της Μάνιας Μεζίτη (*)
Ο δρόμος άνοιγε στο τέλος είναι το πρώτο βιβλίο της Βάλιας Γκέντσου, μια ιδιαίτερα φροντισμένη έκδοση που την κοσμούν δύο δικά της σχέδια και σαράντα οκτώ ποιήματά της κατανεμημένα σε επτά ενότητες. Ποιήματα βιωματικού – υπαρξιακού χαρακτήρα, που αν και αγγίζουν το θεμελιώδες τρίπτυχο της ποίησης έρωτας – χρόνος – θάνατος, μοσχοβολούν τριαντάφυλλο και γιασεμί.
Η Γκέντσου μας εισάγει στην ποιητική της με το απόφθεγμα του Φιλόστρατου «Ου το εράν νόσος, αλλά το μη εράν. Ει γαρ από του οράν το εράν, τυφλοί οι μη ερώντες». Σε ελεύθερη μετάφραση: «Δεν είναι αρρώστια να είναι κάποιος ερωτευμένος, αλλά να μην είναι. Γιατί αν ο έρωτας προέρχεται απ’ τα μάτια, τυφλοί όσοι δεν είναι ερωτευμένοι». «Νυν έγνων τον Έρωτα» συνεχίζει ο Φιλόστρατος «Βαρύς Θεός!» «Τώρα, τον γνωρίζω τον Έρωτα. Δυσβάσταχτος Θεός!» Εξαιτίας, ίσως, της συγκεκριμένης βαρύτητας, και του δεδομένου πως «αυτοί οι έρωτες έκρυβαν μια λύπη» το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει την επιθυμία «ο Έρωτας να είναι χρώματα / Χρώματα καθαρά που ν’ αντιμάχονται την έντασή τους. / Το βαθύ μπλε με το κίτρινο / το κόκκινο με το μαύρο και το άσπρο / χωρίς προσμίξεις. / Έναν τέτοιον έρωτα, ναι, θα τον ήθελε».
Στην ποιητική της Γκέντσου ο έρωτας κατέχει εξέχουσα θέση. Πότε έρωτας-θεός με κεφαλαίο «Ε» πότε συναίσθημα που βαδίζει την οδό της απώλειας, όπως πιθανόν κάθε έρωτας οφείλει να κάνει στην ποιητική του διάσταση. Από τη μια πεθαίνει, από την άλλη διαρκεί. Διαρκεί ως ανάμνηση διατηρώντας μια κυκλικότητα. Επιστρέφει «νικητής και τροπαιούχος / διεκδικώντας τα χρωστούμενα». Στον έρωτα-πόλεμο, το υποκείμενο «εκ των προτέρων διαισθάνεται την έκβασιν. Εν τούτοις πίπτει, όπως λέει, / ηρωικώς μαχόμενο / απέλπιδα αμυνόμενο / του πατρίου εδάφους». Αλλά ο έρωτας στην ποιητική της Γκέντσου δεν παίρνει μόνο τη μορφή σφοδρής επιθυμίας και διακαούς πόθου, εμφανίζεται και ως αγάπη, τρυφερότητα, στοργή για τους αγαπημένους, τους ξεχωριστούς, ως νοσταλγία και τιμή για όσους χάθηκαν.
Το ποιητικό υποκείμενο στέκεται ανυπεράσπιστο απέναντι στις αναμνήσεις και στον χρόνο που πέρασε, που ούτως ή άλλως θα πέρναγε, που έτσι και αλλιώς θα περάσει. Ο χρόνος του, λέει, έχει «παύσεις, κενά που το συντροφεύουν, το προσέχουν. Είναι οι δικές του mesdames de companie». Σ’ αυτές τις παύσεις οι μνήμες του αναδύονται αιφνιδίως, και πάσχει από αμφιθυμία για το αν θα τους επιτρέψει να παραμείνουν ή όχι. Το χαρακτηρίζει η λεπτότητα και διακρίνεται για την καλή του προαίρεση, τα ευγενή του κίνητρα: «Μου λένε για σένα τα χίλια όσα… / πως είσαι εκείνο, είσαι το άλλο / και απορούν που δεν τα βλέπω / Για σένα, όμως, / δεν θα πω ποτέ το ελάχιστο κακό». Δεν κινείται στο σκοτάδι, δεν καταλαμβάνεται από θυμό, παρά μόνον πικραίνεται, και πάντοτε στα πλαίσια της ευγένειας, εκφράζει ένα δειλό, ανεπαίσθητο παράπονο. Νοσταλγεί τα παιδικά του χρόνια «παιδάκι ξεχνιόμουν στα παρτέρια με τις τριανταφυλλιές / ντυμένη αμαζόνα / κόκκινοι μικροί κήποι / μόνο μια φωτογραφία σώθηκε», προσπαθώντας να παραμερίσει το τραύμα και να εισπνεύσει τις μυρωδιές που εξακολουθούν να υπάρχουν τριγύρω. Η αισιοδοξία, υπόκωφη, αντιμάχεται τη λύπη, και ο δρόμος πράγματι ανοίγει τελικά, αφού μέσα «απ’ της Ζωής το ολάνοιχτο παράθυρο» καταφέρνει να δει τις ομορφιές του κόσμου.
