του Χρήστου Δανιήλ
Η βασική ιδέα του νέου μυθιστορήματος του πολυγραφότατου Θωμά Κοροβίνη είναι ιδιαιτέρως ευρηματική: ένας μεγάλος έρωτας που ξεκινά στη Θεσσαλονίκη του 1917 ταυτόχρονα με την μεγάλη πυρκαγιά, φουντώνει γρήγορα και κατακαίει στο πέρασμά του τους δύο εραστές. Η φωτιά του έρωτα, με ολέθριες συνέπειες για τους δύο εραστές, διαρκεί όσο ακριβώς και η φωτιά που αλλάζει άρδην τη μορφή της πόλης· τριάντα δύο ώρες. Όταν οι φωτιές σβήσουν, τίποτα δεν θα είναι όπως πριν, ούτε για την πόλη, ούτε για τους ήρωες του βιβλίου.
Η επιλογή του συγκεκριμένου χωροχρονικού πλαισίου για την παρουσίαση της βασικής ερωτικής ιστορίας είναι κομβικής σημασίας για την ανάπτυξη του έργου και ιδιαιτέρως επιτυχημένη· η μεγάλη πυρκαγιά στην καρδιά της πόλης δεν προσφέρει μόνο την εύστοχη αναλογία με το έντονο πάθος που βιώνουν οι δύο κεντρικοί ήρωες του βιβλίου, η μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης αποτελεί ουσιαστικά ένα ορόσημο, σηματοδοτεί την αφετηρία του τέλους της πόλης ως μια πολυπολιτισμική μεγαλούπολη με έντονο ακόμη τον οθωμανικό χαρακτήρα της. Έπειτα από τη φωτιά η πόλη μετασχηματίζεται και αλλάζει ριζικά χαρακτήρα.
Ο Κοροβίνης με το βιβλίο αυτό φαίνεται πως έχει διπλή στόχευση· από τη μια να αφηγηθεί με κέφι μια ακραία ερωτική ιστορία έντονου πάθους και έντονων παθών, από την άλλη να αποτυπώσει στο χαρτί την εικόνα της πόλης την εποχή εκείνη που, για πολλούς και διάφορους λόγους (που δεν είναι του παρόντος), παραμένει άγνωστη στους περισσότερους, Θεσσαλονικείς και μη. Η (λογοτεχνική) όμως αποτύπωση αυτής ακριβώς της εικόνας της Θεσσαλονίκης είναι του παρόντος (για πολλούς και διάφορους λόγους) και αυτό το στοιχείο καθιστά το ιστορικό/ερωτικό μυθιστόρημα του Κοροβίνη, κατά έναν παράδοξο τρόπο, ιδιαίτερα επίκαιρο.
Η επιλογή της ταυτότητας των δύο κεντρικών προσώπων της ιστορίας υπηρετεί αυτή ακριβώς την διττή στόχευση του συγγραφέα. Κεντρικός ήρωας του έργου είναι ο χαρισματικός και γοητευτικός Τουρκαλβανός Ασλάν Καπλάν, αντικείμενο του πόθου του η χειραφετημένη και καλλονή Ισπανοεβραία Σαλώμη.
Η επιλογή του τόπου της πρώτης συνάντησης των δύο εραστών υπηρετεί επίσης τη διττή στόχευση του συγγραφέα. Η πρώτη και καθοριστική για την εξέλιξη του έργου συνάντηση των δύο εραστών γίνεται το βράδυ που ξεκίνησε η φωτιά στην πόλη στο Καφέ Αμάν του Σαμπρή Μπέη, ένα ευπρεπισμένο καπηλειό με την πιο ετερόκλητη, στα μάτια του σημερινού αναγνώστη, πελατεία: οι θαμώνες εκείνη την βραδιά ήταν ένας πορνοκαλόγερος με μερικά χαμίνια του λιμανιού, μια παρέα Γάλλων (Πουρκουάδων) στρατιωτών από την πολυάριθμη στρατιά της Ανατολής που εκείνη την περίοδο στρατοπέδευε στην πόλη, μερικά ξανθομάλλικα Εγγλεζάκια (Τόμμυδες) με τις στολές τους, μερικοί καλοντυμένοι κύριοι με κρεμ κοστούμια απροσδιόριστης εθνικότητας, δυο Σέρβοι στρατιώτες, μια παρέα από Έλληνες κακοντυμένους χωριάτες, μια αγέλαστη παρέα σλαβόφωνων, πιθανώς Βουλγάρων, μια παρέα μαύρων στρατιωτών από τη Σενεγάλη, μια παρέα φινετσάτων Ιταλών με μπέρτες και κοκορόφτερα, ένας μοναχικός τύπος που έμοιαζε με μουσουλμάνο δερβίση, τέσσερις Ρώσοι στρατιώτες, μια παρέα τεσσάρων νεαρών κομψευομένων Ελλήνων ντυμένων ευρωπαϊκά (ένας Θρακιώτης, ένας Μπαγιάτης, ένας από τα Γιαννιτσά και ένας νησιώτης), ένας Βλάχος Αρουμάνος κ.ά. Στο μαγαζί εμφανιζόταν μία Τσιγγάνα από το Μοναστήρι και μερικές Ρούσες και Σέρβες χορεύτριες. Κάποια στιγμή μάλιστα εμφανίζεται για να πραγματοποιήσει έλεγχο ένας αστυνομικός από την Κρήτη. Μια μικρογραφία δηλαδή της ανθρωπογεωγραφίας που εκείνη την εποχή διαβιούσε στη Θεσσαλονίκη.
