Σωτηρία Καλασαρίδου.
Παίρνοντας στα χέρια μας το καινούριο βιβλίο του Σωτήρη Δημήτρη που κυκλοφόρησε μόλις πριν από λίγες εβδομάδες (Πατάκης, Μάρτιος 2017) από το εξώφυλλό του ακόμα ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη βεβαιότητα των τριών μόλις λέξεων που συνθέτουν τον τίτλο του: Θάμπωσε ο νους επιλέγει να ονομάσει ο συγγραφέας το βιβλίο του και ευθύς αμέσως μας κάνει συμμέτοχους στο παιχνίδι της διαμόρφωσης των αναγνωστικών μας προσδοκιών αναφορικά με το περιεχόμενο του βιβλίου. Είναι οι ήρωες του βιβλίου ελλειμματικοί και κατά συνέπεια οι σκέψεις και οι πράξεις τους απότοκες αυτής της θολότητας; Είναι θολωμένη η μνήμη του συγγραφέα και άρα ό,τι θα διαβάσουμε είναι ακούσια μεν αλλά ωστόσο αποκυήματα της φαντασίας του;
Όσο διαβάζουμε το ένα μετά το άλλο τα διηγήματα τόσο διαπιστώνουμε την ευρηματικότητα του τίτλου. Ας όμως πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως το κύριο υλικό στην παρούσα συλλογή διηγημάτων― όπως άλλωστε και σε προηγούμενες ― είναι το βίωμα: Εικόνες της παιδικής, εφηβικής και ενήλικης ζωής του συγγραφέα, ενσταντανέ της καθημερινότητας, ήχοι και χρώματα από τον τόπο καταγωγής του, την Ήπειρο, κυριαρχούν στα διηγήματα. Παρόν σε κάποια κείμενα φαίνεται να είναι και το αυτοβιογραφικό στοιχείο, δοσμένο με αρκετές δόσεις χιούμορ που στιγμές αγγίζει τα όρια σου αυτοσαρκασμού.
Αν το βίωμα λοιπόν αποτελεί εκείνη την απαραίτητη αναλυτική κατηγορία για την προσέγγιση και ερμηνεία των διαπροσωπικών σχέσεων, των ατομικών αντιλήψεων και την περαιτέρω διαμόρφωση της συμπεριφοράς του εκάστοτε υποκειμένου, στον Δημητρίου ο συνδετικός κρίκος μεταξύ του βιώματος και της γραφής δεν περιορίζεται απλώς σε μια απόδοση της σχέσης των ατόμων με τους βιόκοσμους αλλά επαναπροσδιορίζεται ως έννοια, καθώς η αλήθεια γίνεται εκείνη η απαραίτητη συνθήκη για να ειπωθεί το ψέμα. Μοιάζουν δηλαδή τα διηγήματα του Δημητρίου σαν σύγχρονα παραμύθια στα οποία ο πυρήνας της αλήθειας περιβάλλεται από αληθοφανή μυθεύματα και ένα στοχαστικό, ειρωνικά δοσμένο, επιμύθιο πάντα κρατημένο για το τέλος.