Το φυσικό τέλος αγαπημένων προσώπων διατηρεί περίοπτη θέση στο σύμπαν της Γκέντσου, καθώς το υποκείμενο, επιθυμώντας να αποδώσει φόρο τιμής σε όσους αγάπησε και έφυγαν, αποδεικνύεται ιδιαίτερα γενναιόδωρο. Με προσεγμένες νοσταλγικές λέξεις αποτυπώνει την τρυφερότητα, αλλά και τη μελαγχολία για την απώλεια. Αυτή την κατάσταση θα μπορούσαμε, ίσως να την κλείσουμε σε τέσσερις στίχους του Μιλτιάδη Μαλακάση:
Όταν νυχτώνει τι μαύρη λύπη
Πέφτει στην έρμη μου μέσα καρδιά!
Ό,τι έχω μπρος μου κι ό,τι μου λείπει,
Πάω να τ᾿ αγγίξω κ᾿ είναι μακριά…
Παρόλ’ αυτά, παρηγορείται με την ιδέα πως «τίποτε δεν τελειώνει και όλα είναι εδώ». Φροντίζουν, άλλωστε, γι’ αυτό οι άγγελοι από τις Ελεγείες του Ντουίνο.
Με διάχυτα λυρικά στοιχεία, εσωτερικό ρυθμό και πλούσια εικονοποιία, η πρωτοπρόσωπη, κατά βάσιν, ποιητική της Γκέντσου διακρίνεται από ρομαντικές εικόνες: κρινολίνα, mesdames de compagnie, βενετσιάνικες γόνδολες, κήπους και χρυσόσκονη, μια παραμυθένια ατμόσφαιρα διαφυγής, μια ευχή διεξόδου. Ποιήματα που διαπιστώνουν, νοσταλγούν, επιβεβαιώνουν, αναρωτιούνται. Και όταν μετατοπίζονται στο δεύτερο ενικό, σχεδόν πάντα εκφράζουν αγάπη. Η ποιήτρια προτιμάει τον ζωντανό Ενεστώτα, ακόμη και για να αφηγηθεί το παρελθόν. Πώς αλλιώς θα διατηρηθούν τα συναισθήματα στον χρόνο; Χρησιμοποιεί τη στίξη με ευλάβεια φιλολόγου, αλλά και την παλιά ορθογραφία της βιολέτας των δύο «ττ», δίχως να φοβάται να τοποθετήσει λέξεις της μαλλιαρής (ο αποβροχάρης ήλιος) πλάι στις λόγιες, ενώ λογοπαίζει με στερητικά -α- και με ενωτικά. Κυριαρχούν τα επίθετα, η παρομοίωση και η προσωποποίηση, ενώ ακολουθεί η μεταφορά και η μετωνυμία. Συχνά χρησιμοποιεί ξενόγλωσσα σημαινόμενα, κυρίως γαλλικά και ιταλικά, προσαρμόζοντάς τα τεχνηέντως είτε μέσα στο ποίημα είτε ως τίτλους, προσδίδοντας έτσι έναν ανάλαφρο και σύγχρονο τόνο –λόγιο, παρόλ’ αυτά.
Με διακειμενικές αναφορές που κινούνται από τον Ρίλκε ώς τον Μαλακάση, σίγουρα, δεν πρόκειται για δυσνόητη, υπαινικτική, εσωστρεφή, περίκλειστη ποιητική. Η Γκέντσου δεν υποδηλώνει. Δηλώνει και δηλώνεται. Ο στόχος της δεν είναι να μας δυσκολέψει, αλλά να νιώσουμε και να ταυτιστούμε. Ποίηση που κινείται στα όρια του κλασικού, αποφεύγοντας εκκεντρικούς συμβολισμούς, οτιδήποτε εξεζητημένο και μετανεωτερικό. Ποίηση γνήσια, που δεν αναφέρεται στον εαυτό της, και που μας πείθει ότι κατά τη σύνθεσή της η μούσα υπήρξε διαρκώς παρούσα.
(*) Η Μάνια Μεζίτη είναι μεταφράστρια, επιμελήτρια της ιστοσελίδας poets.gr
info: Βάλια Γκέντσου, Ο δρόμος άνοιγε στο τέλος, Θεμέλιο, 2017, σελ. 80