Οι ήρωες του έργου μιλάνε τις γλώσσες των περιοχών προέλευσής τους χωρίς όμως να παρουσιάζονται προβλήματα στη συνεννόηση και τη μεταξύ τους επικοινωνία. Ο Κοροβίνης δίνει ιδιαίτερο βάρος στην καταγραφή του τρόπου ομιλίας των ηρώων του. Λέξεις και φράσεις στα ελληνικά, τα τουρκικά, τα σεφεραδίτικα, τα αλβανικά, τα ιταλικά, τα αραβικά κ.ά. εντάσσονται με τρόπο φυσικό στους διαλόγους του έργου, παρέχοντάς μας μια εικόνα του γλωσσικού μωσαϊκού της πόλης την εποχή εκείνη. Παράλληλα, είτε μέσω του αφηγητή είτε μέσω των ηρώων του έργου, παρουσιάζονται στοιχεία και πληροφορίες για τον τρόπο ζωής κάθε κοινότητας, για τις συνήθειές της και τις περιοχές της πόλης που αυτές κατοικούσαν. Με τον τρόπο αυτό ο αναγνώστης σχηματίζει μια ζωντανή εικόνα της πόλης της ακριβώς έναν αιώνα πριν.
Ο πλούτος των πληροφοριών και των στοιχείων της τοπικής ανθρωπογεωγραφίας, η προσεγμένη γλώσσα του έργου (και με το στοιχείο της πολυγλωσσίας), η προκλητική ερωτική θεματολογία του, ο πληθωρικός και χορταστικός τρόπος γραφής Κοροβίνη, είναι τα βασικότερα στοιχεία του έργου που το καθιστούν ευανάγνωστο και εξαιρετικά ενδιαφέρον· απολαυστικό σε πολλά σημεία του. Ο Κοροβίνης είναι ένα τεχνίτης της γραφής που με σκαμπρόζικο και αρκετά προκλητικό τρόπο δημιουργεί σκηνικό, πρόσωπα και καταστάσεις που ερεθίζουν το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Εάν ισχύει πως η πρώτη φράση, η πρώτη πρόταση ενός μυθιστορήματος παρέχει ένα ικανό στίγμα του κλίματός του, τότε η πρώτη φράση του βιβλίου είναι ενδεικτική της συνέχειάς του· το βιβλίο ξεκινά με τη φράση «Της μάνας σου το μουνί!» στα τουρκικά και στα ελληνικά, ειπωμένη μάλιστα από έναν καλόγερο!
Ταυτόχρονα όμως, ενώ τα παραπάνω στοιχεία συμβάλουν στην αύξηση του ενδιαφέροντος των αναγνωστών για το έργο, γνώμη μου είναι πως κάποια από αυτά αποτελούν και στοιχεία που λειτουργούν υπονομευτικά στην ανάπτυξη της δομής του. Τούτο γιατί στην προσπάθειά του ο Κοροβίνης να περιορίσει την πλοκή του έργου στο χρονικό διάστημα των τριάντα δύο ωρών που διήρκησε η πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης (και ο έρωτας των δύο ηρώων) ενσωματώνει σε αυτή πληθώρα περιστατικών και πληροφοριών εις βάρος της αφηγηματικής οικονομίας. Είναι τα σημεία εκείνα που το μυθιστόρημα φαίνεται να λειτουργεί περισσότερο ως ένα εγχειρίδιο γνωριμίας με την πόλη λαογραφικού προσανατολισμού. Σε αυτές τις ώρες, για παράδειγμα, ο κεντρικός ήρωας, εκτός όλων των άλλων, αποφασίζει να πάει για μπάνιο στη θάλασσα, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον αφηγητή να παρουσιάσει τις σχετικές συνήθειες των Σαλονικιών και τα μέρη που επέλεξαν για μπάνιο, αλλά και να κάνει ένα χαμάμ, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον αφηγητή να παρουσιάσει σχεδόν όλα τα χαμάμ που λειτουργούσαν στην πόλη εκείνη την περίοδο:
«Τότε του κατέβηκε του παλικαρά η ιδέα να πάει στο χαμάμ. Είχε κάμποσες μέρες να περιποιηθεί το σώμα του και το λουτρό το είχε αποθυμήσει.