Εξίσου θαμπωμένες και θολές είναι και οι πρωταγωνιστικές φιγούρες στα εν λόγω κείμενα: Απροσδιόριστα τα κίνητρα των πράξεών τους, ρευστά τα όρια της συμπεριφοράς τους, κάποιες φορές περιχαρακωμένοι και ασφαλείς μέσα στην ανωνυμία τους, άλλες πάλι χωρίς σαφή καταγωγή και ηλικία, οι ήρωες του Δημητρίου μας μαγνητίζουν από την ιδιοτυπία της μορφής τους. Το γκροτέσκο στοιχείο της εξωτερικής τους εμφάνισης σε πολλές περιπτώσεις προοικονομεί την ιδιοτυπία της ψυχοσύνθεσής τους. Όπως και στην προηγούμενη συλλογή διηγημάτων του Σωτήρη Δημητρίου με τίτλο Τα όνειρα μού δέλουν, έτσι και στην παρούσα οι πρωταγωνιστές του είναι ιδεοληπτικοί, κάποιοι εμμονικοί, με μεγεθυσμένα τα ιδιότυπα χαρακτηριστικά τους και κατά κύριο λόγο με ασταθή ψυχοπνευματική κατάσταση. Πολλοί από αυτούς ― αν όχι οι περισσότεροι ― φλερτάρουν με το περιθώριο και την παρέκκλιση από τις νόρμες της καθημερινής συμπεριφοράς χωρίς ωστόσο να είναι περιθωριακοί, ακροβατούν στο μεταίχμιο τρέλας και λογικής, εμφανίζουν μια διττή υπόσταση που παλινδρομεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία. Ταυτόχρονα, οι ήρωες του Δημητρίου καίτοι μοναδικοί μέσα στα πάθη, τις εμμονές και ενίοτε και την ψυχική τους ανισορροπία είναι την ίδια στιγμή και ήρωες της διπλανής πόρτας. Εμφανίζουν μια λανθάνουσα επαφή με την πραγματικότητα, καθώς από τη μια μοιάζουν να ξεφεύγουν από τα όρια του συνηθισμένου και της κανονικότητας, από την άλλη όμως είναι αναπόσπαστο μέρος της και παρά τις ιδιοτυπίες των χαρακτήρων τους οι ήρωες του Δημητρίου όσο πιο ανοίκειοι μας φανερώνονται τόσο περισσότερο μας έλκουν. Στην επίτευξη αυτής της αναγνωστικής επαφής συνεισφέρουν ο τρόπος που εντάσσει ο συγγραφέας το σασπένς, η ποσότητα των δόσεων της αγωνίας με την οποία προικοδοτεί τα κείμενά του αλλά και η νομιμοποίηση των πρωταγωνιστών μέσα από την τέχνη της επίτασης της ειρωνείας και των βιτριολικών αστεϊσμών.
Τα συμβάντα, τα οποία ο συγγραφέας χρησιμοποιεί για να υφάνει τον κειμενικό ιστό του είναι μερικές φορές τοξικά, την ίδια όμως στιγμή οι λέξεις που επιλέγει και ο τρόπος που τις ενσωματώνει για τα περιγράψει μετατρέπουν την τοξικότητα σε μιθριδατισμό. Είναι δηλαδή σαν οι λέξεις να αλλάζουν έννοια και να εισβάλλουν στο νευρικό σύστημα των αναγνωστών και χωρίς να προκαλούν έναν ακαριαίο αποτροπιασμό, έχουν χαρακτήρα εθιστικό στην ανοχή του άλγους. Οι επιλογές της εκφοράς του λόγου από τον συγγραφέα δηλαδή μας επιτρέπουν να ενεργοποιήσουμε εκείνες τις αναγνωστικές λειτουργίες ανοσίας στη σήψη και κατ’ επέκταση να διανοίξουμε διαύλους επικοινωνίας με τους ήρωες, και οικείωσης μαζί τους, αφού η αλλόκοτη πλευρά τους μας διεγείρει την περιέργεια να παρεισδύσουμε στις ενδόμυχες σκέψεις τους και να αποκωδικοποιήσουμε τις πράξεις τους. Θα έλεγε συνάμα κανείς πως οι πρωταγωνιστές του Δημήτριου ― αν τους τοποθετήσουμε σε μια σειρά, ίσως και σε διαφορετική από αυτήν που τους έχει τοποθετήσει ο συγγραφέας― δημιουργούν μια πινακοθήκη τύπων και λογοτεχνικών χαρακτήρων και ίσως εντέλει αυτός να είναι και ένας από τους απώτερους συγγραφικούς στόχους: η χαρτογράφηση της ανθρώπινης ψυχογραφίας διηθημένης από τον λογοτεχνικό φακό και δοσμένης στην πιο μινιμαλιστική εκδοχή της. Και ίσως τελικά η εμφιλοχώρησή μας στους παράξενους ψυχισμούς αυτών των ανθρώπινων τύπων να μας παρέχει, περά από τη διερεύνηση της συμπεριφορικής παρέκκλισης, των απορρυθμισμένων ερωτικών ταυτοτήτων ή απλά των ιδιορρυθμιών τους ένα παράθυρο για να αντιληφθούμε τον άνθρωπο εντελέστερα.
