του Σπύρου Κακουριώτη
Η πρόσφατη ιστοριογραφική παραγωγή για τη δεκαετία 1940-49 έχει χαρακτηριστεί συχνά υπερτροφική, σε σχέση με άλλες περιόδους της ελληνικής ιστορίας του 20ού αιώνα. Παρά το πλήθος των μελετών όμως, η σχετική βιβλιογραφία δεν έχει απαλλαγεί από την ανισομέρεια που χαρακτήριζε για μεγάλο διάστημα τις ερευνητικές κατευθύνσεις των μελετητών, οι οποίοι επικεντρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στο αντάρτικο της υπαίθρου και ιδιαίτερα στη μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση, τον ΕΛΑΣ. Ακόμη, από τον χώρο των αντικομμουνιστικών ένοπλων οργανώσεων, εκείνες που συγκέντρωσαν το μεγαλύτερο ερευνητικό ενδιαφέρον ήταν όσες βρέθηκαν στη γκρίζα ζώνη μεταξύ αντίστασης και συνεργασίας, καθώς και οι αμιγώς δωσιλογικές οργανώσεις.
Αντιθέτως, τα ιστορικά έργα που αφορούν την δεύτερη σε μέγεθος αντιστασιακή οργάνωση, τον Εθνικό Δημοκρατικό Ελληνικό Σύνδεσμο (ΕΔΕΣ) και τις Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών (ΕΟΕΑ), παραμένουν ολιγάριθμα, με τον βασικό όγκο της σχετικής βιβλιογραφίας να καλύπτουν μαρτυρίες και αναμνήσεις πρωταγωνιστών της εποχής, συχνά γραμμένες σε κατά πολύ μεταγενέστερο χρόνο, ο οποίος και καθορίζει τις διαφορετικές μνημονικές στρατηγικές των απομνημονευματογράφων.
Ο συγγραφέας του ανά χείρας τόμου αποτελεί έναν από τους ευάριθμους νέους κοινωνικούς επιστήμονες που έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος της ερευνητικής δουλειάς του στη μελέτη του ΕΔΕΣ, κυρίως μέσα από τη μονογραφία του Οι οπλαρχηγοί του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο 1942-44. Τοπικότητα και πολιτική ένταξη (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2013), αλλά και πληθώρα επιστημονικών άρθρων, όπου εξετάζονται ποικίλες πτυχές της ιστορίας της οργάνωσης και των στελεχών της, τόσο κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου όσο και μεταπολεμικά.
Στο βιβλίο του Ο ΕΔΕΣ, 1941-1945. Μια επανεκτίμηση ο Βαγγέλης Τζούκας συνοψίζει τις έως σήμερα γνώσεις μας για την οργάνωση, παρουσιάζει κριτικά τη σχετική βιβλιογραφία και επισημαίνει τα σχετικά ερευνητικά κενά.
Στο πρώτο κεφάλαιο, ο συγγραφέας παρουσιάζει μια ευσύνοπτη ιστορία της οργάνωσης, από την ίδρυσή της στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1941, από τον Ναπολέοντα Ζέρβα και άλλους βενιζελικούς αξιωματικούς, την έξοδο του αρχηγού της στο βουνό, στην Αιτωλοακαρνανία και κατόπιν την εδραίωσή της στην Ήπειρο, μέχρι τις εμφύλιες συγκρούσεις με τον ΕΛΑΣ, την άτυπη ανακωχή στην οποία προχώρησαν ο Ζέρβας και οι γερμανικές δυνάμεις (κάτι που αρνούνται διαρρήδην τα στελέχη της οργάνωσης, έχει όμως τεκμηριωθεί από τον ιστορικό Χάγκεν Φλάισερ), έως την Απελευθέρωση και την είσοδο των δυνάμεων του ΕΔΕΣ στα Γιάννενα, την γενική επίθεση του ΕΛΑΣ εναντίον τους κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών και τη διαφυγή τους στην Κέρκυρα, όπου και οι αντάρτες του ΕΔΕΣ θα αποστρατευτούν, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας.
Το δεύτερο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στις μαρτυρίες των πρωταγωνιστών της περιόδου, τόσο στα απομνημονεύματα (δημοσιευμένα σε διάφορες χρονικές συγκυρίες και με αρκετές διαφορές μεταξύ τους) του ίδιου του Ζέρβα όσο και στελεχών του ΕΔΕΣ, αξιωματικών, οπλαρχηγών, βρετανών συνδέσμων, αλλά και αντιπάλων. Εδώ ο συγγραφέας αναδεικνύει τις διαφορετικές αφηγηματικές στρατηγικές κάθε μαρτυρίας, ανάλογα με τη θέση των συγγραφέων τους στις μεταπολεμικές εξελίξεις και το τμήμα εκείνο της «κληρονομιάς» της οργάνωσης που επιλέγει να υπερασπιστεί ο καθένας τους.
