του Δημήτρη Σωκιαλίδη
Ο νευρολόγος-ψυχίατρος Θανάσης Καράβατος, εμπλέκεται σε μία πολύ γοητευτική αναζήτηση της σχέσης που είχαν μεταξύ τους δύο παλιές αλλά και παντοτινές «αγάπες» του: (α) ο Εμμανουήλ Ροΐδης, όπως τον πρωτογνώρισε στα εφηβικά του χρόνια από τα βιβλία της ιδιότυπης πατρικής βιβλιοθήκης που καθημερινώς ανανεωνόταν από τις δυο γεμάτες τσάντες του πλασιέ βιβλίων πατέρα του και (β) η ιστορία της επιστήμης του, από τα πρώτα επιστημονικά του βήματα, ιδιαίτερα η διερεύνηση της εισαγωγής των «ψυχιατρικών & νευροεπιστημονικών» εννοιών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, που συνεχίζει έκτοτε.
Ο Καράβατος παρακολουθεί την «μετακένωση» των εκ της Εσπερίας προερχόμενων φιλοσοφικών και επιστημονικών θεωριών και συγκρούσεων στην περιθωριακή για τα ευρωπαϊκά δεδομένα Ελλάδα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Ανατρέχοντας με χιούμορ στο πως προσλαμβάνονται, συζητούνται, υιοθετούνται ή καταγγέλλονται στη χώρα μας οι καινούργιες αυτές ιδέες, αναδεικνύει τα περιθωριακά χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας αυτής εκείνης της εποχής.
Ο Ροΐδης είναι ένας ακούραστος αναγνώστης της φιλοσοφίας και των επιστημών, που εντρυφεί σταδιακά σε όλες τις νέες θεωρίες. Παρακολουθεί τις διαμάχες. Αναμένει τις απαντήσεις από τους επιστήμονες και διαμορφώνει την άποψή του για την οποία, ως μη επιστήμων, μεταχειρίζεται πάντα τον λόγον ως όφειλε… μετ’ εξόχου τινός πρωτοτυπίας και τέχνης. Χρησιμοποιεί τις «θεωρίες, τα θετικιστικά δόγματα, τις αισθητικές αξιολογήσεις και αναλύσεις» για να υπηρετήσει τον «αντιρρητικό» του κυρίως λόγο.
Η νευρολογία στην πένα του Ροΐδη λειτουργεί ως εργαλείο κολοκυνθοπληγίας, (χτυπήματα στο κεφάλι δια ξηράς κολοκύνθης) φαρμάκου ανθυπνωτικού κατά της απαθείας του Έλληνος αναγνώστου του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα!
Ο Ροΐδης χρησιμοποιεί τις εμβληματικές φράσεις των Γερμανών υλιστών Karl Vogt, Moleschott, Büchner, ότι η λογική δεν είναι άλλο τι, ειμή μόνον ρευστόν τι όπερ εκκρίνει ο εγκέφαλος απαραλλάκτως όπως και τα νεφρά εκκρίνουσιν το ούρον, ή ότι δεν υπάρχει σκέψη χωρίς φώσφορο ή ότι ο εγκέφαλος εκκρίνει την σκέψη όπως το ήπαρ τη χολή που κυριαρχούσαν γύρω στο 1860, ως μέσον ιδεολογικής «τρομοκρατίας» των ιδεαλιστών αντιπάλων του (σελ. 64-65).
Ανάλογη θα είναι και η στάση του έναντι των φρενολογικών «γνώσεων», των Gall και Spurzheim, για την «με πολλή φαντασία» εντόπιση των «φυσικών κλίσεων και προδιαθέσεων των ανθρώπων» στον φλοιό του εγκεφάλου, επειδή η μορφολογία του μπορεί να «ψηλαφηθεί» στην επιφάνεια του κρανίου, όπως αυτό διαμορφώθηκε κατά την ανάπτυξη του βρέφους και του παιδιού [κρανιοσκοπία] (σελ. 121-125). Ο Ροΐδης γνωρίζει το παρωχημένο αυτών των γνώσεων γι’ αυτό και τις χρησιμοποιεί παρωδώντας τες «με αυτοσχέδιες ρητορικές αναλογικές μεταφορές και παρομοιώσεις» (σελ. 196). Όπως για παράδειγμα στο Δραματικός Αγών του 1877 όπου καυτηριάζει την μετριότητα που επιδιώκει ο Έλληνας της εποχής:
Πως λοιπόν να περισσεύσει κάποια «γωνία εν τω εγκεφάλω του προς καλλιέργειαν άλλου ιδανικού, πλην του συνισταμένου εκ μετοχών τινών της Εθνικής Τραπέζης, θεωρείου πρώτης σειράς, αιθούσης μετά κλειδοκυμβάλου, ταξιδίου το θέρος εις την Ευρώπην και Γαλλίδος διά τα τέκνα του παιδαγωγού (σελ. 129-130).