Θα ήθελα να πραγματοποιήσω ξεχωριστή αναφορά στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ειρωνικού στοιχείου που είναι διάσπαρτο σε μεγαλύτερες ή μικρότερες δόσεις εν γένει στο διηγηματογραφικό έργο του Δημητρίου και ειδικότερα στο παρόν βιβλίο, στο οποίο κατά την άποψή μου έχει και εντονότερη παρουσία. Η ειρωνεία στα κείμενα δεν κατατείνει στην επίταση του τραγικού με την έννοια που είναι σε όλους μας γνωστή, δεν περνάει δηλαδή αποκλειστικά μέσα από το δράμα των ηρώων και τις ακρότητές τους. Ο ξενιστής που τροφοδοτεί την ειρωνεία και γονιμοποιεί την τραγικότητα είναι το χιούμορ, είναι η φαιδρή πλευρά των πραγμάτων γι’ αυτό και εν προκειμένω δεν μιλούμε απλώς για επώαση ή μη της τραγικότητας αλλά για μια νέα μορφή της.
Το διήγημα και στην παρούσα συλλογή του Δημητρίου μας παραδίδεται στην υπέρτατη σμίκρυνσή του με σφιχτοδεμένη πλοκή και συμπαγή μορφή. Πρόκειται για την απόλυτα συμπυκνωμένη φόρμα με το ακαριαίο τέλος, έωλο κάποιες φορές, με ανοιχτά όλα τα ζητούμενα. Η κλιμακούμενη κορύφωση της αγωνίας, η οποία με τη λήξη των ιστοριών μένει στο ζενίθ της μετέωρη εκουσίως, δημιουργώντας μιαν αμφισημία, κατατείνει στην ενεργοποίηση της φαντασίας του αναγνώστη για το πιθανό τέλος και την τύχη των πρωταγωνιστών. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως πρόκειται για μια εκούσια, τεχνητή ημιτέλεια που αποσκοπεί στην κατάργηση της μίας και μοναδικής ερμηνείας, του ενός και αναπόδραστου τέλους, χαρίζοντας στον πεζό λόγο μια ιδιότυπη ποιητικότητα, και ανεβάζοντας με αυτόν τον τρόπο τις μετοχές του λογοτεχνικού κειμένου στο χρηματιστήριο της τέχνης. Η συνετή βέβαια οικονομία της μορφής υπογραμμίζεται και αναδεικνύεται από την αντίθεση ανάμεσα στους ψιθύρους των διαλόγων των ηρώων και τις εκκωφαντικές σιωπές τους. Οι σύντομες συνομιλίες των πρωταγωνιστών είναι ασθματικές, χαμηλόφωνες και δημιουργούν ένα μετωνυμικό ζεύγμα με τις βροντερές σιωπές και τις αποσιωπήσεις τους, οι οποίες μας επιτρέπουν αφενός να παρεισδύσουμε λαθραία στο συναισθηματικό τους σύμπαν και δευτερευόντως σε επίπεδο μορφής προωθούν την εσωτερική δράση των διηγημάτων. Θα κλείσω την παρουσίαση με την αναφορά μου στη διαχρονικότητα των ιστοριών του Δημητρίου. Η αχρονικότητα των ιστοριών, η απροσδιοριστία δηλαδή του χρόνου διαδραμάτισής τους προικοδοτεί a priori τις ιστορίες με μια διαχρονικότητα, διαχρονικότητα την οποία υπαινίχθηκα με τον χαρακτηρισμό των διηγημάτων του Δημητρίου ως σύγχρονων παραμυθιών. Ίσως εντέλει και αυτός να είναι ο κυρίαρχος λόγος που μας συγκινούν τόσο πολύ.