Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Το κομψό βιβλιαράκι του Αργύρη Παλούκα Γιώργος Χειμωνάς. Αγάπη σαν ακολασία, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική, ανακαλεί στη λογοτεχνική μας μνήμη έναν πεζογράφο ο οποίος ανέλαβε έναν όλως ιδιότυπο ρόλο στη μεταπολεμική καλλιτεχνική σκηνή. Ο Παλούκας επιλέγει αποσπάσματα από τα πιο συζητημένα έργα του Χειμωνά, ξεχωρίζοντας εύλογα στην εισαγωγή του την ειδική του σχέση με τη γλώσσα, Πράγματι, αν περιηγηθούμε με αφετηρία αυτή την πρόσφατη εκδοτική αφορμή στα πεπραγμένα του Χειμωνά, δεν θα δυσκολευτούμε να διαπιστώσουμε πως η εξημμένη φαντασία, η θραυσματική σύνταξη, οι σπαραγμένες λέξεις, η αδιάκοπα ονειρική ροή της φράσης, αλλά και η παρανοϊκή, ανοϊκή ή και εγγενώς αφασική έκφρασή του σημαδεύουν από την πρώτη στιγμή τη δουλειά του. Ο Χειμωνάς είναι, όπως κι τον εξετάσουμε, ένας ορκωτός του μοντερνισμού, που θα υποβάλει τα υλικά του σε μια πολλαπλή δοκιμασία αντοχής: από την κατάργηση της αλληλουχίας, της έλλογης εκφοράς και της κεκανονισμένης (κοινώς αποδεκτής και αναγνωρίσιμης) σημασίας μέχρι τη διασπάθιση της επαγωγικής τάξης και την αποδέσμευση του ασυνείδητου. Τα κείμενά του εντάσσουν κάθε στοιχείο και μοτίβο τους σε μια τροχιά ελεύθερης αιώρησης. Μεταφορικές υπερβάσεις και ιστορικές παραπομπές, παραληρηματικοί μονόλογοι και κατάφορτη από τους λόγους και τα ιδιώματα των άλλων εσωτερική εστίαση (σ’ ένα εγώ που φλέγεται από αρχαϊκά πάθη και μυστικιστικούς φόβους ή οράματα), απρόσμενες (φαντασιακές και αποκαλυψιακές) εκρήξεις μιας προδήλως διάχυτης και διάτρητης πλοκής, όπως και αιφνιδιαστικές μετωνυμίες: όλα αυτά θα απελευθερώσουν από τη μια πλευρά το υποκείμενο από το συλλογικό του περιβάλλον, τονίζοντας την αναντικατάστατη προτεραιότητα του ατόμου, ενώ από την άλλη θα σημάνουν τον ενταφιασμό της λογικής του συγκρότησης. Εκ παραλλήλου θα επιτρέψουν την ταύτιση της λογοτεχνικής πράξης με τον αγώνα για την απάλειψη της κανονικότητας του νοήματος, αν όχι και για την καθ’ ολοκληρίαν απονομιμοποίησή του. Έτσι, η γραφή θα ανακηρυχθεί σε απολύτως αυτόνομη οντότητα, θα αποκτήσει την ικανότητα να λειτουργεί χωρίς κανένα ειδολογικό πρόσημο: ως ένα πεδίο που μας καλεί να αναρωτηθούμε πάνω στις συνθήκες παραγωγής μιας τέχνης, της λογοτεχνίας, η οποία τελεί υπό συνολική αμφισβήτηση.
Η μοντερνιστική ταυτότητα της πεζογραφίας του Χειμωνά είναι αδιαμφισβήτητη, κάτι, όμως, παραφυλάει ήδη για να τη ροκανίσει από τα μέσα: είναι το μηδενιστικό πνεύμα και οι φαντασιώσεις καταστροφής και αυτοκαταστροφής του μεταμοντέρνου. Κοιταγμένη η τέχνη υπό το πρίσμα του μεταμοντέρνου στο έργο του Χειμωνά, δεν μπορεί παρά να περιοριστεί, να περισταλεί, να υποβαθμιστεί και εντέλει να διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη, χωρίς να είναι σε θέση να προσφέρει καμία λύτρωση και κανένα καταφύγιο: ούτε για τη διάρρηξη του συλλογικού ούτε για την καταστρατήγηση της ελευθερίας που θα αποκτήσει το υποκείμενο μετά την εκπαραθύρωσή του από την κοινότητα. Παρόλα αυτά, ο Χειμωνάς δεν θα απομακρυνθεί από τον μοντερνισμό, αφού θα διατηρήσει μέχρι το τέλος στα βιβλία του δύο απαράγραπτα χαρακτηριστικά του. Το ένα είναι η σχέση με ένα παρελθόν το οποίο όσο κι αν αλλάξει, όσο κι αν μεταμορφωθεί ή παραμορφωθεί, δεν θα πάψει να παράγει σημασίες. Το άλλο είναι η δραματική ένταση που διαπερνά τα γραπτά του Έλιοτ, του Τζόις και του Γέιτς, για να μείνουμε στην αγγλόφωνη λογοτεχνία, την οποία οι μεταμοντέρνοι θα εκτρέψουν στην παρωδία και την αυτοπαρώδηση. Ο Χειμωνάς δεν θα ξεπεράσει ποτέ τον διχασμό του ανάμεσα στον μοντερνισμό και το μεταμοντέρνο. Αλλά αυτό ακριβώς δεν είναι που μπορεί να τον φέρνει πλησίστιο ξανά στις ζητήσεις των ημερών μας;