Η φρενολογία δεν άργησε να οδηγηθεί στον τσαρλατανισμό, πλην όμως, στο μεταξύ, «είχε επισύρει οριστικά την προσοχή των επιστημόνων στον εγκεφαλικό φλοιό» (σελ. 132), η δε κεντρική της ιδέα, η φλοιική εντόπιση, θα προβληθεί ιδιαίτερα το 1861: τότε που ο Paul Broca έδειξε ότι συγκεκριμένες διαταραχές στην ομιλία (ο ασθενής καταλαβαίνει τι του λένε, αλλά ο ίδιος δεν μπορεί να μιλήσει ή μιλάει με δυσκολία) συνδέονται με βλάβες σε συγκεκριμένη περιοχή του αριστερού μετωπιαίου λοβού. Διαταραχή που ονομάστηκε Aφασία Broca. Το 1870 οι Gustav Fritsch and Edouard Hitzig έδειξαν ότι ηλεκτρική διέγερση συγκεκριμένων περιοχών του φλοιού προκαλεί κινήσεις των άκρων ή του προσώπου στην αντίθετη πλευρά του σώματος, ενώ αλλοίωση αυτών των περιοχών προκαλούσε αντίστοιχες διαταραχές της κινητικής λειτουργίας. Το 1874, ο Carl Wernicke ανακάλυψε ότι βλάβη κοντά στον ακουστικό φλοιό στον αριστερό κροταφικό λοβό προκαλούσε άλλη διαταραχή της ομιλίας (ο ασθενής μιλά χωρίς δυσκολία αλλά από όσα λέει δεν βγαίνει συνήθως νόημα). Η διαταραχή αυτή ονομάστηκε Aφασία Wernicke.
Το 1889, ο Σίμων Αποστολίδης με το έργο του Αι ψυχώσεις εισάγει στην Ελλάδα τις νέες αυτές επιστημονικές ανακαλύψεις ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων.
Τον Ροΐδη, θα τον φέρει σε αυτές τις νέες εγκεφαλικές εντοπίσεις η ανάγκη να υπερασπιστεί την νέα αντίληψη της γλωσσολογίας ως φυσικής και όχι ιστορικής επιστήμης με βάση την σημασία που έχει αποκτήσει πλέον η εντόπιση του λόγου στον μετωπιαίο λοβό με σκοπό να υποστηρίξει το κίνημα του δημοτικισμού.
Ο Ροΐδης «δεν έμεινε αμέτοχος στον ελληνικό απόηχο» (σελ. 94) του «ζωικού μαγνητισμού ή μεσμερισμού», θεωρίας που αναπτύχθηκε από τον Γερμανό γιατρό Franz Anton Mesmer για να εξηγήσει την θεραπευτική επιτυχία των εξορκισμών του ιερέως Johann Joseph Gassner το 1775 σε μία μικρή πόλη της Βαυαρίας. Η θεωρία αυτή έτυχε διπλής ανάγνωσης. Μια ανάγνωση εντός του ορθολογικού πλαισίου του διαφωτισμού που έδωσε έμφαση στην υπνωτιστική υποβολή και στην έννοια της «θεραπευτικής σχέσης ανάμεσα σε θεραπευτή και θεραπευόμενο». Και μια μεταφυσική ανάγνωση με έμφαση στην απροσδιόριστη έννοια ενός «μαγνητικού ρευστού», κάτι σαν τη βαρύτητα ή τον μαγνητισμό που επηρεάζει ο υπνωτιστής/ιατρός γιατρεύοντας τον ασθενή. Η πρώτη οδήγησε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα «στη θεραπευτική ύπνωση και την ανάπτυξη της νευροφυσιολογίας (επίδραση του ψυχοπαθολογικού παράγοντα στην υγεία)» και μέσω των σχολών της Nancy και Salpetriere στον Freud. Η δεύτερη οδήγησε στον αποκρυφισμό, την μαγεία και τον τσαρλατανισμό, από όπου ξεπήδησε ο «πνευματισμός» και η αγυρτεία των μέντιουμ που επικοινωνούν με πνεύματα και στην μόδα των κινούμενων τραπεζιών που έλαβε τεράστια έκταση παγκοσμίως, και στην Ελλάδα, προς το τέλος του 19ου αιώνα.