Τα χαμάμ της πόλης ήταν πολλά. Να πήγαινε στο Γιαχουντί χαμάμ, το αγαπημένο του, εκεί που είχαν γνωριστεί με τον Αβραμίκο, δεν γινόταν, γιατί βρισκόταν σχεδόν στην καρδιά της πυρκαγιάς. –Άραγε θα σωθεί κι αυτό; Σκέφτηκε. Τα ίδια και με το Μπέη χαμάμ, που βρισκόταν πάνω στην Εγνατία, στην καρδιά της Αριστοτέλους. Θα το έβρισκε σίγουρα κλειστό. Το υπέροχο Γενί χαμάμ, δίπλα στον Άι-Δημήτρη, δεν λειτουργούσε ως λουτρό μετά την απελευθέρωση της πόλης. Σκέφτηκε να ανέβει στο Πασά χαμάμ, στον Βαρδάρη αλλά το ’πεφτε κάπως μακριά. Κι είπε στον εαυτό του: -Τράβα προς το Τσινάρι, παλικάρι μου, κι από κει στο Κουλέ καφέ. Έχουμε εκεί το Κουλέ χαμάμ, δεν είναι μεγάλο μα είναι κουκλί.»
[σ.σ. Από το παράθεμα απουσιάζουν οι υποσημειώσεις στις οποίες ο Κοροβίνης παρουσιάζει επιπλέον πληροφορίες για κάθε ένα από τα χαμάμ που αναφέρονται σε αυτό]
Με παρόμοιο τρόπο λειτουργούν και οι πολλές εγκιβωτισμένες αφηγήσεις με αναδρομές σε γεγονότα και περιστατικά που συνέβησαν πριν από το αφηγηματικό παρόν του βιβλίου, αφηγήσεις στις οποίες συχνά οι ήρωες ενσωματώνουν τραγούδια στις διάφορες ομιλούσες γλώσσες της πόλης. Παράλληλα σε κομβικά διαλογικά σημεία του έργου οι ήρωες δίνουν την εντύπωση πως παρεκκλίνουν σε θέματα που αν και παρουσιάζουν αναγνωστικό ενδιαφέρον (για τους λόγους που αναπτύξαμε προηγουμένως) δεν δικαιολογούνται όμως από την πλοκή και τη δράση του έργου. Έτσι, για παράδειγμα, όταν ο ήρωας Ασλάν Καπλάν συναντά για πρώτη φορά τη Σαλώμη και μαγεύεται από την ομορφιά της ζητά πληροφορίες γι’ αυτήν από τον στενό του φίλο Αβραμίκο, ο οποίος την γνώριζε από μικρός. Κι ενώ ο ήρωας καίγεται από την επιθυμία να μάθει για την καλλονή που τον μάγεψε, η συζήτηση παρεκκλίνει στην οικογένεια του Αβραμίκου και στο ενδιαφέρον του ήρωα να μάθει περισσότερα για τ’ αδέλφια του και για την κοινωνική θέση των Εβραίων στην πόλη. Παρομοίως, όταν προς το τέλος του έργου ο ήρωας επισκέπτεται την (και μάντισσα) γιαγιά του την ρωτά να πληροφορηθεί για το πού είναι θαμμένος ο παππούς του (λες και τόσα χρόνια κοντά της δεν είχε μάθει αυτή την πληροφορία) δίνοντας έτσι την ευκαιρία στη γιαγιά να αναφερθεί στο θέμα της ταφής όσων πέθαιναν από επιδημίες στην πόλη.
