώσει λογαριασμό, δεν είχε παιδιά και ήταν εντελώς ανεύθυνη και απρόοπτη, ίσως και λιγάκι ανυπόληπτη. Απορούσε λιγάκι με τη φιλία μεταξύ δύο γυναικών τόσο διαφορετικών και ιδίως που η φιλία αυτή κρατούσε τόσα χρόνια, αλλά ήταν ευχαριστημένος γιατί μια στις τόσες η γυναίκα του ξέφευγε από το μαγγανοπήγαδο του σχολείου, των παιδιών και του σπιτιού και έκανε ολιγοήμερα ταξίδια με την αλαζονική αυτή γυναίκα.

    Η κυρία Σαράντη άφησε κάτω το βιβλίο και ακούμπησε το κεφάλι σε κάποιο φανταστικό κάγκελο μπαλκονιού που έβλεπε σε κάποια απέραντη θάλασσα. Εκεί μέσα σ’ αυτές τις σελίδες κυκλοφορεί αυτή η ίδια, ολοζώντανη, με το πραγματικό της όνομα και τις αληθινές της διαστάσεις. Κλείνει  τα μάτια και βλέπει τον εαυτό της λίγο πιο νωχελικό, αρκετά πιο όμορφο απ’ όσο νόμιζε ότι ήταν, να κινείται, να μιλάει, να γελάει, να υπάρχει επιτέλους. Σφίγγει τα χείλη και καταλαβαίνει ότι έπρεπε να γραφτεί αυτό το βιβλίο για να αισθανθεί ζωντανή, να σφίγγει τα χείλη και να νιώθει το σφίξιμο, να κοιτά το νυχτικό της και να καταλαβαίνει ότι είναι γαλάζιο και ότι έχει δαντέλες. Σ’ αυτές τις σελίδες υπάρχουν όλα: τα ταξίδια τους, η αρχή του έρωτά τους, η μετέπειτα τρυφερότητα, η άλλη ματιά της προς τον κόσμο και τους ανθρώπους και τη φύση και τα αισθήματα. Ακούει ήδη τα σοκαρισμένα χάχανα των παιδιών της καθώς θα διαβάζουν το βιβλίο «για δες ρε, η μαμά!», βλέπει ήδη την απορία, την κατάπληξη, και αμέσως το θυμό και τη ντροπή του συζύγου της « ποιά είσαι λοιπόν, πώς είναι δυνατόν τόσα ψέματα επί τόσα χρόνια, και τα γράψατε κιόλας, είστε υπερήφανες!»και πώς να εξηγήσει ότι ουδέποτε αισθάνθηκε πως έλεγε ψέματα, αυτή είναι η πραγματική ζωή της, αυτός είναι ο εαυτός της, είναι αυτή  η ίδια γυναίκα που κάνει εξαιρετικό κοκκινιστό και ρολό με βερίκοκα, διδάσκει φυσική στο γυμνάσιο και στο λύκειο, κολλαρίζει τα σεμεδάκια και φιλάει τα παιδιά της πριν κοιμηθούν. Είναι η ίδια γυναίκα μ’ αυτή του βιβλίου που δένει τα μαλλιά της με ένα χρωματιστό φουλάρι και φορώντας ψηλοτάκουνα σανδάλια περπατάει αγκαζέ με τη φίλη της στα σοκάκια της Φλωρεντίας ή της Βιέννης και μετά πίνει κόκκινο κρασί και γελάει μέχρι δακρύων στα καφέ, επισκέπτεται μουσεία, ή απλώς χαζεύει τους ιριδισμούς του νερού που αυτόματα ποτίζει τον κήπο από το παράθυρο μιας δροσερής μονοκατοικίας. Χαζεύει και φωνάζει με παιδικό ενθουσιασμό «κοίτα, τώρα το νερό φτιάχνει μικρά ουράνια τόξα!», μόνο που αυτή η γυναίκα είναι ακόμη πιο υπαρκτή και δεν φοβάται να κοιτάξει το είδωλό της στον καθρέφτη, αντιθέτως χαίρεται μ’ αυτό που βλέπει, χαίρεται να αντικρίζει ένα φωτεινό πρόσωπο με βαμμένα χείλη και κουδουνιστά σκουλαρίκια. Όχι, δεν έχει ξεγελάσει, δεν έχει εξαπατήσει ποτέ κανέναν.