Ο Ροΐδης διακωμωδεί και πάλι γράφοντας Το τραπεζάκι (1884) με το ψευδώνυμο Λυγξ.
Στρέφεται; Δεν στρέφεται; Δεν κινείται;, Κινείται; Κολοκύνθια. Δεν το πιστεύεις, αδύνατον. Αλλά σοι λέγομεν ότι το είδομεν – κινείται, πηδά, χορεύει, περιπατεί, απαντά. Ιδού τι από δέκα ημερών ακούει τις [πανταχού] εν τη πόλει της Αθηνάς. (σελ. 108).
Πολλές προσωπικότητες της ελληνικής διανόησης της εποχής (Γ. Σουρής, Α. Ραγκαβής, Π. Νιρβάνας και πολλοί άλλοι) αποδεικνύονται ενθουσιώδεις θιασώτες της μόδας των κινούμενων τραπεζιών.
Το 1877 ο Ροΐδης μεταφράζει Το πάθημα του κ. Βαλδεμάρου του Edgar Allan Poe. Εντυπωσιακό διήγημα όπου περιγράφεται η «πειραματική» εφαρμογή μιας μαγνητιστικής θεραπείας σε άτομο που έπνεε τα λοίσθια με γκροτέσκα αποτελέσματα. Στο προοίμιο ο Ροΐδης αφήνει να εννοηθεί ότι και ο Poe χρησιμοποιεί την τέχνη της κολοκυνθοπληγίας προς αφύπνιση του αμερικανικού κοινού.
Οι δύο διαφορετικές κατευθύνσεις που προέκυψαν από την θεωρία του μεσμερισμού κρύβονται πίσω και από τις ερμηνείες που αποδόθηκαν στο ευρέως διαδεδομένο στο τέλος του 19ου αιώνα φαινόμενο των «στιγματιζόμενων εκστατικών». Ο Ροΐδης αναφέρεται σε αυτό το 1875 (Τα στίγματα).
Παρακολούθησε μυστική συνεδρίασιν ιερέων και λαϊκών σε μικρή σικελική εκκλησία. Εκεί εμφανίστηκε κάτωχρος μελανείμων νεάνις εκατέρωθεν υποβασταζόμενη υπό ιερέων, ακίνητη και αμέτοχη σε ό,τι γινόταν γύρω της. Οι οφθαλμοί ήσαν ανοικτοί, αλλ’ ούτω εστραμμένοι προς τα άνω, ώστε μόνον το λεύκωμα ήτο ορατόν. […] Τέσσαρες στρογγυλαί υπέρυθροι κηλίδες, στίζουσι τας χείρας και τους πόδας. Κι ύστερα άρχισαν να εκδηλώνονται τρόμος και συστολές του σώματος και των άκρων της, μέχρι που πήρε στάση εσταυρωμένου, οπότε άρχισε να στάζει αίμα από τα στίγματα. Το φαινόμενο ήταν γνήσιο, ουχί υπερφυσικόν αλλά φυσιολογικόν φαινόμενον δηλ. του οποίου η επιστήμη βεβαιοί μεν την ύπαρξιν, αλλά δεν υδηνήθη μέχρι σήμερον να εξακριβώσει την φύσιν. (σελ. 75-76).
Ο Ροΐδης προβληματίζεται. Πως η διάνοια επηρεάζει τας λειτουργίας του σώματος; Θα αναμένει την απάντηση από τους επιστήμονες, αλλά θα την αναζητήσει και ο ίδιος. Όχι όμως στην μεταφυσική. Αλλά στην «θετικιστική» επιστήμη που προσπαθούσε να εξηγήσει τα φαινόμενα της υστερίας και της αυθυποβολής. Θα φθάσει μέχρι να δοκιμάσει και χασίς επηρεασμένος από τους πειραματισμούς του Γάλλου ψυχιάτρου Moreau de Tours, ο οποίος στις περίφημες συνεδρίες του «Club des hachichins», όπου συμμετείχαν άνθρωποι της διανόησης της εποχής, προσπαθούσε να κατανοήσει την πρωταρχική πηγή του παραληρήματος.