Στο επόμενο κεφάλαιο παρουσιάζεται η ιστοριογραφική παραγωγή σχετικά με τον ΕΔΕΣ, αρχικά πενιχρή και περιορισμένη στην ανάδειξη τεκμηρίων από τα γερμανικά, βρετανικά κ.ά. αρχεία, στη συνέχεια (κυρίως κατά τη δεκαετία του 1970) σε μια «αναθεωρητική» κατεύθυνση, που επιχειρούσε να αναδείξει τον ρόλο του ΕΔΕΣ ως «οργάνου» της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής για την αντιμετώπιση του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Οι συνθετικές εργασίες που ακολούθησαν, κατά τη δεκαετία του 1980, ιδίως το Στέμμα και σβάστικα του Χάγκεν Φλάισερ, αλλά και τα έργα των Μαρκ Μαζάουερ, Ντέιβιντ Κλόουζ κ.ά. λειτούργησαν, σύμφωνα με τον συγγραφέα, ως «μεταβατικές ερμηνείες», προκειμένου, μετά το 1989, οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις να εγκαταλείψουν την «από τα πάνω» πολιτική και διπλωματική ιστορία και να στρέψουν το βλέμμα στην κοινωνία, στη σχέση του ΕΔΕΣ με τις τοπικές κοινότητες, τα συγγενικά δίκτυα του ορεινού χώρου, την οικονομία της βίας κ.λπ., όπως κάνει ο ίδιος ο Τζούκας, ο Χέρμαν Φρανκ Μάγερ κ.ά.
Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου του, ο συγγραφέας αναδεικνύει τα ερευνητικά κενά στη μελέτη του ΕΔΕΣ, τα οποία, ομολογουμένως είναι πολλά και συνδέονται με τις ανισομέρειες της βιβλιογραφίας της δεκαετίας 1940-49 για τις οποίες έγινε λόγος παραπάνω. Η επικέντρωση στο αντάρτικο και την αγροτική ύπαιθρο έχει υποβαθμίσει σε μεγάλο βαθμό τη μελέτη των εξελίξεων της περιόδου στις πόλεις. Η διοργάνωση ενός επιστημονικού συνεδρίου με θέμα «Κατοχή, Αντίσταση και Εμφύλιος Πόλεμος στην Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις», που πραγματοποιήθηκε το 2007, έμεινε χωρίς συνέχεια, ενώ μόλις πρόσφατα άρχισαν να βλέπουν το φως σημαντικές μελέτες για την Κατοχή στην Αθήνα, όπως του Μενέλαου Χαραλαμπίδη, του Ιάσωνα Χανδρινού και του Πολυμέρη Βόγλη.
Στις εξελίξεις στις πόλεις εντοπίζει και ο Β. Τζούκας μερικά από τα σημαντικότερα κενά των μελετών σχετικά με τον ΕΔΕΣ: Η παρουσία της οργάνωσης στην Αθήνα και η διάσπασή της σε δύο αντίπαλα κομμάτια, ένα «προδοτικό» και ένα «αγωνιστικό», καθώς και η δράση της φοιτητικής του οργάνωσης (ΕΣΑΣ) παραμένει ελάχιστα μελετημένη. Ακόμη, ο συγγραφέας εντοπίζει ερευνητικά κενά σε ζητήματα όπως η σχέση της οργάνωσης με τις τοπικές κοινωνίες, η στάση του ΕΔΕΣ απέναντι στις μειονότητες, η οικονομική λειτουργία στο χώρο δράσης του, η σχέση του με τον ένοπλο δωσιλογισμό και, τέλος, οι μεταπολεμικές «κληρονομιές» του ΕΔΕΣ, τόσο σε σχέση με τη δράση των μελών του κατά τον Εμφύλιο όσο και με τη μεταγενέστερη πολιτική πορεία των στελεχών του.
Η ευσύνοπτη μελέτη του Β. Τζούκα συμπληρώνεται από μια επισκόπηση των νέων αρχειακών διαθεσιμοτήτων, καθώς και με εκτενή βιβλιογραφία για την οργάνωση και την ιστορία της, αποτελώντας έτσι ένα πολλαπλά χρήσιμο εγχειρίδιο για όποιον θα ήθελε να προχωρήσει περαιτέρω την έρευνα.
info: Βαγγέλης Τζούκας, Ο ΕΔΕΣ, 1941-1945, Μια επανεκτίμηση, Αλεξάνδρεια, 2017