     Η Ελισάβετ είναι πια νεκρή. Η κυρία Σαράντη το λέει και το ξαναλέει ψιθυριστά στρίβοντας τις δαντέλες του νυχτικού της. Αναρωτιέται γιατί συναίνεσε στη συγγραφή αυτού του βιβλίου και τώρα καταλαβαίνει γιατί, για τον απλό λόγο ότι ήθελε να επικυρώσει ότι επιτέλους υπάρχει κι αυτή κάπου στον κόσμο, ότι κυνήγησε κι αυτή κάποιες φορές τη σκιά της στο φως του φεγγαριού, άνοιξε και έκλεισε πόρτες που φιλοξένησαν ιστορίες με χρώματα ανεξίτηλα και μυστικά.

     Πρέπει να έχει περάσει η ώρα γιατί ακούει το κλειδί του συζύγου της στην πόρτα. Αν ο κύριος Σαράντης παραξενεύεται που βλέπει τη γυναίκα του ακόμη με το νυχτικό και το σπίτι άνω κάτω δεν το δείχνει, ούτε λέει τίποτε γιατί είναι καλός άνθρωπος και κατανοεί ότι η γυναίκα του πενθεί. Η κυρία Σαράντη σηκώνεται αυτόματα και καθαρίζει πρόχειρα το τραπέζι, τον ρωτάει τι θα φάει για βραδινό. Αυτός την κοιτάει κάπως ανήσυχος και τη ρωτά αν είναι έτοιμη για την αυριανή συνάντηση με τον συμβολαιογράφο όπου θα διαβαστεί η διαθήκη της Ελισάβετ. Ανησυχεί αρκετά με την ηρεμία και την αδιαφορία της συζύγου του. Η κυρία Σαράντη πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρά της, βγάζει το νυχτικό, κάνει γρήγορα ένα μπάνιο και μαζεύει τα μαλλιά της ψηλά.  Μετά επιστρέφει στην κουζίνα, βγάζει από την πιατοθήκη το μπλε σερβίτσιο και από ένα συρτάρι τα ανάλογα μαχαιροπήρουνα. Λέει, ναι, το έχει υπ’ όψιν της και φυσικά θα είναι παρούσα στη διαδικασία. Ανοίγει το ψυγείο και ενώ το βλέμμα της πλανιέται στο εσωτερικό του, παρά τη φαινομενική της αταραξία, συνειδητοποιεί πολύ καθαρά ότι αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα: από την αυριανή μέρα και μετά, οτιδήποτε και να συμβεί, οποιοσδήποτε και να διαβάσει το βιβλίο ή μάλλον ασχέτως παντός ενδεχομένου και γεγονότος, αυτή δεν αντέχει πια να μείνει σ’ αυτό το σπίτι λεπτό παραπάνω. Η αναπνοή της γίνεται κοντή και κοφτή, τα χέρια της είναι ασταθή καθώς κόβουν τη σαλάτα. Έχει να λύσει ένα σπουδαίο πρακτικό θέμα: πού θα μείνει από δω και πέρα, διότι ουδέποτε είχε σκεφτεί το ενδεχόμενο να φύγει από το υπέροχο σπίτι της. Αλλά τώρα που όλα έχουν αλλάξει και η κυρία Σαράντη είναι εντός εαυτού, η συγκλονιστική αίσθηση της ύπαρξής της είναι πλέον πολυδιάστατη και γι’ αυτό είναι  κάπως  σαστισμένη. Αγνοεί ακόμη ότι η Ελισάβετ, πάντα προνοητική, πάντα πρακτική μέσα στο οργανωμένο χάος της πολυτάραχης ζωής της η οποία έχει οριστικά και αμετάκλητα λήξει, τής έχει ήδη βρει τη λύση και θα το πληροφορηθεί αύριο στην ανάγνωση της διαθήκης.

Προηγούμενο άρθροΛέσβος (του Χρ.Τσιάμη)
Επόμενο άρθροΗ ποίηση ενάντια στην ποίηση (του Κώστα Καλημέρη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