Σήμερα πάντως, η νευροεπιστήμη, χάρι στην πλαστικότητα του εγκεφάλου μπορεί πια να διανοηθεί «μία ψυχική αιτιότητα να διαμορφώνει την οργανική» (σελ. 200). Το βεβαιώνει ο σύγχρονος διάλογος μεταξύ νευροεπιστήμης και ψυχανάλυσης (Βλ. Τα ίχνη της εμπειρίας – Νευρωνική πλαστικότητα & η συνάντηση της βιολογίας με την ψυχανάλυση. Francois Ansermet και Pierre Magistretti- Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2011). Κι ο Καράβατος συμπληρώνει, ανατρέχοντας στον Καβάφη, καθώς «ακόμα και η Τέχνη έχει κάτι ανάλογο να μας πει» (σελ. 201): «Αλλά εμείς της Τέχνης / κάποτε με ένταση του νου, και βέβαια μόνο / για λίγη ώρα, δημιουργούμε ηδονήν / η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει» [Κ. Καβάφης, Μισή ώρα 1877 – Ίκαρος 1993].
Βασικό στοιχείο της παιδείας του Ροΐδη υπήρξε η «διασταύρωση ρομαντισμού-διαφωτισμού» (σελ. 28), την οποία ο Καράβατος ανιχνεύει στη μετέπειτα πορεία του ως ευρωπαίου διανοητή που αφομοιώνει τη γερμανική ρομαντική φιλοσοφία και προσεγγίζει τους «νευροεπιστημονικούς» προβληματισμούς του καιρού του, «δηλαδή τις επικρατούσες τότε γνώσεις για τη λειτουργία του εγκεφάλου και τα φαινόμενα του ψυχισμού» (σελ. 15). Όντας, κατά τον Παναγιώτη Μουλλά, άνθρωπος του «αντί» και του «ανάμεσα», ο Ροΐδης θα κινηθεί μεταξύ «εγκυκλοπαιδισμού και επιστήμης» (σελ. 25) για να σατιρίσει και να αφυπνίσει την ελληνική κοινωνία του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα.
Ανάλογη θα είναι η στάση του και απέναντι στην ευρείας απήχησης θεωρία του εκφυλισμού, σύμφωνα με την οποία το ποσόν κακοπαθείας που επιφυλάσσει η Μοίρα εις πάντα τα πλάσματα, είναι πανταχού και πάντοτε ακριβώς ανάλογον του όγκου και της τελειότητας του νευρικού αυτών συστήματος. Ο Ροΐδης δεν ακολουθεί την θεωρία αυτή, αλλά δεν δύναται να βεβαιώσει ότι δεν μετανόησε για αυτό (σελ. 168). Επίσης, τα επιχειρήματα των δαρβινιστών ενίοτε τον πείθουν, αλλά πάντοτε τον ελύπουν, αλλά στους αντιπάλους εύρισκε μόνο εμπάθεια και την κοσμική εξουσία του Πάπα.
Είναι σαν να τον θλίβει η ανθρώπινη κατάσταση και μια μελαγχολία να κρύβεται πίσω από την σατιρική του σκέψη. Ο ίδιος θα κινηθεί προς τον ρομαντικό βιταλιστικό μονισμό όπου Φύση και Πνεύμα είναι ταυτόσημα (ένα ιδιότυπο κράμα ρομαντισμού και διαφωτισμού).
Και ο Θανάσης Καράβατος αναδεικνύει με χιούμορ και ευρυμάθεια αυτή την ελάχιστα γνωστή συνάντηση του Ροΐδη με την νευροεπιστήμη.
Ο Θανάσης Καράβατος είναι Ομότιμος Καθηγητής Ψυχιατρικής του Α.Π.Θ. Διετέλεσε Διευθυντής της Α’ Ψυχιατρικής Κλινικής του Α.Π.Θ. Υπήρξε επί 10ετία εκδότης του περιοδικού Σύναψις (Επιθεώρηση Ψυχιατρικής , Νευροεπιστημών και Επιστημών του Ανθρώπου) του οποίου είναι σήμερα διευθυντής, έχει δημοσιεύσει επιστημονικά άρθρα σε ελληνικά και ξένα περιοδικά και είναι και τακτικός συνεργάτης του Αναγνώστη.
info: Θανάσης Καράβατος, Ο Εμμανουήλ Ροΐδης & η «νευροεπιστήμη» του 19ου αιώνα σειρά συνάψεις, Μοτίβο Εκδοτική Α.Ε. 2017