Συγκεφαλαιώνοντας, θεωρούμε πως ο ήρωας του μυθιστορήματος του Κοροβίνη, ο Ασλάν Καπλάν με τις περιπέτειές του, τα χαρακτηριστικά του, το κέφι του για ζωή, την απεριόριστη γοητεία του λειτουργεί ως ένα αντικειμενικό σύστοιχο της γοητείας που εκπέμπει η ίδια η πόλη εκείνη την περίοδο· ο θρύλος που επιχειρεί να φτιάξει ο Κοροβίνης γύρω από τον Ασλάν Καπλάν ουσιαστικά φαίνεται να συνομιλεί και να ταυτίζεται με τον θρύλο της Σαλονίκης. Κι ο θάνατος του Ασλάν Καπλάν σηματοδοτεί ουσιαστικά και το τέλος μιας εποχής για τη Σαλονίκη. Εναπόκειται (και) στη λογοτεχνία η αναβίωσή της.
Γνώμη μας όμως είναι πως τα ελεγχόμενα σημεία σε επίπεδο δομής και αφήγησης ή στην ανάπτυξη των χαρακτήρων είναι αρκετά ώστε να περάσουν απαρατήρητα από τους αναγνώστες ή/και από τον (και ικανό φιλόλογο) συγγραφέα του. Φαίνεται όμως πως άλλες ήταν οι προτεραιότητες και οι επιδιώξεις του Κοροβίνη με το βιβλίο αυτό. Εάν η διπλή στόχευση που διακρίναμε στην αρχή του σημειώματος για το βιβλίο (η αφήγηση δηλαδή μιας ερωτικής ιστορίας ακραίου πάθους κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς της Θεσσαλονίκης το 1917 και η αποτύπωση της λογοτεχνικής εικόνας της πόλης κατά την ίδια περίοδο) είναι σωστή, τότε σε αρκετά σημεία του έργου δίνεται η εντύπωση πως η δεύτερη στόχευση επικυριαρχεί της πρώτης.
Ανάλογες επισημάνσεις είχαμε κάνει και πριν από έναν περίπου χρόνο για το νέο μυθιστόρημα ενός άλλου επιτυχημένου Θεσσαλονικιού συγγραφέα, του Ισίδωρου Ζουργού (εδώ). Και εκεί είχαμε παρατηρήσει πως «η ιστορία της πόλης φαίνεται να γοητεύει τον Ζουργό περισσότερο από την ιστορία των ηρώων του» κατ’ ανάλογο τρόπο που ο θρύλος της Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου φαίνεται πως επικυριαρχεί του θρύλου του Ασλάν Καπλάν στο μυθιστόρημα του Κοροβίνη.
Υ.Γ. Εφόσον οι αμέσως προηγούμενες παρατηρήσεις ισχύουν και δεν πρόκειται για προσωπικές εκτιμήσεις που μπορεί και να αδικούν τα σχολιαζόμενα έργα, μένει να διερευνηθούν οι λόγοι που συμβαίνει κάτι τέτοιο (κάτι όμως που ξεπερνά τις στοχεύσεις του παρόντος κριτικού σημειώματος). Μία υπόθεση/εκτίμηση που καταθέτω είναι πως όσο η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, πολυποίκιλη και πολυπολιτισμική ιστορία της Θεσσαλονίκης παραμένει σχετικώς άγνωστη και ανεκμετάλλευτη λογοτεχνικά είναι λογικό αυτή να κερδίζει τελικά το ενδιαφέρον των λογοτεχνών, ακόμη και εις βάρος της ανάπτυξης του λογοτεχνικού τους έργου· αντίθετα, όσο θα παρουσιάζονται έργα με ανάλογη θεματολογία και η λογοτεχνική αποτύπωση της πόλης θα συμπληρώνεται τόσο οι συγγραφείς δεν θα έχουν λόγους να εστιάζουν σε αυτή και η συμπαρουσίαση Ιστορίας και μικροϊστορίας θα εμφανίζεται πιο ισορροπημένη. Τα έργα των Ζουργού και Κοροβίνη εμπίπτουν σε μια τάση που παρουσιάζουν οι συγγραφείς της Θεσσαλονίκης προς αναδίφηση πτυχών της ζωής της πόλης του προηγούμενου αιώνα, μια τάση που χαρακτηρίζεται από την επιθυμία η σημερινή πόλη να αναμετρηθεί με την πρόσφατη ιστορία της, να γνωρίσει δηλαδή τον εαυτό της και να συμφιλιωθεί μαζί του, και συμβάλουν καθοριστικά, με διαφορετικούς βέβαια τρόπους, στην συμπλήρωση του κενού που παρουσιάζεται στην λογοτεχνική απεικόνιση της Θεσσαλονίκης (των αρχών) του εικοστού αιώνα.
info:Θωμάς Κοροβίνης, Ο θρύλος του Ασλάν Καπλάν, Άγρα, Αθήνα 2018.